Σε καμιά άλλη περίοδο της ως τώρα θητείας της η κυβέρνηση, και προσωπικά ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης, δεν βρέθηκε πιο στριμωγμένη. Είναι η στιγμή που η συσσώρευση τόσων συμβάντων, κορυφαίων και μη, φτάνει στο σημείο καμπής;
Τι ακριβώς έχει συντελεστεί, ώστε λίγους μόλις μήνες μετά την επανεκλογή της και μάλιστα με το πολυπροβαλλόμενο 41 τακατό (έστω και αν αποτελεί λιγότερο από το 25% των ψηφοφόρων), η αλαζονεία υφίσταται τόσο καθολική καθίζηση;
Είναι προφανώς ο επίμονος αγώνας των συγγενών των θυμάτων του εγκλήματος στα Τέμπη. Σεμνός, συστηματικός, ουσιώδης. Όχι για την ανατροπή της κυβέρνησης αλλά για την αποκάλυψη του εγκλήματος και τη δικαίωση των παιδιών τους. Ίσως αυτή η έμμεση πολιτική πράξη να είναι πιο διαβρωτική από δεκάδες θορυβώδεις πολιτικές διακηρύξεις. Είναι επίσης πως αυτή η προσπάθεια δικαίωσης σκόνταψε και σκοντάφτει στην κυβερνητική αβελτηρία και αποκαλύπτει πως ο αντίπαλος της αλήθειας, η δύναμη που υψώνει συστηματικά εμπόδια στην αναζήτησή της είναι η κυβέρνηση, οι μηχανισμοί της και ο πρωθυπουργός ο ίδιος.
Έτσι που τώρα πια δεν σώζει τον Κ. Μητσοτάκη μια οποιαδήποτε κίνηση κάποιων υπεύθυνων τύπου Δημητριάδη με το pretador ή του Κ. Καραμανλή (λέμε τώρα καθότι στην ομιλία του στη Βουλή έδειξε και πάλι την χαμηλή ποιότητα του, αλλά και την απόφασή του να συμπαρασύρει τον πρωθυπουργό στην όποια πτώση).
Είναι προφανώς η έκρηξη του φοιτητικού κινήματος που ύστερα από πολλά χρόνια αδράνειας ξαναβγήκε στο προσκήνιο για να αντιμετωπίσει μια κυβέρνηση η οποία δεν έχει την παραμικρή ευαισθησία απέναντι στο λαό, στη νεολαία, στους εργαζόμενους. Η ευαισθησία της, και με το παραπάνω, έχει μονή κατεύθυνση, προς τα «μεγάλα οικονομικά συμφέροντα», καθώς είναι γνωστό πως το ιδιωτικό Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, μαζί με το όμιλο CVC Capital Partners, που κατέχει τη μερίδα του λέοντος στο χώρο της ιδιωτικής υγείας στην Ελλάδα, αλλά και με τον όμιλο Λάτση ήταν ήδη έτοιμοι να αρπάξουν τη λεία και πίεζαν.
Το φοιτητικό κίνημα δεν μπόρεσε να ματαιώσει την ψήφιση του νόμου περί δημιουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων, που συνιστά αντιδημοκρατική εκτροπή καθώς παραβιάζει το άρθρο 16 του Συντάγματος, αλλά ενέγραψε υποθήκη τόσο εναντίον του νόμου όσο και υπέρ ενός αυτόνομου ενωτικού αγώνα, στο παρόν και το μέλλον.
Είναι προφανώς η ένταση που δημιουργεί η ακρίβεια αλλά και η δυσαρέσκεια των μικρομεσαίων στρωμάτων από τη φορολογική μεταρρύθμιση.
Είναι προφανώς τα επ’ αμοιβή απογευματινά χειρουργεία, τα οποία νομιμοποιούν το φακελάκι και «απαγορεύουν» στους φτωχούς την εγχείρηση.
Είναι προφανώς η συσσώρευση δεκάδων ακόμη προβλημάτων.
Όμως ως τώρα τα προβλήματα και οι αντίστοιχες αντιστάσεις αφορούσαν μερίδες της κοινωνίας, αλλά προστιθέμενα συνεχώς δημιουργούν έναν σχεδόν καθολικό κλοιό λαϊκής αγανάκτησης γύρω από την κυβέρνηση.
Η αποκάλυψη για το περίφημο μοντάζ των ηχογραφημένων συνομιλιών του σταθμάρχη της Λάρισας είναι σαν να πέφτει δια μιας το σεντόνι που σκέπαζε τόσο καιρό τα ψέματα. Εδώ αποκαλύπτεται μια απάτη. Ποιος την έπραξε, με εντολή τίνος;
Ακόμη κι αν δεν απαντηθούν ευκρινώς τα ερωτήματα, είναι τόσο συντριπτική η λαϊκή ετυμηγορία, ώστε θα έφτανε και μόνη αυτή. Το ενάμιση εκατομμύριο υπογραφές και τα υψηλά δημοσκοπικά ποσοστά που μιλούν για συγκάλυψη, δεν…συγκαλύπτονται.
