Από το ιστολόγιο του Michael Roberts
μετ. Δημήτρης Κούλος
επιμ. Διονύσης Περδίκης
Πριν από περίπου ένα χρόνο, η Επιτροπή (Κομμισσιόν) της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζήτησε από τον Μάριο Ντράγκι να συντάξει μια έκθεση-ορόσημο για το μέλλον της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ο Ντράγκι είναι πρώην τραπεζίτης της Goldman Sachs, πρώην επικεφαλής της ιταλικής κεντρικής τράπεζας και στη συνέχεια πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, πριν γίνει για λίγο πρωθυπουργός της Ιταλίας. Έτσι, στα μάτια της Επιτροπής, ήταν σαφώς κατάλληλος για να αναζητήσει τρόπους διάσωσης του ευρωπαϊκού κεφαλαίου ούτως ώστε αυτό να μην μείνει πίσω σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο.
Αυτή την εβδομάδα δημοσιεύτηκε η έκθεση του Ντράγκι. Αυτό συμβαίνει σε μια εποχή που οι μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες βρίσκονται είτε σε ύφεση (Γερμανία, Σουηδία, Αυστρία) είτε σε στασιμότητα (Γαλλία, Ιταλία). Σχεδόν καμία οικονομία της ΕΕ δεν αναπτύσσεται περισσότερο από 1% ετησίως και ο μέσος όρος της ζώνης ΕΕ/Ευρώ είναι μόλις +0,2%.
Η έκθεση, με τίτλο Το μέλλον της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας, έχει έκταση 600 σελίδες. Περιγράφει μια θλιβερή αλλά ακριβή εικόνα της σχετικής πτώσης των οικονομιών της ΕΕ όσον αφορά την παραγωγή και την αύξηση της παραγωγικότητας, το βιοτικό επίπεδο και την τεχνική πρόοδο σε σύγκριση με τις ΗΠΑ και την Ασία.
Η Ευρώπη βγήκε από έναν τρομερό πόλεμο το 1945 που αποδεκάτισε τους ανθρώπους και την οικονομία της. Αλλά κατά τα επόμενα 50 χρόνια του 20ου αιώνα σημείωσε ταχεία οικονομική ανάκαμψη (τουλάχιστον στις χώρες του πυρήνα της Ευρώπης), ανταγωνιζόμενη τελικά την παραγωγή και το βιοτικό επίπεδο της Βόρειας Αμερικής και της Ιαπωνίας. Δημιούργησε νέους θεσμούς με στόχο τη διασύνδεση των εθνικών οικονομιών της περιοχής και την αποφυγή νέων πολέμων στο εσωτερικό της.
Η έκθεση αναφέρει ότι «το ευρωπαϊκό μοντέλο συνδυάζει μια ανοικτή οικονομία, έναν υψηλό βαθμό ανταγωνισμού στην αγορά και ένα ισχυρό νομικό πλαίσιο». Έχει οικοδομήσει μια «ενιαία αγορά» 440 εκατομμυρίων καταναλωτών και 23 εκατομμυρίων επιχειρήσεων, η οποία αντιπροσωπεύει περίπου το 17% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ έχει επιτύχει ποσοστά εισοδηματικής ανισότητας που είναι περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από αυτά που παρατηρούνται στις ΗΠΑ και την Κίνα.
Ταυτόχρονα, η ΕΕ έχει επιτύχει κορυφαία αποτελέσματα όσον αφορά τη διακυβέρνηση, την υγεία, την εκπαίδευση και την προστασία του περιβάλλοντος. Από τις δέκα χώρες με την υψηλότερη βαθμολογία παγκοσμίως όσον αφορά την εφαρμογή του «κράτους δικαίου», οι οκτώ είναι κράτη μέλη της ΕΕ. Η Ευρώπη προηγείται των ΗΠΑ και της Κίνας όσον αφορά το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση και τη χαμηλή βρεφική θνησιμότητα. Τα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης της Ευρώπης προσφέρουν υψηλό μορφωτικό επίπεδο, με το ένα τρίτο των ενηλίκων να έχει ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Η ΕΕ είναι επίσης ο παγκόσμιος ηγέτης σε θέματα βιωσιμότητας και περιβαλλοντικών προτύπων, έχοντας τους πιο φιλόδοξους παγκόσμιους στόχους για την απεξάρτηση από τον άνθρακα και μπορεί να επωφεληθεί από τη μεγαλύτερη αποκλειστική οικονομική ζώνη στον κόσμο, η οποία καλύπτει 17 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα, δηλαδή τέσσερις φορές την επιφάνεια της ξηράς της ΕΕ.
