12.8 C
Athens
Τρίτη, 21 Ιανουαρίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Οι προοπτικές της δημοκρατίας στον 21ο αιώνα, του Δημήτρη Καλτσώνη

 

Το κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο μου Το μέλλον της δημοκρατίας, εκδ. Τόπος, 2024.  Σε αυτό βασίστηκε η εισήγησή μου στην ημερίδα του Ομίλου Μαρξιστικών Ερευνών, “Το σύγχρονο κράτος”, 11/12/2024

Βαδίζει η ανθρωπότητα προς το τέλος της δημοκρατίας; Είναι η σιδερόφραχτη αστική δημοκρατία η τελευταία μορφή δημοκρατίας που γνωρίζει η ανθρωπότητα μαζί με την πλήρη κατάργησή της σε πολλές περιπτώσεις; Θα κυλήσει ο κόσμος στη βαρβαρότητα ή μήπως μπορούν να υπάρξουν οι όροι που θα οδηγήσουν σε μια αναγέννηση της δημοκρατίας; Και ποια θα είναι αυτή, τι χαρακτηριστικά θα διαθέτει; Αυτά είναι μερικά από τα πιο καίρια ερωτήματα που αξίζει να διερευνηθούν. Απόλυτα ασφαλείς προβλέψεις δεν μπορούν να γίνουν. Όμως, η ψύχραιμη επιστημονική ανάλυση των δεδομένων μπορεί να μας βοηθήσει να συνάγουμε τις πιθανές τάσεις εξέλιξης του φαινομένου. Νομίζω πως υπάρχουν τα στοιχεία για να υποστηριχθεί ότι θα αναπτυχθούν ενδεχόμενα τρεις τάσεις. Αυτές θα αναπτύσσονται παράλληλα σχεδόν και αναπόφευκτα θα διαπλέκονται μεταξύ τους.

Πρώτη τάση: επέκταση της σιδερόφραχτης δημοκρατίας

Άμεσα η τάση για εγκαθίδρυση και εδραίωση καθεστώτων σιδερόφραχτης δημοκρατίας θα ενισχυθεί και θα είναι η κυρίαρχη. Ανάλογα με τις συνθήκες δεν αποκλείεται να υπάρξουν αρκετές περιπτώσεις κατάργησης κάθε δημοκρατίας, όπου και όταν ο κίνδυνος για τη σταθερότητα του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος αυξάνεται. Όπου και όταν δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος, καθεστώτα τύπου Μπολσονάρο στη Βραζιλία και Όρμπαν στην Ουγγαρία μπορούν άνετα να επιτελέσουν το έργο της διαφύλαξης του συστήματος και της έντασης της περαιτέρω εκμετάλλευσης της εργασίας. Αλλά ακόμη και οι σιδερόφραχτες δημοκρατίες μπορεί να παραμεριστούν και να επιβληθούν ανοιχτές δικτατορίες, αν η κυρίαρχη τάξη αισθανθεί την απειλή μιας κοινωνικο-πολιτικής ανατροπής.

Από την άλλη, η υπέρβαση της οικονομικής κρίσης μπορεί να συντελεστεί μέσα από την καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων. Οι επιπτώσεις της πανδημίας αλλά ιδίως οι περιφερειακές πολεμικές συγκρούσεις, ίσως και μια πιο γενικευμένη σύρραξη μπορεί να συμβάλλουν σε αυτό[1]. Αλλά η υπέρβαση της οικονομικής κρίσης από μόνη της δεν αρκεί για να οδηγήσει σε μια μεταστροφή στο πεδίο της δημοκρατίας. Αντίθετα, οι κυρίαρχες τάξεις έχουν κάθε λόγο να επιδιώξουν την παγιοποίηση της σιδερόφραχτης δημοκρατίας ώστε ο έλεγχος και η εκμετάλλευση των ασθενέστερων κοινωνικών τάξεων να διασφαλίζεται ευκολότερα και σταθερότερα ακόμη και μετά την κρίση.

Έτσι λοιπόν, διαφαίνεται ότι βραχυπρόθεσμα ιστορικά θα κυριαρχήσει ένα σύνολο από καθεστώτα σιδερόφραχτης δημοκρατίας μαζί με ακόμη πιο αντιδημοκρατικά καθεστώτα δικτατορικού τύπου, θεοκρατικά (όπως οι μοναρχίες του Κόλπου) ή ιδιόμορφα αυταρχικά όπως της Κίνας, της Σιγκαπούρης, της Ταϊλάνδης κλπ[2].

Πρέπει να σημειωθεί ότι οι διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις παραπάνω κατηγορίες είναι υπαρκτές αλλά όχι δομικές. Ωστόσο, σε σημαντικό τμήμα της βιβλιογραφίας καθώς και στον τρέχοντα πολιτικό λόγο οι διαφορές αυτές τείνουν να παρουσιάζονται ως θεμελιώδεις. Οι δημοκρατίες του δυτικού κόσμου, ιδίως εκείνες των κρατών μελών του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, αντιπαραβάλλονται προς τα αυταρχικά καθεστώτα[3].

