9.7 C
Athens
Δευτέρα, 3 Μαρτίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Νέα κατάσταση μετά τις ομοσπονδιακές εκλογές στη Γερμανία, της Αντωνίας Πάνου

Την Κυριακή 23 Φεβρουαρίου, 59,2 εκατομμύρια Γερμανοί κλήθηκαν στις κάλπες για να εκλέξουν τους 630 βουλευτές που θα μετέχουν στην Μπούντεσταγκ (κάτω Βουλή) με βασικό καθήκον της την εκλογή Καγκελάριου.

Σύμφωνα με τα τελευταία exit-polls μετά την ολοκλήρωση της εκλογικής διαδικασίας πρώτο κόμμα με ποσοστό περίπου 28,5 % προκρίθηκε το Συντηρητικό Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα CDU/CSU με επικεφαλής τον Φρήντριχ Μερτζ (Friedrich Mertz ) και δεύτερο το Κόμμα για την Εναλλακτική για την Γερμανία με 20%. Στη συνέχεια το Κόμμα του πρώην καγκελάριου Όλαφ Σολτζ (SPD) με 15 %. Είναι σαφές ότι υπάρχει μια δεξιά στροφή του εκλογικού σώματος.

Με έως και επτά κόμματα να εισέρχονται πιθανώς στο κοινοβούλιο, οι Χριστιανοδημοκράτες, που βρίσκονται σε πορεία για λίγο κάτω από το 30% των ψήφων, θα πρέπει να σχηματίσουν συνασπισμό μετά τις γερμανικές εκλογές.

Η σύνθεση του συνασπισμού θα εξαρτηθεί από το αν θα εισέλθουν στο κοινοβούλιο οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) και το αριστερό κόμμα Sahra Wagenknecht Bewegung (BSW) που κυμαίνονται γύρω από το όριο του 5% που απαιτείται για να καταλάβουν έδρες.

 

Τι προηγήθηκε των εσπευσμένων εκλογών

Τον Νοέμβριο του 2024, με φόντο τις εντάσεις σχετικά με την οικονομική πορεία που επρόκειτο να ακολουθηθεί και το ζήτημα του χρέους, ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος απέλυσε τον φιλελεύθερο υπουργό Οικονομικών του, τον Κρίστιαν Λίντνερ. Η απόφαση αυτή προκάλεσε τη διάσπαση του συνασπισμού του οποίου ηγείτο και τον οδήγησε να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από την Μπούντεσταγκ, την οποία έχασε στις 15 Ιανουαρίου 2025 (με 207 ψήφους υπέρ, 394 κατά και 116 αποχές). Ο πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ διέλυσε τότε το Κοινοβούλιο και προκήρυξε εκλογές για τις 23 Φεβρουαρίου, έξι μήνες πριν από την προγραμματισμένη ημερομηνία της 28ης Σεπτεμβρίου.

Οι εκλογές αυτές ήρθαν μετά από τοπικές εκλογές που δεν ήταν πολύ ευνοϊκές για τα κόμματα του προηγούμενου συνασπισμού του καγκελάριου Όλαφ Σολτς, ο οποίος συγκέντρωνε τους Σοσιαλδημοκράτες του SPD, τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους του FDP.

Το γερμανικό εκλογικό σύστημα είναι αναλογικό. Το σύστημα αυτό αφορά βασικά πολιτικά κόμματα και όχι προσωπικότητες. Λόγω ακριβώς αυτού του γερμανικού εκλογικού συστήματος, είναι εξαιρετικά σπάνιο ένα κόμμα να κερδίσει μόνο του την πλειοψηφία. Αυτό έχει συμβεί μόνο μία φορά, για τους Χριστιανοδημοκράτες του CDU/CSU, το 1957. Επομένως, η γερμανική πολιτική ζωή διανθίζεται από τον σχηματισμό συνασπισμών. Το Bερολίνο μπορεί να αντιμετωπίσει μήνες αβεβαιότητας μετά τη νίκη του συντηρητικού μπλοκ CDU/CSU στις γερμανικές εκλογές, χωρίς όμως να υπάρχει σαφής επιλογή για τον σχηματισμό κυβέρνησης μέσα σε ένα κατακερματισμένο πολιτικό τοπίο μεταξύ κομμάτων που έρχονται μαζί για να κυβερνήσουν αφού αναμετρηθούν στην κάλπη.

