Είναι λίγο πολύ γνωστή η κατάσταση στην οποία από καιρό βρίσκεται η Αριστερά, η υποχώρηση, οι σοβαρότατες δυσκολίες που αντιμετωπίζει, σε μια εποχή μάλιστα κατά την οποία είναι σε εξέλιξη μια μακρόχρονη και συνολική επίθεση της αστικής πολιτικής σε βάρος των εργατικών κατακτήσεων, των λαϊκών δικαιωμάτων και αναγκών.
Θεωρούμε πως προϋπόθεση για την αναγέννηση της είναι η διερεύνηση, γνώση και αποκάλυψη των χαρακτηριστικών του σύγχρονου καπιταλισμού, των λανθανουσών δυνατοτήτων του παρόντος, καθώς και η γνώση, η κριτική και αυτοκριτική προσέγγιση της Ιστορίας από τη σκοπιά του επιδιωκόμενου μέλλοντος.
Για το σκοπό απαιτείται μια ευρύτερα συλλογική και εργώδης προσπάθεια στην οποία να πάρουν μέρος όλοι όσοι με τον άλφα ή βήτα τρόπο έχουν ως σκοπό να αναμετρηθούν με τα ζητήματα της εργατικής χειραφέτησης, το ζήτημα του κομμουνιστικού κινήματος και της κομμουνιστικής κοινωνίας τον 21ο αιώνα.
Τα «ζητήματα στρατηγικής στον 21ο αιώνα» που καταθέτουμε ως πολιτική κίνηση για ένα Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο είναι το πρώτο μέρος μιας υπό διαμόρφωση συλλογικής προσπάθειας. Τα θέματα των πέντε κεφαλαίων από τα οποία αποτελείται το παρόν πολιτικό κείμενο είναι: – Η ουσία του ανθρώπου και η αυτοδιοικούμενη αταξική κοινωνία -Οι σοσιαλιστικές απόπειρες του 20ου αιώνα, συμπεράσματα για το σήμερα -Ο καπιταλισμός της εποχής μας – Για ένα εναλλακτικό κομμουνιστικό σχέδιο – Για τις επαναστάσεις του 21ου αιώνα.
Το υπό συνδιαμόρφωση κείμενο, κατατίθεται ως συμβολή στη γενικότερη προσπάθεια όλων μας, όλων όσοι έχουν κοινές επιδιώξεις και στοχεύσεις.
Η ουσιαστική, ισότιμη, συντροφική και συλλογική συζήτηση είναι εσωτερική, αντικειμενική ανάγκη, αν θέλουμε να βάλουμε ένα λιθάρι στο σύγχρονο οικοδόμημα της επαναστατικής και κομμουνιστικής Αριστεράς.
Στο ίδιο πνεύμα θα ακολουθήσει δεύτερο κείμενο που θα διερευνά την ελληνική πραγματικότητα, ζητήματα τακτικής και τα μέσα υλοποίησης της όλης πολιτικής (μέτωπο, κόμμα, κίνημα).
Είμαστε βέβαιοι πως στις συναντήσεις που θα συνομολογήσουμε τα αποτελέσματα θα είναι, το λιγότερο, ενθαρρυντικά για τη κοινή προσπάθεια.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή
Α. Η ουσία του ανθρώπου και η αυτοδιοικούμενη αταξική κοινωνία
Α.1. Είναι η ανθρώπινη φύση αντίθετη στον κομμουνισμό;
Α.2. Ο άνθρωπος: φυσικό – βιολογικό και ταυτόχρονα κοινωνικό ον, μια αδιαίρετη ψυχοσωματική ολότητα
Α.3. Είναι άραγε ο άνθρωπος της αστικής κοινωνίας το έσχατο όριο μιας αμετάβλητης ανθρώπινης φύσης;
Α.4. Στο ρου της Ιστορίας τα πάντα «βεβηλώνονται»
Α.5. Το “εμπόδιο” ανθρώπινη φύση
Β. Οι σοσιαλιστικές απόπειρες του 20ου αιώνα. Συμπεράσματα για το σήμερα
Β.1. Να αποκαλύψουμε τις λανθάνουσες θετικές δυνατότητες του παρόντος, να δούμε νηφάλια το παρελθόν
Β.2. Η εποχή του περασμένου αιώνα
Β.3. Ο δημοκρατικός χαρακτήρας των επαναστάσεων
Β.4. Ο δημοκρατισμός της ευθύνης
Β.6. Κόμμα, Μέτωπο, Κίνημα: διακριτοί ρόλοι
Β.7. Η ασφυκτική πίεση των αντικειμενικών ορίων
Β.8. Οι περιορισμένοι αντικειμενικοί όροι και η αντιμετώπιση τριών ζητημάτων
Β.10. Η εξέλιξη των αντιθέσεων
Β.11. “Σοσιαλιστικές” ανα-θεωρήσεις
Β.12. Οι συγκρούσεις των “σοσιαλιστικών” κρατών
Β.13. Η επανάσταση σε μια χώρα
Β.14. Για το περιεχόμενο της νέας προσπάθειας
Γ. Ο καπιταλισμός της εποχής μας
Γ.1. Οι καπιταλιστικές σχέσεις
Γ.2. Ο διαλεκτικός τρόπος ανάπτυξης της ταξικής πάλης
Γ.3. Σάπισμα και ανάπτυξη του καπιταλισμού
Γ.4. Ολοκληρωτικός καπιταλισμός
Γ.5. Ένας κόσμος γεμάτος αντιφάσεις
Γ.6. Ο νεοφιλελευθερισμός ως απάντηση του κεφαλαίου
Γ.7. Ιδεολογική μηχανή που κατασκευάζει μια πλασματική πραγματικότητα
Γ. 8 Άρνηση της αντικειμενικότητάς, ακραίος υποκειμενισμός, πλήρης σχετικοποίηση της αλήθειας
Γ.9 Νέα αφοσίωση στη χρήση της βίας
Γ.10. Ο φαύλος κύκλος του κεφαλαίου
Γ.11. Αναπαραγωγή των αντιθέσεων σε ανώτερο επίπεδο
Δ. Για ένα εναλλακτικό κομμουνιστικό σχέδιο
Δ.1. Στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του
Δ.3. Ικανοποίηση αναγκών και το οικολογικό ζήτημα ως βασική πλευρά
Δ.4. Η δημοκρατική λειτουργία είναι όρος
Ε. Για τις επαναστάσεις του 21ου αιώνα
Ε.1. Η επανάσταση ως ρεαλισμός της καθημερινότητας
Ε.3. Οι εποχές αλλάζουν, οι επαναστάσεις επίσης
Ε.4. Ο χαρακτήρας και οι σταθμοί της επανάστασης
Ζητήματα Στρατηγικής στον 21ο αιώνα
Υπέρτατο αγαθό είναι ο άνθρωπος. Σκοπός της κοινωνικής πράξης είναι η ευτυχία των ανθρώπων οι οποίοι δεν υπάρχουν παρά με τη μορφή ανεπανάληπτων ξεχωριστών προσωπικοτήτων.
Εισαγωγή
Ο μετασχηματισμός του αναπτυγμένου καπιταλισμού από μια κατάσταση στην οποία υπερηφανεύονταν για το «κράτος πρόνοιας» – αποτέλεσμα της καθοριστικής παρουσίας του μεταπολεμικού εργατικού κινήματος και της Αριστεράς – σε μία που πρέπει να ελέγξει, ακόμα και στις πιο πλούσιες χώρες, τα συσσίτια και άλλες πενιχρές «παροχές πρόνοιας» για τους φτωχούς είναι αρκετά αποκαλυπτικός για την κλονισμένη αποτελεσματικότητα και την χρόνια, πλέον, ανεπάρκεια του κάποτε επιτυχημένου τρόπου απόσπασης υπερεργασίας.
Η κατάσταση έγινε ανυπόφορη για τα λαϊκά στρώματα ειδικά μετά την ιστορικής σημασίας οικονομική κρίση του 2007 και την κανιβαλική πολιτική εξόδου από αυτήν που ακολούθησαν οι αστικές κυβερνήσεις.
Τα μέτρα που εφαρμόσθηκαν, σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, στα δέκα και πλέον χρόνια που πέρασαν από την κρίση που ξέσπασε το 2007- 2009, οδήγησαν σε μια ασθενική, σαθρή και κυρίως, αντιδραστικότερη μεγέθυνση, οδήγησαν σε μια προσωρινή, αδύναμη εκτόνωση της κρίσης.
Οι χώρες του καπιταλισμού που χτυπήθηκαν από την κρίση βγαίνουν από αυτήν, ανισόμετρα χρονικά, με το λαό χτυπημένο και φτωχοποιημένο και με την ανησυχία διάχυτη στα αστικά επιτελεία για το τι μέλλει γενέσθαι.
«Οι ΗΠΑ τέλος του 2019 κλείνουν 10 χρόνια μεγέθυνσης, αλλά κανείς δεν γιορτάζει” είναι ο χαρακτηριστικός τίτλος του Blooberg. Κι εδώ που τα λέμε πώς να γιορτάζει κανείς όταν μετά τη δεκαετία 2007 – 2017 ένα στα επτά παιδιά των χωρών του ΟΟΣΑ, ζουν στη φτώχεια, και στις ΗΠΑ, περισσότερο από ένα στα πέντε; Ή όταν 821 εκατομμύρια – 180 πάνω από το 2009 – άνθρωποι παγκοσμίως (ΟΗΕ) υποφέρουν από πείνα, ανάμεσα τους ένας και πλέον στους οκτώ Αμερικανούς; Πώς να χαίρεται κανείς όταν ο «πλούτος φέρνει πλούτο» ακόμη και στην κρίση και οι δισεκατομμυριούχοι από 2.170 το 2013, αναμένεται να φθάσουν τους 3.873 το 2020 και οι αποκαλούμενοι τέσσερις «mega-δισεκατομμυριούχοι» (Γκέιτς, Σλιμ, Α. Ορτέγκα, Μπάφετ), έχουν περιουσία άνω των 50 δισ. δολαρίων έκαστος; Τι να πει κανείς και τι να μολογήσει όταν οι πλούσιοι, που αποτελούν μόλις το 8,3% του πληθυσμού ελέγχουν το 83,3% του παγκόσμιου πλούτου και από την άλλη, το 68,7% των απλώς αδυνάτων ελέγχει μόλις το 3% ;
Πώς να γιορτάζουν οι κυβερνώντες όταν παρά τους εφτά, τελικά, ευρωπαϊκούς μηχανισμούς αντιμετώπισης της κρίσης που δημιουργήθηκαν από το 2009 ως το 2012, το αποτέλεσμα είναι η έξοδος της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ; Όταν αντί της μείωσης του χρέους το αποτέλεσμα είναι η άνοδος του, τελικά, από το 61,5% το 2008 στο 80% το 2018, είκοσι και πάνω μονάδες από το όριο του 60% για να είναι μια χώρα μέλος της ΟΝΕ; Όταν το συνολικό παγκόσμιο απόθεμα χρεών από το 269% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2007, ανήλθε, στο γ΄ τρίμηνο του 2018, στο 318% του ΑΕΠ, φλερτάροντας με το ιστορικό υψηλό του 320%, σύμφωνα με το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο. Και όταν παρά τα 5,7 τρις δολάρια, (8,5% του παγκόσμιου ΑΕΠ!) που δαπανήθηκαν μόνο για τις ανακεφαλαιώσεις των τραπεζών οι τράπεζες δεν είναι και στα καλύτερα τους;
Πώς να πάρει κανείς στα σοβαρά τις ιστορίες επιτυχίας (success stories) πότε του Μητσοτάκη, πότε του Τσίπρα όταν ακόμη και ο Μακρόν επανέρχεται συμβολικά με τη γνωστή ρήση «Στη χώρα μας, μας αρέσει να μας διοικούν αλλά θέλουμε να σκοτώσουμε αυτούς που διοικούν», (αποδίδεται στο βασιλιά Λουδοβίκο ΙΣΤ’ κατά την εκτέλεση από τους επαναστάτες το 1793) που συμπυκνώνει τις λαϊκές αντιστάσεις των «κίτρινων γιλέκων» στις αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις των γάλλων «σοσιαλιστών».
Ο κλασικός κεϋνσιανισμός ευνοούσε την κρατική ανάμειξη στην οικονομία, τη σχετική ρύθμιση της αγοράς, την ενίσχυση της ζήτησης. Η κρίση του 73 αποκάλυψε τα όρια του. Γι’ αυτό και έδωσε τη θέση του στον Θατσερισμό Ρηγκανισμό, τη νεοφιλελεύθερη αστική πολιτική διαχείριση. Έκτοτε ο καπιταλισμός πέτυχε μεν κατά περιόδους – με διάφορα πολιτικά «μείγματα»- να αναστρέψει την τάση πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους, ποτέ όμως σταθερά και επί μακρόν και σε επίπεδο συγκρίσιμο με τις δεκαετίες του 45 και του 70. Ο Θατσερισμός – Ρηγκανισμός της αυτορυθμιζόμενης δήθεν αγοράς και της διαχεόμενης ευημερίας, που υποσχέθηκε, χρεοκόπησε μαζί με το ξέσπασμα της κρίσης το 2007 – 2009. Η κρίση εγκαινίασε – για πρώτη φορά στην ιστορία του καπιταλισμού- όχι μια περίοδο προσδοκιών για καλύτερη ζωή, αλλά βεβαιότητας για χειρότερη, ειδικά για τους νέους. Οι προοπτικές μοιάζουν πιο δυσοίωνες, καθώς ακόμη και οι πιο θερμοί θιασώτες του καπιταλισμού δεν διακινδυνεύουν ορατή θετική πρόβλεψη. Ωστόσο αυτός, ο έμπρακτα χρεοκοπημένος νεοφιλελευθερισμός, παρά τα συντρίμμια που προκάλεσε και προκαλεί, όχι μόνο δεν εγκαταλείπεται από την αστική πολιτική ως εργαλείο διαχείρισης και αστικής εξόδου από την κρίση αλλά βαθαίνει επί το αντιλαϊκότερο και αντιδραστικότερο, διχάζεται ανάμεσα στον κλασσικό νεοφιλελευθερισμό και στην α λα Τραμπ έκδοση του.
Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να επιστρέψει στον Κεϊνσιανισμό καθώς αυτός οδήγησε στο στασιμοπληθωρισμό και τη χρεοκοπία του 1973. Και δεν μπορεί να ξεφύγει από το νεοφιλελευθερισμό που δεν μπόρεσε να αποφύγει την τρέχουσα κρίση.
Αυτή η έλλειψη εναλλακτικής αστικής πολιτικής οδηγεί τις σύγχρονες σοσιαλδημοκρατικές προτάσεις να μετατρέπονται τελικά σε σοσιαλφιλελεύθερες, αποτελεί νέο δεδομένο που χρωματίζει την επιθετικότητα και επικινδυνότητα του σύγχρονου καπιταλισμού.
Η αστική τάξη στην αυγή της ήταν επαναστατική. Καθώς κυριαρχούσε στα πλαίσια της νέας ταξικής κοινωνίας μετατρεπόταν σε συντηρητική τάξη. Στην εποχή του ιμπεριαλισμού μετεξελίσσεται σε αντιδραστική. Στην εποχή μας μετατρέπεται σε αντιδραστική – παρακμιακή τάξη. Λειτουργεί ως υποκειμενικός φορέας καταστροφής, αντίδρασης και αδυναμίας ελέγχου (ανελεγξιμότητας) της ίδιας της πολιτικής της και των επιπτώσεων της.
Τα άτομα – «προσωποποιήσεις του κεφαλαίου», εγκλωβισμένα μέσα στις πολλαπλές αντιθέσεις μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, αδυνατούν να χαλιναγωγήσουν τις δυνάμεις που οι ίδιοι απελευθερώνουν, όπως ακριβώς ο Μαθητευόμενος Μάγος του Γκαίτε. Για την ακρίβεια, «βολεύονται» μέσα σε αυτές.
Η πολιτική των αποκλεισμών και των κυρώσεων σε βάρος κρατών, εταιρειών και προσώπων που ακολουθούν κυρίως οι ΗΠΑ, με κοινωνικές επιπτώσεις που ισοδυναμούν με ρήψεις πυρηνικών βομβών, οι πόλεμοι, η γενικευόμενη εξαθλίωση μέσα σε πρωτοφανή κοινωνικό πλούτο, η πολυδιάσπαση της εργατικής τάξης, η απομάκρυνση του ανθρώπου από τη φύση, η μόλυνση του περιβάλλοντος, ο θρυμματισμός των κοινωνικών σχέσεων, είναι τα αρνητικά της Ιστορίας τα οποία είναι εύλογο να ελπίσουμε ότι θα γεννήσουν την ιστορική άρνηση της: «την υπέρβαση της κεφαλαιοκρατικής βαρβαρότητας, την κομουνιστική μορφή οργάνωσης της κοινωνίας» στη βάση του σύγχρονου, ανώτερου, επιστημονικά, τεχνολογικά και πολιτισμικά, επιπέδου.
Το βέβαιο είναι πως οι ενδογενείς αντινομίες του καπιταλισμού οξύνονται και έχουν ως συνέπεια την ολοκληρωτική υποταγή της ζωντανής εργασίας στη νεκρή ( κεφάλαιο), τους νέους πολέμους και νέα δεινά για την ανθρωπότητα.
Ακόμη και η αυτοκαταστροφή της ανθρωπότητας είναι σήμερα περισσότερο πιθανή, ως συνέπεια του παροξυσμού των ενδογενών αντινομιών του διεθνοποιημένου καπιταλισμού και των σημερινών (φοβερών) τεχνολογικών δυνατοτήτων (πυρηνικά, χημικά, βιολογικά όπλα).
Αν η σκυτάλη της δημιουργίας, της προόδου και του ελέγχου των διαδικασιών της παραγωγής και της οργάνωσης και λειτουργίας της κοινωνίας δεν «παραδοθεί» οριστικά και αμετάκλητα στη σύγχρονη εργατική τάξη, η κατάληξη θα είναι απρόσμενα δεινά για την ανθρωπότητα.
Η σύγχρονη εργατική πολιτική στην αρχική φάση διαμόρφωσης της.
Η εργατική τάξη και οι πολιτικοί φορείς που αναφέρονται σε αυτήν δεν έχουν ανταποκριθεί, μέχρι τώρα, σε αυτή τη ζωτική «ιστορική αποστολή», με αποτέλεσμα νέους, ποιοτικά ανώτερους, γύρους βαρβαρότητας.
Θα μπορέσει η εργατική τάξη (και οι θεωρητικοί – πολιτικοί φορείς της) να ανταποκριθεί στο μέλλον;
Η αντικειμενική τάση χειραφέτησης και σύγκρουσης απέναντι στο κεφάλαιο συνυπάρχει με την παράλληλη τάση υποταγής και προσαρμογής στην καπιταλιστική βαρβαρότητα. Η τάση αυτή της εργατικής χειραφέτησης εκδηλώνεται ανισόμετρα αλλά και αναπότρεπτα σ’ όλες τις σφαίρες της οικονομίας, της πολιτικής και των ιδεών, στο βαθμό που στρέφεται στην πράξη, στο ένα ή το άλλο ζήτημα, με μια δυναμική γενικότερης αντιπαράθεσης υπέρ της ουσιαστικής αλλαγής των σχέσεων εκμετάλλευσης και εξουσίας σε βάρος της αστικής κυριαρχίας.
Η συνύπαρξη των δυο τάσεων, της τάσης χειραφέτησης και της τάσης χειραγώγησης, εντός της εργατικής τάξης χαρακτηρίζει και χαρακτηρίζεται από την αναμεταξύ τους διαπάλη.
Χωρίς απογείωση στην πολιτική ονειροπόληση, αλλά και χωρίς υπόκλιση στην φαινομενική «ακινησία» της σημερινής κατάστασης της οπισθοχώρησης και της ήττας, οι κοινωνικές δυνάμεις που στοχεύουν στη συγκρότηση μιας σύγχρονης κομμουνιστικής πρότασης οφείλουν να διαχωριστούν απ’ την αναπόφευκτη κοινωνική τάση η οποία βλέπει σαν αιώνια τη σημερινή πραγματικότητα και αγνοεί την αντιφατική δυναμική της.
Η ελπίδα στην εποχή μας μπορεί να δημιουργείται και να τρέφεται με την αλληλεπίδραση όλων των πολυποίκιλων, αυθόρμητων, ημισυνειδητών και συνειδητών εργατικών σκιρτημάτων, διεκδικήσεων και ενεργειών που αμφισβητούν αντικειμενικά και στην πράξη θεμελιακές κατευθύνσεις και συσχετισμούς της αστικής κυριαρχίας, σε κάθε ίχνος εργατικής αγανάκτησης, διαμαρτυρίας, αντίστασης και κινητοποίησης.
Σε αυτή τη διαπάλη εκείνο που πρέπει, πρώτα απ’ όλα, ν’ αποφασίσει κανείς είναι με το ποια πλευρά θα πάει. Γιατί το «επαναστατικά δυνατό» υπάρχει και κρίνεται στο παρόν, είναι πάντα σχετικό και σημαίνει το μέγιστο που μπορεί να πραγματοποιηθεί σε κάθε φάση, σε κάθε εποχή, για την προώθηση της απελευθερωτικής κίνησης.
Η εργατική πολιτική στη νέα εποχή βρίσκεται αναγκαστικά στις αρχικές φάσεις διαμόρφωσης και συνειδητοποίησής της. Το πρώτο και καθοριστικό σε αυτή την αρχή είναι να ξεπερνά αποφασιστικά το στάδιο του στοιχειώδους αυτοκαθορισμού της και να επιδιώκει να μετατρέπεται σε ανεξάρτητο και αισθητό εθνικό και διεθνικό ρεύμα μέσα σ’ ένα τοπίο αναζωογόνησης της εργατικής πολιτικής.
Α. Η ουσία του ανθρώπου και η αυτοδιοικούμενη αταξική κοινωνία
Α.1. Είναι η ανθρώπινη φύση αντίθετη στον κομμουνισμό;
Ο στρατηγικός στόχος του εργατικού κινήματος δεν μπορεί παρά να είναι η σύγχρονη αυτοδιοικούμενη αταξική κοινωνία της ισότητας, της δημοκρατίας, της ελευθερίας, της μη εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, της οριστικής διεθνικής υπέρβασης της σύγχρονης βαρβαρότητας και κάθε εκμετάλλευσης, της αρμονικής συμβίωσης του ανθρώπου με τη φύση και με επίγνωση των ορίων της, της ανάπτυξης της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης.
Ως βάση θα έχει ένα νέο πολιτισμό που θα είναι δημιουργική άρνηση και υπέρβαση του χυδαίου αστικού υλισμού και ευδαιμονισμού.
Αλλά η κατάληξη της ΕΣΣΔ και των περισσότερων χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού», κυρίως ο τρόπος και η «ποιότητα» της κατάρρευσης, οι δυσκολίες και μεταλλάξεις των υπολοίπων θέτουν αμείλικτα ερωτήματα:
Μήπως ο σοσιαλισμός ήταν και παραμένει μια ουτοπία;
Μήπως τα ιδανικά που τον συνθέτουν, της ισότητας, της δικαιοσύνης, της αυτοδιεύθυνσης, της ελευθερίας, της κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο βρίσκονται στην απροσπέλαστη περιοχή του απραγματοποίητου ακριβώς γιατί βρίσκονται σε αντίφαση με την ίδια την ανθρώπινη φύση; Μήπως είναι ιδεοληψίες;
Και επομένως, μήπως το άτομο της αστικής κοινωνίας είναι το τελικό προϊόν της Ιστορίας;
Άρα, ο ατομισμός, ο ανταγωνισμός, η ατομική ιδιοκτησία και ο πλουτισμός πάνω απ’ όλα, η δίψα για δύναμη και εξουσία, η εκμετάλλευση, οι πόλεμοι, η αποξένωση, οι φυλετικές διακρίσεις, η καταστροφή του περιβάλλοντος είναι απόλυτες και διαχρονικές συνιστώσες της ανθρώπινης φύσης και ουσίας;
Α.2. Ο άνθρωπος: φυσικό – βιολογικό και ταυτόχρονα κοινωνικό ον, μια αδιαίρετη ψυχοσωματική ολότητα.
Η ανθρώπινη φύση υπάρχει και χαρακτηρίζει τα υπαρκτά, συγκεκριμένα και κοινωνικά άτομα. Η φύση του ανθρώπου είναι το σύνολο των σταθερών, μακροϊστορικά κατά βάση, ανθρωπολογικών ιδιοτήτων αλλά και δυνατοτήτων που συνιστούν την ολότητα του σε μια δεδομένη ιστορική περίοδο, είναι αυτή η σχέση δυνατότητας και πραγματικότητας. Αλλά ο άνθρωπος αλληλεπιδρά με την κοινωνία και τη φύση και τις μεταβάλλει. Μ’ αυτόν τον τρόπο και την ίδια στιγμή, μεταβάλλει την ίδια τη φύση του.
Η ουσία του ανθρώπου είναι το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων και των σχέσεων του με τη φύση, το σύνολο του ψυχικού και πνευματικού του περιεχομένου, καθώς και βασικών βιολογικών χαρακτηριστικών του, όπως αυτά πραγματώνονται στο εσωτερικό των σχέσεων στις οποίες είναι ενταγμένο το άτομο.
Επομένως τόσο η ουσία όσο και η φύση του ανθρώπου – με τις διαφορές τους – διαμορφώνονται στο έδαφος της εξελισσόμενης κοινωνικής και φυσικής πραγματικότητας.
Η ανθρώπινη φύση αλλά και ουσία, ιστορικά διαμορφωνόμενες, αποκαλύπτουν και πραγματώνουν τις δυνατότητες του ανθρώπου σε συγκεκριμένες κοινωνικές, πρωτίστως, αλλά και φυσικές συνθήκες. Ο άνθρωπος προσδιορίζεται από τις συνθήκες αυτές, αποκαλύπτεται σ’ αυτές τις συνθήκες τις οποίες τροποποιεί, τροποποιώντας τον ίδιο τον εαυτό του. Το ίδιο το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων είναι αντιφατικό και μεταβαλλόμενο. Έτσι και η ουσία του ανθρώπου είναι μεταβαλλόμενη. Το αποτέλεσμα είναι ο άνθρωπος «να είναι» και ταυτόχρονα «να γίνεται». Να συγκροτείται ως προσωπικότητα στην πορεία της ιστορίας. Κι έτσι οι περιπέτειες της ιστορίας να γίνονται και περιπέτειες της εξελισσόμενης ανθρώπινης προσωπικότητας.
Επομένως, μια ιστορικά καθορισμένη μορφή κοινωνικών σχέσεων, οι αστικές σχέσεις, δεν μπορεί να εμφανίζονται σαν αιώνιοι, αμετάβλητοι νόμοι της ιστορίας μιας ανιστορικής δήθεν ανθρωπολογίας.