Όσο για την πρόταση μομφής δεν είμαι σίγουρος αν ήταν η καλύτερη κίνηση από την αντιπολίτευση κι ωστόσο δεν νομίζω πως μπορεί να λειτουργήσει ως σωσίβιο για τον Κ. Μητσοτάκη και την κυβέρνηση, καθώς, όπως λέγεται, θα συσπειρώσει τους βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Καθ’ ότι, όταν τα πράγματα έχουν φτάσει σε αυτό το σημείο, με την συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού να υποστηρίζει πως πρόκειται για επιχείρηση συγκάλυψης, κάθε εμφάνιση πρωθυπουργού, υπουργών και βουλευτών του που υπερασπίζεται τα κυβερνητικά επιχειρήματα αυξάνει την ένταση και λειτουργεί ως ένα ακόμη επιχείρημα και μια ακόμη προσπάθεια συγκάλυψης.
Η κυβέρνηση μιλά τώρα πως έγινε στόχος των μεγάλων συμφερόντων. Όντως. Για πρώτη φορά στα χρόνια αυτά κάποια μεγάλα συμφέροντα στρέφονται εναντίον της. Όσο αυτά ήταν υπέρ της δεν συνέτρεχε και ούτε γινόταν λόγος. Τώρα…
Όντως όμως υπάρχουν εδώ δυο ερωτήματα-προβλήματα:
Το πρώτο έχει να κάνει με το γιατί το συγκρότημα Μαρινάκη, δηλ. ο ίδιος ο εφοπλιστής, μεγαλοεκδότης, παράγοντας του ποδοσφαίρου κ.λπ. αποφάσισε να βγάλει στη δημοσιότητα την επίμαχη υπόθεση της παραποίησης των στοιχείων. Για χάριν της δημοσιογραφικής αλήθειας; Κανένας νοήμων Έλληνας δεν θα πιστέψει πως ο Πρετεντέρης και δι’ αυτού ο Μαρινάκης έγιναν υπερασπιστές της αλήθειας.
Άρα, η προφανής απάντηση, πρόκειται περί σύγκρουσης κάποιων συμφερόντων. Κάπου η συνεργασία του παράγοντα και του κυβερνήτη τσάκισε. Ίσως κάποια άλλα συμφέροντα υπερίσχυσαν και οι κυβερνητικές επιλογές έγειραν προς τα εκεί, οπότε ο παράγοντας αποφάσισε να δείξει τα δόντια του, προς γνώσιν (και, ενδεχομένως, συμμόρφωσιν).
Το δεύτερο έχει να κάνει με τη δύναμη των μέσων, παρά την ανυποληψία στην οποία έχουν περιπέσει τα πολλά τελευταία χρόνια. Μπορεί να γίνονται κινητοποιήσεις, μπορεί να μαζεύονται υπογραφές, μπορεί, μπορεί… να γίνονται χίλια δύο, αλλά μόνο αν μπουν στο παιχνίδι ένα-δύο-τρία μέσα αρχίζει η ταραχή να γίνεται σεισμός, να αφυπνίζεται η αντιπολίτευση, να πολλαπλασιάζεται η αγανάχτηση…
Φυσικά αυτό δεν είναι προς τιμήν. Αλλά είναι πραγματικό. Όσο βέβαια πραγματικό είναι το ότι χωρίς τις κινητοποιήσεις και τα λοιπά, δεν διαμορφώνεται ποτέ το κλίμα που θα οδηγήσει κάποια μέσα να ασκήσουν κριτική ή να κάνουν αποκαλύψεις, ή που θα ανατρέψει μια κυβέρνηση.
Κοντολογίς, βρισκόμαστε απέναντι σε μια νέα πολιτική κατάσταση. Ο λαός έχει κάνει για μια ακόμη φορά το καθήκον του. Η αντιπολίτευση ωστόσο περιμένει από τους μεγαλοπαράγοντες, τους επιχειρηματικούς κύκλους και τους καναλάρχες να αποδομήσουν το κυβερνητικό σχέδιο. Μικρή και λίγη αδυνατεί να μπει μπροστά σε μια ανατροπή.
Κι αν θέλουμε να μιλήσουμε για τη μερίδα που μας αναλογεί, για τη σημασία και το ρόλο της ριζοσπαστικής Αριστεράς, θα ξαναπούμε, με τη μονοτονία βρύσης που στάζει πικρές σταγόνες, πως και πάλι στη μέτρηση βγαίνει λειψή. Και δεν είναι το αριθμητικό το κύριο πρόβλημα.