Ανακάλυψα τον Θανάση Σκρουμπέλο στο μπαρ «Αισθηματίες». Ένα ξημέρωμα κουβεντιάζοντας για βιβλία με τον Κώστα (Παντιώρα) μου είπε: «Διάβασε Μπλε Καστόρινα Παπούτσια». Του λέω: «Στείλε μου μήνυμα τώρα, γιατί με τόσα ποτά θα το ξεχάσω το πρωί». Κι όμως, την άλλη μέρα, Κυριακή ήταν, θυμόμουν τον τίτλο, τον έψαξα και τον παρήγγειλα στο Booktalks και τη Δευτέρα μπήκα στον κόσμο του Θανάση Σκρουμπέλου. Κι αφού τελείωσαν τα Μπλε Καστόρινα Παπούτσια, πήρα το Bella Ciao, τον Μαύρο Μακεδόνα, Τα φίδια στον Κολωνό, και φυσικά τη Βέλβετ Παλμ (όλα τα βιβλία του κυκλοφορούν από τον Τόπο-Μοτίβο Εκδοτική) για την οποία είχα γράψει εδώ στο viewtag.
Ο κόσμος στα βιβλία του Θανάση Σκρουμπέλου είναι τόσο αναγνωρίσιμος γιατί παίρνει θραύσματα της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας μας, αυτή που είτε αγνοούμε είτε λησμονούμε, και με τους ζωντανούς χαρακτήρες που φτιάχνει, τη γλώσσα που χρησιμοποιεί και την έντονη κοινωνική ματιά του δημιουργεί ένα σύμπαν άγριας οικειότητας.
Η συζήτησή μας ήταν εξίσου αποκαλυπτική για μένα όσο και τα βιβλία του. Θέλω να τονίσω ότι διάβασα τα βιβλία του, όλα μερικά χρόνια μακριά από την πρώτη ημερομηνία έκδοσης. Γεγονός που ενισχύει την άποψή μου ότι τα καλά βιβλία «σε βρίσκουν» ή τα βρίσκεις μακριά από λίστες ευπώλητων (όχι ότι είναι κακό να τις συμβουλεύεται κάποιος) ή το τρέχον μάρκετινγκ του «μόλις κυκλοφόρησε».
Προτείνω και πάλι σε κάθε αναγνώστη που θέλει να γνωρίσει μια Αθήνα που χάνεται στην εποχή της ανακαίνισης λόγω Airbnb, και κομμάτια της πολιτικής ιστορίας –κυρίως της αριστεράς– να αναζητήσει τα βιβλία του Θανάση Σκρουμπέλου.
Ειδικά στους «απόλυτους» που λένε, «Δεν διαβάζω Έλληνες συγγραφείς», προτείνω να σταματήσουν να είναι απόλυτοι και να ανακαλύψουν ιδιαίτερους τρόπους γραφής και ωραίες ιστορίες – ακόμη κι όταν αυτές είναι για σκληρές και πληγιασμένες καταστάσεις!
Τριακόσιες λέξεις… λογοδιάρροιας. Μάλλον ήθελα να μεταφέρω τον ενθουσιασμό μου.
Ο λόγος τώρα στον Θανάση Σκρουμπέλο!
Πώς μπορεί η λογοτεχνία να είναι φορέας ιστορίας;
Η λογοτεχνία έτσι κι αλλιώς ως παιδί της εποχής της κουβαλάει μέσα της την ιστορία του βιωμένου χρόνου και των βιωμάτων του συγγραφέα. Τίποτα, ούτε καν ο «φαντασιακός» λόγος δεν υπάρχει εν κενώ και έξω από τον χρόνο. Όλοι μας ως υπάρξεις είμαστε οχήματα ιστορίας και ως αυτόπτες και ως ακροατές της ιστορίας των άλλων. Η λογοτεχνία λοιπόν είναι έτσι κι αλλιώς φορέας της ιστορίας. Ακόμη και μια φάρσα, ακόμη και το πιο «ελαφρύ» κείμενο είναι όχημα ιστορίας της εποχής που γράφτηκε.