Είναι ευνόητο ότι η τέτοια αντιπαραβολή υπηρετεί την προσπάθεια ιδεολογικής συσπείρωσης στη μεγάλη γεωπολιτική αντιπαράθεση της εποχής μας. Οι δυτικές σιδερόφραχτες δημοκρατίες ωραιοποιούν τη δική τους εικόνα ενώ κατηγορούν για αυταρχισμό την Κίνα, τη Ρωσία ή όποια άλλη χώρα θέτουν στο στόχαστρο. Αλλά η κριτική τους είναι επιλεκτική. Το βαθιά αντιδραστικό καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας, για παράδειγμα, δεν γνωρίζει τα πυρά της κριτικής στο βαθμό που παραμένει σύμμαχος των ΗΠΑ. Η ακροδεξιά κυβέρνηση Μόντι της Ινδίας επίσης διατηρείται στο απυρόβλητο καθώς η Δύση επιθυμεί να την προσελκύσει στην αντικινεζική της συμμαχία.

            Δεύτερη τάση: η πιθανότητα σχετικής βελτίωσης

Ωστόσο η προηγούμενη είναι μόνο μία από τις τάσεις. Ένα δεύτερο ενδεχόμενο είναι ότι η υπέρβαση της οικονομικής κρίσης θα δώσει σε κάποιες περιπτώσεις τη δυνατότητα στην εργατική τάξη και στα άλλα λαϊκά στρώματα να επιδιώξουν και να επιβάλλουν ορισμένες δημοκρατικές κατακτήσεις. Η υπέρβαση της οικονομικής κρίσης και η σχετική μείωση της ανεργίας θα διαμορφώσει καλύτερους όρους για την άνοδο των διεκδικήσεων της εργατικής τάξης και ευρύτερα των ασθενέστερων κοινωνικών τάξεων. Κατά συνέπεια θα αυξηθεί η πίεση για βελτίωση των όρων δημοκρατικής συμμετοχής, για επαναφορά κάποιων δημοκρατικών και κοινωνικών κατακτήσεων. Η ισχυροποίηση του εργατικού κινήματος και εν γένει των λαϊκών αγώνων, η μεταβολή δηλαδή του συσχετισμού των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων θα βελτιώσει πιθανά την κατάσταση της δημοκρατίας.

Πάντως σε καμιά περίπτωση δεν είναι μακροπρόθεσμα εφικτή η σταθεροποίηση των δημοκρατικών κατακτήσεων. Οι οικονομικές κρίσεις, όπως έχει αποδειχθεί επανειλημμένα στην ιστορία, είναι οργανικό στοιχείο του καπιταλιστικού συστήματος. Κατά συνέπεια η δημοκρατική και πολιτική σταθερότητα είναι μόνο προσωρινές. Αυτό αποδείχθηκε περίτρανα με το τέλος της “χρυσής τριακονταετίας” του μεταπολεμικού κεϋνσιανισμού στη δυτική Ευρώπη. Μαζί με το τέλος του ήρθε και ο μαρασμός των δημοκρατικών κατακτήσεων.

Πολύ περισσότερο δεν είναι εφικτή μια μόνιμη ισορροπία ανάμεσα στην εξουσία του λαού και στην οικονομία της αγοράς[4]. Η τελευταία, όπως έχει προαναφερθεί, γεννά τις κοινωνικές ανισότητες και αναγεννά διαρκώς τους όρους κυριαρχίας του πλούτου επί της κοινωνίας και της δημοκρατίας. Εξάλλου οι νεοκεϋνσιανές προτάσεις στις διάφορες παραλλαγές τους δεν προβλέπουν ούτε την επαναφορά του συνόλου των κοινωνικών κατακτήσεων της μεταπολεμικής περιόδου ούτε των δημοκρατικών κατακτήσεων[5]

            Τρίτη τάση, αναγέννηση: η επαναστατική δημοκρατία

Ένα τρίτο επομένως ενδεχόμενο, μια τρίτη τάση, είναι η αναζήτηση μιας διαφορετικής, ουσιαστικής δημοκρατίας και η ριζική κοινωνική μεταβολή σε κάποιες χώρες, στο έδαφος της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που βαθαίνει διαρκώς. Στο πρώτο ξέσπασμα του 2008 προστέθηκαν η υγειονομική κρίση και κυρίως η όξυνση του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων για την αναδιανομή των σφαιρών επιρροής, οι πολεμικές συρράξεις, όπως ακριβώς συμβαίνει σε κάθε μεγάλη κρίση. Όλα δείχνουν ότι η κρίση (οικονομική, περιβαλλοντική, κοινωνική, πολιτική) θα συνεχιστεί και θα βαθύνει, παρά τις όποιες αναπόφευκτες διακυμάνσεις.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 επικρατούσαν οι θεωρίες που υποστήριζαν με παραλλαγές ότι έχει έρθει το τέλος της ιστορίας. Κυριαρχούσε η άποψη ότι η παγκοσμιοποίηση θα φέρει την οικονομική ανάπτυξη, την ευμάρεια, την αρμονική συνύπαρξη των κρατών. Στο πνεύμα αυτό υποστηριζόταν ότι η κατάργηση των οικονομικών συνόρων είναι αναπόφευκτη και ότι η παγκοσμιοποίηση είναι μη αναστρέψιμη. Όσες απόψεις αμφισβητούσαν την ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση λοιδωρούνταν.

