Στις 25 Ιουνίου 2022, η ΑΡΑΝ και το Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο, στο κοινό Φεστιβάλ τους, κατέθεσαν πρόταση για την αυτοτελή, πολιτική και εκλογική συνεργασία της ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής και αντιιμπεριαλιστικής Αριστεράς, σε όλες τις μάχες της περιόδου, χωρίς εκ των προτέρων αποκλεισμούς. Με ένα μάχιμο κι ενωτικό λαϊκό πρόγραμμα διεκδικήσεων, με ισοτιμία και κατεύθυνση υπέρβασης του κατακερματισμού, για την κοινή παρέμβαση στο εργατικό και λαϊκό κίνημα. Την πρόταση αυτή τη θέσαμε αμέσως στην πανελλαδική συνέλευση της Αριστερής Πρωτοβουλίας Διαλόγου και Δράσης. Προτείναμε, από το τέλος Ιουλίου, τη δημιουργία κοινής, ανοιχτής επιτροπής από όλες τις δυνάμεις που συμφωνούν.
Προκαλώντας ελπιδοφόρες μετακινήσεις
Η πρόταση αυτή είχε από την αρχή μεγάλη απήχηση. Συναντήθηκε και εμπλουτίστηκε με τις αντίστοιχες σκέψεις και προτάσεις της Αναμέτρησης, που οδήγησε σε δημόσια κοινή τοποθέτηση. Στηρίχθηκε από τη ΔΕΑ, την ΑΠΟ, ανένταχτους αγωνιστές και αγωνίστριες κ.α. Συναντήθηκε με το ΣΕΚ που συνέβαλε από τους δικούς του δρόμους. Το Νοέμβριο συγκροτήθηκε η Πρωτοβουλία για μια Ενωτική Κίνηση της Ριζοσπαστικής και Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Και στις 19 Δεκεμβρίου πραγματοποιήθηκε η μεγάλη εκδήλωση στον κινηματογράφο Στούντιο, με τη συμμετοχή περίπου 600 ατόμων, ενώ όλες οι αντίστοιχες σε Πάτρα, Χανιά και Θεσσαλονίκη είχαν μεγάλη μαζικότητα. Η ελπίδα άρχισε να εμφανίζεται.
Η πρόταση αυτή και η απήχησή της είχε επίδραση και στη ΛΑΕ και στο ΝΑΡ. Δυστυχώς, οι δυνάμεις αυτές δεν μπόρεσαν να υπερβούν τον εαυτό τους, σε αυτή τη φάση, να κάνουν το βήμα και να συμβάλουν σε μια ελπιδοφόρα ενότητα που θα συσπείρωνε εκλογικά και πολιτικά τον κατακερματισμένο χώρο της επαναστατικής, ανατρεπτικής και μαχόμενης Αριστεράς.
Αυτή τη στιγμή, οι διαπραγματεύσεις για μια ενωτική εκλογική και πολιτική συνεργασία της ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής και αντιιμπεριαλιστικής Αριστεράς έχουν οδηγηθεί στην κατάληξή τους και οι πολιτικές δυνάμεις έχουν αποσαφηνίσει τις θέσεις τους.
Η στάση της Λαϊκής Ενότητας
Η Λαϊκή Ενότητα αποχώρησε από την Πρωτοβουλία για μια Ενωτική Κίνηση της Ριζοσπαστικής και Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και κατέληξε σε μια εκλογική και πολιτική συνεργασία με το ΜέΡΑ25, με τη σύμφωνη τοποθέτηση της πλειοψηφίας του Αριστερού Ρεύματος, όπως και της ΑΡΑΣ.
Για τη συνεργασία αυτή, το Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο και η ΑΡΑΝ εξέφρασαν εγκαίρως, δημόσια και συντροφικά τη διαφωνία τους από την πρώτη στιγμή που τέθηκε ως ενδεχόμενο, τον Ιούλιο του 2022, λόγω των θέσεων και της σοσιαλδημοκρατικής κεϋνσιανής φυσιογνωμίας του ΜέΡΑ25. Αντίστοιχα, κριτικά είχε ήδη κινηθεί και η Αριστερή Πρωτοβουλία Διαλόγου και Δράσης, στην Απόφαση της πανελλαδικής της συνέλευσης[1].