Γιατί η ιστορία μας ενώ είναι τόσο πλούσια σε πτυχές και υλικό είναι τόσο παραγκωνισμένη; Φταίνε οι πολιτικοί, φταίνε οι πρωταγωνιστές;
Όχι, δεν είναι παραγκωνισμένη η ιστορία. Όμως η ιστορία για να γίνει λογοτεχνία θέλει τον αναγκαίο χρόνο, την αναγκαία απόσταση από το ιστορικό γεγονός. Να χωνευτεί, να ζυμωθεί ώστε από πληροφορία να μετατραπεί σε πρώτη ύλη για πλάσιμο εικόνων, λόγου, χαρακτήρων, αφηγήματος, μύθου. Ένας λογοτεχνικός χαρακτήρας ποτέ δεν είναι μονοδιάστατος ή πρωτογενής, είναι συμπίλημα πολλών, όχημα που μεταφέρει σκέψεις, πράξεις παραδειγματικές μιας ολόκληρης εποχής. Ακόμη και η δισδιάστατη φιγούρα του θεάτρου σκιών είναι πολυδιάστατο όχημα ιστορίας και πολιτισμού.
Ο λαός πόση ευθύνη έχει για την άγνοια της καθημερινής ιστορίας της πόλης που ζει, κινείται και δραστηριοποιείται;
Ο κόσμος ζει, δουλεύει και υπάρχει στο πλαίσιο που πριν από αυτόν οριοθετεί η πολιτεία, η οικογένεια, η θρησκεία, η παιδεία, η ιστορία, ο χρόνος. Για να σκάψει να βρει το αθάνατο νερό που κυλάει κάτω από τα πόδια του, της παράδοσης, του μύθου και τις ρίζες του δέντρου που στα κλαριά τους από κάτω ζει και αναπνέει –κανείς δεν γεννιέται εν κενώ– απαιτείται κάποιος να τον μάθει να χρησιμοποιεί τα κατάλληλα εργαλεία, κι αν η μάθηση είναι ελλιπής, εξαρτάται από την τύχη, από τις συνθήκες, από την προσωπικότητα που έχει διαμορφώσει στην κοινωνία, από τις ανάγκες που ορίζουν τη ζωή του αν θα αντιληφθεί το ποτάμι κάτω από τα πόδια του.
Σας θυμίζω δύο συνθήματα του Μάη, «Η φαντασία στην Εξουσία» και «Σκάψε την άσφαλτο από κάτω κρύβεται η παραλία». (Το νερό, η θάλασσα, ο θησαυρός. Δηλαδή, εσύ έχεις την ευθύνη της ζωής σου, φαντάσου, σκάψε.) Εδώ, λόγω εμφυλίου και διαρκούς μάχης ανάμεσα στη σκοπιμότητα και την ελευθερία, η μισή αλήθεια είναι πάντα κρυμμένη και γι’ αυτό δεν έχει ευθύνη ο κόσμος. Συμπράττει, μαγεύεται, πολεμάει, γίνεται ύλη ιστορίας, αλλά δεν οδηγεί, ακολουθεί.
Περιγράφετε μια Αθήνα, ειδικά στα Μπλε Καστόρινα Παπούτσια, που νομίζω ότι κάποιοι δεν θέλουν όχι μόνο να θυμούνται αλλά μάλλον έκαναν ό,τι μπορούν να μην τη γνωρίσουν οι νεότεροι. Μιλάω για την τρανς κοινότητα (με σημερινούς όρους) της Πλατείας Καραϊσκάκη. Από πού αντλήσατε στοιχεία για να μας μεταφέρετε αυτόν τον ξεχωριστό κόσμο;
Τον έζησα αυτόν τον κόσμο, μέσα στην τότε σκληράδα του που ο «διαφορετικός» σε όλα τα επίπεδα ήταν και ο αποδιοπομπαίος. Το αρνί για σφαγή και ξορκισμό των φόβων μιας κοινωνίας διχασμένης, που μόλις είχε βγει από έναν εμφύλιο πόλεμο.
