Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών της 9ης Ιουνίου επιβεβαίωσε αυτό που περιμέναμε: Την σημαντική άνοδο της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς. Ένα σύνολο κομμάτων από διαφορετικές χώρες, με περισσότερο ή λιγότερο χρόνο στον πολιτικό στίβο, λιγότερο ή περισσότερο «μεταρρυθμιστικά» και με διαφορετικές εμπειρίες όσο αφορά την σχέση τους με την κυβερνητική εξουσία και τους επίσημους θεσμούς των χωρών εκ των οποίων προέρχονται.
Στην Γαλλία, η «Εθνική Συσπείρωση» (RN) της Μαρί Λεπέν, κέρδισε με ποσοστό 32%, ανακηρύχθηκε, με διαφορά, πρώτο κόμμα, και εξανάγκασε τον Μακρόν να κηρύξει πρόωρες εκλογές. Στην Αυστρία το ακροδεξιό «Κόμμα της Ελευθερίας» (FPÖ) πήρε την πρωτιά, ενώ το ίδιο έγινε και στην Ιταλία με το κόμμα της Μελόνι «Αδερφοί της Iταλίας» (FI). Σημαντική άνοδο είχε επίσης το νεοναζιστικό «Εναλλακτική για την Γερμανία» (AfD) το οποίο βγήκε δεύτερο, μετά τους χριστιανοδημοκράτες, αφήνοντας πίσω το κυβερνητικό κόμμα των σοσιαλδημοκρατών. Άνοδος ή διατήρηση υψηλών ποσοστών υπήρξε επίσης σε μια σειρά άλλων χωρών όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Σουηδία, το Βέλγιο και η Ελλάδα, όπου η δύναμη των ακροδεξιών κομμάτων συνολικά πλησιάζει το επικίνδυνο 20%.
Η κυρίαρχη αντίληψη που περνάει μέσα από όλα αυτά τα κόμματα, και αποτελεί την κύρια συνδετική τους ουσία, είναι η εναντίωση στην μετανάστευση και ο ξενοφοβικός τους χαρακτήρας. Οι μετανάστες και οι μετανάστριες ως ο απειλητικός «Άλλος» είναι, σύμφωνα με το αφήγημα τους, ο εν δυνάμει παραβατικός που μπορεί να έχεις την «ατυχία» να συναντήσεις στην γειτονιά σου ή, ακόμα, και ο «επικίνδυνος» ανταγωνιστής σου στην αγορά εργασίας. Με πιο γενικούς πολιτισμικούς όρους οι πρόσφυγες και οι μετανάστες αποτελούν, για την ακροδεξιά, τους «καταστροφείς» των εθνικών αλλά και μιας υποτιθέμενης ενιαίας ευρωπαϊκής ταυτότητας. Μιας ταυτότητας που μπορεί να μην μας δίνεται με σαφήνεια, έχει όμως πολλούς εχθρούς να αντιμετωπίσει. Εσχάτως απειλείται και από έναν νέο «Άλλο», την Ρωσία.
Εκτός από την αντιμεταναστευτική τους ρητορική, κόμματα τέτοιου είδους εναντιώνονται λυσσαλέα στην διεύρυνση συλλογικών και ατομικών δικαιωμάτων. Σύμφωνα με αυτούς η παραδοσιακή οικογένεια και η χριστιανική φυσιογνωμία των ευρωπαϊκών χωρών, απειλείται από το γυναικείο και φεμινιστικό κίνημα καθώς και από τους αγώνες για τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Διαμορφώνουν με αυτόν τον τρόπο έναν σκοταδιστικό λόγο που ποντάρει στην κοινωνική περιθωριοποίηση και στιγματισμό, διαχρονικά καταπιεσμένων κοινωνικών υποκειμένων, ενώ ταυτόχρονα επιχειρεί να σβήσει πολυεπίπεδες κατακτήσεις των τελευταίων χρόνων.
Διακρίνουμε την αναβίωση, με νέους όρους, συνθημάτων τύπου «πατρίδα-θρησκεία-οικογένεια» και μιας ευρύτερης προσπάθειας, όπου μέσω της άρθρωσης ενός «καταγγελτικού» λόγου η ακροδεξιά να αποτελέσει τον εναλλακτικό πόλο πολιτικής και ιδεολογικής συσπείρωσης. Το πετυχαίνει αυτό κινητοποιώντας συντηρητικά αντανακλαστικά και δίνοντας απλοϊκές ερμηνείες, που προάγουν τον κοινωνικό δαρβινισμό, τον εθνικισμό και την ξενοφοβία, σε σημαντικά προβλήματα, όπως είναι η εργασιακή ανασφάλεια, οι περικοπές σε δημόσιες δαπάνες και η πολεμική απειλή.