 

Αίτια της πολιτικής αστάθειας

Βασικές αιτίες είναι:

  • Το παρωχημένο -από την εποχή- οικονομικό μοντέλο το βασισμένο στην παραγωγή βιομηχανικών προϊόντων, εργαλειομηχανών και υψηλής κλάσης αυτοκινητοβιομηχανίας αυτοκινήτων προορισμένων για εξαγωγές (ήταν αδύνατο να φανταστούν οι Γερμανοί βιομήχανοι την ταχύτητα με την οποία οι αντίστοιχοι κινέζοι κατασκευαστές τους ξεπέρασαν.). Ήδη η εποχή της παγκοσμιοποίησης έχει παρέλθει.
  • Η ενίσχυση του Βανς και του Μασκ στην αντιδραστική ακροδεξιά σημαίνει να τα βρούν στις χώρες τους με τις δυνάμεις της δεξιάς.
  • Δεν έλαβαν καθόλου υπόψη την ταχύτητα ανάπτυξης της ψηφιακής τεχνολογίας και επιστημονικής νοημοσύνης έτσι ώστε να εκσυγχρονίσουν τα γερμανικά μοντέλα τους με μπαταρίες και αντίστοιχα τσιπ. Σήμερα δεν υπάρχουν διαθέσιμοι πόροι για τέτοιες επενδύσεις.
  • Το ξέσπασμα της πανδημίας οδήγησε σε μια από τις σοβαρότερες οικονομικές κρίσεις την οποία αντιμετώπισε η χώρα από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά -με το γερμανικό ΑΕΠ να βυθίζεται κατά 4,6%, και τις γερμανικές εξαγωγές να συρρικνώνονται κατά σχεδόν 10%. Όμως, η κλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων στο τέλος του 2021 και τις αρχές του 2022 οδήγησαν και στη δραματική αύξηση του ενεργειακού κόστους, με τη γερμανική οικονομία να αντιμετωπίζει έναν πληθωρισμό της τάξεως του 5.3%, το οποίο αποτέλεσε και ιστορικό υψηλό από την επανένωση και μετά.
  • Σε εκείνο ακριβώς το σημείο ξεκίνησε να διαφαίνεται μια τρομακτική συνθήκη για το Βερολίνο: η σχεδόν πλήρης ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας από τη Ρωσία κατέστησε τη χώρα πλήρως ευάλωτη σε μια συνθήκη στην οποία η εισαγωγή της ρωσικής ενέργειας δεν θα μπορούσε πλέον να πραγματοποιείται με τους όρους οι οποίοι ίσχυαν κατά τη διάρκεια των ήρεμων δεκαετιών του 2000 και του 2010· το μόνο που πλέον χρειαζόταν για την τέλεια καταιγίδα, ήταν απλώς μια επιπλέον συνθήκη.
  • Σε αυτό το πρωτοφανές οικονομικό πλαίσιο για τη χώρα, ο ρώσο-ουκρανικός πόλεμος αποτέλεσε τη χειρότερη δυνατή εξέλιξη για το Βερολίνο και τις γερμανικές αρχές. Η ενεργειακή κρίση, η οποία ακολούθησε σχεδόν αμέσως τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, με τις ευρωπαϊκές κυρώσεις προς τη Ρωσία ανέδειξε με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο την ευαλωτότητα της γερμανικής οικονομίας, καθώς οι τιμές του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος σημείωσαν αυξήσεις μέχρι και 300%, με όλα όσα αυτό συνεπάγεται τόσο για την καθημερινότητα του μέσου Γερμανού πολίτη, όσο φυσικά και για το παραγωγικό κόστος της γερμανικής βιομηχανίας· η σφοδρότητα της ενεργειακής κρίσης ήταν τέτοια που ο διεθνώς πανίσχυρος γερμανικός τομέας βιομηχανικών υλικών αναγκάστηκε να περικόψει αυτοβούλως το επίπεδο της παραγωγής του καθώς δεν μπορούσε πλέον να ανταποκριθεί στα κόστη. Ως αποτέλεσμα της ενεργειακής εξάρτησης της Γερμανίας από τη Ρωσία, το Βερολίνο είδε τις γερμανικές εξαγωγές αυτομάτως να συρρικνώνονται -καθώς οι εισαγωγείς στράφηκαν σε εναλλακτικές όπως τις ΗΠΑ και την Κίνα- αλλά και τον λόγο του γερμανικού εμπορικού ισοζυγίου να μεταβάλλεται απότομα. Η δραματική μείωση των γερμανικών εξαγωγών, η αποδυνάμωση των γερμανικών αυτοκινητοβιομηχανιών ήδη από τα έτη της πανδημίας, και η αδυναμία του Βερολίνου ώστε να στραφεί σε ενεργειακές εναλλακτικές, καθήλωσαν τη χώρα σε μια παρατεταμένη στασιμότητα, με το ρυθμό της γερμανικής ανάπτυξης έκτοτε ουσιαστικά να παραμένει παγωμένος στο 0%. Η παρατεταμένη στασιμότητα της γερμανικής οικονομίας ανέδειξε την αδυναμία του γερμανικού τραπεζικού τομέα ώστε να ανταγωνιστεί ακόμα και αντίστοιχους τομείς άλλων κρατών – μελών της ΕΕ, την αναγκαιότητα της μείωσης των εταιρικών φόρων οι οποίοι αποτελούσαν κανονικότητα για δεκαετίες, αλλά και τη δραματική καθυστέρηση του γερμανικού ψηφιακού ιδιωτικού τομέα ώστε να στραφεί προς την τεχνητή νοημοσύνη, η οποία φυσικά είχε και σαφείς επιπτώσεις στην αδυναμία του γερμανικού βιομηχανικού τομέα ώστε να ανακάμψει ταχύτερα, και να ανταγωνιστεί αποδοτικότερα τις ΗΠΑ και την Κίνα. Πάνω απ’ όλα, είναι πλέον περισσότερο σαφές από ποτέ πώς η στροφή του Βερολίνου στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και το κλείσιμο των γερμανικών πυρηνικών εργοστασίων, αποτέλεσε άλλο ένα συντριπτικό λάθος για τη γερμανική οικονομία.
  • Και τώρα ζητιέται από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να συνεισφέρει στον προετοιμαζόμενο πόλεμο των χωρών της Ευρώπης για την υπεράσπιση της Ουκρανίας….
  • Ακόμα, μεγαλώνουν τα ποσοστά της Άκρας δεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία γιατί οι νέοι δεν βρίσκουν δουλειές, απολύονται, δεν έχουν προοπτική. Γιατί ο πολύς κόσμος εμπλέκεται με τις νοοτροπίες του «οι μετανάστες μας παίρνουν τις δουλειές»