Τη διαφωνία τους δήλωσε και το σύνολο σχεδόν των υπαρκτών οργανώσεων και συλλογικοτήτων της ριζοσπαστικής και ανατρεπτικής Αριστεράς, με την ιδιαίτερη οπτική της κάθε δύναμης. Δημόσια, επώνυμα και πολιτικά εξέφρασαν επίσης τη διαφωνία τους γνωστά στελέχη του Αριστερού Ρεύματος, από τη δική τους σκοπιά και ιδιαίτερη θέση. Η στάση όλων (της ΛΑΕ αλλά και όσων διαφωνούν, εντός και εκτός) κρίνεται, όχι με βάση συνωμοσιολογίες και μικρότητες, αλλά με βάση τις δημόσια εκφρασμένες θέσεις και τη δράση τους.
Η ηγεσία της ΛΑΕ υποστηρίζει ότι η επιλογή αυτή ήταν μονόδρομος, επικαλούμενη ως κύριο επιχείρημα την άρνηση του ΝΑΡ και της πλειοψηφίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για συνεργασία μαζί της.
Μια άρνηση του ΝΑΡ, όμως, δεν σήμαινε ότι δεν υπήρχε περιθώριο ισότιμης εκλογικής και επιτυχημένης συνεργασίας της ΛΑΕ με όλες τις υπόλοιπες δυνάμεις της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, κάτι που υποστηρίξαμε ευθύς εξαρχής η ΑΡΑΝ και το Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο. Αυτή η δυνατότητα άνοιξε ως προοπτική με τη δημιουργία της Πρωτοβουλίας για μια Ενωτική Κίνηση. Με μια τέτοια προοπτική, πρώτον, θα αφαιρούνταν το βασικό επιχείρημα από το ΝΑΡ και την πλειοψηφία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και δεύτερον, θα έμπαιναν οι βάσεις για μια συνολική ανασυγκρότηση και υπέρβαση του κατακερματισμού στο μαζικό κίνημα και στην ανατρεπτική Αριστερά.
Η ηγεσία της ΛΑΕ αρνήθηκε αυτή την προοπτική. Διάλεξε τη γνωστή κοινοβουλευτική «βασιλική οδό» αντί για το δύσκολο δρόμο τής από τα κάτω ανασυγκρότησης της ανατρεπτικής Αριστεράς και του ταξικού εργατικού κινήματος.
Σε αυτή την άρνηση, σημαντικό ρόλο έπαιξε η πεποίθηση πολλών ιστορικών στελεχών της ΛΑΕ, κυρίως του Αριστερού Ρεύματος και ορισμένων ανένταχτων, ότι χωρίς κοινοβουλευτική εκπροσώπηση δεν μπορεί να προχωρήσει μια ανασυγκρότηση της ανυπότακτης Αριστεράς. Στη βάση αυτή προκρίθηκε η συνεργασία με το ΜέΡΑ25.
Η κοινοβουλευτική παρουσία είναι επιδιωκόμενη και σίγουρα μπορεί να βοηθήσει, ποτέ όμως δεν μπορεί να καθορίσει την πορεία της μαχόμενης και ανατρεπτικής Αριστεράς και μάλιστα, με τις πλάτες άλλων. Για το κομμουνιστικό κι εργατικό κίνημα, οι βουλευτές/τριες «οικοδομούνται» από τις οργανώσεις, τα μέτωπα, το κίνημα και την πολιτική τους και όχι το αντίστροφο. Δεν οικοδομούνται εργατικές λαϊκές οργανώσεις, μέτωπα, κίνημα γύρω από τους βουλευτές/τριες.