Τώρα όμως βρίσκεται σε σοβαρή κρίση – μάλιστα ο Ντράγκι αποκαλεί την κατάσταση «μια υπαρξιακή πρόκληση». Και στην έκθεση, ο Ντράγκι περνάει σταθερά μέσα από τη θλιβερή ιστορία των σχετικών οικονομικών επιδόσεων της Ευρώπης στον 21ο αιώνα – και μάλιστα από τότε που ξεκίνησε το ενιαίο νόμισμα ευρώ.
Η οικονομική ανάπτυξη της ΕΕ ήταν παγίως και σταθερώς πιο αργή από ό, τι στις ΗΠΑ τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ενώ η Κίνα έχει καλύψει με ταχείς ρυθμούς την απόσταση. Η διαφορά ΕΕ-ΗΠΑ στο ΑΕΠ το 2015 έχει σταδιακά διευρυνθεί λίγο περισσότερο από 15% που ήταν το 2002 σε 30% το 2023. Το χάσμα έχει διευρυνθεί λιγότερο σε κατά κεφαλήν βάση, καθώς στις ΗΠΑ παρατηρείται ταχύτερη αύξηση του πληθυσμού, αλλά εξακολουθεί να είναι σημαντικό, στο 34% σήμερα. Η κύρια αιτία αυτών των αποκλινουσών εξελίξεων ήταν η παραγωγικότητα. Περίπου το 70% του χάσματος στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ με τις ΗΠΑ εξηγείται από τη χαμηλότερη παραγωγικότητα στην ΕΕ.
Πολλές οικονομίες της ΕΕ έχουν ευημερήσει και εξαρτώνται από την επέκταση του παγκόσμιου εμπορίου. Ωστόσο, η εποχή της ταχείας ανάπτυξης του παγκόσμιου εμπορίου έχει παρέλθει: το ΔΝΤ προβλέπει ότι το παγκόσμιο εμπόριο θα αυξάνεται μεσοπρόθεσμα με ρυθμό μόλις 3,2% ετησίως, ρυθμός πολύ χαμηλότερος από τον ετήσιο μέσο όρο του 4,9% που ήταν το 2000-19. Πράγματι, το μερίδιο της ΕΕ στο παγκόσμιο εμπόριο μειώνεται, με αξιοσημείωτη πτώση από την έναρξη της πανδημίας.
Στο παρελθόν, η Ευρώπη ήταν σε θέση να ικανοποιήσει τη ζήτηση για εισαγόμενη ενέργεια προμηθευόμενη άφθονο αέριο μέσω αγωγών από τη Ρωσία, το οποίο αντιπροσώπευε περίπου το 45% των εισαγωγών φυσικού αερίου της ΕΕ το 2021. Όμως, μετά τη σύγκρουση στην Ουκρανία, αυτή η φθηνή ενέργεια έχει πλέον εξαφανιστεί με τεράστιο κόστος για την Ευρώπη. Η ΕΕ έχει χάσει περισσότερο από ένα χρόνο ανάπτυξης του ΑΕΠ, ενώ πρέπει να ανακατευθύνει τεράστιους δημοσιονομικούς πόρους σε ενεργειακές επιδοτήσεις και στην κατασκευή νέων υποδομών για την εισαγωγή υγροποιημένου φυσικού αερίου. Ενώ οι τιμές της ενέργειας έχουν μειωθεί σημαντικά από τις κορυφές τους, οι εταιρείες της ΕΕ εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τιμές ηλεκτρικής ενέργειας που είναι 2-3 φορές υψηλότερες από αυτές των ΗΠΑ και οι τιμές του φυσικού αερίου είναι 4-5 φορές υψηλότερες.