Α.3. Είναι άραγε ο άνθρωπος της αστικής κοινωνίας το έσχατο όριο μιας αμετάβλητης ανθρώπινης φύσης;
Πείνα, ασθένειες, σφαγές, πόλεμοι, βιασμός του ανόργανου σώματος του ανθρώπινου είδους, της φύσης, κυριαρχούν.
Αλλά ό,τι χαρακτηρίζει και σηματοδοτεί την ιστορική πορεία του ανθρώπινου είδους και του ατόμου δεν είναι μόνο η βαρβαρότητα. Μαζί με τη βαρβαρότητα και σε σύγκρουση μ’ αυτήν υπάρχουν η κοινωνικότητα, η δημιουργία, η αλληλεγγύη, η στοργή, η φιλία, η πνευματικότητα, μια ολόκληρη σειρά από θετικές ιδιότητες ή δυνατότητες, που δίνουν νόημα στη ζωή του ανθρώπου, έστω και αν αυτές υποθηκεύονται από τους καθημερινούς ανταγωνισμούς.
Η διαπάλη για την πραγματοποίηση τους νοηματοδοτεί θετικά τη ζωή του ανθρώπου.
Γι’ αυτό και η ανθρώπινη ιστορία είναι ταυτόχρονα μια ιστορία βαρβαρότητας και μια ιστορία δημιουργικότητας, αλληλεγγύης, στοργής, φαντασίας, πνευματικότητας, αυτοθυσίας και ηρωισμών.
Σε αυτή τη διαπάλη τα πάντα αλλάζουν.
Συνεπώς, οι αντιλήψεις περί του ακίνητου και αμετάβλητου, πλέον, της ανθρώπινης φύσης, όριο της οποίας είναι ο άνθρωπος της αστικής κοινωνίας, δεν ευσταθούν, δεν μπορεί να γίνουν δεκτές. Η μοναδική αξία χρήσης που έχουν είναι να καλλιεργούν και να οδηγούν σε πεσιμιστικά συμπεράσματα για τον άνθρωπο και για τις ιστορικές προοπτικές του.
Α.4. Στο ρου της Ιστορίας τα πάντα «βεβηλώνονται».
Αλλά και οι κοινωνικές σχέσεις με τη σειρά τους δεν υπάρχουν καθαυτές, έξω από τα συγκεκριμένα άτομα της συγκεκριμένης κοινωνίας. Είναι έκφραση των ιστορικά διαμορφωμένων ιδιοτήτων των ατόμων οι οποίες, ως ένα βαθμό, τα καθορίζουν και για μια περίοδο τους επιβάλλονται.
Ο κόσμος, όπως η ιστορική πράξη αποκαλύπτει, εξελίσσεται. Ένας νέος τρόπος παραγωγής ωριμάζει στο εσωτερικό του προηγούμενου, μέσα από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την εξέλιξη των ιδεών και των ανθρώπινων σχέσεων, σε τελευταία ανάλυση, μέσα από την πάλη των τάξεων.
Στην πάλη των τάξεων μετέχουν άτομα ενταγμένα σε κοινωνικές σχέσεις, φορείς ιδεολογιών οι οποίες τα προσδιορίζουν, ενώ ταυτόχρονα τα ίδια είναι οι πυρήνες αυτών των σχέσεων. Το άτομο επομένως είναι ενεργό στοιχείο για τη διαμόρφωση ή την ανατροπή των κοινωνικών σχέσεων.
Αυτή η ενεργητική συμμετοχή του υποκειμένου στο ιστορικό γίγνεσθαι είναι συνάρτηση της διαμορφωμένης φύσης και ουσίας του.
Οι κοινωνικοί νόμοι – οι οποίοι εκδηλώνονται ως τάσεις, ως δυνατότητες που μπορούν να πραγματοποιηθούν – είναι το τελικό αποτέλεσμα της δυναμικής αλληλεπίδρασης στοιχείων κοινωνικών στρωμάτων και τάξεων. Εντός τους οι αντικειμενικές συνθήκες και δυνατότητες, τα ατομικά και ομαδικά συμφέροντα, οι ιδιότητες των ατόμων, οι ψευδαισθήσεις, οι φαντασιώσεις τους και οι ιδεολογίες συμπλέκονται, αλληλοκαθορίζονται, δημιουργούν νέες πραγματικότητες. Έτσι ώστε η Ιστορία, όπως αυτή διαμορφώνεται κι εμφανίζεται, να «είναι κάτι που κανείς τελικά δεν το θέλησε».
Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής, γενικότερα ο τρόπος που εργάζεται και ζει ο άνθρωπος μια ιστορική περίοδο, καθορίζει τη γενική διαδικασία της κοινωνικής ζωής, την πολιτική και την πνευματική ζωή. Ακριβώς γιατί ο τρόπος παραγωγής είναι συνάρτηση των ιστορικά πραγματωμένων δυνατοτήτων της ανθρώπινης κοινότητας και οι δυνατότητες αυτές, με τη σειρά τους, είναι οι δυνατότητες της ιστορικά διαμορφωμένης, μέσα στην κοινωνική ζωή, ανθρώπινης φύσης. Οι κοινωνικές δομές επιβάλλονται και καθορίζουν τα άτομα, αλλά και οι ίδιες καθορίζονται όχι μόνο από τους «αντικειμενικούς» παράγοντες αλλά και από τις ενεργεία και δυνάμει ιδιότητες των ατόμων. Στην ουσία το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων είναι η πραγμάτωση των δυνατοτήτων της ανθρώπινης φύσης και ουσίας.
Με αυτήν την οπτική η Ιστορία είναι ιστορία των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων, των αντιθέσεων τους και τελικά της πάλης των τάξεων με τους συγκεκριμένους ανθρώπους, τις συγκεκριμένες συλλογικότητες. Υπό αυτό το πρίσμα (κληρονομημένες ιδεολογίες και νοοτροπίες, ιστορικά διαμορφωμένος ατομισμός της συγκεκριμένης οπτικής) σε συνάρτηση πρωτίστως, φυσικά, με τις αντικειμενικές υλικές κοινωνικές συνθήκες, χρειάζεται να διερευνήσουμε τις δυσκολίες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και την αποτυχία του πρώτου σοσιαλιστικού πειράματος. Με δεδομένο πως δεν υπάρχει αναλλοίωτη ανθρώπινη φύση αλλά και ουσία, πως δεν υπάρχει επομένως ανθρωπολογικό εμπόδιο για την εξέλιξη, τη μεταβολή γενικά της κοινωνίας.
Στο ρου της Ιστορίας τα πάντα αλλάζουν, τα πάντα «βεβηλώνονται», το ζήτημα είναι προς τα πού.
Α.5. Το “εμπόδιο” ανθρώπινη φύση
Μήπως όμως υπάρχει εμπόδιο που να πηγάζει από την ίδια τη φύση και την ουσία του ανθρώπου ειδικά προς τη συγκεκριμένη, την επιδιωκόμενη κομμουνιστική κοινωνία;
Με την κυριαρχία και ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού βιομηχανικού τρόπου παραγωγής εντάθηκαν και τα φαινόμενα αποξένωσης και απώλειας της ουσίας του ανθρώπου. Ο κεφαλαιοκρατικός μετασχηματισμός της παραγωγής γίνεται το μαρτυρολόγιο του παραγωγού. Τα μέσα για την ανάπτυξη της παραγωγής και ο καταμερισμός εργασίας μεταμορφώνονται σε μέσα για τον εξουσιασμό του. Ο εργάτης θεωρεί την εργασία όχι ως στοιχείο δημιουργίας και διαμόρφωσης του αλλά ως ξένη και εχθρική προς τη ζωή του. Ο άνθρωπος βαθμιαία υποβαθμίζεται σε εξάρτημα της μηχανής για την παραγωγή υπεραξίας, σε μονοδιάστατο παραγωγικό–καταναλωτικό ον που άτυπα εκχωρεί τη βιολογική του ύπαρξη για να τη συντηρήσει
Αυτή η σύγχρονη βιομηχανική παθολογία χτυπά το άτομο στην ίδια τη ρίζα της κοινωνικής ζωής του. Διασπά τις ανθρώπινες σχέσεις. Οδηγεί σε εξάντληση του σώματος και του πνεύματος για χάρη του κέρδους και της «ανάπτυξης», για μια επιστημονική πρόοδο που χρησιμοποιείται τελικά – όχι αποκλειστικά – για τη συστηματικότερη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και της φύσης με ανυπολόγιστες συνέπειες.
Ο αστικός–βιομηχανικός πολιτισμός νοθεύει ολοένα και ισχυρότερα την ικανοποίηση από βασικές, σταθερές ανάγκες όπως ο καθαρός αέρας, το νερό και η καθαρή τροφή. Διαταράσσει τον ομαλό μεταβολισμό του ανθρώπου με τη φύση. Η αβεβαιότητα, η προσωρινότητα, η αίσθηση του κενού, η ανυπαρξία νοήματος γεμίζουν με άγχος το σύγχρονο άνθρωπο. Οι παραγωγικές δυνάμεις και τα κεφάλαια περίσσεψαν στην εποχή μας αλλά οι κοινωνικές σχέσεις θρυμματίζονται, η ουσία του ανθρώπου αλλοιώνεται. Η κοινωνία της εκμετάλλευσης, της αποξένωσης και της αλλοτρίωσης, του μυστικισμού και ανορθολογισμού, σαν ανεστραμμένη εικόνα της πραγματικής ζωής, παράγει αλλοτριωμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης, που στη βάση τους βρίσκονται η αποξένωση, ο φετιχισμός του εμπορεύματος και η μετατροπή σε πράγμα, η πραγματοποίηση των ανθρώπινων σχέσεων. Ο άνθρωπος έφτασε στα άστρα, αλλά στη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, στις ανθρώπινες σχέσεις, στην ηθική, στο νόημα της ζωής ο βιομηχανικός πολιτισμός απέτυχε. Τι μένει λοιπόν από την ουσία του ανθρώπου στις σύγχρονες κεφαλαιοκρατικές–βιομηχανικές κοινωνίες; Αποξένωση, αλλοτρίωση», ακύρωση των θετικών δυνατοτήτων του ανθρώπινου όντος, «ο άνθρωπος, αποξενωμένος από την ουσία του, γίνεται ξανά άγριο ζώο, αλλά ζώο μολυσμένο από την δηλητηριασμένη ανάσα του πολιτισμού» .
Η ανάδειξη από τις ταξικές κοινωνίες των αρνητικών ιδιοτήτων του ανθρώπου είναι όμως η μια πλευρά. Η άλλη, όπως επίσης επαληθεύει η Ιστορία των λαών, είναι πως η κοινωνικότητα, ο αλτρουισμός, η ανθρώπινη φιλία, η στοργή, οι καλλιτεχνικές τάσεις, οι αναπτυσσόμενες δυνατότητες της νόησης, εμφανίστηκαν έμπρακτα στην κοινωνία σε ιστορικά διαστήματα.
Αυτές, οι αναπτυσσόμενες θετικές ιδιότητες στα πλαίσια του ιστορικά διαμορφούμενου τρόπου δουλειάς και ζωής του εργάτη δημιουργού μπορούν να δεσπόσουν σε μια κοινωνία βασισμένη στην κοινή – ισότιμη δραστηριότητα;
Το ανθρώπινο είδος δημιουργεί ιστορία χάρη στην παραγωγική και την πνευματική–πολιτισμική δραστηριότητα του. Αλλά η δημιουργία είναι η πραγμάτωση δυνατοτήτων που ενυπάρχουν στο «ζώο» το οποίο τείνει να διαμορφωθεί σε άνθρωπο. Το ποιες ιδιότητες θα εκδηλωθούν θα καθοριστεί από τις υπάρχουσες δυνατότητες, συσχετισμούς και συνθήκες. Στον πόλεμο, π.χ., του Βιετνάμ, στο στρατόπεδο των εισβολέων εκδηλώθηκαν οι πιο βάρβαρες δυνατότητες του ανθρώπινου όντος. Στο διάρκεια του επίσης, στο στρατόπεδο των Βιετναμέζων αγωνιστών, αντίθετα, εκδηλώθηκαν μερικές από τις υψηλότερες δυνατότητες του είδους μας: αυτοθυσία, αλτρουισμός, ανδρεία, ανθρώπινη αλληλεγγύη, μαζί φυσικά με μια εξηγήσιμη σκληρότητα και βαρβαρότητα, απέναντι στους επιδρομείς.
Στη διαδρομή της Ιστορίας ο καθένας αλλάζει στο βαθμό που μεταβάλλεται το σύνολο των σχέσεων των οποίων είναι το κέντρο δράσης. Οι διάφορες κοινωνικές δομές επιβάλλονται και καθορίζουν συμπεριφορές και άτομα σε μια δυναμική διαπάλη αντιθέτων. Η έκβαση αυτής της διαπάλης είναι αβέβαιη.
Σε αυτή την κοινωνική και ιστορική διαδρομή οι φυσικές – βιολογικές ανάγκες, οι τάσεις και τα «ένστικτα», η όλη ψυχοσύνθεση του ατόμου, ό,τι συνθέτει την ουσία και τη φύση του ανθρώπου, δεν είναι, εξ αρχής και κατ’ ανάγκην, εμπόδιο για την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής και προοπτικά της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Αυτή η βαθύτερη κοινωνική αλλαγή όμως πραγματοποιείται όχι με την ουτοπική ηθικοποίηση των ξεχωριστών ατόμων, αλλά, πριν απ’ όλα και πάνω απ’ όλα, με την ανατροπή των ανταγωνιστικών, εκμεταλλευτικών και απομονωτικών κεφαλαιοκρατικών σχέσεων, τη δημιουργία νέων, που θα προϋποθέτουν τη συλλογικότητα και την ισότιμη ενέργεια και συνεργασία. Σε αυτή την ιστορική διαδρομή, η ανθρώπινη Ιστορία, δεν μπορεί να είναι, όπως απλοϊκά λέγεται, μια ένδοξη πορεία του ανθρώπου προς την πρόοδο, αλλά μια ιστορία διαπάλης, προχωρημάτων και οπισθοχωρήσεων.