Όλες αυτές οι θέσεις έχουν πλέον διαψευσθεί παταγωδώς από την πραγματικότητα. Η κατάργηση των οικονομικών συνόρων και η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση αποτέλεσαν το όχημα της κυριαρχίας του καπιταλισμού και ειδικά του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ μετά την πτώση των σοσιαλιστικών κρατών. Επρόκειτο για μια “συμμαχία ανάμεσα στον καρχαρία και στις σαρδέλες”, όπως είχε χαρακτηρίσει το Φ. Κάστρο την ALCA, η οποία ήταν η προσπάθεια επιβολής της “παγκοσμιοποίησης” στην αμερικανική ήπειρο[6].

Ο νόμος της ανισόμετρης ανάπτυξης έφερε ως αποτέλεσμα την ένταση της εκμετάλλευσης των αδύναμων κρατών, την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων αλλά και την ανάδυση νέων ισχυρών οικονομιών και κρατών. Οι ΗΠΑ άρχισαν βαθμιαία να χάνουν την κυρίαρχη θέση τους στην παγκόσμια αγορά σε όφελος άλλων παικτών. Έτσι, από διαπρύσιος υποστηρικτής της παγκοσμιοποίησης  μετατρέπονται σε υποστηρικτή των οικονομικών φραγμών, των περιορισμών, του προστατευτισμού. Χαρακτηριστικές είναι οι νομοθετικές επιλογές όχι μόνο της προεδρίας Τραμπ αλλά και της προεδρίας Μπάιντεν. Παράλληλα, εντείνουν τις μεθόδους του εμπορικού και οικονομικού πολέμου, των κυρώσεων σε βάρος άλλων κρατών, είτε αδύναμων είτε δυνητικών ανταγωνιστών τους. Στον αντίποδα, είναι ενδεικτικό ότι υπέρ της κατάργησης των οικονομικών συνόρων και της παγκοσμιοποίησης τάσσεται πλέον με θέρμη η Κίνα[7].

Επαναστατική δημοκρατία; πού και πότε

Ο παράγοντας που μπορεί να διαταράξει την κυρίαρχη σήμερα ιστορική τάση είναι η ριζική αλλαγή του συσχετισμού των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Είναι προφανές ότι αλλού λιγότερο και αλλού περισσότερο εμφανίζονται τα στοιχεία μιας βαθιάς πολιτικής κρίσης. Η οικονομική και περιβαλλοντική κρίση επιφέρουν την καταβύθιση του βιοτικού επιπέδου και τη δημιουργία αφόρητων συνθηκών ζωής για τα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Η διαχείρισή της από τις κυρίαρχες δυνάμεις οδηγεί σε απαξίωση του πολιτικού συστήματος, σε αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να συνεχίσουν να κυβερνούν με τον τρόπο που συνέβαινε μέχρι τώρα[8].  Από την άλλη, οι κυριαρχούμενες τάξεις υφίστανται μια δραματική επιδείνωση των συνθηκών ζωής τους.

Ο 21ος αιώνας αναδεικνύεται στον αιώνα των κραυγαλέων κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων. Ποτέ τόσοι λίγοι δεν συγκέντρωναν τόσο μεγάλο πλούτο στα χέρια τους ενώ οι υπόλοιποι βυθίζονται στην υποβάθμιση των συνθηκών ζωής τους, στην ανέχεια, στο άγχος, στη φτώχεια, στην πείνα, στις επιπτώσεις της καταστροφής του περιβάλλοντος. Στην εποχή της ιλιγγιώδους τεχνολογικής ανάπτυξης, η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων ζει χειρότερα σε σχέση με το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Αντί η πρόοοδος της τεχνολογίας (μαζί και της τεχνητής νοημοσύνης) να φέρνει τη μείωση των ωρών εργασίας και τη γενικευμένη άνοδο των μισθών και του βιοτικού επιπέδου, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Αυτά παρατηρούνται -αν και ίσως λιγότερο έντονα- ακόμη και στις αναπτυγμένες βιομηχανικά και τεχνολογικά χώρες, παρότι αυτές έχουν τη δυνατότητα λόγω της δεσπόζουσας θέσης τους να αναδιανέμουν στους λαούς τους ένα μέρος των υπερκερδών που αποκομίζουν από τη διεθνή δραστηριότητά τους.