Ταπεινωμένης από χαστούκια που έτρωγαν οι πολιτικοί της (χαστούκι Πότερ σε υπουργό) από σκάνδαλα, από πολλά «δικά μας» παιδιά που ήταν παλιόπαιδα (παρακράτος), από ένα κράτος που για να μιλήσεις μαζί του ήθελες μεταφραστή και αιτησιογράφο, από μια παιδεία φοβική προς καθετί το ξένο και από πολιτικούς που προσπαθούσαν να διατηρηθούν στην καρέκλα και όχι να αλλάξουν προς τα εμπρός την τότε λιμνάζουσα κοινωνία. Η αδελφή, η συκιά, ο πούστης (τότε δεν υπήρχαν οι σημερινές έννοιες τρανς κ.λπ.) ήταν το εύκολο θύμα για να ξεσπάσει ο κάθε ταπεινωμένος πάνω του. Να ξεδώσει, να αποσυμπιεστεί από την πρέσα της πολύ δύσκολης καθημερινότητας και ταπείνωσης.
Ποια είναι η σχέση της κοινότητας του «αδελφάτου» (ορολογία εποχής) με τα πολιτικά κόμματα;
Τότε, η μόνη σχέση εκτός πολιτικής με τους πολιτικούς ήταν το παρακράτος. Το «αδελφάτο» ήταν μια υποτιμητική οριοθέτηση, οι ομοφυλόφιλοι ήταν ταμπού και πολλοί πολιτικοί και διάφοροι νοικοκύρηδες παντρεύονταν, κι ας υπέφεραν, μόνο και μόνο για να υπάρξουν κοινωνικά. Στενός πολύ ο κοινωνικός χώρος και γι’ αυτό ο υπόκοσμος προσφερόταν ως τραγικό διέξοδο. Είχα φίλους που από μικρά παιδιά είχαμε μεγαλώσει στις ίδιες αυλές και αλάνες, που ήταν ομοφυλόφιλοι, κρατήσαμε τη φιλία μας κι ήταν πόνος για μένα να βλέπω την καθημερινή τους ταπείνωση και απελπισία, τον διχασμό μέσα τους.
Η σωματεμπορία ήταν στις δύσκολες εποχές της πόλης σημαντικός παράγοντας ακόμη και επιβίωσης. Πώς συγκρίνετε την τότε εποχή με τους σύγχρονους «δουλεμπόρους»;
Τίποτα δεν έχει αλλάξει στην εκμετάλλευση του ανθρώπινου πόνου και της ιδιαιτερότητας. Μόνο το μαχαίρι τώρα έχει γίνει καλάσνικοφ και οι σχέσεις εμπορεύματος με σωματέμπορο πιο αποστασιοποιημένες και «εμπορικές». Τώρα ο θάνατος ή η πρέζα ενός ή μιας που τον/την εκμεταλλεύονται δεν προξενεί τριγμούς στον έμπορο, γιατί με την ισοπέδωση από τον πόλεμο ολόκληρων χωρών και ηπείρων η πείνα, η απελπισία, ο φόβος, ρίχνει πολλά κορμιά και ψυχές στα χέρια του εμπόρου. Ο τζίρος του χρήματος από την σωματεμπορία είναι ασύλληπτος σε μεγέθη. Και το χρήμα «και τον διάβολο και τον άγιο πια αγοράζει».
Η ιστορία της Βέλβετ Παλμ είναι η απεικόνιση και η περιγραφή μιας άγριας Αθήνας. Είναι τελικά τόσο άγρια η κατάσταση και τα κυκλώματα trafficking είναι τόσο εξαπλωμένα;
Πολύ πιο άγρια απ’ ό,τι περιέγραψα στη Βέλβετ Παλμ. Σχεδόν σε απόλυτα ποσοστά κανένα κορίτσι ή αγόρι δεν έχει ξεφύγει από αυτή την άγρια αλυσίδα εμπορίου και εκμετάλλευσης σωμάτων και ψυχών.
