Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Μετάφραση από τα ισπανικά: Κώστας Αθανασίου
Αγαπάει την Αβάνα σαν να είναι εκείνη ηρωίδα των μυθιστορημάτων του. Δεν έχει φύγει, με την έννοια της μετακόμισης, ποτέ από εκεί. Εκεί γεννήθηκε το 1955, εκεί μεγάλωσε και σπούδασε, εκεί δουλεύει, από αυτήν εμπνέεται. Και αν κάτι δεν λείπει στον Λεονάρδο Παδούρα είναι η έμπνευση.
Πρόκειται για έναν δοκιμιογράφο και πεζογράφο διεθνούς αναγνώρισης, ενώ θεωρείται ο σημαντικότερος συγγραφέας της Κούβας και ένας από τους κορυφαίους της Λατινικής Αμερικής.
Είναι διάσημος. Είναι πολυδιαβασμένος. Είναι ειλικρινής, ευγενής, σοβαρός μα φιλικός, με χιούμορ και περιπαικτική διάθεση, καθώς και βαθιά πολιτικοποιημένος – και πώς να μην είναι; Εζησε τον Φιντέλ, την επανάσταση, την εξέλιξή της, την τωρινή κατάσταση της χώρας του.
Από αυτή την τελευταία παίρνει αφορμή και για το νέο του μυθιστόρημα, «Εντιμοι άνθρωποι» εξαιτίας του οποίου είναι αυτές τις μέρες στην Ελλάδα. Ενα ακόμα αστυνομικό μυθιστόρημα, πάντα με πρωταγωνιστή τον Μάριο Κόντε: Βρισκόμαστε στην Αβάνα το 2016. Ιστορικά γεγονότα αναστατώνουν τη ζωή στην Κούβα: η αναμενόμενη επίσκεψη του Ομπάμα και η εξομάλυνση των σχέσεων με τις ΗΠΑ, μια συναυλία των Ρόλινγκ Στόουνς, μια επίδειξη μόδας του οίκου Σανέλ…
Τι περίεργο. Προχθές ο Ομπάμα ήταν στην Ελλάδα (συνέπεσαν την ίδια μέρα στην Αθήνα). Οσο για τις ομοιότητες Ελλάδας – Κούβας, ίσως τελικά είναι περισσότερες (και στα καλά, μα και στα κακά) απ’ όσες μπορούμε να φανταστούμε…
Αν είχα τη δυνατότητα να σας κάνω μόνο μία ερώτηση, της οποίας η πιθανή απάντηση θα μπορούσε να περιλαμβάνει και τη λογοτεχνία και την πολιτική και το προσωπικό σας όραμα, αυτή θα ήταν η εξής: Γιατί μένετε ακόμα στην Αβάνα;
Γιατί είμαι ένας Κουβανός συγγραφέας που έχει ανάγκη την πόλη του και τους ανθρώπους της και τον τρόπο τους να μιλούν και να καταλαβαίνουν τη ζωή. Γιατί είμαι ένας Κουβανός συγγραφέας που έχει ανάγκη να γνωρίζει τις απογοητεύσεις και τις ελπίδες αυτών των ανθρώπων, των ανθρώπων της πόλης του, για να μπορεί να γράψει. Γιατί είμαι ένας Κουβανός στον οποίο αρέσει να ζει στην Κούβα και έχω μια ισχυρή πολιτισμική αίσθηση του ανήκειν.
Γιατί νιώθω καλά στο σπίτι μου, το οποίο έχτισαν ο πατέρας και η μητέρα μου και το συμπληρώσαμε η γυναίκα μου κι εγώ. Γιατί θέλω να είμαι κοντά… παρότι μερικές φορές νιώθω επίσης την επιθυμία να βρεθώ μακριά – όχι, όμως, από την πόλη, αλλά από τη χώρα, που έχει μετατραπεί σε έναν τόπο αρκετά αφιλόξενο στον οποίο τα πάντα σχεδόν αποτελούν πρόβλημα: από το να βρει κανείς φαγητό ή φάρμακα μέχρι κάτι εξίσου ή και περισσότερο σημαντικό.
Οπως το να έχει ελπίδες ότι το μέλλον δεν είναι ένα σκοτεινό στόμα του λύκου προς το οποίο κατευθυνόμαστε, οδηγημένοι από μια πολιτική που έχει τη σπάνια ικανότητα να κάνει άσχημα σχεδόν όλα τα πράγματα και να προσπαθεί να μας κάνει να πιστέψουμε ότι τα κάνει καλά, ενώ αυτά που βλέπουμε, βιώνουμε, νιώθουμε, υφιστάμεθα είναι σχεδόν πάντα εντελώς το αντίθετο.
Εγώ, όπως και τόσοι άλλοι Κουβανοί, αισθάνομαι μια μεγάλη κόπωση (αυτήν που στα μυθιστορήματα του Κόντε έχω αποκαλέσει «ιστορική»), μια κόπωση που πλέον έχει μετατραπεί σε κορεσμό. Γι’ αυτό φεύγουν από το νησί, έχοντας κουραστεί να περιμένουν, και πάνε να φτιάξουν τη ζωή τους σε κάποιο άλλο μέρος. Αλλοι, για λόγους σαν τους δικούς μου ή για κάποιους άλλους, δικούς τους (που επίσης είναι σεβαστοί), αποφασίζουν να μείνουν. Μπορεί, βέβαια, και να μην έχουν άλλη επιλογή παρά να μείνουν.