Όλα τα παραπάνω δεν συγκροτούν, ακόμη τουλάχιστον, επαρκείς προϋποθέσεις για βαθιές, επαναστατικές κοινωνικές αλλαγές. Λείπει η κινητοποίηση και η συμμετοχή στην πολιτική δραστηριότητα των κυριαρχούμενων τάξεων. Λείπει επίσης η διατύπωση και συγκρότηση μιας πειστικής εναλλακτικής πολιτικής πρότασης και το πολιτικό υποκείμενο. Ωστόσο, τίποτα δεν αποκλείει ότι η εμβάθυνση της οικονομικής και πολιτικής κρίσης θα τα γεννήσει και θα τα φέρει στο προσκήνιο.

Η επιδείνωση αυτή θα είναι ισχυρότερη στις χώρες που διακρίνονται για το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών τους δυνάμεων. Όσο πιο φτωχή είναι μια χώρα τόσο περισσότερο έντονα θα είναι τα αποτελέσματα της κρίσης, αφού οι ισχυρές χώρες εντείνουν την καταλήστευσή τους και διοχετεύουν τα βάρη της κρίσης σε αυτές. Το ίδιο ισχύει και για τις μέσου επιπέδου ανάπτυξης χώρες όπως είναι η Ελλάδα, αν και όχι με την ένταση που εμφανίζεται το πρόβλημα στις πιο φτωχές χώρες.

Ακόμη και ακραιφνείς υποστηρικτές του καπιταλιστικού συστήματος προβλέπουν τεκτονικές αναταράξεις. Σε συνθήκες βαθιάς πολύπλευρης κρίσης, οι κοινωνικές αναταραχές, οι εξεγέρσεις, ακόμη και οι επαναστάσεις έρχονται αναπόφευκτα στο προσκήνιο. Έως και το ΔΝΤ προβαίνει σε τέτοιες εκτιμήσεις και προβλέψεις. Ήδη υπάρχουν πολλές ενδείξεις κοινωνικής και πολιτικής κρίσης σε διάφορες χώρες του κόσμου, και στην Ευρώπη[9]. Δεν μπορεί φυσικά να προσδιοριστεί με ακρίβεια ποιο θα είναι το γεωγραφικό πεδίο των όποιων ριζοσπαστικών και επαναστατικών εξελίξεων. Η Μέση Ανατολή, η βόρεια Αφρική, περιοχές της Ασίας και η Λ. Αμερική θεωρούνται από τη CIA οι πλέον ευάλωτες στις οικονομικές και πολιτικές κρίσεις[10].

Ειδικά η Λ. Αμερική, ενδέχεται να αναδειχθεί σε κύριο πεδίο της ταξικής πάλης. Η περιοχή αυτή χαρακτηρίζεται από τις πλέον έντονες κοινωνικές ανισότητες, τη χειρότερη κατανομή εισοδήματος και την εκρηκτικότητα των αντιθέσεων[11]. Αυτό μπορεί να συνδυαστεί με τις επαναστατικές της παραδόσεις και τη συνεχή κινητικότητα των λαϊκών κινημάτων, με τη θετική και αρνητική πολιτική εμπειρία όλων των τελευταίων δεκαετιών.

Αλλά και στην Ευρώπη θα υπάρξουν με βεβαιότητα κοινωνικο-πολιτικές αναταράξεις. Η επίδραση των εξελίξεων σε άλλες περιοχές του πλανήτη, οι τυχόν ριζοσπαστικές αναζητήσεις αλλού, θα επιδράσουν επίσης τη γηραιά ήπειρο. Ωστόσο είναι πιθανό ότι οι αντιθέσεις θα αμβλυνθούν, τουλάχιστον στις πιο ισχυρές χώρες, εξαιτίας της δυνατότητας που έχουν ακόμη οι ισχυρότερες αστικές τάξεις της ηπείρου να διανέμουν στην εργατική τάξη έστω και ένα μικρό μέρος των υπερκερδών που αποκομίζουν από τη διεθνή αγορά.

Επανεμφάνιση επαναστατικών αναζητήσεων

Το βέβαιο είναι ότι θα επανεμφανιστούν νέες επαναστατικές δημοκρατικές αναζητήσεις. Τέτοιες παρουσιάζονται κάθε φορά στη νεώτερη ιστορία όταν τα πλατύτερα κοινωνικά στρώματα των φτωχότερων κοινωνικών τάξεων εισέρχονται στο κέντρο των εξελίξεων και αναζητούν τρόπους λήψης των αποφάσεων για όλα τα σημαντικά ζητήματα που τους αφορούν. Όπως προαναφέρθηκε, αυτό συνέβη στις πιο ριζοσπαστικές στιγμές των αστικών επαναστάσεων αλλά κυρίως στις εργατικές και λαϊκές επαναστάσεις που ακολούθησαν.

