20.6 C
Athens
Κυριακή, 26 Οκτωβρίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Η Παλαιστίνη, η Αριστερά και μια ιστορική συναυλία, του Βασίλη Σιώκου

 «Με τα όνειρά τους υψώνουν κάστρα»

Αν την προσεγγίσουμε με στενά καλλιτεχνικά κριτήρια, η συναυλία που οργάνωσε το ΚΚΕ για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη ήταν ΤΟ γεγονός, τουλάχιστον της δεκαετίας. H παρουσία και η ηχηρή συμμετοχή 70.000 ανθρώπων ήταν συγκλονιστική. Όμως δεν είναι η μόνη αφορμή για την εκτίμηση αυτή. Και σε άλλες περιπτώσεις το Καλλιμάρμαρο γέμισε και μάλιστα για καλλιτέχνες που μεσουρανούν στην φτηνή show biz.

Η εκτίμηση προκύπτει από την εκπληκτική -από κάθε άποψη – οργάνωση ενός δύσκολου εγχειρήματος, από το γεγονός πως συμμετείχε ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει ο χώρος του ελληνικού τραγουδιού, από την αξιοπρόσεκτη συμμετοχή νέων ανθρώπων και, πάνω από όλα, από το περιεχόμενο: Τα κορυφαία μουσικά  έργα τόσο σε ποιότητα όσο και σε άμεση σύνδεση με την πορεία της ελληνικής κοινωνίας στις μεγαλύτερες στιγμές του 20ου αιώνα.

Έργα με βαθιά πολιτική και ταξική χροιά, όχι μόνο όταν μιλούν για τους αγώνες του λαού αλλά κι όταν μιλούν για τη ζωή στις γειτονιές, τον έρωτα και την «υπόγεια την ταβέρνα», το «φεγγάρι που έκανε μάγια και περπατώ στα ξένα». Πάνω από όλα έργα που αντιμετωπίζουν τον «ψεύτη κι άδικο ντουνιά» με αίσθημα υπερηφάνειας και ταξικής αξιοπρέπειας κι όχι κλαψουρίζοντας για τη «μαύρη τη μοίρα» ή την «άπιστη και τον εραστή της».

Υπήρξε και η κορυφαία στιγμή: Ο Γιώργος Νταλάρας ανέβασε στη σκηνή πέντε 16χρονους μαθητές του Μουσικού Σχολείου, «μουσικούς του δρόμου» και τους έδωσε την ευκαιρία να ερμηνεύσουν το μεγαλύτερο νεοελληνικό τραγούδι, «Βρέχει στη φτωχογειτονιά». Σπάνια υπήρξε ανάλογο συγκλονιστικό αποτέλεσμα, το Στάδιο ρίγησε και το συγκεκριμένο βίντεο στο διαδίκτυο μετρά ήδη εκατομμύρια θεάσεις. Οι νεαροί μουσικοί είναι τα πρόσωπα της ημέρας, γέφυρα και δρόμος για το μέλλον.

 

 

Θα μπορούσε εύκολα κάποιος να πει πως αυτά και μόνο θα αρκούσαν για να χαρακτηριστεί η συναυλία και μεγάλο πολιτικό γεγονός. Όμως κανείς δεν ξεχνά τις στιγμές που ζούμε. Τη συναυλία άνοιξε ο εγγονός του Μίκη, Άγγελος,  με το σύνθημα «Λευτεριά στην Παλαιστίνη» ενώ στις εξέδρες υψώνονταν χιλιάδες πλακάτ με τη σημαία του βασανισμένου έθνους. Στην πραγματικότητα η συναυλία μετατράπηκε σε μια μεγάλη διαδήλωση αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη, μια μεγάλη αντιιμπεριαλιστική κραυγή επικαιροποιώντας τα μηνύματα των έργων του Μίκη.

Η δυναμική που εξέπεμψε το βράδυ της 25ης Ιούνη το Καλλιμάρμαρο ήταν τέτοια που ακόμα και ο εσμός των Μ.Μ. «Ενημέρωσης» αρχικά σιώπησε ή στάθηκε στα «πιπεράτα» της συναυλίας, ύμνοι για τα «παιδάκια» και τον «Μίκη που ενώνει», τίποτε άλλο δεν είδαν. Οι διάφορες ομάδες «αλητείας» της κυβέρνησης επιλέξαν να μην οξύνουν τα πνεύματα ποντάροντας στον χρόνο και τη λήθη. Αυτό από τη μια δείχνει τον ισχυρό αντίκτυπο αλλά και από την άλλη επιτρέπει τη συζήτηση στον χώρο που το έργο του Μίκη ανήκει ολοκληρωτικά, άσχετα με τις επιλογές του ίδιου: στην Αριστερά!