Το πιο σημαντικό για τον Ντράγκι είναι ότι η θέση της Ευρώπης ως προς τις προηγμένες τεχνολογίες που μπορούν να πυροδοτήσουν τη μελλοντική ανάπτυξη μειώνεται. Μόνο τέσσερις από τις 50 κορυφαίες εταιρείες τεχνολογίας παγκοσμίως είναι ευρωπαϊκές και η παγκόσμια θέση της ΕΕ στην τεχνολογία επιδεινώνεται: από το 2013 έως το 2023, το μερίδιό της στα παγκόσμια έσοδα από την τεχνολογία μειώθηκε από 22% σε 18%, ενώ το μερίδιο των ΗΠΑ αυξήθηκε από 30% σε 38%.
Η υστέρηση στην αύξηση της παραγωγικότητας είναι πιο επιζήμια για το μέλλον του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Η ΕΕ εισέρχεται για πρώτη φορά στην ιστορίας της σε μια περίοδο κατά την οποία η ανάπτυξη δεν θα συνοδεύεται από την αύξηση του πληθυσμού. Μέχρι το 2040, το εργατικό δυναμικό αναμένεται να συρρικνώνεται κατά σχεδόν 2 εκατομμύρια εργαζόμενους κάθε χρόνο. Αν και δεν αποτελεί αντικείμενο πραγμάτευσης στην έκθεση, μια πρόσφατη νέα μελέτη διαπίστωσε ότι η γήρανση του πληθυσμού της Ευρώπης «θα προκαλέσει τεράστιους κόντρα ανέμους για την οικονομική ανάπτυξη». Ενώ η δημογραφική αλλαγή είχε προηγουμένως συμβάλει θετικά στην κατά κεφαλήν οικονομική ανάπτυξη, τις επόμενες δεκαετίες θα μειώσει τον ρυθμό ανάπτυξης των οικονομιών της Ευρώπης των G4 κατά 0,3 έως 1 ποσοστιαία μονάδα ετησίως.
Ο Ντράγκι καταλήγει: “Θα πρέπει να στηριχθούμε περισσότερο στην παραγωγικότητα για να προωθήσουμε την ανάπτυξη. Αλλά αν η ΕΕ διατηρούσε τον μέσο ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας από το 2015, αυτό θα ήταν αρκετό μόνο για να διατηρήσει το ΑΕΠ σταθερό μέχρι το 2050 – τη στιγμή που η ΕΕ αντιμετωπίζει μια σειρά νέων επενδυτικών αναγκών που θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν μέσω υψηλότερης ανάπτυξης».
Το πρόβλημα είναι ότι η χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας προκαλείται από τις χαμηλές επενδύσεις σε παραγωγικούς τομείς, ιδίως στις νέες τεχνολογίες. Το χάσμα μεταξύ των παραγωγικών επενδύσεων και του ΑΕΠ στις ΗΠΑ και την Ευρώπη είναι περίπου 1,5% του ΑΕΠ κάθε χρόνο.
Η έκθεση αναφέρεται μόνο σε μια σημείωση σε μια μελέτη της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕ· Σ.τ.Μ., European Investment Bank, EIB) σχετικά με το πού οφείλεται αυτό το κενό στις παραγωγικές επενδύσεις. Η εν λόγω μελέτη δείχνει ότι το συνολικό ποσοστό επενδύσεων προς το ΑΕΠ στην ΕΕ είναι πράγματι υψηλότερο κατά μέσο όρο από ό,τι στις ΗΠΑ. Εν μέρει ο λόγος είναι ότι στα χρόνια της Μακράς Ύφεσης 2010-19, το ΑΕΠ των ΗΠΑ αυξήθηκε ταχύτερα από ό,τι στην ΕΕ. Έτσι, παρόλο που οι επενδύσεις στις ΗΠΑ αυξήθηκαν ταχύτερα από ό,τι στην ΕΕ, ο λόγος των επενδύσεων προς το ΑΕΠ των ΗΠΑ παρέμεινε χαμηλότερος από ό,τι στην Ευρώπη.