Σε ένα τέτοιο λοιπόν μελλοντικό ενδεχόμενο οι λαϊκές δυνάμεις θα πιάσουν το νήμα των ψηγμάτων της επαναστατικής δημοκρατίας του 1793, της Παρισινής Κομμούνας, των Σοβιέτ. Αναπόφευκτα θα αναζητήσουν αντίστοιχες μορφές δημοκρατικής έκφρασης και παρόμοια μοντέλα λήψης αποφάσεων. Θα επιχειρήσουν να αντιμετωπίσουν τα φαινόμενα γραφειοκρατικού εκφυλισμού των παρελθόντων μορφών επαναστατικής δημοκρατίας, αξιοποιώντας θετικές και αρνητικές προηγούμενες εμπειρίες[12].

Η αμφισβήτηση του δήθεν μονόδρομου της αστικής δημοκρατίας και ιδίως της αυταρχικής εκδοχής της “σιδερόφραχτης δημοκρατίας” μπορεί να υπάρξει αν συνδυαστούν δυο παράγοντες: η ανάδειξη του υποκριτικού χαρακτήρα της αστικής δημοκρατίας αλλά και η αναγέννηση στη θεωρία και στην πράξη ενός άλλου, εναλλακτικού, επαναστατικού προτύπου δημοκρατίας. Το τελευταίο θα πρέπει να διασφαλίζει τους όρους εκείνους που απαιτούνται για την ολοένα και πιο μαζική, πιο ουσιαστική συμμετοχή του λαού στη λήψη των αποφάσεων. Οι διάφορες μορφές της δημοκρατίας, όπου έμμεσα ή άμεσα κυριαρχούν οι υπερπλούσιοι, δεν μπορούν να δώσουν λύσεις στα μεγάλα προβλήματα.

Έτσι μπορούν να έρθουν ξανά στο προσκήνιο μοντέλα δημοκρατίας ριζοσπαστικά, επαναστατικά. Θα βασίζονται στην πλήρη αιρετότητα των αντιπροσώπων του λαού σε όλες τις υπεύθυνες θέσεις, στην ανά πάσα στιγμή δυνατότητα ανάκλησης των αιρετών, στην εναλλαγή τους, στον έλεγχο από τα κάτω, στην κατάργηση των κάθε λογής προνομίων των κυβερνώντων και στον περιορισμό των αμοιβών τους στο επίπεδο ενός μέσου μισθού. Θεμέλιό τους επίσης θα είναι η δυναμική σύμπλεξη της αντιπροσωπευτικής με την άμεση δημοκρατία, η δυναμική των λαϊκών συνελεύσεων στους χώρους εργασίας και κατοικίας.

Ο λαός σε μια επαναστατική δημοκρατία θα μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις, να τις υλοποιεί, να διορθώνει τις τυχόν λαθεμένες αποφάσεις. Έχει σημασία η Βουλή να αποτελεί το πραγματικό κέντρο των αποφάσεων και όχι ένα σχεδόν διακοσμητικό σώμα που παραχωρεί την εξουσία του στην εκτελεστική λειτουργία, στον πρωθυπουργό και στους υπουργούς. Υπάρχουν επιπλέον πολύτιμοι θεσμοί όπως είναι οι λαϊκές συνελεύσεις, όπου μπορούν να συζητιούνται όλα τα σημαντικά κοινωνικο-πολιτικά ζητήματα είτε το δημοψήφισμα με λαϊκή πρωτοβουλία για να εγκριθεί ή να καταργηθεί ένας νόμος, μια οικονομική ή πολιτική απόφαση, είτε ακόμη και να ανακληθούν οι αντιπρόσωποι του λαού σε μία, περισσότερες ή και όλες τις εκλογικές περιφέρειες, όταν δεν επιτελούν ορθά το έργο τους[13].

Αναδιανομή του πλούτου και προστασία του περιβάλλοντος

Η επαναστατική δημοκρατία είναι ο απολύτως απαραίτητος όρος για να ληφθούν ριζικά μέτρα με σκοπό την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής και κλιματικής καταστροφής: α. για την κοινωνικά δίκαιη αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης, β. για την αντιστροφή της κλιματικής καταστροφής και την ουσιαστική αποκατάσταση της τεράστιας περιβαλλοντικής ζημιάς που έχει προκαλέσει η ασυδοσία του καπιταλιστικού κέρδους[14].

Η επαναστατική δημοκρατία είναι η μόνη διαδικασία που μπορεί να εξασφαλίσει τη συμμετοχή της κοινωνίας για να ληφθούν κρίσιμες αποφάσεις στον τομέα αυτό. Τέτοιες αποφάσεις μπορεί να είναι η απαλλαγή από τα ορυκτά καύσιμα, η χάραξη και υλοποίηση σχεδίου για τη στροφή σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας με ευθύνη του δημοσίου και κριτήριο την προστασία του περιβάλλοντος και όχι τα κέρδη των εταιρειών, η προστασία και η επέκταση των δασών, η προστασία της βιοποικιλότητας.