Για το ΚΚΕ ήταν η κορυφαίος κρίκος σε μια αλυσίδα εκδηλώσεων που προφανώς αποτελεί κεντρική πολιτική επιλογή. Εντυπωσιακά πολιτιστικά event με άξονα είτε σπουδαίους καλλιτέχνες είτε θεματικές προσεγγίσεις. Σε αυτές τις εκδηλώσεις το ΚΚΕ στέκεται με – απρόσμενο για πολλούς – ανοιχτό πνεύμα, το καταπληκτικό αφιέρωμα στον Σταύρο Ξαρχάκο αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι πάντες γνωρίζουν πως ο σπουδαίος συνθέτης ιδεολογικά ανήκει στη συντηρητική παράταξη. Αλλά και ο Μίκης ή ο Μικρούτσικος είχαν μια ταραχώδη – τουλάχιστον – πολιτική διαδρομή.

Το ΚΚΕ σωστά εκτιμά πως ο πολιτισμός ήταν και είναι κορυφαίας σημασίας πεδίο ταξικής και ιδεολογικής πάλης. Ταυτόχρονα είναι συνεπές στα «ανοίγματά» του: «Κατά μόνας» και αγνοώντας σπουδαίες μορφές του πολιτισμού που κινήθηκαν σε όμορους χώρους, δεν υπήρξε ποτέ ένα αφιέρωμα στον Μανόλη Αναγνωστάκη, για παράδειγμα, ενώ ο Θόδωρος Αγγελόπουλος κάπου ξεχνιέται. Όσο για το περιεχόμενο, η προσέγγιση γίνεται με «μουσειακό» σεβασμό, ελάχιστα επιτρέπεται να αναδειχθούν πολιτικά μηνύματα που δεν συμφωνούν με την κομματική γραμμή.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα: Ο Μίκης ήταν παιδί της αντίστασης, παιδί του ΕΑΜ. Το ΕΑΜ δεν ανήκει πια στις ιδιαίτερα …συμπαθείς ιστορικές περιόδους για τη νέα προσέγγιση της ιστορίας από το ΚΚΕ, η ενωτική μετωπική γραμμή σε συνδυασμό με τους άμεσους στόχους …ενοχλεί.  Μια μεγάλη πολιτική στιγμή του Μίκη ήταν και η καθοριστική συμβολή του στη δημιουργία της Νεολαίας Λαμπράκη. Με όπλο τον πολιτισμό – σε διαλεκτική σύνδεση με την πολιτική παρέμβαση – και με φαντασία και πρωτοτυπία  οι Λαμπράκηδες κατήγαγαν μια στρατηγικής σημασίας ιδεολογική νίκη σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Ήταν η νίκη που έδωσε τα καύσιμα για την ιδεολογική και πολιτιστική κυριαρχία της αριστεράς, και σε φυσικούς φορείς – τις επόμενες δεκαετίες. Η νίκη που έκανε πάντα έξαλλους τους Γεωργιάδηδες και τους Βορίδηδες, το έλεγαν και δημόσια! Στο έργο του Μίκη αυτές οι περίοδοι άφησαν ανεξίτηλη σφραγίδα αλλά το ΚΚΕ την προσπέρασε.

Υπάρχει και το σκέλος της πολιτικής: αυτές οι – όντως εντυπωσιακές – πολιτιστικές εκδηλώσεις επιχειρείται να υποκαταστήσουν την απουσία πολιτικής παρέμβασης στη συγκυρία. Σε μια εποχή που ο κόσμος καίγεται – στην κυριολεξία – και η Ελλάδα σαπίζει, χιλιάδες στρέφουν λογικά το βλέμμα τους στην ισχυρότερη από κάθε άποψη δύναμη της αριστεράς. Αυτό που εισπράττουν είναι η άρνηση να τεθούν πολιτικοί και κινηματικοί στόχοι είτε αυτοί αφορούν στοιχειώδη όπως ο δημόσιος σιδηρόδρομος είτε αφορούν αντιιμπεριαλιστικές και αντινατοϊκές στοχεύσεις. Ωραία τα είπε ο σύντροφος γραμματέας στο Καλλιμάρμαρο αλλά η ανάγκη άμεσης εξόδου από το ΝΑΤΟ ή το κλείσιμο των βάσεων δεν χώρεσαν ως άμεσοι στόχοι στην ομιλία του. Η μεγάλη νίκη των απεργών της ΠΕΝΕΝ θα άξιζε μια συναυλία αφιερωμένη στον Αντώνη Αμπατιέλο αλλά… υπάρχουν εργατικές νίκες στον καπιταλισμό;