Επιπλέον, μόλις συγκριθούν σωστά οι αποπληθωρισμένες τιμές για τις πραγματικές επενδύσεις για τις δύο περιοχές και εξαιρεθούν οι επενδύσεις σε ακίνητα και κατασκευές (50% των επενδύσεων στην ΕΕ έναντι 40% στις ΗΠΑ), το χάσμα στα ποσοστά των «παραγωγικών επενδύσεων» αντιστρέφεται. Κατά μέσο όρο κατά την περίοδο 2012-2020, η μέση διαφορά σε πραγματικούς όρους ήταν 2,6 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Δεκαπέντε χώρες είχαν έλλειμμα επενδύσεων έναντι των ΗΠΑ μεγαλύτερο από τον μέσο όρο της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων από τις μεγαλύτερες οικονομίες, όπως οι Κάτω Χώρες (2,7 π.μ.), η Γερμανία (2,8 π.μ.), η Ιταλία (4,0 π.μ.), η Γαλλία (2,5 π.μ.) και η Ισπανία (4,3 π.μ.) – με άλλα λόγια, ο πυρήνας της Ευρώπης.
Η ΕΤΕ διαπίστωσε ότι το επενδυτικό έλλειμμα της ΕΕ αφορά σε μεγάλο βαθμό τα «άυλα περιουσιακά στοιχεία», δηλαδή τις πατέντες, την πνευματική ιδιοκτησία, το λογισμικό κ.λπ. Σε αυτούς τους τομείς, οι ΗΠΑ προηγούνται κατά πολύ. Οι εταιρείες της ΕΕ ειδικεύονται σε «ώριμες τεχνολογίες όπου οι δυνατότητες για καινοτομίες είναι περιορισμένες, δαπανούν λιγότερα για έρευνα και καινοτομία (Ε&Κ) – 270 δισ. ευρώ λιγότερα από τις αντίστοιχες εταιρείες των ΗΠΑ το 2021. Οι 3 κορυφαίοι επενδυτές σε Ε&Κ στην Ευρώπη κυριαρχούνται από εταιρείες αυτοκινητοβιομηχανίας τα τελευταία είκοσι χρόνια. Το ίδιο συνέβαινε και στις ΗΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 2000, με τις αυτοκινητοβιομηχανίες και τη φαρμακοβιομηχανία να ηγούνται, αλλά τώρα οι 3 κορυφαίοι είναι όλοι στην τεχνολογία».
Ποιες είναι οι εξηγήσεις του Ντράγκι για τα χαμηλά επίπεδα παραγωγικών επενδύσεων στην Ευρώπη, ιδίως στην τεχνολογία; Όντας καλός τραπεζίτης, ο Ντράγκι ρίχνει την ευθύνη στην «έλλειψη χρηματοδότησης» και στην αποτυχία των επιχειρήσεων στο να συγχωνευτούν και να γίνουν πολυεθνικές μεγάλης κλίμακας που να μπορούν να ανταγωνιστούν τις ΗΠΑ. «Η Ευρώπη έχει κολλήσει σε μια στατική βιομηχανική δομή με λίγες νέες εταιρείες να αναδύονται για να διαταράξουν τις υπάρχουσες βιομηχανίες ή να αναπτύξουν νέες κινητήριες δυνάμεις ανάπτυξης. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει καμία εταιρεία της ΕΕ με κεφαλαιοποίηση άνω των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ που να έχει δημιουργηθεί από το μηδέν τα τελευταία πενήντα χρόνια, ενώ και οι έξι εταιρείες των ΗΠΑ με αποτίμηση άνω του 1 τρισεκατομμυρίου ευρώ έχουν δημιουργηθεί σε αυτό το διάστημα».
Ο Ντράγκι λέει ότι ένας βασικός λόγος για την αναποτελεσματική «χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση» στην Ευρώπη είναι ότι οι κεφαλαιαγορές παραμένουν κατακερματισμένες και οι ροές αποταμιεύσεων στις κεφαλαιαγορές είναι χαμηλές. Πρέπει να υπάρξει μια κεφαλαιαγορά σε ολόκληρη την ΕΕ και επιχειρηματικά κεφάλαια με έδρα την ΕΕ που δεν θα βασίζονται στις ΗΠΑ. Βλέπετε: «πολλοί Ευρωπαίοι επιχειρηματίες προτιμούν να αναζητούν χρηματοδότηση από Αμερικανούς επενδυτές κεφαλαίων και να επεκτείνονται στην αγορά των ΗΠΑ. Μεταξύ 2008 και 2021, σχεδόν το 30% των ‘μονόκερων’ που ιδρύθηκαν στην Ευρώπη – νεοφυείς επιχειρήσεις που η αξία τους ξεπέρασε το 1 δισεκατομμύριο δολάρια – μετέφεραν την έδρα τους στο εξωτερικό, με τη συντριπτική πλειοψηφία να μετακομίζει στις ΗΠΑ».