Η επαναστατική δημοκρατία μπορεί να συμβάλλει στη λήψη των οικονομικών αποφάσεων και στον τρόπο κατανομής του κοινωνικού πλούτου με την ολοένα και ουσιαστικότερη συμμετοχή του λαού[15]. Η διεύρυνση και ουσιαστικοποίηση της δημοκρατίας αποτελεί όρο χωρίς τον οποίο δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν ριζικές κοινωνικές αλλαγές στη λογική του περιορισμού των κοινωνικών ανισοτήτων. Αλλά και αντίστροφα, η σταθεροποίηση τέτοιων αλλαγών απαιτεί την ουσιαστική δημοκρατία. Η αναδιανομή κοινωνικού πλούτου σε όφελος των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων μπορεί να εμπεδωθεί μακροπρόθεσμα μόνο αν αποτελεί προϊόν της δημοκρατικής συμμετοχής.

Ακόμη και η πιο περιορισμένη ανακατανομή του κοινωνικού πλούτου, όπως ήταν παράδειγμα οι κεϋνσιανές πολιτικές αναδιανομής του εισοδήματος, απαιτούν εμβάθυνση της δημοκρατίας για να σταθεροποιηθούν. Όπου βασίστηκαν στις από τα πάνω παροχές, γρήγορα αποδυναμώθηκαν ή ανατράπηκαν. Αυτό συνέβη ιδίως με τις διάφορες λαϊκιστικές, πατερναλιστικές κυβερνήσεις στη Λ. Αμερική τις δεκαετίες του 1950 και 1960[16].

Τα ριζικότερα εγχειρήματα εξάλειψης της κοινωνικής ανισότητας και των σχέσεων εκμετάλλευσης μετά από επαναστατικές αλλαγές, όπως στη Ρωσία το 1917, απαιτούν ριζοσπαστικές μορφές δημοκρατίας για να μπορέσουν να πραγματοποιηθούν και εμπεδωθούν. Η ιστορική εμπειρία έδειξε ότι οι μεγάλες κοινωνικές αλλαγές και τα κοινωνικά επιτεύγματα της επανάστασης αποδυναμώθηκαν και ανατράπηκαν ως συνέπεια και του γραφειοκρατικού εκφυλισμού της επαναστατικής δημοκρατίας.

Ένα λίγο διαφορετικό, αντίστροφο παράδειγμα είναι αυτό της Χιλής την περίοδο της διακυβέρνησης από τον Αλλιέντε. Εκεί, οι κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές (εθνικοποιήσεις και αναδιανομή πλούτου σε όφελος των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων) δεν συνοδεύτηκαν και δεν υποστηρίχθηκαν από ένα σύνολο βαθιών δημοκρατικών αλλαγών στο πολιτικό σύστημα και στον κρατικό μηχανισμό. Δεν προχώρησε η αλλαγή του Συντάγματος που σχεδίαζε η κυβέρνηση Αλλιέντε, ούτε η καθιέρωση της ανακλητότητας των αιρετών, ούτε ο ριζικός εκδημοκρατισμός των ενόπλων δυνάμεων[17]. Η συνέπεια αυτών ήταν η κατάλυση της δημοκρατίας από το πραξικόπημα το οποίο επέφερε στη συνέχεια τη ραγδαία υποχώρηση των κοινωνικών κατακτήσεων μέσω της εφαρμογής του νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου.

Από την άλλη πλευρά, οι ριζοσπαστικές, επαναστατικές μορφές της δημοκρατίας, από μόνες τους δεν οδηγούν πάντοτε σε προαγωγή των συμφερόντων των ασθενέστερων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων. Η διεύρυνση της δημοκρατίας από μόνη της δίνει απλώς τη δυνατότητα άσκησης πολιτικής αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου. Η δυνατότητα αυτή μετατρέπεται σε πραγματικότητα μόνο αν συντρέξουν και άλλοι όροι, κοινωνικο-οικονομικοί και ιδεολογικοί. Ιδίως απαιτείται η ύπαρξη ενός επαναστατικού κόμματος που να διαθέτει την κατάλληλη πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική υποδομή και να καλλιεργεί δεσμούς και διαλεκτική σχέση αλληλοτροφοδότησης με την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα.

Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η επαναστατική δημοκρατία, η αληθινή συμμετοχή του λαού στη λήψη των αποφάσεων μπορεί να εμπεδωθεί μόνο αν συνδυαστεί με την εθνικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής. Όσο εξακολουθεί να υπάρχει ως τάξη η αστική, η επιρροή των πλουσίων θα τείνει να υπονομεύσει τη δημοκρατία στον ένα ή άλλο βαθμό. Ακόμη και οι θεσμοί της επαναστατικής δημοκρατίας θα τείνουν να καταργηθούν, αν δεν συμπληρωθούν με τις ριζικές αλλαγές στο οικονομικό σύστημα.