Σ’ έναν κόσμο όπου κυριαρχεί ο φονταμενταλιστικός καπιταλισμός, μπορούμε να μιλάμε ακόμα για ιδεολογίες; Για το τι είναι «κακό» και τι «καλό»; Και αν μπορούμε, ποιο είναι το βασικό επιχείρημα εναντίον του άκρατου καπιταλισμού/νεοφιλελευθερισμού που βιώνουμε (και εν πολλοίς, στηρίζουμε κιόλας και μάλιστα όλο και περισσότεροι);
Ο καπιταλισμός δεν είναι η λύση για την ανθρωπότητα, γι’ αυτό είμαι πεισμένος. Χρειάζεται όμως να βρεθεί κάποια εναλλακτική λύση πραγματική και δίκαιη, που αυτή τη στιγμή ωστόσο δεν φαίνεται να εφαρμόζεται κάπου στην πραγματικότητα. Αν το επιτυχημένο μοντέλο ενάντια στον καπιταλισμό είναι ο κινεζικός κομμουνισμός, τότε τα πράγματα δεν είναι πολύ καλύτερα: αυτό που βλέπω, αντιλαμβάνομαι, διαισθάνομαι (με τις λίγες οικονομικές γνώσεις μου) είναι ότι στην Κίνα υπάρχει ένα λίγο μακάβριο μείγμα σοσιαλισμού και καπιταλισμού.
Εκείνο όμως που όντως καταλαβαίνω είναι ότι αυτό που είναι καλό είναι καλό και αυτό που είναι κακό είναι κακό, πέρα από τις ιδεολογίες: το να υπάρχουν πολύ πλούσιοι και πολύ φτωχοί, το να υπάρχει αδικία, οικονομική απληστία, καταναλωτισμός, όλα αυτά είναι κάτι κακό. Η ισότητα και η δικαιοσύνη, η αλληλεγγύη, η αδελφοσύνη – αυτά είναι κάτι καλό. Πώς να επιτευχθεί ο θρίαμβος του καλού επί του κακού; Αυτό είναι εύκολο να το κάνει κανείς σε ένα μυθιστόρημα, ή ακόμα και στην καθημερινή πρακτική της ζωής του. Στην πραγματικότητα του κόσμου, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Στο προηγούμενο βιβλίο σας, «Σαν σκόνη στον άνεμο», αναζητήσατε την ταυτότητα της Κούβας στο τότε και στο τώρα, μέσα από μια παρέα νέων που, όσο κι αν φαίνεται να περνάνε καλά, φέρουν μέσα τους ένα συλλογικό τραύμα. Εχω την αίσθηση πως αυτό το «τραύμα» των ηρώων σας δεν υφίσταται μόνο στην Κούβα, αλλά σχεδόν παντού πλέον.
Οι εξορίες είναι πάντα δραματικές, και ακόμη περισσότερο όταν είναι ταξίδια χωρίς επιστροφή και όχι από επιλογή. Αυτός που φεύγει από την Κούβα φεύγει για πάντα και έχει πολλές εναλλακτικές επιλογές, κυρίως όμως δύο: είτε να ξεκόψει από το παρελθόν και να προσπαθήσει να ξεπεράσει τη νοσταλγία είτε να διατηρήσει τη σχέση και να τροφοδοτήσει μια νοσταλγία που επίσης μπορεί να είναι δύο ειδών.
Καταστροφική, τοξική, εκδικητική και οδυνηρή είτε απόμακρη, γλυκιά ίσως, ακόμα κι αν έρχεσαι από μια εμπειρία πικρή… Κανένας δεν φεύγει από τον τόπο στον οποίο είναι ευτυχισμένος, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Το να μάθεις να ζεις σε κάποια άλλη κουλτούρα, ακόμα και σε άλλη γλώσσα, είναι ένας ξεριζωμός. Πρέπει να πάψεις να είσαι όπως ήσουν για να γίνεις κάτι διαφορετικό: ένας άνθρωπος στα μισά του δρόμου ή ένας άνθρωπος καινούργιος, αναλόγως τις συνθήκες. Σε κάθε περίπτωση είναι οδυνηρό μια χώρα να αιμορραγεί με τέτοιον τρόπο και να μην υπάρχει κάπου κοντά στον ορίζοντα ένα ανάχωμα να συγκρατήσει αυτό το κύμα.