Η ανθρώπινη απελευθέρωση απαιτεί την κοινή, συνειδητή δράση των εθελοντικά συνεταιρισμένων αγωνιστών, οι οποίοι αγωνίζονται και επιδιώκουν την αυτοδιεύθυνση της κοινωνίας και την ορθολογική ρύθμιση των ανταλλαγών τους με τη φύση σε μια αρμονική σχέση μαζί της, αντί να κυριαρχούν επ’ αυτής ή να κυριαρχούνται από τις τυφλές δυνάμεις της ή τις ανταγωνιστικές και αλλοτριωτικές κοινωνικές σχέσεις της αγοράς.
Β. Οι σοσιαλιστικές απόπειρες του 20ου αιώνα. Συμπεράσματα για το σήμερα
«Το αρχικό, μαρξικό σοσιαλιστικό σχέδιο δεσμεύονταν από τα όρια της εποχής του… Η μαρξική θεωρία έτεινε, όσο μπορούσε την εποχή της σύλληψη της, προς την πραγμάτωση, όμως η ίδια η πραγματικότητα αρνούνταν να τείνει προς αυτήν, με τον τρόπο που ήλπιζε και θεωρούσε ο δημιουργός της… Δεν αρκεί να τείνει η σκέψη να πραγματωθεί, πρέπει και η πραγματικότητα να τείνει να γίνει σκέψη»
΄Ιστβαν Μεσάρος
Β.1. Να αποκαλύψουμε τις λανθάνουσες θετικές δυνατότητες του παρόντος, να δούμε νηφάλια το παρελθόν
Προϋπόθεση για την αναγέννηση της Αριστεράς είναι να διερευνήσει, να γνωρίσει και αποκαλύψει τις λανθάνουσες θετικές δυνατότητες του παρόντος αλλά και «να ξεκαθαρίσει» τους λογαριασμούς της με την Ιστορία, από τη σκοπιά του επιδιωκόμενου μέλλοντος.
Η μαχόμενη Αριστερά οφείλει να αναδείξει στο σήμερα τη δυναμική όλων των ανατρεπτικών πλευρών και σχέσεων, αντικειμενικών και υποκειμενικών, της σύγχρονης κοινωνίας. Να αποκρούει το δογματισμό αλλά και τη διαρκή αβεβαιότητα. Έτσι που να αξιοποιεί με ανώτερο τρόπο την ιστορική κίνηση και τα ιστορικά διδάγματα, σαν πλευρά της νέας δυνατότητας για ένα αναγκαίο άλμα αντίστοιχο με τις ιστορικά αναπτυσσόμενες σύγχρονες εκρηκτικές δυνατότητες της κοινωνίας. Ώστε να επιχειρηθεί, μέσα από την εμπεριστατωμένη και τολμηρή αυτοκριτική και κριτική αντιμετώπιση των επιτυχιών, των οπισθοχωρήσεων και ηττών του απελευθερωτικού εργατικού και λαϊκού ρεύματος, η ανάδειξη των προωθητικών στοιχείων που οι ήττες συχνά προσφέρουν για μια νέα επαναστατική ταυτότητα και αυτοπεποίθηση.
H υλιστική αυτοκριτική δεν μπορεί παρά να αντιπαλεύει τις γενικότερες αστικές θεωρίες και πρακτικές που απομονώνουν την ανάπτυξη των κοινωνιών της καπιταλιστικής αγοράς από την ιστορία τους και από το ταξικό εκμεταλλευτικό τους περιεχόμενο προκειμένου να τονίζουν και να διαιωνίζουν τελικά την κυρίαρχη πλευρά τους. Παράλληλα δεν μπορεί παρά να τοποθετείται κριτικά, στο πλαίσιο ενός αναγκαίου, ουσιαστικού και γόνιμου διαλόγου, στις πεποιθήσεις που «διαγράφουν» ουσιαστικά τη δυνατότητα του καπιταλισμού για συνολικά αντιδραστικά ποιοτικά άλματα, θεωρώντας πως κάτι τέτοιο συνέβη για τελευταία φορά με το πέρασμα του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, τέλος του 19ου, αρχές του 20ου αιώνα.
Η κριτική και η αυτοκριτική επομένως αποτελούν μέρος της κοινωνικής πραγματικότητας αλλά, ταυτόχρονα, υπέρβαση της καθώς, για την εργατική πολιτική, αποτελούν μέρος των προσπαθειών χειραφετητικού μετασχηματισμού της.
Β.2. Η εποχή του περασμένου αιώνα
Ο περασμένος αιώνας σφραγίστηκε από τον μονοπωλιακό – ιμπεριαλιστικό μετασχηματισμό του καπιταλισμού και το πέρασμα στο αντίστοιχο στάδιο. Ήταν μια ιστορική εποχή ποιοτικής όξυνσης, σε σχέση με τον προηγούμενο αιώνα, της αντιπαράθεσης και της σύγκρουσης ανάμεσα στον κυρίαρχο καπιταλισμό με την μονοπωλιακή – ιμπεριαλιστική πλέον μορφή του και το εργατικό και λαϊκό κίνημα. Ήταν μια εποχή πρωτοφανέρωτης όξυνσης των ενδοαστικών και ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών που οδήγησε επιπλέον σε δυο παγκόσμιους πολέμους, σε οξείς περιφερειακούς πολέμους, σε κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις και συγκρούσεις σε εθνική και διεθνή κλίμακα. Ήταν μια εποχή που σημαδεύτηκε από την Οκτωβριανή Επανάσταση αλλά και από μια σειρά μεγαλειώδεις, νικηφόρες αντιαποικιακές, αντιιμπεριαλιστικές, εθνικοαπελευθερωτικές, εργατολαϊκές εξεγέρσεις και ανατροπές, ειδικά από τις επαναστάσεις στην Κίνα, στο Βιετνάμ, στην Κούβα, τη δημιουργία των λαϊκών δημοκρατιών της Ανατολής.
Οι επαναστάσεις αυτές – όμοιες κατά βάση αλλά και διαφορετικές αναμεταξύ τους – εκδηλώθηκαν, αναπτύχθηκαν, και επέδρασαν τελικά στη διαμόρφωση της σημερινής κοινωνικής, πολιτικής πραγματικότητας και της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση. Πραγματικότητα η οποία εμπεριέχει ταυτόχρονα τη μεγαλύτερη δυνητική ικανότητα περάσματος στον αμέσως επόμενο κοινωνικό σχηματισμό και μια πρωτόγνωρη καταστροφή των ανθρώπινων κοινωνικών.
Υπό αυτή την έννοια οι επαναστάσεις αυτές έκλεισαν τον ιστορικό τους κύκλο.
Ο περασμένος αιώνας ήταν παράλληλα μια ιστορική εποχή όχι μόνο ποιοτικής ανόδου του επαναστατικού εργατικού ρεύματος αλλά και ποιοτικής ενίσχυσης – επικράτησης τελικά – μέσα στο εργατικό κίνημα των τάσεων ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης απέναντι στις επαναστατικές τάσεις .
Β.3. Ο δημοκρατικός χαρακτήρας των επαναστάσεων
Κοινό χαρακτηριστικό αυτών των επαναστάσεων και εξεγέρσεων, κατά την εκδήλωση και επικράτησης τους, ήταν ο δημοκρατικός τους χαρακτήρας, η υποστήριξη τους δηλαδή από τη μεγάλη πλειοψηφία των καταπιεσμένων.
Γι’ αυτό εξάλλου και άντεξαν στη θυελλώδη αντεπίθεση των ιμπεριαλιστών. Αυτό συνέβη τον Οκτώβρη στη Ρωσία, στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και τον εμφύλιο που ακολούθησε, ανάλογα συνέβησαν στην Κούβα, στο Βιετνάμ, στην Κίνα.
Αλλά «το κόμμα» είναι η (έμπρακτα αναγνωριζόμενη) πρωτοπορία. Και όπως κάθε πρωτοπορία είναι μια αριθμητική μειοψηφία.
Πως λοιπόν η επανάσταση εξασφάλιζε το δημοκρατικό της χαρακτήρα, δηλαδή την έγκριση και ενεργό υποστήριξη της πλειοψηφίας – και μάλιστα της μεγάλης – της εργατικής τάξης, της φτωχής αγροτιάς και των φτωχών αυτοαπασχολούμενων μεσαίων στρωμάτων;
Η εξασφάλιση κερδιζόταν όταν και όσο ηγεμόνευε η αντίληψη πως στη σχέση ανάμεσα στο κόμμα και το πολιτικό μέτωπο, το μέτωπο ήταν αυτό που τελικά αποφάσιζε και προωθούσε. Το κόμμα, με όρο την οργανωτική του αυτοτέλεια και την πολιτική του ανεξαρτησία από τους αστικούς μηχανισμούς και πολιτική, είναι το κρίσιμο και καθοριστικό που προσανατολίζει, εμπνέει και διεκδικεί με σταθερότητα. Το μέτωπο όμως είναι το αποφασιστικό, αυτό που τελικά αποφασίζει και προωθεί.
Αυτή η σχέση ανάμεσα στο κόμμα στο μέτωπο και στο κίνημα πραγματώθηκε στο κίνημα των σοβιέτ και των εργατικών εργοστασιακών επιτροπών στη Ρωσία, στο πλατύ εθνικοαπελευθερωτικό πατριωτικό μέτωπο στην Κίνα, στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στην Κούβα και στο Βιετνάμ. Εκεί επαληθευόταν ή όχι η αναγκαία ικανότητα των επαναστατών (και δη της ηγεσίας τους) να ηγούνται των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων, να γνωρίζουν και αναγνωρίζουν τα αιτήματα τους, να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή διεκδίκησης τους, να δικαιώνουν τους αγώνες και τις λαϊκές απαιτήσεις χρόνων.
Β.4. Ο δημοκρατισμός της ευθύνης
Οι επαναστάσεις του περασμένου αιώνα νίκησαν αλλά και άντεξαν στο βαθμό, και όσο χρόνο, στηρίζεται και στηριζόταν όχι μόνο σε ένα ευρύ κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο αλλά και σε ένα κόμμα το οποίο ήταν και παρέμενε βαθιά δημοκρατικό.
Η συλλογική διοίκηση και η προσωπική ευθύνη, αδιαίρετα, είναι οι πυλώνες πάνω στις οποίες βασίζεται η όποια λειτουργία συλλογικοτήτων. Αλλά η συλλογική πολιτική ευθύνη είτε της εργατικής τάξης είτε του κομμουνιστικού κόμματος, νοείται και υλοποιείται, τελικά, μέσα απ‘ την πολιτική ευθύνη, την πολιτική πράξη και την πολιτική συνείδηση του κάθε ξεχωριστού κοινωνικού εργαζόμενου ανθρώπου που συγκροτεί τελικά τη στάση του συλλογικού υποκειμένου και της εργατικής τάξης συνολικά. Ώστε αυτή να προβάλλεται στο προσκήνιο πιο ώριμα, ως ο ηγεμονικός φορέας του στόχου για τη γενικευμένη κοινωνική αυτοδιαχείριση – αυτοδιοίκηση.
Η δημοκρατία επομένως στο κόμμα δεν είναι απλή κομματική αρχή.
Αλλά και η συνειδητή πειθαρχία δεν είναι απλά διοικητικό μέτρο.
Ο ρόλος και η αποτελεσματικότητα ενός κόμματος (ή και μετώπου) υπηρετούνται από τη δημοκρατία και τη συνειδητή πειθαρχία. Είναι αδιαίρετοι πόλοι. Γι’ αυτό και οι επαναστάσεις του περασμένου αιώνα νίκησαν αλλά και άντεξαν στο βαθμό, και όσο χρόνο, στήριζαν και στηρίζονταν, ταυτόχρονα, σε ένα ουσιωδώς πειθαρχημένο κόμμα. Πειθαρχημένο απέναντι όχι προς την αυθυπαρξία του αλλά προς το σκοπό ύπαρξης του, δηλαδή την επανάσταση, τον κομμουνισμό, την απόσπαση κατακτήσεων στον καθημερινό αγώνα για τα δικαιώματα του λαού στο σύνολο του, πλειοψηφίας και εθνοτήτων, τον αγώνα για την εγγύηση της ακεραιότητας της πατρίδας όταν κινδύνευε από αποσύνθεση.
Στον αγώνα αυτό οι ηγεσίες το μοναδικό «προνόμιο» που είχαν – στην πορεία προς την επανάσταση και στην αρχή της νίκης της – ήταν οι ευθύνες που πήγαζαν από τη θέση τους. Αυτό συνέβαινε στην πορεία και στην αυγή των επαναστάσεων στη Ρωσία, Κίνα, Βιετνάμ, Γιουγκοσλαβία. Αυτό, η ανυπαρξία προνομίων στα κομματικά στελέχη, συνέβαινε και απ’ ότι φαίνεται διαρκεί σε αξιοπρόσεκτο βαθμό ειδικά στην Κούβα.
Όταν οι παραπάνω αρχές διαταραχθούν, ακόμη χειρότερα αν αντιστραφούν, η αντίστροφη πορεία της επανάστασης είναι προδιαγραμμένη.