Η επαναστατική δημοκρατία δίνει το πολιτικό πλαίσιο για ριζικές κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές. Ζητήματα όπως η εθνικοποίηση επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, η χάραξη και εφαρμογή σχεδίου οικονομικής ανάπτυξης (βραχυπρόθεσμου, μεσοπρόθεσμου, μακροπρόθεσμου), η κατανομή του κοινωνικού πλούτου μπορούν να αποφασίζονται έγκυρα από τους θεσμούς της, καθώς διασφαλίζεται η μέγιστη ουσιαστική λαϊκή συμμετοχή[18].

Δημοκρατία ή θάνατος

Αν εμφανιστεί αυτή η τάση προς την επαναστατική δημοκρατία, θα υπάρξουν αδιαμφισβήτητα παράπλευρες επιδράσεις. Ο φόβος των κυρίαρχων τάξεων για ανατροπή του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος θα οδηγήσει σε κάποιες περιπτώσεις σε διευρυμένες παραχωρήσεις, όπως συνέβη στο παρελθόν, ειδικά την περίοδο μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο. Σε άλλες περιπτώσεις όμως θα αναπτυχθεί παράλληλα πιο έντονα η τάση προς τον αυταρχισμό προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος.

Η οξύτητα της σημερινής κρίσης, οι τεράστιες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα, η ανάγκη διαφύλαξης του φυσικού περιβάλλοντος και της ίδιας της ύπαρξης της που κινδυνεύουν, θα πυροδοτήσουν αναζητήσεις και αλλαγές. Όσο και αν σήμερα δεν διαφαίνεται κάτι τέτοιο, είναι βέβαιο ότι οι λαοί θα αναζητήσουν εναλλακτικές λύσεις, θα πειραματιστούν. Θα αποκτούν βαθμιαία εμπειρίες οι οποίες μέσα από διακυμάνσεις, λάθη και πισωγυρίσματα θα ανοίγουν δρόμους για το μέλλον.

Η τρίτη τάση για την οποία γίνεται εδώ λόγος, μπορεί να καταστεί κυρίαρχη υποσκελίζοντας τις δυο προαναφερθείσες. Οδεύουμε, ίσως, με μια έννοια προς το τέλος της δημοκρατίας όπως την γνωρίσαμε, της αστικής δημοκρατίας δηλαδή, και ταυτόχρονα προς την αναγέννηση της δημοκρατίας αλλά μιας άλλης, αυθεντικής δημοκρατίας του λαού.

Η εναγώνια πορεία της ανθρωπότητας προς τον αυτοκαθορισμό μέσω της ουσιαστικής δημοκρατίας και της δικαιότερης κατανομής του κοινωνικού πλούτου θα συνεχιστεί. Πέρασε από τις πρώιμες δημοκρατίες των προταξικών κοινοτήτων, στις διάφορες μορφές της δημοκρατίας όπου κυριαρχούσαν οι οικονομικά ισχυροί και, από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά αναζητά εναγωνίως τη δημοκρατία στην ουσιαστική της έκφραση, δηλαδή τη δημοκρατία των εργαζόμενων κοινωνικών τάξεων.

Για την ακρίβεια, εν μέσω των σημερινών επικίνδυνων προκλήσεων για την επιβίωση του είδους μας, η ανθρωπότητα μπορεί να τα καταφέρει και έχει μέλλον μόνο μέσω του πλήρους εκδημοκρατισμού, της πραγματικής δημοκρατίας, δηλαδή της επαναστατικής δημοκρατίας, που θα φέρει και μια βαθιά κοινωνικο-οικονομική μεταβολή. Το μέλλον της ταυτίζεται με την επαναστατική δημοκρατία.

Ο Δημήτρης Καλτσώνης είναι καθηγητής θεωρίας κράτους και δικαίου, Πάντειο Πανεπιστήμιο

[1]      Βλ. ενδεικτικά https://news.sky.com/story/risk-of-new-world-war-is-real-head-of-uk-armed-forces-warns-12126389

[2]      Βλ. Δ. Καλτσώνης, Το κράτος στην Κίνα (1949-2019), Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2019, σελ. 249 επ. και την εκεί παραπεμπόμενη βιβλιογραφία.