Στα βιβλία σας διακρίνω ότι μιλάτε για την αριστερά, κυρίως το ΚΚΕ, ωσάν να είναι σε ένα πένθος από το οποίο δεν μπορεί να συνέλθει. Ισχύει; Δεν μπορεί ή δεν θέλει να συνέλθει;
Όχι, δεν μιλώ ως πενθών. Μιλώ για βιωμένο χρόνο με τα προτάγματά του, με τους αγώνες του, με τα λάθη του, με τις ζημιές και τα κέρδη και προς τον εαυτό του και προς την κοινωνία. Και κυρίως εγώ βλέπω την αριστερά μόνο ενιαία, όπως την είχα ζήσει και με είχε κερδίσει ως ΕΔΑ.
Όμως σκεφτείτε το πρόταγμα το πρωταρχικό και από πότε είναι οι λύσεις που προτείνει. Κατάργηση της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Πώς θα γίνει αυτό; Καταργώντας την αγορά, να περάσουν τα μέσα παραγωγής στον λαό, η παραγωγή όχι για το κέρδος αλλά για τις ανάγκες της κοινωνίας.
Προτάγματα δυο αιώνων πριν, Ουτοπιστές σοσιαλιστές και μετά επιστημονικός σοσιαλισμός με Μαρξ, Έγκελς, Προυντόν, Λένιν, Ρόζα, άντε να βάλω και τη Σχολή της Φρανκφούρτης. Πριν πόσα χρόνια πριν; Από τότε η γη έχει γυρίσει άπειρες φορές γύρω από τον ήλιο κι έχουν στερέψει λίμνες και ποτάμια, κράτη έχουν χαθεί, οι εργασιακές σχέσεις δεν έχουν πλέον κέντρο μόνο τη βιομηχανία, είναι πιο πολύπλοκες και ταυτόχρονα έχουν εξελιχθεί σε τρομακτικό και ασύλληπτο βαθμό τα μέσα παραγωγής και η ίδια η παραγωγή.
Ακόμη αυτές οι αστρικές αλλαγές δεν έχουν χωνευθεί, θέλουν τον χρόνο τους για να γίνουν ύλη μιας νέας αριστερής πρότασης για το σύνολο της κοινωνίας.
Υπάρχει μια λέξη στην ισλαμική θεολογία, ΕΛ ΑΡΑΦ, κάτι δηλαδή στο ενδιάμεσο μεταξύ ζωής και μετάβασης στον παράδεισο ή στην κόλαση. Σε αυτή την περιοχή είμαστε, του ελ αραφ. Ζούμε σε ένα μεσοδιάστημα όπου υπόγεια και αφανέρωτα ακόμη γεννιέται το καινούργιο, το νέο πανανθρώπινο πρόταγμα. Ας περιμένουμε.
Δεν πενθώ λοιπόν, ούτε βλέπω νεκρούς, καταγράφω για να μην ξεχνώ. Αναμονή λοιπόν για το καινούργιο. Το αίτημα για μια καλύτερη ζωή χωρίς εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο είναι που μας κάνει ανθρώπους. Δεν σβήνει ποτέ. Η φόρμα αλλάζει, ο τρόπος. Θα βρεθεί.
Πόσοι «μακεδονομάχοι» της πρόσφατης ιστορίας θα άλλαζαν γνώμη αν είχαν διαβάσει το βιβλίο σας Μαύρος Μακεδών;
Δεν νομίζω ότι θα άλλαζαν πολλοί. Είναι παγιωμένες και φυτεμένες χρόνια οι ιδέες και στερεωμένες σε μοντέλα ζωής που θέλει δουλειά πνευματική, και βίωμα σοκ για να αλλάξουν και να στραφούν σε νέες πηγές ιδεών ή έστω να αρχίσουν να αναγνωρίζουν κάτι άλλο από αυτό που ξέρουν.