Αυτή η κριτική μειώνει την αξία των εκδηλώσεων αυτών; Όχι, είναι η απάντηση. Πολύ περισσότερο δεν δικαιώνει μια στενόμυαλη και στενόκαρδη κριτική από τα αριστερά: Η επιλογή του ΚΚΕ χαρακτηρίζεται «λαϊκιστική», «φτηνός εντυπωσιασμός», «ψηφοθηρία». Τα επιχειρήματα αφορούν κυρίως την προσωπική πολιτική διαδρομή των τιμώμενων προσώπων: Ο Μίκης ως και με τη ΝΔ είχε εκλεγεί βουλευτής, ο Μικρούτσικος είχε διατελέσει υπουργός του ΠΑΣΟΚ, ο Νταλάρας στήριξε τον Σημίτη και πάει λέγοντας. Αυτά φυσικά ισχύουν και σωστά επισημαίνεται πως το ΚΚΕ διαθέτει επιλεκτική μνήμη, ανάλογα με την περίσταση.

Η κριτική όμως αυτή μαζί με τα νερά πετά και το μωρό! Ό,τι έκανε ή ψήφισε ο Μίκης το 1990 για παράδειγμα ακυρώνει έστω και στο ελάχιστο την καταλυτική επίδραση του έργου του για μισό αιώνα; Το γεγονός πως ο Ξαρχάκος ήταν ευρωβουλευτής της ΝΔ αλλάζει την ταξική οπτική της «Καισαριανής» ή του «Ρεμπέτικου»; Η υπουργική καρέκλα του Μικρούτσικου σβήνει τον «Σταυρό του Νότου» ή τη «Δίκοπη ζωή»;

Με απλά λόγια: Από τη σκοπιά των στιγμών που ζούμε και με δεδομένη την καταθλιπτική ιδεολογική κυριαρχία του αντίπαλου η εικόνα 70.000 που τραγουδούν τον ύμνο της Παλαιστίνης ήταν θετική ή αρνητική; Το γεγονός πως το βαθιά πολιτικό και ταξικό έργο του Μίκη έρχεται ξανά στο προσκήνιο και μάλιστα διαμορφώνει νέες καλλιτεχνικές γενιές είναι θετικό ή αρνητικό; Πρέπει οπωσδήποτε να εγκλωβιστούμε στο δίπολο της μουσειακής επιλεκτικής προσέγγισης από τη μια και της αντιδιαλεκτικής στενόκαρδης άρνησης από την άλλη; Η παρέμβαση με ενωτικό, πειστικό λόγο που θα θέτει στόχους – κρίκους μας απασχολεί ή, ως άλλη «μάνα του Κίτσου», από τη σιγουριά της όχθης πετροβολούμε το ποτάμι;

Ας στηριχθούμε στο προφανές: Τα μεγάλα αυτά καλλιτεχνικά έργα έχουν διαχρονική δύναμη ακριβώς γιατί γεννήθηκαν από πραγματικές κινήσεις μαζών, γιατί τις εξέφρασαν. Οι συνθήκες σε κάθε εποχή αλλάζουν, οι βασικές όμως αντιθέσεις που γέννησαν την κίνηση αυτή παραμένουν ενεργά ρήγματα. Οι 70.000 διψασμένοι για πολιτισμό αλλά και για πολιτική το αποδεικνύουν. Το ερώτημα είναι πώς «θα σηκωθούμε λίγο ψηλότερα»; Πώς το «αρνιέμαι» δεν θα είναι μόνο συνοδεία στη φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου αλλά και καθημερινή στάση ζωής; Πώς σε μια εποχή που ο φασισμός σηκώνει κεφάλι «δεν θα ξαναδούμε τα βράχια και τον χάρο»;

Αναρωτιόταν ο Ρίτσος και μελοποιούσε ο Μίκης στα «18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας»:

«Το σπίτι αυτό πώς θα χτιστεί, τις πόρτες ποιος θα βάλει;

Που ναι τα χέρια λιγοστά κι ασήκωτες οι πέτρες;»

Ακριβώς σε αυτό το ερώτημα μπροστά είναι σήμερα η αριστερά, το κίνημα συνολικά. Το σίγουρο είναι πως «τα χέρια στη δουλειά τρανεύουν κι αυγαταίνουν» αλλά προϋπόθεση είναι όσοι πονούν αυτήν την υπόθεση «να σφίγγουν το χέρι…».

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