Υπάρχουν απλώς πάρα πολλές γραφειοκρατικές ρυθμίσεις και αναποτελεσματικές πιστωτικές αγορές για να «ξεκλειδώσουν τα ιδιωτικά κεφάλαια». Σύμφωνα με τον Ντράγκι, «τα νοικοκυριά της ΕΕ παρέχουν άφθονες αποταμιεύσεις για τη χρηματοδότηση υψηλότερων επενδύσεων, αλλά επί του παρόντος οι αποταμιεύσεις αυτές δεν διοχετεύονται αποτελεσματικά σε παραγωγικές επενδύσεις. Το 2022 οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών της ΕΕ ήταν 1.390 δισ. ευρώ έναντι 840 δισ. ευρώ στις ΗΠΑ».
Είναι όμως οι αναποτελεσματικές κεφαλαιαγορές της ΕΕ η αιτία των χαμηλότερων παραγωγικών επενδύσεων στην Ευρώπη; Η έκθεση υπαινίσσεται την πραγματική αιτία, όταν αναφέρει ότι το ιδιωτικό κόστος χρηματοδότησης είναι πολύ υψηλό σε σύγκριση με τις αποδόσεις που απαιτεί ο καπιταλιστικός τομέας της ΕΕ για να αυξήσει τις παραγωγικές επενδύσεις, σε αντίθεση με τις επενδύσεις σε ακίνητα ή χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία. Η πραγματική αιτία έγκειται στο χαμηλότερο ποσοστό κερδοφορίας του ευρωπαϊκού κεφαλαίου σε σύγκριση με τις ΗΠΑ. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα από το 2017 (σε αυτό το παράδειγμα παρακάτω για την κερδοφορία των ΗΠΑ και της Γερμανίας).
Δεν περιλαμβάνεται στην έκθεση, αλλά ίσως είναι σχετικό, ότι στην ΕΕ υπάρχουν πολύ περισσότερες μικρότερες εταιρείες, όπου η κερδοφορία είναι χαμηλή, ενώ στις ΗΠΑ η μεγαλύτερη συγκέντρωση κεφαλαίων έχει αυξήσει τα κέρδη των λίγων εταιρειών – γιγάντων της τεχνολογίας (Σ.τ.Μ., mega techs) στην κορυφή. Από το 2000, τα ποσοστά ακαθάριστου κέρδους στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αυξηθεί και η συγκέντρωση της βιομηχανίας έχει εκτοξευθεί, αλλά αυτές οι τάσεις δεν εντοπίζονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο Ντράγκι καταλήγει ότι «ο κύκλος χαμηλού βιομηχανικού δυναμισμού, χαμηλής καινοτομίας, χαμηλών επενδύσεων και χαμηλής αύξησης της παραγωγικότητας στην Ευρώπη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ‘παγίδα της μέσης τεχνολογίας’. Όμως, κατά την άποψή μου, αυτό είναι προϊόν του «χάσματος κερδοφορίας».
Τι πρέπει να γίνει για το παραγωγικό και επενδυτικό χάσμα; Ο Ντράγκι λέει ότι «απαιτούνται τουλάχιστον 750-800 δισ. ευρώ πρόσθετες ετήσιες επενδύσεις που αντιστοιχούν στο 4,4-4,7% του ΑΕΠ της ΕΕ το 2023. Συγκριτικά, οι επενδύσεις στο πλαίσιο του σχεδίου Μάρσαλ μεταξύ 1948-51 αντιστοιχούσαν μόλις στο 1-2% του ΑΕΠ της ΕΕ. Για να επιτευχθεί αυτή η αύξηση θα πρέπει το μερίδιο των επενδύσεων της ΕΕ να αυξηθεί από περίπου 22% του ΑΕΠ σήμερα σε περίπου 27%, αντιστρέφοντας μια μείωση πολλών δεκαετιών στις περισσότερες μεγάλες οικονομίες της ΕΕ.» Αυτή είναι μια αύξηση των επενδύσεων σε σχέση με το ΑΕΠ που δεν έχει παρατηρηθεί από τη χρυσή εποχή της δεκαετίας του 1950 και του 1960, όταν η Ευρώπη επεκτάθηκε ταχύτατα μετά τον πόλεμο.