Η διατάραξη της σχέσης μετώπου – κόμματος συνέβη στην ΕΣΣΔ, στην Κίνα και μετέπειτα στις λαϊκές δημοκρατίες οι οποίες στην ουσία αντέγραφαν το «σοβιετικό πρωτότυπο».
Γύρω από τη σχέση του κόμματος και της εργατικής δημοκρατίας – δικτατορίας του προλεταριάτου διεξαγόταν έντονη διαπάλη.
«…Μαζί με την τεράστια διεύρυνση του δημοκρατισμού, υπογραμμίζει ο Λένιν, που για πρώτη φορά γίνεται δημοκρατισμός για τους φτωχούς, δημοκρατισμός για το λαό, κι όχι δημοκρατισμός για τους πλουσίους, η δικτατορία του προλεταριάτου επιβάλλει στους καταπιεστές, στους εκμεταλλευτές, στους καπιταλιστές μια σειρά περιορισμούς της ελευθερίας. Δεν μπορείς όμως να πραγματοποιήσεις τη δικτατορία του προλεταριάτου μέσω της καθολικής οργάνωσής του. Γιατί όχι μόνο σε μας, …αλλά και σε όλες τις άλλες καπιταλιστικές χώρες το προλεταριάτο εξακολουθεί ακόμη να είναι τόσο διηρημένο, τόσο ταπεινωμένο, τόσο εξαγορασμένο… Τη δικτατορία μπορεί να την πραγματοποιήσει μόνο η πρωτοπορία που αφομοίωσε την επαναστατική δραστηριότητα της τάξης» (Λένιν, Απολογισμός για την πολιτική δράση της Κ.Ε. 10ο συνέδριο, τ. 43, 204). Αλλά την ίδια ώρα, το Μάρτη του 1921 στο 10ο συνέδριο, ο Τρότσκι υπογραμμίζει:
«Η εργατική αντιπολίτευση, παρουσίασε επικίνδυνα σλόγκαν φετιχοποιώντας τις δημοκρατικές αρχές. Βεβαιώνουν το δικαίωμα των εργαζομένων να εκλέγουν τους αντιπροσώπους τους πέρα από το κόμμα, λες και το κόμμα δεν είναι εξουσιοδοτημένο να επιβεβαιώνει τη δικτατορία του ακόμη και όταν αυτή η δικτατορία έρχεται παροδικά σε σύγκρουση(!) με τις εφήμερες διαθέσεις της εργατικής δημοκρατίας». Ποιος όμως είναι ο εξουσιοδοτών;
Έτσι, φυσικά, η εργατική δημοκρατία – εξουσία ταυτίζεται στην ουσία με την εξουσία του κόμματος. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Όταν αυτή η άποψη ηγεμόνευσε, ως συνακόλουθο, ήρθε η συμπύκνωση τελικά από το Στάλιν: «Σαν ανώτατη έκφραση του καθοδηγητικού ρόλου του κόμματος π.χ. στη χώρα μας, πρέπει να αναγνωριστεί το γεγονός ότι ούτε ένα σοβαρό πολιτικό και οργανωτικό ζήτημα δε λύνεται από τις σοβιετικές και άλλης μορφής οργανώσεις χωρίς τις καθοδηγητικές υποδείξεις του κόμματος. …Σαν κόμμα που κυβερνά, δεν μπορούσαμε να μη συγχωνεύσουμε τις κομματικές κορυφές με τις σοβιετικές κορυφές…». (Στάλιν, Ζητήματα Λενινισμού, σελ. 159), Και όντως οι «κορυφές» των σοβιέτ, η σοβιετική κυβέρνηση, το ανώτατο όργανο των λαϊκών αντιπροσώπων, συγχωνεύονται με το κόμμα το 1927.
Η συγχώνευση αυτή προκάλεσε σοβαρή ζημιά διαρκείας και στο κόμμα και στα σοβιέτ, αντέστρεψε το ρόλο του κόμματος, επέδρασε σοβαρά στο μαρασμό και τυπική λειτουργία των σοβιέτ. Ο συνδυασμό «συγχώνευση των κορυφών των σοβιέτ με το κόμμα» με την αντίληψη πως «ούτε ένα σοβαρό πολιτικό και οργανωτικό ζήτημα δε λύνεται από τις σοβιετικές και άλλης μορφής οργανώσεις, χωρίς τις καθοδηγητικές υποδείξεις του κόμματος» οδηγεί στην ταύτιση του κόμματος με την εργατική τάξη (είναι ο ενσαρκωτής του κράτους της), στην πρόσληψη του κόμματος ως ένα είδος εξωτερικής πρωτοπορίας σε σχέση με το κατά περίπτωση «ανώριμο προλεταριάτο».
Κι έτσι οι όροι για την αντιστροφή της πορείας της επανάστασης έχουν δημιουργηθεί.
Β.6. Κόμμα, Μέτωπο, Κίνημα: διακριτοί ρόλοι
Ο ρόλος και ο σκοπός ύπαρξης ενός επαναστατικού εργατικού κόμματος δεν είναι να κυβερνά, αλλά να συγκροτεί τη γενική πολιτική πρωτοπορία.
Ανάμεσα στα εκατομμύρια επαναστάτες που πραγματοποιούν τελικά την επανάσταση, ανάμεσα στις πολυάριθμες ανθρώπινες βουλήσεις και πράξεις που συμβάλλουν έμπρακτα στη χειραφέτηση του εργάτη–δημιουργού και αποτελούν αντικειμενικά τη γενική πρωτοπορία, το κόμμα συγκροτείται ως η ειδική, μερική άρα, πρωτοπορία της στρατηγικής και τακτικής. Είναι επομένως μια κρίσιμη και καθοριστική πρωτοπορία που δεν παύει όμως (ως κάθε πρωτοπορία) να είναι μερική, ένα μικρό κομμάτι των συνολικών εργατικών μαζών. Γι’ αυτό οφείλει να μεσολαβεί, κατά την κίνηση της τάξης, ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη επαληθεύοντας έμπρακτα, όχι εκ θεού και από γεννησιμιού του, τον πρωτοπόρο ρόλο του. Να επεξεργάζεται διαρκώς και με συνέπεια μια πολιτική εσωτερικής (ως μέρος της τάξης) σύνδεσης του με τις επιμέρους πρωτοπορίες αλλά και με τον αγωνιζόμενο, τελικά, λαό συγκροτώντας το κατάλληλο κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο.
Η γενική πρωτοπορία, το πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο που αγωνίζεται για την επιβολή των ιστορικά διαμορφούμενων εργατικών και λαϊκών δικαιωμάτων, είναι ο χώρος που συντίθεται η συνισταμένη της εργατικής πολιτικής. Είναι ο χώρος συγκρότησης και ενεργοποίησης της δημοκρατίας της, δηλαδή της επικύρωσης της από τον ανώτατο κριτή, τον αγωνιζόμενο λαό.
Το μέτωπο τελικά προσανατολίζει το γενικότερο κίνημα για τη δημιουργία και επιβολή των οργάνων της εργατικής διακυβέρνησης.
Τα πλατιά όργανα άσκησης πολιτικής από τις ευρύτερες εργατικές δυνάμεις, τα εργατικά συμβούλια, τα σοβιέτ, οι λαϊκές επιτροπές, ό,τι ανάλογο ή νέο δημιουργηθεί στο μέλλον, αυτά είναι τελικά η αποφασιστική και καθοριστική πλευρά του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Αυτά εμπνέουν και, μέσω της πλειοψηφίας του αγωνιζόμενου λαού, εγκρίνουν και επιβάλλουν. Εκεί, στην κολυμβήθρα της συλλογικής εργατικής και λαϊκής πράξης, βαφτίζεται και παίρνει τη δημοκρατική νομιμότητα και έγκριση κάθε μέτρο κάθε πολιτική πράξη.
Σε αυτά τα πλατιά όργανα άσκησης της εργατικής πολιτικής και τελικά εργατολαϊκής διακυβέρνησης μπορεί να συμμετέχουν ισότιμα και δίχως προνόμια και τα μέλη του κόμματος υπό την έγκριση των συλλογικών εργατικών και λαϊκών συμβουλίων.
Σ´ όλη την πολύπλοκη διαδρομή και πλούσια αλληλεπίδραση των αντικαπιταλιστικών θελήσεων, αιτημάτων, ιδεών και ενεργειών τον αποφασιστικό ρόλο τον παίζει, τελικά και καθοριστικά, ένας ουσιαστικός παράγοντας: η δυνατότητα των ίδιων των εργατών και των εργαζομένων, σ‘ ένα επίπεδο όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων, ν‘ αναπτύσσουν αυτοτελή επαναστατική πολιτική δράση με τέτοια πρωτοβουλία, μαζικότητα, ορμή και πολυμορφία, που δε μπορεί να τη συλλάβει ούτε το καλύτερο σχέδιο.
Σε τέτοιες καταστάσεις επαληθεύεται (ή όχι) και ο καθοριστικός ρόλος της κομμουνιστικής πρωτοπορίας και ο αποφασιστικός ρόλος του πολιτικού και κοινωνικού μετώπου.
Εν κατακλείδι, εργατική εξουσία δεν μπορεί να σημαίνει τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από τη διακυβέρνηση των εργατών από τις ίδιες τις μαζικές τους οργανώσεις. Αυτές συγκροτούν και τη καινούρια κρατική εργατική δομή (έως την απονέκρωση της και μετασχηματισμό της σε κέντρο εξυπηρέτησης του λαού). Συνεπώς και η κυριαρχία αυτών των οργανώσεων, θεσμοποιημένων μέσα από τη δομή ενός εργατικού κράτους, πρέπει να κατοχυρώνεται νομικά. Το ίδιο και η δημοκρατία μέσα σε αυτές τις οργανώσεις. Γι’ αυτό και εργατική εξουσία και «το κόμμα στην εξουσία στο όνομα του προλεταριάτου», ως αντίληψη και περισσότερο ως σχέση, αποτελούν εν ολίγοις παραδοξολογία.
Β.7. Η ασφυκτική πίεση των αντικειμενικών ορίων
Στην προηγούμενη εποχή, όπως η ιστορική πράξη έδειξε, η γενική ποιότητα των συνολικών αντιθέσεων ανάμεσα στις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις, στους όρους και στις σχέσεις παραγωγής και εργασίας, η παρακμή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η ποιοτική ανάπτυξη της εργατικής τάξης, του εργατικού κινήματος και των νέων οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων, οι συσχετισμοί ανάμεσα στην δυναμική ανατροπής και στη δυναμική διατήρησης του συστήματος, δεν είχαν φτάσει στο «ανώτατο επίπεδο» ωρίμανσης της οριστικής και διεθνικής επικράτησης της αταξικής κοινωνικής συγκρότησης των σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών σχέσεων. Αυτό έδειξαν, στον περασμένο αιώνα, τα τελικά χαρακτηριστικά των υποκειμενικών προσπαθειών για τον κοινωνικό και οικονομικό μετασχηματισμό των κοινωνιών. Η ασφυκτική πίεση αυτών των ιστορικών αντικειμενικών ορίων του καπιταλισμού και του εργατικού κινήματος, γενικά και όχι μόνο στη Ρωσία ή στην Κίνα, διαμόρφωναν σημαντικούς φραγμούς στην ανάπτυξη της επαναστατικής παρέμβασης της επαναστατικής τάξης στο κοινωνικό, πολιτικό και θεωρητικό πεδίο ως προς την πλήρη νίκη του σοσιαλισμού.
Η Ρωσία, για παράδειγμα, το ’17 ήταν κατά βάση χώρα γεωργική, με ισχυρά φεουδαρχικά κατάλοιπα. Και ταυτόχρονα χώρα με ανεπτυγμένα και μεγάλα εργοστάσια σε συγκεκριμένες πόλεις. Ήταν χώρα εξαντλημένη από τον πόλεμο, με φτώχεια, υψηλό αναλφαβητισμό, θρησκοληψία, αλλά και αξιόλογη επιστημονική και καλλιτεχνική δημιουργία. Η γεωργία αντιπροσώπευε το 80% της οικονομίας. Η συνολική εγκατεστημένη βιομηχανική ισχύς ήταν 256.469 ίπποι, 2,8 ίπποι εγκατεστημένης ισχύος ανά 1.000 κατοίκους ( κάτω και από τη τοτινή Ελλάδα). Το 74,6% του πληθυσμού της απασχολούνταν στην αγροτική οικονομία και μόνο το 9,8% του ενεργού πληθυσμού δούλευε στη βιομηχανία και βιοτεχνία, το 4% στο εμπόριο, το 1,5% στις μεταφορές και επικοινωνίες. Το δε συγκεντρωμένο στα μεγάλα εργοστάσια βιομηχανικό προλεταριάτο ήταν αδύναμο αριθμητικά σε σχέση με το συνολικό πληθυσμό, χαρακτηριστικό που επιδεινώθηκε στον εμφύλιο (οι εργάτες μειώθηκαν από 3,6 εκατομμύρια το ’17 σε 1,5 εκατομμύριο στη διάρκεια του εμφυλίου).
Η Κίνα του 1949 – χρονιά νίκης της επανάστασης- έχει μεγάλες ομοιότητες με την τσαρική Ρωσία του 1917. Υπήρχαν μεγάλα βιομηχανικά κέντρα (Σαγκάη, Καντόνα κ.α.) όπου ήταν εγκατεστημένα ξένα μονοπώλια, στα οποία ήταν συγκεντρωμένη η εργατική τάξη. Η αγροτική ενδοχώρα, ιδιαίτερα των ανατολικών περιοχών, βρισκόταν σε ημιφεουδαρχική κατάσταση. Η αποικιοκρατική πολιτική των κεφαλαιοκρατικών χωρών από τα μέσα του 19ου αιώνα, μετέτρεψαν την Κίνα σε μια μισοαποικιακή χώρα με αδύνατη την αυτοτελή οικονομική αλλά και πολιτική ανάπτυξη της.