Θα σου δώσω μόνο μερικά στοιχεία… Τον περασμένο χρόνο πέρασαν τα σύνορα του Μεξικού με τις Ηνωμένες Πολιτείες σχεδόν 250.000 Κουβανοί. Και αυτή τη στιγμή υπάρχουν άλλοι τόσοι που περιμένουν τη βίζα οικογενειακής επανένωσης ή μια πρόσκληση από κάποιον στις ΗΠΑ που να τους καλεί εκεί… Βρισκόμαστε μπροστά σε μια διαδικασία μαζικής φυγής και σε αυτό θα έπρεπε να δοθεί κάποια επίσημη απάντηση που να μην είναι απλώς και μόνο η ρητορεία που έχουμε ήδη ακούσει και που δεν λειτουργεί στην πραγματικότητα την οποία πολλοί άνθρωποι βιώνουν στη χώρα.
Εχοντας την ευκαιρία να έχω απέναντί μου έναν σπουδαίο συγγραφέα, «παιδί» μιας από τις σημαντικότερες επαναστάσεις του 20ού αιώνα παγκοσμίως, δεν μπορώ παρά να ρωτήσω: Πιστεύετε στην επανάσταση και την ουτοπία; Και, αν ναι, με ποιον τρόπο; (Ρωτώ, καθώς απ’ όλα τα βιβλία σας αλλά και από την Ιστορία προκύπτει πως η Κούβα είναι ένα τρανό παράδειγμα είτε προς μίμηση είτε προς αποφυγή – αναλόγως με την ιδεολογία του καθενός…)
Δεν μπορώ να δώσω μια απλή απάντηση σε ένα ερώτημα τόσο σύνθετο, μεταξύ άλλων επειδή δεν είμαι πολιτικός επιστήμονας ή κοινωνιολόγος. Δεν είμαι καν ιστορικός. Είμαι ένας παρατηρητής της πραγματικότητας που κατόπιν γράφει γι’ αυτήν.
Πιστεύω, λοιπόν, ως τέτοιος, πως κάθε ιστορική στιγμή μπορεί να δικαιολογεί ένα ιστορικό γεγονός. Και πως η ουτοπία ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει καλύτερος εξακολουθεί να έχει ισχύ και σήμερα όσο και χθες, τόσο στην αρχαία Ελλάδα όσο και στη σύγχρονη Κούβα. Αν, για να καταφέρουμε ο κόσμος να γίνει καλύτερος, είναι απαραίτητη η επανάσταση, τότε ας γίνει επανάσταση! Κατόπιν θα μπορέσουμε να αναλύσουμε την επιτυχία ή την αποτυχία της, ανάλογα με το πόσο έχει πετύχει αυτόν τον στόχο: να φτιάξει έναν κόσμο καλύτερο.
Τέλος, καθώς στα βιβλία σας καταπιάνεστε με τα μεγάλα ερωτήματα, δίχως όμως να «ρωτάτε» φανερά, πείτε μας: Αν είχατε ένα μεγάλο ερώτημα να κάνετε στ’ αλήθεια, ποιο θα ήταν αυτό;
Α, έχω πολλά μεγάλα ερωτήματα… Θα μπορέσω να γράψω άλλο μυθιστόρημα; Θα είναι καλύτερο από αυτά που έχω γράψει; Πράγματα σαν αυτά είναι πολύ σημαντικά για μένα. Αυτά είναι τα «μεγάλα μου ερωτήματα». Σε σχέση με όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μου, δεν θέτω στον εαυτό πολλά ερωτήματα, γιατί δεν έχω τη δυνατότητα να προβλέπω το μέλλον και δεν μου αρέσει να κάνω προβλέψεις που, γενικώς, έχουν την τάση να μην υλοποιούνται. Δεν έχω κλίση στους χρησμούς… Βέβαια, τώρα που είμαι στην Ελλάδα, ίσως να πρέπει να κάνω μια βόλτα από τους Δελφούς… έτσι δεν είναι;
O Λεονάρδο Παδούρα επισκέφθηκε την προηγούμενη εβδομάδα για πρώτη φορά τη Θεσσαλονίκη, όπου μίλησε στο εκεί Μέγαρο Μουσικής, στο πλαίσιο των ομιλιών που θα δώσει με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου «Εντιμοι άνθρωποι» από τις εκδ. Καστανιώτη (απ’ όπου κυκλοφορούν και όλα του τα βιβλία).
Στην Αθήνα βρέθηκε την Πέμπτη, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ ΛΕΑ και σήμερα Σάββατο θα βρεθεί στα Χανιά, στο πλαίσιο του 2ου Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων, σε μια διπλή εκδήλωση: στη Σκάλα της οδού Αγίου Μάρκου (19.45-20.00), στο «Θεατρικό αναλόγιο Λεονάρδο Παδούρα», η ηθοποιός Κατερίνα Μαντίλ θα διαβάσει αποσπάσματα από το βιβλίο «Εντιμοι άνθρωποι», σε συνδιοργάνωση με το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Κρήτης.
Στη συνέχεια, στο θέατρο «Μίκης Θεοδωράκης», στις 20.00, ο συγγραφέας θα συζητήσει για το βιβλίο του με τη Μικέλα Χαρτουλάρη και τον μεταφραστή του, Κώστα Αθανασίου, σε συνδιοργάνωση με το Φεστιβάλ ΛΕΑ και τις εκδόσεις Καστανιώτη.