Είναι εφικτό να περιμένουμε από το ευρωπαϊκό κεφάλαιο να είναι σε θέση ή πρόθυμο να αποκαταστήσει αυτές τις χρυσές επενδυτικές δεκαετίες 50 χρόνια αργότερα; Όπως αναγνωρίζει η έκθεση. «Ιστορικά στην Ευρώπη, περίπου τα τέσσερα πέμπτα των παραγωγικών επενδύσεων αναλαμβάνονται από τον ιδιωτικό τομέα και το υπόλοιπο ένα πέμπτο από τον δημόσιο τομέα». Έτσι, σε μια καπιταλιστική Ευρώπη, εναπόκειται στους καπιταλιστές να επενδύσουν περισσότερο για να επιτύχουν την απαιτούμενη υψηλότερη παραγωγικότητα στους βασικούς τομείς. Ο δημόσιος τομέας δεν μπορεί να το κάνει αυτό και η Επιτροπή της ΕΕ και ο Ντράγκι σίγουρα δεν θέλουν οι δημόσιες επενδύσεις να αντικαταστήσουν τον καπιταλιστικό τομέα μέσω της δημόσιας ιδιοκτησίας και του σχεδιασμού των «διοικητικών κορυφών» (Σ.τ.Μ., commanding heights) των οικονομιών της Ευρώπης.
Έτσι, η απάντηση του Ντράγκι είναι η συνήθης φιλοεπιχειρηματική λύση. Πρέπει να υπάρξουν νομισματικά και φορολογικά κίνητρα από τις κυβερνήσεις για να «ενθαρρύνουν» τους καπιταλιστές να επενδύσουν. Πρώτον, πρέπει να υπάρξει χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης, αλλά «η επίτευξη ιδιωτικών επενδύσεων της τάξης του 4% του ΑΕΠ μόνο μέσω της χρηματοδότησης από την αγορά θα απαιτούσε μείωση του ιδιωτικού κόστους κεφαλαίου κατά περίπου 250 μονάδες βάσης στο μοντέλο της Επιτροπής». Δύσκολα εφικτό στο σημερινό πληθωριστικό περιβάλλον. Και εν πάση περιπτώσει, «αν και η βελτίωση της αποτελεσματικότητας της κεφαλαιαγοράς (π.χ. μέσω της ολοκλήρωσης της Ένωσης Κεφαλαιαγορών) αναμένεται να μειώσει το ιδιωτικό κόστος χρηματοδότησης, η μείωση θα είναι πιθανότατα σημαντικά μικρότερη. Επομένως, τα φορολογικά κίνητρα για την απελευθέρωση των ιδιωτικών επενδύσεων φαίνονται απαραίτητα για τη χρηματοδότηση του επενδυτικού σχεδίου, πέραν των άμεσων κρατικών επενδύσεων».
Επομένως, οι κυβερνήσεις σε επίπεδο ΕΕ πρέπει να διαθέσουν περισσότερα δημόσια κονδύλια. Αυτό όμως οδηγεί σε ένα άλλο πρόβλημα. Οι κυβερνήσεις της ΕΕ, ιδίως στην κεντρική Ευρώπη, καθοδηγούνται από την ανάγκη να «ισοσκελίσουν τον προϋπολογισμό» και να μην αυξήσουν το δημόσιο χρέος ή να μην φορολογήσουν υπερβολικά. Υπάρχουν οι δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ που δεν μπορούν να παραβιαστούν!