Όποτε συνέβη το δεύτερο, η βραχυπρόθεσμη ευφορία έδωσε τη θέση της σε μικρές και μεγάλες τραγωδίες. Αυτό επιβεβαιώνουν όλες οι εμπειρίες, με πιο πρόσφατη αυτή των βουλευτών της Αριστερής Πλατφόρμας, τον Αύγουστο 2015, αλλά και των μικρών οργανώσεων που εξέλεξαν βουλευτές μέσω του ΣΥΡΙΖΑ. Έχουμε την πεποίθηση πώς όποια και αν είναι η εκλογική έκβαση της συνεργασίας με το ΜέΡΑ25, πολύ δύσκολα η ΛΑΕ θα αποφύγει ανάλογα αποτελέσματα, αργά ή γρήγορα.
Με την αποχώρηση από τον ΣΥΡΙΖΑ, το 2015, η ηγεσία της ΛΑΕ έκανε ένα σημαντικό βήμα ρήξης με το ρεφορμισμό και την ενσωμάτωση. Αντί να το ολοκληρώσει, επιστρέφει στην αγκαλιά του με άλλες μορφές.
Το ΝΑΡ, από την πλευρά του, δικαιολογούσε την άρνηση για εκλογική και πολιτική συνεργασία της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, επικαλούμενο την πρόθεση της ΛΑΕ να συνεργαστεί με το ΜέΡΑ25. Τώρα, με άρθρα στελεχών του, δημόσια δηλώνει ότι «η εκτίμηση αυτή δικαιώθηκε». Δικαίωση σε τι;
«Δικαιώθηκε» η ΑΝΤΑΡΣΥΑ για την εκτίμησή της για τον ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά τι κέρδισε από αυτόν; Το ΚΚΕ «δικαιώθηκε» ακόμη περισσότερο, αλλά μέχρι τώρα παραμένει κάτω από τους μισούς ψήφους σε σχέση με αυτές των εκλογών του Μάη 2012. Η «δικαίωση» όλων μας σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ δεν άλλαξε ουσιαστικά την κατάσταση στο εργατικό και λαϊκό κίνημα.
Πρόκειται για δυο αυτοεκπληρούμενες προφητείες που «δικαιώνονται» πάνω σε μια μακροχρόνια, αντιθετική συνύπαρξη δυο πόλων στην Αριστερά, τόσο στην κοινοβουλευτική, όσο και στην εξωκοινοβουλευτική: του οπορτουνισμού και του σεχταρισμού. Ο κάθε πόλος δικαιολογεί τη στάση του κυρίως με βάση την αντίθεση στον άλλον και όχι με βάση την ενότητα, το πρόγραμμα και το συμφέρον του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Και οι δυο ενισχύουν άθελά τους τη σημερινή καθηλωτική κατάσταση στο μαζικό κίνημα και στην Αριστερά. Αυτό το δίπολο απαιτείται να ξεπεραστεί.
