Το να ασχοληθεί κανείς το τελευταίο διάστημα με κάτι άλλο πέρα από τον κορονοϊό, μοιάζει αφύσικο, εξωπραγματικό, σχεδόν αιρετικό. Ο εγκλεισμός των ημερών αφήνει μέρα με τη μέρα μια γεύση πίκρας μπροστά στο ημίφως του ανθρώπινου φόβου και στο βαθύ σκοτάδι του θανάτου. Χαμένη ανάμεσα σε στοίβες σημειώσεων, σε βιβλία «προτεραιότητας» και σε CD με αστερίσκους, διαπίστωσα πόσο διαφορετικό μπορεί να είναι το ερέθισμα ενός έργου, ανάλογα με το χρονικό δεδομένο του θεατή.
Η ταινία “Blindness” βασίζεται στο βιβλίο “Περί Τυφλότητος” του πορτογάλου συγγραφέα Ζοζέ Σαραμάγκου, ο οποίος σκιαγραφεί μοναδικά μια κοινωνία, της οποίας τα μέλη παραδίνονται το ένα μετά το άλλο σε μια αιφνίδια και μαρτυρική μεταδοτική τύφλωση. Πανικόβλητη η κυβέρνηση παίρνει μέτρα σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει την “λευκή πληγή” με τον τρόπο που γνωρίζει καλά. Απομονώνει τους ασθενείς σε άσυλο και σε κοντινό αλλά ξεχωριστό μέρος, εκείνους που ήλθαν σε επαφή μαζί τους, ζητώντας τους να αναλάβουν τις ευθύνες τους: “ Η κυβέρνηση και το έθνος αναμένουν από τον καθένα σας να εκπληρώσει το χρέος του. Καληνύχτα.”
Τρομάζει κανείς μπροστά στην απομόνωση και την περιθωριοποίηση. Ταυτίζεται με τους έγκλειστους, αναγνωρίζει την αδικία αλλά αναρωτιέται. Ποια είναι η πρέπουσα αντίδραση, η προσαρμοσμένη στην ηθική των καιρών; Ο φόβος, η θλίψη και η οργή ή μια ελπίδα-έστω άτολμη- κι ένα γέλιο-έστω δύσπιστο; Η επιδημία είναι αταξική, αγέρωχη μπροστά στους ανίσχυρους και ανυπεράσπιστους αλλά και στους πιο ισχυρούς του κόσμου.
Στην κοινωνία των τυφλών οι παλιές συνήθειες δεν ξεπερνιούνται με ευκολία, η σταδιακή και βαθιά αλλαγή σε συμπεριφορές, ωστόσο, είναι μονόδρομος. Η τυφλή γυναίκα που γδύνεται ανάμεσα στους τυφλούς προειδοποιεί ότι θα ξαπλώσει και είναι σα να τους ζητά εκείνη τη στιγμή να γυρίσουν από την άλλη πλευρά για να μην τη δούνε να γδύνεται. Λίγο μετά, ακρωτηριασμένη συναισθηματικά και εξουθενωμένη συνειδητοποιεί την τραγική της κατάσταση. Ίσως παρόμοια τραγική με την θέση στην οποία βρέθηκε αιώνες πίσω ο σοφόκλειος Οιδίποδας. Εκείνος είναι που διαπράττει την “αμαρτία”, την ακούσια εσφαλμένη αποτίμηση των πραγμάτων. Η αμαρτία του, όμως, το μεγάλο του λάθος, είναι ότι επιδιώκει να μάθει.
Και τιμωρείται ακριβώς γι’ αυτό. Αυτοτυφλώνεται γιατί έμαθε. Η στιγμή αυτή της τραγικής συνειδητοποίησης τον απογυμνώνει. Εχθρός του δεν είναι παρά ο ίδιος του ο εαυτός.
Οι έγκλειστοι προσπαθούν να επιβιώσουν, να βρουν τον προσανατολισμό τους. Άλλοτε τα καταφέρνουν, άλλοτε όχι. Κάποτε βρίσκουν γλυκό καταφύγιο στον ύπνο. Κανείς στον ύπνο του δεν μπορεί να πει ψέματα. Τροφή, δουλειά, περιουσία, ιδιοκτησία, όλες τις στερήσεις μπορούμε να τις φανταστούμε, αλλά τη στέρηση αυτού του αγαθού, του ύπνου, ποτέ.
Η ζωή συναρμολογείται και καθορίζεται από εικόνες, από λέξεις, από περιστάσεις και παραστάσεις, από συμπτώσεις και ψευδαισθήσεις, από φαντασιώσεις και όνειρα. Κι αυτά τα τελευταία είναι που επιδρούν λυτρωτικά, σαν τα σονέτα του Wordsworth και τα πρελούδια του Bach. Ίσως και σαν τα λόγια του Ποιητή: “Σειρά σου τώρα, χωρίς φώτα, χωρίw σκηνικά και θεατές, να παίξεις τον εαυτό σου”.