Μπορεί να αλλάζει ο κόσμος, αλλά οι πεποιθήσεις, το εποικοδόμημα αργεί. Χρειάζεται ποιοτικό άλμα. Κι έτσι όπως είναι τώρα απλωμένη η τραγωδία και ο φόβος σε όλο τον κόσμο, μάλλον τα συντηρητικά σύνδρομα θα χτυπήσουν κόκκινο κι όχι η αλλαγή οπτικής για έναν διαφορετικό τρόπο σκέψης. Σε μικρά μεγέθη και σε ελάχιστες κοινότητες, ναι, υπάρχει πρόοδος και αλλαγή.
Όμως όπως Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα, έτσι και Αμερική δεν είναι μόνο η Νέα Υόρκη και το Σαν Φρανσίσκο, έχει και Τέξας και Κου Κλουξ Κλαν ακόμη, όπως έχει και αναβίωση ξενοφοβικών ιδεών και μορφωμάτων στην Ευρώπη.
Έχουμε πολλά για τα οποία πρέπει να συνεχίσουμε να πολεμάμε ακόμη και κακώς τα θεωρούμε κεκτημένα, επειδή εντός ημών τα ζούμε.
Η Αθήνα, σήμερα, πού διατηρεί θραύσματα του κόσμου που περιγράφετε στα Φίδια στον Κολωνό;
Όσο και να αλλάζει ο τρόπος ζωής και να εκσυγχρονίζεται η μιζέρια, πάντα η ανισότητα των κατεχόντων με τους μη κατέχοντες θα υπάρχει και θα δημιουργεί περιθώρια και ιστορίες σκότους. Έχει και σήμερα μισοφωτισμένες περιοχές με πιο σκληρό δράμα από εκείνο των φιδιών.
Στην Αθήνα του σήμερα, που ζείτε, υπάρχει χώρος για μια Bella Ciao;
Όπως η αγάπη έτσι και το μίσος ή το αίτημα για αυτοδικία σε μια κοινωνία που οι νόμοι προστατεύουν τον ισχυρό, πάντα θα υπάρχει και θα βρίσκει τον χώρο, τη στιγμή και τον άνθρωπο για να εκδηλωθεί.
Η ηρωίδα του Bella Ciao εκδικείται για τον τραγικά σκληρό και άδικο χαμό του μικρού της γιου από ανθρώπους εντεταλμένους –και γι’ αυτό «ανέγγιχτους» από τον νόμο– από το τότε καθεστώς να «φρουρούν» παιδιά.
Πώς να τα έβαζε μαζί τους αν όχι καταφεύγοντας τον κατάλληλο χρόνο στην αυτοδικία; Λέτε να μην έχουμε αντίστοιχα περιστατικά σήμερα; Μια βόλτα στα μέρη των αποδιωγμένων και απελπισμένων που έφυγαν από τις πατρίδες τους να γλιτώσουν τον θάνατο θα σας δείξει πολλά.
Πώς θα περιγράφατε τη γλώσσα που χρησιμοποιείτε στα βιβλία σας;
Η γλώσσα που χρησιμοποιώ είναι αυτή που θέλω να αποτυπώνει ανάγλυφα την προφορική παράδοση και χροιά, θέλω ο αναγνώστης όταν τη διαβάζει να την «ακούει».
Γεννήθηκα σε λαϊκή σκληρή γειτονιά, τον Κολωνό, όπου η λαϊκή γλώσσα μπερδευόταν με τη γλώσσα των ξέμπαρκων ναυτικών, των μικροτεχνιτών που έβαζαν μέσα στην κουβέντα και τις δικές τους λέξεις της συντεχνίας, με μισοπαράνομους που και αυτοί είχαν μια ιδιαίτερη ιδιωματική γλώσσα και πάει λέγοντας.