Μέσω της αύξησης των ανισοτήτων, τον κατακερματισμό και την υποβάθμιση της εργατικής τάξης, της διάλυσης του κράτους πρόνοιας της διευρυμένης ανεργίας, της πολεμοκαπηλίας και της περιφρόνησης του λαϊκού παράγοντα το ακραίο κέντρο, είτε κεντροδεξιάς είτε κεντροαριστερής κατεύθυνσης, έδωσε χώρο σε τέτοιου είδους πολιτικά μορφώματα. Μπόρεσαν έτσι να εκμεταλλευτούν την λαϊκή δυσαρέσκεια και να προσελκύσουν ψηφοφόρους, κυρίως από αποκλεισμένα, οικονομικά και κοινωνικά, στρώματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Βέβαια, όπως είναι λογικό και ιστορικά αποδεδειγμένο, η ακροδεξιά, σε όλες της τις εκδοχές, και παρά τις αντισυστημικές κορόνες, έχει προνομιακή σχέση με τμήματα του κεφαλαίου, πράγμα, που παρά τις γενικόλογες φλυαρίες της για τις «ελίτ» και το «σύστημα», γίνεται διακριτό στον πολιτικό λόγο και πρακτική της. Πολλές φορές μάλιστα έχει καταφέρει να λειτουργεί ως ένας από τους κύριους εκφραστές της αστικής τάξης. Κόμματα τέτοιου τύπου είναι ήδη σε κυβερνήσεις χωρών της ΕΕ (Ιταλία, Φινλανδία, Σλοβακία, Ουγγαρία, Κροατία) είτε ως κεντρικό κυβερνητικό κόμμα είτε ως εταίροι σε κυβερνητικούς συνασπισμούς. Στις συγκεκριμένες περιπτώσεις η στήριξη τους και η ενίσχυση των οικονομικών και γεωπολιτικών σκοπιμοτήτων του κεφαλαίου και της EE είναι αυτονόητη.
Το πιο ενδεικτικό παράδειγμα είναι αυτό της Ιταλίας όπου η χώρα κυβερνάται από το νεοφασιστικό κόμμα «Αδερφοί της Ιταλίας» της Τζόρτζια Μελόνι (FI) και την ακροδεξιά «Λέγκα του Βορρά» (LN) του Σαλβίνι.
Παρά τις, προ κυβερνητικής της θητείας, «αντισυστημικές» κορόνες, περί γραφειοκρατίας των Βρυξελλών που καταπνίγει τις εθνικές οικονομίες, η έμπρακτη πολιτική πρακτική της Ιταλικής κυβέρνησης είναι αυτή της ενσωμάτωσης του δημοσιονομικού πλαισίου λιτότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των νεοφιλελεύθερων συνταγών της. Μάλιστα, αποτελεί σημαντικότατο και χρήσιμο εταίρο αναλαμβάνοντας προεξέχοντα ρόλο στην συνοχή του ευρωνατοϊκού μπλοκ στο μέτωπο της Ουκρανίας και στην Μέση Ανατολή.
Την όλο και πιο θερμή προσέγγιση Βρυξελλών- Ακροδεξιάς, επιβεβαίωσε και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν, με την παρουσία της στην προεκλογική συγκέντρωση της Μελόνι, εξαίροντας μάλιστα την προσωπικότητα και τον ρόλο της Ιταλίδας πρωθυπουργού.
Διευρύνεται συνεπώς μια γενικότερη κατάσταση, όπου η ακροδεξιά διαμορφώνει όλο και πιο έντονα την ατζέντα του κυρίαρχου, μέχρι στιγμής, ακροκεντρώου μπλοκ εξουσίας σε μια σειρά ζητήματα (καταστολή, αστυνομικός αυταρχισμός, περιστολή δημοκρατικών δικαιωμάτων, ισλαμοφοβία, αντιμεταναστευτικοί νόμοι) ενώ ταυτόχρονα η ίδια ενσωματώνει και διαχειρίζεται την οικονομική κανονικότητα της ΕE. Αυτή η συνθήκη μετατοπίζει όλο και δεξιότερα το σύνολο του πολιτικού φάσματος και των κυρίαρχα εφαρμοσμένων πολιτικών, σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση, ευθυγραμμισμένη γεωπολιτικά με τις ΗΠΑ, που επενδύει όλο και περισσότερο στην πολεμική οικονομία, στους εξοπλισμούς και στην δημοσιονομική πειθαρχία. Δημιουργείται έτσι ένα άκρως επικίνδυνο μείγμα για τους λαούς την δημοκρατία και την ειρήνη.