Η πάλη επομένως για την αποτίναξη του ιμπεριαλιστικού ζυγού αποτελούσε το βασικό καθήκον για τους κινέζους επαναστάτες. Γι’ αυτό και το ΚΚ Κίνας, ήδη από τις δεκαετίες του 1920-1930, επεδίωξε και κατάφερε να αναδειχτεί σε ηγεμονική δύναμη ενός πλατιού αντιφεουδαρχικού, αντιιμπεριαλιστικού και επιτυχημένου τελικά αντιαποικιακού μετώπου, στο οποίο συγκαταλέγονταν η εργατική τάξη, η αγροτιά, η μικροαστική τάξη των πόλεων και ένα στρώμα της αστικής τάξης που αντιδρούσε στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και διεκδικούσε κατοχύρωση της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας.
Β.8. Οι περιορισμένοι αντικειμενικοί όροι και η αντιμετώπιση τριών ζητημάτων
Η κατάσταση στο επίπεδο ανάπτυξης των χωρών που ξεσπά η επανάσταση είναι ζήτημα που λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν στη διαδικασία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Στο τι είδους μεταβατικά μέτρα θα πρέπει να παρθούν προκειμένου να προετοιμαστεί η υλική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ώστε να μπορεί να πραγματωθεί το πέρασμα στον αμέσως επόμενο κοινωνικό σχηματισμό.
Κι αυτό γιατί ο κομμουνισμός είναι η κοινωνία στην οποία ισχύει: «Από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του». Αλλά αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο όταν «με την ολόπλευρη ανάπτυξη των ατόμων θα έχουν αναπτυχθεί και οι παραγωγικές δυνάμεις και θα αναβλύζουν πιο άφθονα οι πηγές του κοινωνικού πλούτου». Τότε μόνο ανοίγεται ένα ευρύτατο πεδίο ιστορικών δυνατοτήτων ρύθμισης της σχέσης παραγωγής- κατανάλωσης με κομμουνιστική δημοκρατία και ελευθεριότητα. Ακόμη και στο «ανώριμο στάδιο του κομμουνισμού», τον σοσιαλισμό, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η ποιότητα των κοινωνικών σχέσεων πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εξασφαλίζεται η ικανοποίηση των πλέον ανελαστικών αναγκών, των βιολογικών αναγκών που χρειάζονται οι άνθρωποι αλλά και το κοινωνικό σύστημα (διατροφή, υγεία, παιδεία, ενεργειακοί πόροι).
Συνεπώς το ελλειμματικό, στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, υλικό επίπεδο των αναγκαίων οικονομικών και κοινωνικών όρων για την οριστική επικράτηση της αταξικής κομμουνιστικής κοινωνίας, από τη μια καθόριζε τα ιστορικά διεθνή όρια των δυσκολιών για την ολοκλήρωση του επαναστατικού εγχειρήματος σε εθνική και διεθνική κλίμακα και από την άλλη αναδείκνυε τον κρίσιμο ρόλο του υποκειμενικού παράγοντα, το ρόλο των επαναστατών. Γιατί οι δυνατότητες της υποκειμενικότητας, της συνειδητά επαναστατικής πάλης της εργατικής τάξης, καθορίζονται και αντλούν τη δυναμική τους από το επίπεδο ανάπτυξης των αντικειμενικών υλικών όρων και τάσεων της κοινωνικής εξέλιξης, ωστόσο, όμως, πραγματοποιούν, διαμορφώνουν, καθυστερούν, αναπτύσσουν και γενικά μετασχηματίζουν αυτές τις τάσεις.
Στη βάση αυτή, το ελλειμματικό τότε επίπεδο των υλικών όρων περάσματος στον αμέσως επόμενο κοινωνικό σχηματισμό δημιουργούσε την επιτακτική ανάγκη μιας τολμηρής ταξικής και θεωρητικής-πρακτικής, αντιμετώπισης τριών ζητημάτων:
√ Πρώτο, του ζητήματος της ανάπτυξης του επιπέδου των συνολικών κοινωνικών και οικονομικών όρων ώστε να μπορεί η κοινωνία να ξεπεράσει τον «κοινοτισμό της μιζέριας» που εμφανίστηκε τα πρώτα χρόνια στην ΕΣΣΔ και αργότερα στην Κίνα.
√ Δεύτερο, της οργάνωσης ενός «νέου τύπου της δημοκρατίας» ώστε να εξασφαλίζεται η εργατική ηγεμονία εντός μιας κοινωνίας με αδύναμη την εργατική τάξη. Να εξασφαλίζεται ταυτόχρονα και η ενεργή υποστήριξη στα σχεδιαζόμενα βήματα κοινωνικών μετασχηματισμών της φτωχής αγροτιάς και των αυτοαπασχολούμενων.
√ Και τρίτο, την ανάγκη αντιμετώπισης των απάτητων ως τότε πολιτικών διαδρομών και πρωτότυπων απαιτήσεων που γεννούσε το ερώτημα, «σε περίπτωση που πάρω την εξουσία τι κάνω πολιτικά «έως τότε», ωσότου δημιουργηθούν – αλλά και για να δημιουργηθούν – οι διεθνείς συσχετισμοί περάσματος στην αταξική κοινωνία με την πλήρη έννοια;».
Η νέα κοινωνία, η κομμουνιστική κοινωνία με την πλήρη έννοια, μπορεί να δομηθεί, μόνο αν οι διεθνείς συσχετισμοί το επιτρέπουν. Μόνο αν οι διεθνείς συσχετισμοί είναι τέτοιοι ώστε να επιτρέπουν την απονέκρωση του κράτους σαν μηχανής ταξικής κυριαρχίας, την αυτοδιεύθυνση της κοινωνίας – επομένως την κατάργηση της πολιτικής ως διαμεσολαβητικής πράξης, την κατάργηση των συνόρων, την κατάργηση της αγοράς και του κέρδους.
Το «πώς δρω» λοιπόν στο μεσοδιάστημα είναι καίριο ζήτημα.
B.9. Ένα μεγαλειώδες εγχείρημα
Στη Σοβιετική Ένωση οι μπολσεβίκοι, και με διαφορετικό τρόπο στην Κίνα, οι επαναστάτες έδωσαν έμφαση σε αυτό που χαρακτήριζαν ως «ανάγκη ξεπεράσματος της πολυμορφίας», της συνύπαρξης δηλαδή διαφορετικών τρόπων παραγωγής (προκαπιταλιστικών – καπιταλιστικών) στη βάση όμως της κυριαρχίας των προωθούμενων σοσιαλιστικών – κομμουνιστικών σχέσεων κυρίως στη βιομηχανία.
Γι’ αυτό το σκοπό πήραν μια σειρά από πρώτα και κρίσιμα μέτρα:
Απαλλοτριώνουν και κρατικοποιούν βασικά μέσα παραγωγής.
Η απαλλοτρίωση και κρατικοποίηση βασικών μέσων παραγωγής είναι προϋπόθεση για την τροποποίηση των ταξικών συσχετισμών στην ίδια την υλική βάση της κοινωνίας και τη δημιουργία προϋποθέσεων για μια ποιοτικά διαφορετική κοινωνική θέση της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς. Τον ίδιο σκοπό υπηρετεί η νομοθετική κατοχύρωση καθοριστικής σημασίας λαϊκών κατακτήσεων, στην υγεία, την παιδεία, την κοινωνική πρόνοια, το χρόνο, τις συνθήκες και τους όρους εργασίας.
Επιχείρησαν παράλληλα να πάρουν, και πήραν, ορισμένα μέτρα σοσιαλιστικού χαρακτήρα και προσανατολισμού. Ανολοκλήρωτα φυσικά, που μηδέποτε κυριάρχησαν.
Τα μέτρα αυτά αποκτούν ξεχωριστό ενδιαφέρον για τα μελλούμενα.
Η απαραίτητη αναζήτηση και ανάδειξη τους πρέπει να εστιάσει κυρίως στο πεδίο των παραγωγικών σχέσεων και στην πολιτική δημοκρατία, στη νέα ενότητα και σχέση που διαμορφωνόταν ανάμεσα στην οικονομική, την πολιτική και την πολιτιστική σφαίρα.
Μπορούμε λοιπόν να υπογραμμίσουμε τα εξής:
√ Μαζί με την απαλλοτρίωση των καπιταλιστών και των γαιοκτημόνων και την κρατικοποίηση βασικών μέσων παραγωγής, το κίνημα των εργοστασιακών επιτροπών και των σοβιέτ διεκδίκησε όχι μόνο τον έλεγχο αλλά και την ίδια την διεύθυνση της παραγωγής.
√ Δημιουργήθηκε, στην αρχή, νέος στρατός βασισμένος σε δημοκρατικές σχέσεις έξω από το πλέγμα της ιεραρχίας και της αστικής πειθαρχίας.
√ Ανασυγκροτήθηκε η «ανεξάρτητη δικαιοσύνη» και επιχειρήθηκε να ενταχθεί στις λειτουργίες της λαϊκής αυτοδιοίκησης.
√ Το σχολείο επιχειρήθηκε να μετασχηματιστεί πάνω σε κολεκτιβιστικές βάσεις, δημιουργήθηκε το «ενιαίο σχολείο εργασίας» που συνδέει τη διαδικασία της μάθησης με την κοινωνική ζωή και τις ανάγκες της.
√ Σημαντικά βήματα γίνονται για την εξασφάλιση της ισότητας των γυναικών.
√ Στις τέχνες πνέει ένας άνεμος τολμηρού πειραματισμού με στόχο την κοινωνικοποίηση τους και την απαλλαγή τους από την αστική σκουριά.
Καινοτόμες απελευθερωτικές ιδέες έμπαιναν στην πράξη σε έναν μαζικό επαναστατικό πειραματισμό που προσπαθούσε σε όλους τους τομείς της ζωής των εργαζομένων:
√ Στην παραγωγή εμφανίστηκαν απόπειρες ποιοτικής ισχυροποίησης του ρόλου της αξίας χρήσης σε σχέση με την ανταλλακτική – εμπορευματική αξία.
√ Εμφανίστηκαν χαρακτηριστικά κλονισμού της αλλοτριωμένης εργασίας σαν βασικής παραγωγικής δύναμης και σαν πυρήνα των παραγωγικών δυνάμεων, στοιχεία της εργασίας με εσωτερική υποκίνηση σε αντίθεση με τον κυρίαρχο χαρακτήρα της εργασίας με εξωτερικό οικονομικό καταναγκασμό. Υπήρξε τάση βελτίωσης της αναλογίας αναγκαίου/πρόσθετου χρόνου εργασίας.
√ Εμφανίστηκαν στοιχεία παραγωγής με βάση τις ανάγκες και όχι ανάγκες με βάση το κέρδος. Στοιχεία συνειδητού, οργανωμένου, πανκοινωνικού σχεδιασμού της παραγωγής, σε αντίθεση με τον άναρχο προσανατολισμό της παραγωγής για την αγορά. Κοινωνικά μέτρα υπέρβασης της αντίθεσης ανάμεσα στον εργάσιμο και τον ελεύθερο χρόνο.
√ Μέσω της σοβιετικής εξουσίας και της προλεταριακής πλευράς του κράτους εμφανίζονται στοιχεία διεκδίκησης της κυριαρχίας των πραγματικών παραγωγών στις δημόσιες υποθέσεις και στις συνολικές συνθήκες ύπαρξής τους, τάση ενίσχυσης του αποφασιστικού ρόλου των μαζικών οργάνων της επαναστατημένης τάξης. Στοιχεία πολιτιστικής επανάστασης, αμφισβήτησης του ρόλου της κουλτούρας σαν καταναλωτικού εμπορεύματος. Τάσεις και πειραματισμοί συνειδητής υπέρβασης του θεσμού της οικογένειας σαν μηχανισμού αναπαραγωγής των εκμεταλλευτικών ταξικών σχέσεων.
Τα στοιχεία, όσο και αν περιορίστηκαν, όσο και αν ξεχάστηκαν και μηδέποτε κυριάρχησαν τελικά, όσο και αν κατασυκοφαντήθηκαν με την «αποκάλυψη» της κατάρρευσης, αποτελούν την κοσμοϊστορική προσφορά του Οκτώβρη στην ιστορική κίνηση της εργατικής τάξης για την κομμουνιστική απελευθέρωση. Αποτελούν τα πρώτα, μετά τη βραχύβια Παρισινή Κομμούνα, εγχειρήματα μετάβασης σε μια κοινωνία απελευθερωμένη από οποιαδήποτε ταξική εκμετάλλευση.
Με τα μέτρα αυτά κατακτούσαν την ηγεμονία της εργατικής τάξης απέναντι στη μεσαία τάξη και στα εναπομείναντα τμήματα της αστικής. Η ηγεμονία όμως μέσα σε μια τάξη ή μέσα σε μια συμμαχία δεν σημαίνει ότι καταργεί την ηγεμονευόμενη πλευρά, ότι καταργεί τα αντίθετα συμφέροντα και τις διεκδικήσεις της. Αυτά υπάρχουν κάτω από το προκάλυμμα των «κοινών συμφερόντων» των αντίθετων τάξεων που αποτελεί και το θεμέλιο της κοινωνικής συνοχής όλων των ταξικών συστημάτων.