Άλλες αιτίες της αστάθειας ήταν προφανώς οι αλόγιστες κυρώσεις κατά της Ρωσίας και οι απειλές της επιστροφής των μεταναστών ενώ πολλές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, που ακόμα εξακολουθούν να επιβιώνουν, τους θεωρούν απόλυτα αναγκαίους για την ομαλή ροή των όποιων εργασιών.

Παρόλα αυτά διαδηλώσεις ενάντια στην «Εναλλακτική για τη Γερμανία» λαβαίνουν χώρα έξω από τα εκλογικά κέντρα μετά την ανακοίνωση των exit-polls.

 

Το πρόγραμμα του CDU

Ως επικεφαλής του όποιου συνασπισμού θα αναλάβει την εξουσία στη Bundestag, o Φρήντριχ Μερτζ εξαγγέλλει ότι:

Το CDU θέλει να μειώσει τη γραφειοκρατία, να ενθαρρύνει τις επενδύσεις και να μειώσει τις τιμές της ενέργειας για την τόνωση της οικονομίας. Θέλει να μειώσει τους φόρους ηλεκτρικής ενέργειας και τα τέλη δικτύου, να επεκτείνει τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την αποθήκευση ενέργειας και την έρευνα για την πυρηνική ενέργεια. Θα καταργήσει τον νόμο περί δέουσας επιμέλειας στην εφοδιαστική αλυσίδα της Γερμανίας. Το κόμμα υπόσχεται να στηρίξει τη βιομηχανία μέσω της ψηφιοποίησης, της κυρίαρχης τεχνητής νοημοσύνης και των εφαρμογών cloud. Θα δημιουργηθεί ένα ψηφιακό υπουργείο μαζί με μια «Ζώνη Προστασίας Νεοφυών Επιχειρήσεων» για την προστασία των νέων εταιρειών από τη γραφειοκρατία.