Η στάση της πλειοψηφίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Η ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ κάλεσε δημόσια οργανώσεις της «μαχόμενης αντικαπιταλιστικής Αριστεράς» και ιδιαίτερα την Αναμέτρηση, την ΑΡΑΝ και το Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο από κοινού, σε συναντήσεις για μια εκλογική συνεργασία στη βάση της Πολιτικής Απόφασης που ψήφισε η πλειοψηφία της 5ης Συνδιάσκεψης (ΝΑΡ και ΕΚΚΕ υπέρ, λευκό η ΟΚΔΕ Σπ., κατά το ΣΕΚ). Στο δημόσιο κάλεσμα αναφέρεται ρητά ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ απευθύνεται σε δυνάμεις που
«υπερασπίζουν την ανεξαρτησία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς απορρίπτοντας την λογική των πολιτικών-εκλογικών συνεργασιών με δυνάμεις της ρεφορμιστικής αριστεράς, για να προχωρήσουμε εδώ και τώρα σε μια ισότιμη, ανοιχτή, ελπιδοφόρα πολιτική και εκλογική συνεργασία που θα δώσει με αξιώσεις την μάχη των εκλογών και που υπό προϋποθέσεις μπορεί ανοίξει τον δρόμο σε μια ανώτερη ενότητα προς το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και μέτωπο της εποχής μας» (αντιγραφή από την ανακοίνωση)
Το κάλεσμα αυτό, με βάση όσα γράφει, θα έπρεπε να αποκλείει τις τρεις συλλογικότητες, αλλά και το ΣΕΚ, διότι υποστήριξαν την πολιτική και εκλογική συνεργασία και με τη ΛΑΕ, για την οποία το ίδιο το κείμενο εκτιμούσε ότι «Τελικά, δεν ξεφεύγει από μια ρεφορμιστική αντίληψη». Θα έπρεπε να τις αποκλείει, επίσης, διότι καμία από τις τρεις αυτές συλλογικότητες δεν έχει ως προοπτική «μια ανώτερη ενότητα προς το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και μέτωπο» του ΝΑΡ και της πλειοψηφίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Το «αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και μέτωπο», όπως προτείνεται, εάν δεν ταυτίζει, το λιγότερο συγχέει τους στόχους της τακτικής με αυτούς της στρατηγικής, την πάλη για διεκδικήσεις και κατακτήσεις, εντός και εναντίον του καπιταλισμού, με την επαναστατική ανατροπή του. Για αυτό, όπως απέδειξε η εμπειρία, απέτυχε να συσπειρώσει δυνάμεις στην πολιτική και στο κίνημα. Δεν ισχυριζόμαστε ότι έχουμε βρει πλήρως την απάντηση για τη σχέση τακτικής και στρατηγικής, κοινωνικής μεταρρύθμισης και επανάστασης. Σίγουρα, όμως, δεν πρόκειται να τη βρούμε ακολουθώντας την ίδια λογική.
Ως εκ τούτου, το «αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και μέτωπο» θα μπορούσε να αποτελέσει βάση για συσπείρωση δορυφόρων γύρω από την πλειοψηφία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και όχι για μια «ισότιμη, ανοιχτή, ελπιδοφόρα πολιτική και εκλογική συνεργασία».
Παρόλα αυτά, οι τρεις δυνάμεις, ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα για συνάντηση Αποδείχθηκε στην πράξη έτσι, ότι εκ μέρους τους δεν υπάρχει «αντίληψη που οδηγεί σε εξάρτηση ή ακόμα και άρνηση της συνεργασίας αντικαπιταλιστικών δυνάμεων ανάλογα με την στάση της ΛΑΕ», όπως γράφει μετέπειτα ένα Δελτίο Τύπου της ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Τι τέθηκε στη συνάντηση με την ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Καταρχήν, επιβεβαιώθηκε από τις τρεις συλλογικότητες, η πολιτική βούληση για μια ενωτική εκλογική κάθοδο κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Υπήρξε αμοιβαία αναγνώριση μιας ορισμένης κοινότητας, αλλά και σημαντικών διαφορών στο πολιτικό πρόγραμμα και κυρίως, της κλονισμένης εμπιστοσύνης εξαιτίας προηγούμενων αντιπαραθέσεων.
Ποια κύρια θέματα τέθηκαν στη συνάντηση;
Πρώτο: Οι τρεις συλλογικότητες, με την ιδιαίτερη οπτική της η καθεμιά, πρότειναν ως περιεχόμενο της εκλογικής πολιτικής συνεργασίας, όχι ένα συνολικό πρόγραμμα –κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο και άστοχο, αυτή τη στιγμή- αλλά μια πολιτική συμφωνία σε συγκεκριμένους άξονες (που περιγράφονται σε κοινή δήλωση). Με ιδιαίτερη έμφαση, όχι σε ιδεολογικές εκτιμήσεις που εύκολα μπορεί να χωρίσουν (π.χ., χαρακτήρας της κρίσης, του πολέμου κ.ά.), αλλά σε συγκεκριμένους πολιτικούς και κοινωνικούς στόχους πάλης ώστε να συγκροτηθεί ένα λαϊκά κατανοητό και μάχιμο εκλογικό πρόγραμμα που θα συσπειρώσει στον αγώνα μετά τις εκλογές.
