Πηγή: Facebook
Εχθές ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου κ. Δημήτρης Λιγνάδης, εγκαινίασε τη λειτουργία της Ερευνητικής Σκηνής της οποίας αποκλειστική θεματική, κατά τα λεγόμενά του, θα είναι η μελέτη και παρουσίαση των κειμένων της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γραφής. Ολόκληρος ο πρόλογός του (διαθέσιμος εδώ) ήταν πολύ προβληματικός και αξίζει ενδελεχούς ανάλυσης, αλλά θα σταθώ σε αυτό που θεωρώ το πιο σοβαρό. Ως κεντρικό στόχο της Ερευνητικής Σκηνής ο κ. Λιγνάδης ανέφερε το “να γίνει η Ερευνητική Σκηνή πόλος έλξης ενός ευρύτερου διεθνούς κοινού που επιθυμεί να γνωρίσει την ελληνική αρχαιότητα και μέσα από τη θεατρική τέχνη.
Με αυτόν τον τρόπο αξιοποιείται το μέχρι σήμερα αναξιοποίητο κεφάλαιο του τουριστικού ενδιαφέροντος, μέσω της παροχής μιας ψυχαγωγικής-επιμορφωτικής υπηρεσίας που μπορεί να λειτουργεί τόσο αυτοτελώς όσο και συμπληρωματικά στις συνήθεις πολιτιστικές δράσεις του τουρισμού, όπως οι επισκέψεις σε αρχαιολογικά μουσεία, σε αρχαιολογικούς τόπους, κ.α.”.
Αν η παράγραφος αυτή βρισκόταν σε κείμενο πρότασης ταξιδιωτικού πρακτορείου προς το ΥΠΠΟΑ, θα ήταν ίσως ανεκτή, αλλά ως όραμα καλλιτεχνικού διευθυντή του πρώτου θεάτρου της χώρας είναι αφενός λίγη, αφετέρου επικίνδυνη. Παρακάμπτω την εγγενή αντίφαση μεταξύ έρευνας και τουριστικού packaging, αλλά και το ότι, ως ηθική στάση απέναντι στα χειμαζόμενα επαγγέλματα των εργαζομένων του πολιτισμού, η κατάταξή τους σε παρόχους “ψυχαγωγικής-επιμορφωτικής υπηρεσίας” είναι βαθύτατα προσβλητική. Το πιο ανησυχητικό κατά τη γνώμη μου είναι η ανερυθρίαστη και καταφανής ευθυγράμμιση με την κυβερνητική “στρατηγική” για το τουριστικό branding της χώρας μέσω της “αξιοποίησης” της πολιτιστικής κληρονομιάς (βλέπε νέα μουσειακή πολιτική, δανεισμός αρχαιοτήτων, κ.α.) στης οποίας την υπηρεσία το Εθνικό Θέατρο, δια στόματος Λιγνάδη, τίθεται πρόθυμα και οικειοθελώς.
Το ότι αυτό συνάδει με την όλη στάση του καλλιτεχνικού διευθυντή απέναντι στην κυβερνητική εξουσία, δεν πρέπει να μας εμποδίσει από το να θυμίσουμε όσες φορές χρειαστεί, ότι ο ρόλος ενός Εθνικού θεάτρου δεν είναι να λειτουργεί ως παράρτημα υπουργικού γραφείου ούτε ως διαμεσολαβητής για την εφαρμογή της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής. Μέσα στο κλίμα του αυξανόμενου κρατικού ελέγχου και καταστολής και της διείσδυσης του κράτους σε όλους τους τομείς ελεύθερης έκφρασης (βλ ΜΜΕ, Πανεπιστήμια), δε θέλει και πολύ να ξεχάσει κανείς ότι οι δημόσια χρηματοδοτούμενοι πολιτιστικοί φορείς οφείλουν να λειτουργούν ως αυτόνομα πεδία κριτικού λόγου και ελεύθερης έκφρασης και όχι ως κυβερνητικά όργανα. Αν κάνουμε τα στραβά μάτια στην μετάλλαξη που φαίνεται να συντελείται “ανεπαισθήτως” και στο θέατρο, θα φέρουμε ευθύνη για την περεταίρω ιδιοποίηση του πολιτισμού από την πολιτική εξουσία με όλους τους αποκλεισμούς που αυτή θα συνεπάγεται.