Όλα αυτά δημιουργούν τη δική μου γλώσσα που με βοηθάει να συνομιλώ με τους ήρωες των μυθιστορημάτων μου που είναι μια πέλτα με όλους αυτούς τους ανθρώπινους χαρακτήρες που τα βάζουν με την τύχη τους, με δυνάμεις πιο μεγάλες από τους ίδιους, που μπερδεύουν το όνειρο με την πραγματικότητα, που αδικούν και αδικούνται.
Συγγραφέας ή κινηματογραφιστής; Τι είναι πιο συναρπαστικό;
Συγγραφέας, γιατί δεν υπάρχει ο παραγωγικός περιορισμός. Η άσπρη σελίδα είναι το άπειρο.
Αν έπρεπε να χωρέσετε την Αθήνα του σήμερα, της κρίσης, σε ένα φιλμάκι ενός λεπτού, ποιες εικόνες θα ψάχνατε; Θα το κάνατε έγχρωμο ή μαυρόασπρο;
Το χρώμα δεν παίζει ρόλο, είναι εξωτερικό στοιχείο. Το θέμα, η τραγωδία, η φάρσα κ.λπ. θα σε οδηγήσουν αυτά στη φόρμα. Μόνο μια εικόνα θα διάλεγα, το μαύρο τετράγωνο του Μαλέβιτς.
Ζείτε στον Λόφο του Στρέφη, δίπλα από το «άβατο» των Εξαρχείων. Τι προσφέρουν σήμερα τα Εξάρχεια στην κουλτούρα της πόλης;
Ζω στα Εξάρχεια γιατί είναι το σπίτι της γυναίκας μου και μένω και βιώνω εντός των τειχών του την οικογένεια και το γράψιμο. Ως τόπος μου όμως παραμένει ο Κολωνός, εκεί είναι και θα είναι πάντα η καρδιά μου.
Τη δεκαετία του ’50 και του ’60 ο κόσμος αναζητούσε ένα όνειρο και ίσως κατάφερνε να το βρει, να το «πιάσει» εντός ή κυρίως εκτός Ελλάδας. Σήμερα ποιο πιστεύετε είναι το «όνειρο» που αναζητά κάποιος;
Το όνειρο είναι αυστηρά προσωπικό και υπαρξιακό, και είναι σαν το καρότο μπρος από τον γάιδαρο, σε κρατά σε εγρήγορση να το πιάσεις. Είτε 1950, είτε 2000, είτε 2020, κανείς δεν θα πάψει να ονειρεύεται πάντα το δικό του ιδιαίτερο όνειρο και να μην «πιάνει» το ονειρεμένο. Αυτή είναι η ζωή, ένα διαρκές μπρα ντε φερ με το όνειρο. Όταν πας να κάνεις το όνειρο συλλογικό γίνεται πολιτική και πολιτική δυστυχώς είναι πάντα το εφικτό, και όχι το ανέφικτο. Πάντα στη ζωή γίνεται αυτό που μπορεί να γίνει.
Εσείς τι ονειρεύεστε;
Πολλά, τα πάντα, το άπιαστο. Με γοητεύει το άπιαστο. Το όνειρο δεν έχει όρια.
«Χάσατε» κάτι, ως άνθρωπος, όσα χρόνια ψάχνατε στοιχεία για να τα κάνετε ιστορίες και βιβλία;
Ψάχνω το άπιαστο, ποτέ δεν χάνεις κυνηγώντας το άπιαστο, βρίσκεις ανέλπιστους θησαυρούς έτσι. Γι’ αυτό γράφω, για να μη σταματήσω το «κυνήγι» του ονείρου, του άπιαστου.
Τι φοβάστε;
Στην ηλικία που είμαι; Τη ρουτίνα. Τον πνευματικό θάνατο, όχι τον σωματικό.
Γιάννης Καφάτος
Πηγή: Viewtag