Δεύτερο: Σαν προοπτική για μια «ανώτερη ενότητα» απαιτείται να τεθεί η θετική υπέρβαση των σημερινών σχημάτων της ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής και αντιιμπεριαλιστικής Αριστεράς σε ένα νέο ενωτικό μέτωπο με κατεύθυνση ένα ενωτικό πρόγραμμα εργατικών – λαϊκών κατακτήσεων και ανατροπής της αστικής επίθεσης.
Σε αυτή την κατεύθυνση, τόσο στη συνάντηση, όσο και δημόσια, πρότειναν δεσμεύσεις για ενωτικές συνεργασίες σε ευρωεκλογές, δήμους, περιφέρειες, συνδικάτα και φοιτητικούς συλλόγους έτσι ώστε να μην επαναληφθούν φαινόμενα κατακερματισμού (όπως δυο και τρία αντιπαραθετικά σχήματα σε δήμους), επιδιώκοντας παράλληλα, συμμαχίες και με άλλα ρεύματα στη βάση αρχών, ισοτιμίας και αυτοτέλειας των σχημάτων.
Τρίτο: Τέθηκε η αναγκαιότητα της ισοτιμίας σε όλες τις πτυχές της εκλογικής συνεργασίας, κάτι που θα έπρεπε να εκφράζεται και με νέο τίτλο της εκλογικής και πολιτικής συνεργασίας και υπότιτλο τις δυνάμεις που συμμετέχουν αλφαβητικά.
Τέταρτο: Ένα από τα βασικότερα προβλήματα που από κοινού συμφωνήθηκε ότι υπάρχουν και πρέπει να ξεπεραστούν, ήταν αυτό της έλλειψης εμπιστοσύνης μεταξύ των δυνάμεων. Οι τρεις συλλογικότητες εκτιμούν ότι κανένας δεν είναι άμοιρος ευθυνών, αλλά ένα βασικό μερίδιο ευθύνης φέρει ένας χρόνιος ηγεμονισμός και ακαμψία εκ μέρους δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που εκφράστηκε ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα με διάφορες μορφές και τρόπους και ιδίως με δημόσιες, γραπτές, συκοφαντικές επιθέσεις κατά πολιτικών ρευμάτων και συντρόφων/σσών. Εδώ και καιρό, αλλά και στη συνάντηση ζητήθηκε μια δημόσια προσεκτική διαφοροποίηση από τέτοιες επιθέσεις ως βήμα οικοδόμησης της εμπιστοσύνης και των συντροφικών σχέσεων.
Οι τρεις συλλογικότητες, κατανοώντας ότι απαιτείται κάποιος χρόνος, σκέψη και διαβουλεύσεις μεταξύ της ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρότειναν και ζήτησαν μια δημόσια γραπτή τοποθέτηση σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Οι απαντήσεις
Όπως μπορεί καθένας να διαπιστώσει από το Δελτίο Τύπου που εξέδωσε η ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ «Σχετικά με τον κύκλο συναντήσεων με τις οργανώσεις της μαχόμενης αντικαπιταλιστικής Αριστεράς», δεν υπάρχει καμία συγκεκριμένη δέσμευση για όσα έθεσαν οι τρεις συλλογικότητες.
Η αρθρογραφία στελεχών του ΝΑΡ – μελών της ΚΣΕ, αμέσως μετά τη συνάντηση, παρά ορισμένες θετικές επισημάνσεις και φραστικές παραχωρήσεις, δεν αφήνει καμία αμφιβολία. Κινείται δυστυχώς σε μια κατεύθυνση «δικαίωσης» και άκαμπτης στάσης, με διακηρύξεις όπως:
«Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ επομένως δεν έχει να κάνει καμία ‘’αλλαγή κατεύθυνσης’’».