Το CDU θέλει να μειώσει τον εταιρικό φόρο στο μέγιστο 25% από 29,9% κατά μέσο όρο. Θέλει να διατηρήσει ένα φορολογικό όφελος για τα παντρεμένα ζευγάρια και να δώσει περισσότερα φορολογικά οφέλη για τα παιδιά. Το CDU τάσσεται υπέρ αυστηρότερων συνοριακών ελέγχων, ταχύτερης διεκπεραίωσης του ασύλου και απέλασης όσων δεν έχουν νόμιμη διαμονή. Ζητά μεταρρύθμιση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για το άσυλο, προτείνοντας η επεξεργασία των αιτήσεων να γίνεται σε ασφαλείς τρίτες χώρες και όχι εντός της ΕΕ.

 

Οικονομική στασιμότητα

Στη γερμανική βιομηχανία, ο φόβος της υποβάθμισης τροφοδοτεί την άνοδο της ακροδεξιάς. Οι αντιδραστικές αντιλήψεις κινδυνεύουν να πάρουν την εξουσία.

Στην περίπτωση της Γερμανίας, θα ήταν στην καλύτερη περίπτωση μια άσκηση αυτοκριτικής. Υπάρχει συναίνεση ότι έγιναν λάθη στις πολιτικές για την ενέργεια και την ασφάλεια, αλλά δεν υπάρχει συναίνεση για το ποια ήταν αυτά τα λάθη. Πιο απογοητευτικό, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι είναι σχεδόν αδύνατο να εκφραστεί η ιδέα ότι η διπλή εμμονή της Γερμανίας με τη βιομηχανία και τις εξαγωγές είναι λάθος. Οι παγκόσμιες εξαγωγές θεωρούνται ως ο μόνος ρεαλιστικός τρόπος διατήρησης και αύξησης του σημερινού επιπέδου της βιομηχανίας στη Γερμανία. Αυτό συνεπάγεται εξάρτηση από μια φιλελεύθερη διεθνή τάξη και από εταίρους ασφαλείας επί των οποίων η Γερμανία έχει ελάχιστο έλεγχο- μια στρατηγική που είναι αντικειμενικά ριψοκίνδυνη.

Επομένως, είναι απαραίτητο να διεξαχθεί μια πραγματική συζήτηση για το αναπτυξιακό μοντέλο της Γερμανίας και ο συνασπισμός που θα προκύψει από τις τελευταίες εκλογές θα αντιμετωπίσει μεγάλες προκλήσεις. Ποιος θα πρέπει να απορροφήσει το χάσμα των 370 δισεκατομμυρίων ευρώ μεταξύ προσδοκιών και πραγματικότητας; Ποιο μοντέλο ανάπτυξης θα μπορέσει να μεταφέρει τη Γερμανία στο μέλλον; Και, κυρίως, από ποιες πηγές θα αντλήσουν οι Γερμανοί για να ανανεώσουν τις επενδύσεις τους; Η επόμενη κυβέρνηση θα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτά τα ερωτήματα και θα πρέπει να το κάνει. Αλλά για να τα απαντήσει με επιτυχία, θα πρέπει πρώτα να κάνει μια ειλικρινή αποτίμηση της κατάστασης.

Μεγάλο ρόλο παίζουν και οι λαϊκές δυνάμεις οι οποίες πρέπει να αποτελέσουν με τη δράση τους τον θεματοφύλακα της ειρήνης και της δημοκρατίας στην Γερμανία και σε όλη την Ευρώπη.

 

Πηγές: Διαδικτυακή έκδοση του Le Monde/international.fr

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