Η ηγεμονία τελικά κρίνεται από το αποτέλεσμα. Και επομένως αποκτά αξία στο βαθμό που δυσκολεύει, ακόμα καλύτερα στο βαθμό που ακυρώνει, την αυτοτελή ανάπτυξη των ιδιαίτερων διεκδικήσεων της ηγεμονευόμενης (αστικής και μικροαστικής πλευράς εν προκειμένω στη Ρωσία κ.α. ) πλευράς.
Β.10. Η εξέλιξη των αντιθέσεων
Ο Οκτώβρης μετά την πρώιμη ήττα των επαναστάσεων σε Γερμανία, Ουγγαρία, Αυστρία, βρέθηκε διεθνικά περιορισμένος. Τότε αναδείχθηκε και πήρε κατεπείγουσα μορφή ως κεντρικό πολιτικό ζήτημα το “πως προχωράμε με δοσμένες επιπλέον και τις δυσμενείς διεθνείς συνθήκες”.
Οι επιφανείς επαναστάτες του περασμένου αιώνα είχαν να αντιμετωπίσουν πρωτόγνωρες πολιτικές και θεωρητικές δυσκολίες.
Και απάντησαν με τις γνωστές περιπέτειες. Απάντησαν με την περιπλάνηση στον «πολεμικό κομμουνισμό». Οι περισσότεροι τον αντιμετώπιζαν ως μοντέλο οικοδόμησης της κομμουνιστικής κοινωνίας. Αποδείχτηκε αναγκαία μεν πολιτική στις συνθήκες του εμφύλιου στην αυγή του Οκτώβρη, αλλά για μετά τον εμφύλιο ήταν αδιέξοδη καθώς οδηγούσε «στον κοινοτισμό της μιζέριας» (Γκράμσι). Απάντησαν, στη συνέχεια, με το πέρασμα (το 1922), στη νέα οικονομική πολιτική και την αναγκαστική εγκατάλειψη της το ’27, το βαθμιαίο πέρασμα στη βίαιη κολεκτιβοποίηση και την εκβιομηχάνιση. Η εκβιομηχάνιση όμως έγινε με όρους ενός ιδιότυπου καπιταλισμού, δίχως τους κλασσικούς καπιταλιστές: με την καθιέρωση πολλαπλών κλιμακίων αμοιβών, με την οικειοποίηση μέτρων αστικής διοίκησης στην εργασία, τη μαζική επαναφορά και στελέχωση στη διοίκηση, διαχείριση της οικονομίας και του κράτους «ανθρώπων από την τάξη που προηγήθηκε της δικής μας εξουσίας», την εγκαθίδρυση της «δικτατορίας του ενός» στην εργασία, την εξουσία των διευθυντών και των ανώτερων κρατικών στελεχών του σχεδιασμού. Με την αντιμετώπιση δηλαδή του εργοστασίου (και της παραγωγής) όχι σαν χώρου πολιτικής, όπου εκεί πριν απ’ όλα θα έπρεπε να εγκαθιδρυθεί και να ασκηθεί η εργατική εξουσία και δημοκρατία, αλλά περίπου σαν «τεχνικού χώρου» όπου κυριαρχούσε η «δικτατορία του ενός». Κατά την εξέλιξη αυτή οι σχέσεις ιδιοκτησίας μετατράπηκαν από ατομικές σε συλλογικές- κρατικές.
Αλλά κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής σημαίνει ότι ο έλεγχος, η κατοχή, η κυριότητά τους και η ιδιοποίηση του κοινωνικού πλούτου ανήκει άμεσα στους παραγωγούς και σε όλα τα μέλη της κοινωνίας μέσω των θεσμοθετημένων οργάνων. Κάτι τέτοιο δεν υπήρξε στην ΕΣΣΔ, την Κίνα κ.α. Με λίγα λόγια, η αναγκαία κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής, ο κεντρικός σχεδιασμός και η εξαιρετικής σημασίας κάλυψη βασικών κοινωνικών αγαθών (υγεία, παιδεία, στέγη κ.λπ. ) από το κράτος είναι αναγκαία, αλλά όχι και ικανή συνθήκη ώστε από μόνη της να οδηγήσει στην κοινωνικοποίησή τους. Γιατί, σε ό,τι αφορά την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, το ζήτημα τελικά δεν είναι ατομική ή συλλογική-κρατική ιδιοκτησία (σύγχρονες καπιταλιστικές εταιρείες είναι συλλογικές), αλλά αν είναι ιδιωτική ή πανκοινωνική ιδιοκτησία.
Η συνολική κατάσταση (προνόμια, πολλές βαθμίδες αμοιβών, τρόπος διοίκησης των εργοστασίων, συγχώνευση ανώτερων σοβιέτ και αντίστοιχων κομματικών οργάνων) οδήγησε βαθμιαία στη δημιουργία ενός στρώματος που ενώ δεν είχε ιδιόκτητα μέσα παραγωγής, εντούτοις, μέσω της ειδικής του θέσης στο κράτος και τη διοίκηση της κοινωνίας, αποσπόταν βαθμιαία από τους προλετάριους και τα σύμμαχα στρώματα, δρούσε στο όνομα του λαού και επί του λαού.
Αυτή είναι και η ιδιομορφία της δημιουργούμενης από πολύ νωρίς σοβιετικής (αλλά και κινέζικης) κοινωνίας.
Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία τελικά μιας ιστορικά ανέκδοτης και δίχως ιστορική προοπτική εκμεταλλευτικής, τελικά, κοινωνίας που γεννιόταν στα σπλάχνα μιας κοινωνίας η οποία αρνιόταν όμως διακηρυκτικά, κατ’ αρχάς, την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Ωστόσο τα σοβιέτ είχαν ήδη συγχωνευθεί με το κόμμα, οι εργοστασιακές επιτροπές είχαν απονεκρωθεί, τα συνδικάτα έπαιζαν συμπληρωματικό ρόλο στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
Σε αυτή την κοινωνία, στην οποία οι αναπόφευκτες αρχικές αντιθέσεις εξελίχτηκαν σε ανταγωνιστικές, η λύση θα ήταν ή μια δεύτερη επανάσταση ή η κατάρρευση. Αντ’ αυτού καλλιεργούσαν ήδη από τη δεκαετία του 1930 τη θεωρία περί του «σοσιαλισμού σε μια χώρα». Στην. ΕΣΣΔ π.χ. το ’61 διακηρύσσεται ότι «μπήκαμε στη φάση της οικοδόμησης του κομμουνισμού» και αργότερα ότι «η κομμουνιστική κοινωνία θα έχει σίγουρα οικοδομηθεί τη δεκαετία του ’80». Η θεωρία όμως περί του σοσιαλισμού σε μια χώρα στην ουσία περιορίζει την όλη προσπάθεια στα αντικειμενικά όρια που θέτουν οι διεθνείς συσχετισμοί, ειδικά σε ό,τι αφορά την κατάργηση του κράτους ως μηχανή ταξικής κυριαρχίας και την κατάργηση των συνόρων. Ταυτόχρονα υποβαθμίζει την ανάγκη και την ουσία της διεθνούς επανάστασης.
Οι κοινωνίες αυτές, όπως εξελίχθηκαν, ήταν δίχως ιστορική προοπτική. Γι’ αυτό και τελικά εκφυλίστηκαν, κατέρρευσαν, έδωσαν τροφή στην κατασυκοφάντηση του σοσιαλισμού.
Β.11. “Σοσιαλιστικές” ανα-θεωρήσεις
Η υλική αυτή βάση της νέας ιδιότυπης εκμεταλλευτικής, τελικά, κοινωνίας, σε συνδυασμό με το παγκόσμιο κύρος της ίδιας της Οκτωβριανής επανάστασης, αποτελούσαν τη βάση γένεσης υβριδικών θεωριών που συνδύαζαν την «οικοδόμηση του κομμουνισμού» με την ελεύθερη αγορά και την αυτονομία των επιχειρήσεων, τον «πραγματισμό» και τον «σοσιαλισμό της αγοράς». Αλλά η λειτουργία της αγοράς αποκτά οντότητα – επομένως λειτουργικό χαρακτήρα – μόνο στο βαθμό που γίνεται εμπόρευμα η εργατική δύναμη, δηλαδή όταν κυριαρχούν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.
Εξάλλου το ίδιο το κέρδος είναι υλοποιημένη υπεραξία. Επομένως, η λειτουργία της αγοράς έρχεται σε αντίθεση με τον άμεσα κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας, δηλαδή με το γεγονός ότι η παραγωγή πραγματοποιείται συλλογικά σχεδιασμένα με σκοπό την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών.
Βασική πλευρά αυτής της περιπέτειας ήταν και τα κενά, η σοβαρή έλλειψη πάνω στο θεμελιώδες και σύνθετο ερώτημα, «ποια είναι η φύση της κοινωνίας που συγκροτείται με την επικράτησή της επανάστασης και επομένως πως προχωρώ μετά». Γι’ αυτό εξάλλου και στην περίοδο 1922–1936 οι μπολσεβίκοι χωρίστηκαν σε διάφορα ρεύματα που επιχείρησαν να δώσουν τη μια ή την άλλη απάντηση: Οι Μπουχάριν, Τρότσκι και Πρεομπραζένσκι ζητούν άμεσο πέρασμα στον κομμουνισμό με στρατιωτικοποίηση της εργασίας, επίταξη γεωργικών προϊόντων και διανομή τους από το κράτος. Η «πλατφόρμα των 46» (Πρεομπραζένσκι, Οσσίνσκι, Πιατακόφ κ.α.) καταγγέλλει το ’23 την «έλλειψη σχεδιασμού και βοήθειας στη βιομηχανία και την ανεπάρκεια της πιστωτικής πολιτικής» και ταυτόχρονα ότι «η ελεύθερη συζήτηση μέσα στο κόμμα έχει ουσιαστικά εξαφανιστεί, η κοινή γνώμη μέσα στο κόμμα έχει καταπνιγεί…». Το ’25 – 26 η πλατφόρμα των Ζηνόβιεφ, Κάμενεφ, Σοχόλνικοφ και Κρούπσκαγια επιτίθεται στη ΝΕΠ, ζητώντας ταυτόχρονα ελεύθερη συζήτηση και εσωκομματική δημοκρατία. ΟΖηνόβιεφ καταγγέλλει τη ΝΕΠ ως «κρατικό καπιταλισμό» ενώ ο Μπουχάριν το ’28-29 υπερασπίζεται τη ΝΕΠ και ζητάει ταχεία εκβιομηχάνιση. Ο Τόμσκι, πρόεδρος των εργατικών συνδικάτων, δεν συμφωνεί με τους περιορισμούς στους μισθούς που επιβάλλει το πρώτο πεντάχρονο κ.α.
Τα κενά αυτά πρέπει να καλυφθούν.
Όχι φυσικά από τα υλικά κατεδαφίσεως του παρελθόντος ενός ανύπαρκτου χαμένου «σοσιαλιστικού παραδείσου» αλλά ως σύγχρονο δημιούργημα του απαιτητικού παρόντος και του επιθυμητού μέλλοντος.
Β.12. Οι συγκρούσεις των “σοσιαλιστικών” κρατών
Η υλική αυτή βάση της νέας ιδιότυπης εκμεταλλευτικής, τελικά, κοινωνίας αποτέλεσε και τη βάση που προσδιόρισε και της διακρατικές σχέσεις ανάμεσα στην Κίνα και την ΕΣΣΔ.
Εκτιμάται, και σωστά, πως η πρόωρη ήττα της διπλής Γερμανικής επανάστασης αλλά και των εξεγέρσεων σε Ουγγαρία, Αυστρία ήταν καθοριστικής σημασίας στην εξέλιξη της επανάστασης (σε συνδυασμό με τα προγραμματικά κενά). Οδήγησε στο διεθνή περιορισμό της Οκτωβριανής επανάστασης που με τη σειρά του περιόριζε τα όρια των κοινωνικών μετασχηματισμών, έθετε νέα ερωτήματα για το τι και πως.
Μετά όμως το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, μέσω της κινέζικης επανάστασης, της γιουγκοσλάβικης αλλά και με τη δημιουργία των λαϊκών δημοκρατιών, («ο νέος κόσμος, ο σοσιαλιστικός» ήταν το ένα τρίτο του πλανήτη) η απομόνωση της επανάστασης σε μια χώρα έσπασε. Εντούτοις, τότε ακριβώς, όταν έχει σπάσει η διεθνής απομόνωση, ξεσπούν κατά κύματα διακρατικά προβλήματα κατ’ αρχάς ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και την Γιουγκοσλαβία, εν συνεχεία ανάμεσα στην ΕΣΔΔ και στην Κίνα που κορυφώθηκαν σε διασυνοριακό πόλεμο, σε πολεμική σύρραξη.
Αλλά ο πόλεμος και ο σοσιαλισμός είναι αντίθετες έννοιες.
Στην πραγματικότητα οι διαφορές αυτές εδράζονταν στην ίδια τη φύση των κοινωνιών, στις εσωτερικές κοινωνικές διαστρωματώσεις των κρατών που συγκροτήθηκαν κατά αντιγραφή του πολιτικού συστήματος της ΕΣΣΔ, όπως αυτό είχε ήδη διαμορφωθεί την περίοδο 1917-1936. Άρα τα όρια και τα προβλήματα υπήρχαν από τη γέννηση των νέων μεταπολεμικών κρατών με πλέον ορατά στην Κίνα λόγω του θεσμοθετημένου ρόλου της αστικής τάξης. Η πορεία επομένως ήταν ανεπίστρεπτη. Εκτός και αν νέες επαναστάσεις προστασίας των κατακτήσεων και διεύρυνσης τους λάμβαναν χώρα σε αυτές τις χώρες. Αντ’ αυτού επήλθε η προς τα μέσα κατάρρευση.