[3]      Βλ. πλευρές της συζήτησης αυτής σε Ε. Baracani – R. Di Quirico (ed.), Alternatives to Democracy. Non-Democratic Regimes and the Limits to Democracy Diffusion in Eurasia, Florence, European Press Academic Publishing, 2013, ιδίως σελ. 25 επ., 33 επ., 57 επ. και L. Gore, «The Social Transformation of the Chinese Communist Party: Prospects for Authoritarian Accomodation», Problems of Post-Communism, 2015, 62:4, σελ. 204 επ. και L. Diamond – M. Plattner – C. Walker (ed.), Authoritarianism goes global. The Challenge to Democracy, Baltimore, Johns Hopkins University Press, 2016, ιδίως σελ. 23-114 και S. Guriev – D. Treisman, Spin dictators (Le nouveau visage de la tyrannie au XXIe siecle), Paris, ed. Payot, 2023 και Enfu Cheng – Shaoyong Sun, «Criteria for a Democratic and Effective National Political System: A Comparison fo Democratic Political Systems in China and the United States», International Critical Thought, 2023, 13:2, σελ. 177 επ.

[4]      Βλ. T. Todorov, Οι εσωτερικοί εχθροί της δημοκρατίας, Αθήνα, εκδ. Πατάκη, 2013, σελ. 261.

[5]      Βλ. για παράδειγμα Μ. Shafik, Μαζί, ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο για τον 21ο αιώνα, Αθήνα, εκδ. Μεταίχμιο, 2021 και Στ. Λέσσενιχ, Τα όρια της δημοκρατίας, Αθήνα, εκδ. Έναστρον, 2021.

[6]      Βλ. F. Cobarrubia Gomez – J.A. Perez Garcia, «Integracion y cooperacion international» και L. Suarez Salazar, «Fidel Castro: aportes a las luchas de Nuestra America», στον τόμο R. Hidalgo Fernandez (comp.), El pensamiento estrategico de Fidel Castro Ruz: valor y vigencia, La Habana, Editora historia, 2021, σελ.  271 επ. 301 επ.

[7]    Βλ. Xi Jinping, La gouvernance de la Chine, Beijing, ed. en Langues etrangeres, 2014, σελ. 401-402.

[8]      Βλ. για τον ορισμό της “επαναστατικής κατάστασης”, Β.Ι.Λένιν, “Η χρεοκοπία της ΙΙ Διεθνούς”, Άπαντα, τ. 26, σελ. 220.

[9]      “Οι λαοί θα ξαναβγούν στους δρόμους” κατά τον P. Boniface, Η γεωπολιτική του covid-19, Αθήνα, εκδ. Ροπή, 2020, σελ. 185 επ. και St. Jeffries, Why Marxism is on the rise again, The Guardian, 4/7/2012, https://www.theguardian.com/world/2012/jul/04/the-return-of-marxism.

[10]     Βλ. τις ίδιες τις επισημάνσεις της CIA στο Le monde en 2040 vu par la CIA, Εditions de Equateurs, 2021, σελ. 191 επ., 200. Βλ. και τις εκτιμήσεις των K. Schwab – T. Malleret, Η μεγάλη επανεκκίνηση, Αθήνα, εκδ. Λιβάνη, 2021, σελ. 92.

[11]     Βλ. F. Castro, Unidad e independencia de America, Instituto de Historia de Cuba, 2010, 235, 250-252.

[12]     Βλ. Δ. Καλτσώνης, Τι είναι το κράτος; (τι δημοκρατία χρειαζόμαστε;), Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2016, σελ. 81 επ. και Δ. Καλτσώνης, “Η βασική αντίθεση στη σοσιαλιστική κοινωνία”, περ. Μαρξιστική Σκέψη, τ. 24, 2017, σελ. 205 επ.

[13]     Βλ. M. Arriaga, Για την επανεκκίνηση της δημοκρατίας, Αθήνα, εκδ. Αιώρα, 2015, σελ. 94-95.

[14]     Βλ. σχετικές, αν και μετριοπαθείς και γι’ αυτό μάλλον αναποτελεσματικές θέσεις, στο Ξ. Κοντιάδης – Π. Κόκκαλης, Ο κόσμος καίγεται (αλλάξτε το σύστημα, όχι το κλίμα), Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2024.

[15]     Βλ. διεξοδικότερα Δ. Καλτσώνης, Τι είναι το κράτος; (τι δημοκρατία χρειζόμαστε;), Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2016, σελ. 100 επ., 106 επ.

[16]   Βλ. Μ. Δαμηλάκου, Ιστορία της Λατινικής Αμερικής, Αθήνα, εκδ. Αιώρα, 2014, σελ. 128 επ., 141 επ.

[17]     Βλ. Δ. Καλτσώνης, Ο Φιδέλ Κάστρο για τον Αλιέντε, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2017, σελ. 101 επ.

[18]     Βλ. Δ. Καλτσώνης, Θ. Μαριόλης, Κ. Παπουλής, Μετωπικό πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση, Αθήνα, εκδ. Κοροντζή, 2017 και Δ. Καλτσώνης, “Οικονομική λειτουργία του κράτους και αποδέσμευση από την ΕΕ”, στον τόμο Δ. Καλτσώνης (επιμ.), Μπορεί η Ελλάδα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης;, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2023, σελ. 163 επ.

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