Οι τονισμοί και υπογραμμίσεις είναι του συντάκτη, ώστε να δοθεί έμφαση στο «καμία αλλαγή κατεύθυνσης» και να γίνει από όλους κατανοητό ποιο μήνυμα επιθυμεί να λάβουν όλοι όσοι και όσες διαβάζουν αυτό το άρθρο.
Δεν χρειάζεται να μπει κανείς στο «παιγνίδι του μουτζούρη» και των «προειλημμένων αποφάσεων», δηλαδή της τεχνητής επίρριψης ευθυνών στον άλλον. Το μήνυμα ελήφθη.
Η αποτυχία οφείλεται σε σημαντικές πολιτικές διαφορές και στη μη ωρίμανση των απαιτούμενων προϋποθέσεων.
Με περίσκεψη, αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση
Η τελική εκλογική στάση όλων θα ληφθεί από τα συλλογικά όργανα και θα εκδηλωθεί με δημόσιες τοποθετήσεις από κάθε οργανωμένη δύναμη.
Η μη επίτευξη μιας ενωτικής εκλογικής καθόδου απαιτεί μια ορισμένη περίσκεψη, δυσκολεύει προσωρινά, αλλά σε καμία περίπτωση δεν κλείνει τους δρόμους που άνοιξαν για μια μεγάλη υπέρβαση στην ανατρεπτική Αριστερά. Πρόκειται για μια ιστορική αναγκαιότητα για την οποία οι προϋποθέσεις δεν ολοκληρώθηκαν αλλά έχουν κάνει τα πρώτα, τα πιο σημαντικά βήματα.
Για να ολοκληρωθούν, απαιτείται να υπάρξει μια συνειδητή και οργανωμένη «κρίσιμη μάζα» που θα μπορεί να τα προωθήσει με συντροφικό πολιτισμό, ανοιχτά αυτιά, πρόγραμμα κατακτήσεων, ρήξης και ανατροπής με οπτική κομμουνιστικής επανίδρυσης. Η έλλειψή της αποτέλεσε ανασχετικό παράγοντα για όλες τις ενωτικές προσπάθειες. Σε αυτό επιχειρεί να βοηθήσει και η δημιουργία μιας μεταβατικής οργάνωσης για τη σύγχρονη κομμουνιστική προοπτική.
Για να προχωρήσει, όμως, στην πράξη μια ριζοσπαστική πολιτική υπέρβαση, δεν φτάνει μόνο μια οργάνωση. Απαιτείται μετωπική συγκέντρωση όλων των δυνάμεων που κινούνται με τον τρόπο τους σε αυτή την κατεύθυνση. Σε αυτό έχουν δεσμευτεί να συμβάλουν η ΑΡΑΝ και το Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η Αναμέτρηση, αλλά μπορούν και θα συμβάλλουν κι άλλες οργανωμένες δυνάμεις, καθώς και ρεύματα αγωνιστών και αγωνιστριών από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τη ΛΑΕ.
Αυτή η αισιόδοξη προοπτική, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα είναι παρούσα σε όλη την εκλογική μάχη.
[1] «Ωστόσο οι δυνάμεις της κοινοβουλευτικής Αριστεράς δεν έχουν παρουσιάσει μία θετική ενωτική διέξοδο για το λαό, με το ΚΚΕ να παραμένει πιστό στη λογική «στείρας» ενίσχυσης των κομματικών του δυνάμεων, αποφεύγοντας κάθε απεύθυνση κοινής δράσης σε κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, και το ΜΕΡΑ 25, παρά τη βελτίωση των προγραμματικών θέσεών του, να παραμένει εγκλωβισμένο σε μια λογική αριστερού ευρωπαϊσμού και τώρα σε προτάσεις κυβερνητικής συνεργασίας σε ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, που, ανεξαρτήτως των προθέσεών του, δημιουργεί συγχύσεις»