Ο Ντράγκι επιθυμεί περισσότερο «κοινό δανεισμό», δηλαδή η ΕΕ να εκδίδει περισσότερο χρέος που υποστηρίζεται από την ΕΕ για τη χρηματοδότηση έργων. Αλλά αυτό είναι ένα μεγάλο ταμπού στην ΕΕ. Η Γερμανία και η Ολλανδία έχουν χαμηλά επίπεδα δημόσιου χρέους και διστάζουν να στηρίξουν τους πιο υπερχρεωμένους γείτονές τους. Λιγότερο από τρεις ώρες αφότου ο Ντράγκι ολοκλήρωσε την παρουσίασή του, ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Κρίστιαν Λίντνερ δήλωσε ότι «η Γερμανία δεν θα συμφωνήσει» στον ‘κοινό δανεισμό’, καθώς ο κοινός δανεισμός «μπορεί να συνοψιστεί: Η Γερμανία πρέπει να πληρώνει για τους άλλους. Αλλά αυτό δεν μπορεί να είναι ένα γενικό σχέδιο“.
Ο Ντράγκι προτείνει περισσότερους φόρους σε επίπεδο ΕΕ για να αυξηθεί το μέγεθος της Επιτροπής της ΕΕ, η οποία είναι πολύ μικρή και επικεντρώνει τις δαπάνες στην «κοινωνική συνοχή», τις περιφερειακές επιδοτήσεις και τη γεωργία αντί για τις «παραγωγικές επενδύσεις».
Ο Ντράγκι θέλει να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες της ΕΕ στους υφιστάμενους τομείς και να τις στρέψει στην τεχνολογία. «Εάν οι κρατικές δαπάνες που σχετίζονται με τις επενδύσεις δεν αντισταθμιστούν από δημοσιονομικές εξοικονομήσεις σε άλλες περιοχές, τα πρωτογενή δημοσιονομικά ισοζύγια ενδέχεται να επιδεινωθούν προσωρινά πριν το επενδυτικό σχέδιο ασκήσει πλήρως τη θετική του επίδραση στην παραγωγή». Μια τέτοια στροφή δεν θα έβρισκε σύμφωνους τους αγρότες και την ανατολική Ευρώπη.
Συνοψίζοντας, η έκθεση Ντράγκι σκιαγραφεί τη σοβαρή μείωση των ανταγωνιστικών επιδόσεων του ευρωπαϊκού κεφαλαίου τον 21ο αιώνα σε σύγκριση με τις ΗΠΑ και την Ασία. Πρόκειται για μια «υπαρξιακή πρόκληση» που μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με μια μαζική αύξηση των επενδύσεων, κυρίως σε νέες τεχνολογίες. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν ο καπιταλιστικός τομέας επενδύσει περισσότερο. Οι δημόσιες επενδύσεις είναι πολύ μικρές και, ούτως ή άλλως, οι φιλοεπιχειρηματικές κυβερνήσεις της ΕΕ δεν θέλουν να αναλάβουν τις μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες και να προγραμματίσουν δημόσιες επενδύσεις αντί γι’ αυτές. Αυτό θα ήταν το τέλος της καπιταλιστικής Ευρώπης. Έτσι, ο Ντράγκι λέει ότι αυτό που πρέπει να κάνουν είναι να ενθαρρύνουν τις μεγάλες επιχειρήσεις της Ευρώπης να επενδύσουν περισσότερο με φθηνότερες πιστώσεις, σε απελευθερωμένες αγορές και με αυξημένα κυβερνητικά φορολογικά κίνητρα για να «ξεκλειδώσουν τις ιδιωτικές επενδύσεις». Ωστόσο, οι πιθανότητες οι κυβερνήσεις των κρατών μελών της ΕΕ να συμφωνήσουν να δαπανήσουν περισσότερα για να βοηθήσουν επαρκώς τις επιχειρήσεις της ΕΕ είναι ελάχιστες.
Ο μόνος τρόπος για να συμβεί η απαιτούμενη τεράστια άνοδος των παραγωγικών επενδύσεων είναι να κάνει άλματα η κερδοφορία του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Αυτό όμως δεν θα επιτευχθεί με το να γίνει φθηνότερο το κόστος των πιστώσεων, αλλά μόνο με την απότομη αύξηση της εκμετάλλευσης της εργασίας στην Ευρώπη και με τη «δημιουργική καταστροφή» της «μέσης τεχνολογίας» για τη μείωση του κόστους. Αν αυτό δεν συμβεί, τότε η σχετική πτώση της ΕΕ σε παγκόσμιο επίπεδο θα συνεχιστεί και μάλιστα θα επιταχυνθεί.