Β.13. Η επανάσταση σε μια χώρα
Θα μπορούσε να διατηρηθεί – και πως – ο μεταβατικός χαρακτήρας των κοινωνιών που προέκυψαν από τις επαναστάσεις του περασμένου αιώνα και να μένει ανοιχτή η συνέχιση της επαναστατικής διαδικασίας προς το σοσιαλισμό; Θα μπορούσε να ενισχύεται – και πως – μια ριζικά αντίστροφη κατεύθυνση και στην εξέλιξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και στην ανάπτυξη των αντιφάσεων του και της κρίσης του έτσι που να διευκολύνεται η ανάπτυξη του παγκόσμιου εργατικού κινήματος προς τον κομμουνισμό;
Εμείς, φυσικά, δεν μπορούμε να κάνουμε τους έξυπνους εκ των υστέρων.
Αυτό που ήταν να γίνει, την περασμένη ιστορική εποχή, έγινε. Ό,τι μάλιστα συντελέσθηκε, πραγματοποιήθηκε με τον γεμάτο αυτοθυσία αγώνα και προσφορά βάσης και ηγεσίας.
Τα παραπάνω ερωτήματα επομένως και οι απαντήσεις σε αυτά αποκτούν αξία μόνο αν αποκτήσουν σύγχρονο περιεχόμενο και στόχευση.
Το ερώτημα όμως «σε περίπτωση που πάρω την εξουσία σε μια χώρα τι κάνω πολιτικά “έως τότε”, ωσότου δημιουργηθούν – αλλά και για να δημιουργηθούν – οι διεθνείς συσχετισμοί περάσματος στην αταξική κοινωνία με την πλήρη έννοια», θα τίθεται ξανά, αντικειμενικά και με σύγχρονους όρους. Κι αυτό γιατί οι επαναστάσεις εκδηλώνονται μεν σε μια ανήσυχη, σε μια επαναστατική εποχή, σε ένα σύνολο χωρών. Αλλά εκδηλώνονται κατά κανόνα ασύμμετρα, με διαφορά φάσης.
Οι απαντήσεις επομένως στο παραπάνω ερώτημα οφείλουν να δοθούν και να υπηρετούν το σήμερα. Αυτό το σκοπό εξάλλου υπηρετεί η επιχειρούμενη διερεύνηση των απαντήσεων που δόθηκαν τον αιώνα που πέρασε.
Εξάλλου και η διερεύνηση αυτή που επιχειρείται, από τον ίδιο το σκοπό της, οφείλει να είναι ανοικτή τόσο στις κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις όσο και στις απαιτήσεις του αναπτυσσόμενου κινήματος της εργατικής χειραφέτησης,
Β.14. Για το περιεχόμενο της νέας προσπάθειας
Η νέα προσπάθεια πρέπει να πάρει υπόψη της πως η εξέλιξη του καπιταλισμού υπερέβη ζητήματα (βασικά τότε) που αντιμετώπισαν οι επαναστάτες του περασμένου αιώνα στη Ρωσία, στην Κίνα στο Βιετνάμ, στην Κούβα κ.α., και πως επίσης οι εξελίξεις στον καπιταλισμό είναι τέτοιες που θέτουν με άλλο τρόπο τα άμεσα καθήκοντα μιας επαναστατικής αναπροσαρμογής της κοινωνίας. Έτσι:
√ Η σύγχρονη εργατική τάξη δεν είναι πλέον η αδύναμη ποσοτικά τάξη της Ρωσίας του ’17 και της Κίνας του ’50. Είναι για πρώτη φορά πλειοψηφούσα δύναμη στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, μορφωμένη, συγκεντρωμένη όσο ποτέ σε μεγάλες πόλεις, με επιπλέον συσσωρευμένη πείρα από τις νίκες και τις ήττες της. Η εργατική τάξη αλλοτριώνεται με σύγχρονους όρους, πολύ-διαιρείται εσωτερικά εξ αιτίας της κινητικότητας των προλεταριοποιούμενων μεσαίων στρωμάτων, των μεταναστευτικών ροών, των πολλαπλών επιπέδων αμοιβών, των διαφορετικών σχέσεων εργασίας, μέρος της αιχμαλωτίζεται στο μυστικισμό και ανορθολογισμό.
Οι αγωνίες επομένως για τη στελέχωση ενός σύγχρονου εργατικού κράτους που αντιμετώπισε η πρώτη σοβιετική κυβέρνηση δεν υπάρχουν. Τώρα πλέον οι υπολογιστές και τα ρομπότ, οι οπτικές ίνες και η βιοτεχνολογία μετασχηματίζουν σε απλούστατες, κυριολεκτικά παιδαριώδεις, διαδικασίες, εργασιακά καθήκοντα τα οποία μέχρι χτες απαιτούσαν υψηλή ειδίκευση και δεξιοτεχνία. Ο ίδιος ο καπιταλισμός μετατρέπει την οργάνωση και διαχείριση της παραγωγής και των κοινωνικών υποθέσεων σε απλή υπόθεση, ώστε πλέον ο σύγχρονος συλλογικός εργάτης, χωρίς ιδιαίτερο κόπο, να μπορεί να την ασκεί, από την επιχείρηση ως το κράτος. Οι εργάτες μπορούν να έχουν πλέον συνολική εικόνα της παραγωγής, της διακίνησης, εμπορίας και ανταλλαγής αγαθών και κεφαλαίων, του πολιτισμικού ανθρώπινου πλούτου.
Άρα οι αγωνίες για τη στελέχωση ενός σύγχρονου εργατικού κράτους δεν συνδέονται πλέον με την αδύναμη ποσοτικά και ποιοτικά εργατική τάξη.
Αποκτούν όμως νέο περιεχόμενο.
√ Οι αγρότες στην εποχή μας, αντί του 80% του πληθυσμού που ήταν τότε, είναι σήμερα στις ανεπτυγμένες χώρες το 5-8% (στην Ελλάδα γύρω στο 10%). Επομένως η εργατοαγροτική συμμαχία δεν έχει πλέον τα ίδια βαρύτητα που είχε τότε.
Άρα, η πολιτική κοινωνικών αλλά και πολιτικών συμμαχιών οφείλει να προσαρμοστεί στα σύγχρονα δεδομένα. Να στραφεί, πρωτίστως, στο ίδιο το εσωτερικό της πολυπληθούς αλλά και πολυδιαιρεμένης πλέον εργατικής τάξης εξασφαλίζοντας την πολιτική της έκφραση. Και μέσω αυτής να αποταθεί στα αυτοαπασχολούμενα, κυρίως, νέα και παλιά μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού καθώς και σε ειδικές κοινωνικές κατηγορίες (π.χ. νεολαία, διανόηση, γυναίκες), και πολιτιστικά ανατρεπτικά ρεύματα.
√ Ο αναλφαβητισμός επίσης (75% δεν γνώριζαν γραφή στη Ρωσία του 17) έχει σχεδόν εξαλειφθεί στις ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες καπιταλιστικές χώρες. Γιατί οι αστοί χρειάζονται κυρίως μορφωμένους εργάτες για να κινήσουν τα σύγχρονα εργαλεία παραγωγής. Μορφωμένους με μονοδιάστατη όμως και αυστηρά ελεγχόμενη παρεχόμενη μόρφωση κατά πως οι ίδιοι την ορίζουν. Έτσι που ο εργάτης να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της αγοραίας παραγωγής αλλά δίχως συνολική γνώση του κόσμου που του ανήκει.
Μόνο στις «υπανάπτυκτες», δηλαδή στις βαριά εθνικά εκμεταλλευόμενες χώρες, το φαινόμενο του αναλφαβητισμού διατηρείται.
√ Η σύγχρονη τεχνολογική επανάσταση και η δυναμική της, αποκαλύπτει τη ρεαλιστική δυνατότητα προώθησης μιας βαθιάς πολιτικής και πολιτιστικής επανάστασης στην εργασία, στη γενικότερη οργάνωση της ζωής του εργάτη-δημιουργού. Από την άλλη η ηλεκτρονική παρακολούθηση, οι σύγχρονες μορφές κρατικής βίας, η αλλοτρίωση και ο λειτουργικός αναλφαβητισμός δημιουργούν νέα προς αντιμετώπιση ισχυρά προβλήματα
√ Οι καθυστερήσεις και τα υλικά προβλήματα που αντιμετώπισαν τότε στην ανάπτυξη της βιομηχανίας και στον τεχνολογικό εξοπλισμό του γεωργικού τομέα και της διατροφικής αλυσίδας δίνουν τη θέση τους στη σύγχρονη επαναστατικοποίηση των μέσων παραγωγής τα οποία ο καπιταλισμός παράγει, ιδιοποιείται και διαστρέφει.
Στην εποχή μας τα τρόφιμα και τα υλικά αγαθά που παράγονται φτάνουν να τραφεί και να ζει στη γη ο διπλάσιος πληθυσμός της γης, αλλά η πείνα θερίζει. Στις σημερινές συνθήκες της αφθονίας 840 εκατομμύρια υποσιτίζονται, περισσότερα από 20 εκατομμύρια λιποβαρή παιδιά γεννιούνται στον κόσμο κάθε χρόνο (κυρίως Νότια Ασία και Αφρική), ένα Λαύριο άνθρωποι πεθαίνουν ημερησίως από την πείνα. Επομένως τα ζητήματα: τι παράγεται, πως παράγεται, γιατί παράγεται και πως διανέμεται ό,τι παράγεται, αποκτούν δεσπόζουσα σημασία. Πολύ περισσότερο αφού το «τι τρώμε» και η μόλυνση του εδάφους και του περιβάλλοντος αποκτούν νέες εκρηκτικές διαστάσεις .
Γ. Ο καπιταλισμός της εποχής μας
«Η συνεχής ανατροπή της παραγωγής, ο αδιάκοπος κλονισμός όλων των κοινωνικών καταστάσεων, η αιώνια αβεβαιότητα και κίνηση διακρίνουν την αστική εποχή από όλες τις προηγούμενες».
Κομμουνιστικό Μανιφέστο
Γ.1. Οι καπιταλιστικές σχέσεις
Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, αυτή η ανώτερη εκδοχή της ταξικής εκμεταλλευτικής κοινωνίας, περιέχει τις διάφορες σχέσεις του κοινωνικού ανθρώπου και την αλληλεπίδρασή τους. Περιέχει τις σύνθετες σχέσεις αναπαραγωγής της υλικής ζωής και μετασχηματισμού της φύσης, ό,τι ονομάζουμε κυρίως οικονομία, οικονομικές σχέσεις. Τις σχέσεις, επίσης, «ουσιαστικού ελέγχου» πάνω στις προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της παραγωγής, της εργασίας και της επιστήμης, δηλαδή τις σχέσεις ιδιοκτησίας και ιδιοποίησης ξένης εργασίας, αυτό που ονομάζουμε κυρίως παραγωγικές σχέσεις. Περιέχει, με έναν ιδιαίτερο τρόπο, τις πολιτικές, κρατικές, θεσμικές, εθιμικές, «ιδεολογικές» σχέσεις κυριαρχίας, ηγεμονίας και πολιτικής βίας, πάνω στην εκμεταλλευόμενη τάξη από τις κατέχουσες τάξεις, δηλαδή τις πολιτικές σχέσεις. Περιέχει τέλος, με την αυτοτέλεια τους, τις ιδέες, τις «κοσμοθεωρίες», τις κοινωνικές επιστήμες, τη φιλοσοφία, την τέχνη, ό,τι ονομάζουμε θεωρητικές σχέσεις. Σχέσεις που προκύπτουν από τις ταξικές σχέσεις παραγωγής και με τη σειρά τους αντεπιδρούν πάνω τους. Έχει ως βασικό περιεχόμενο την διαλεκτική ενότητα-αντίθεση των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων και των κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων, την αλληλοσύνδεση τους με τις πολιτικές και θεωρητικές σχέσεις και αντιλήψεις.
Η αντίθεση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και παραγωγικές σχέσεις δεν είναι μια αντίθεση ανάμεσα σε δυο αμοιβαία αποκλειόμενες πραγματικότητες, από τη μια μεριά οι κοινωνικά «ουδέτερες» παραγωγικές δυνάμεις και από την άλλη οι ταξικά «μεροληπτικές» σχέσεις παραγωγής. Αντίθετα, η μια προϋποθέτει την άλλη και διεισδύει σ’ αυτήν συγκροτώντας μια αδιαφιλονίκητη διαλεκτική ενότητα-αντίθεση που αποτελεί όχι τη μοναδική αλλά την καθοριστική κινητήρια δύναμη της ιστορίας. Αντίθεση που περιέχει και καθορίζει τελικά τις σχέσεις του ανθρώπου με τη φύση, το σύνολο των σχέσεών του με τους άλλους ανθρώπους, συμπυκνώνει την ανθρώπινη ουσία. Η πιο άμεση μορφή της είναι η πάλη των τάξεων.
Οι ταξικοί αγώνες ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία και οι ευρύτεροι ταξικοί και ενδοταξικοί ανταγωνισμοί, υπάρχουν σε όλες αυτές τις σχέσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Αποτελούν την κινητήρια δύναμη της εξέλιξης των αντιθέσεων και των μετασχηματισμών τους, τόσο ως προς τις μορφές όσο και ως προς την ουσία τους.
Γ.2. Ο διαλεκτικός τρόπος ανάπτυξης της ταξικής πάλης
Οι ταξικοί αγώνες αναπτύσσονται όχι γραμμικά αλλά με αντιφατικές συσσωρεύσεις, απότομα ξεσπάσματα και ποιοτικές καμπές. Και υπό αυτό το πρίσμα καθορίζουν – και αντανακλούν – τον «δυναμικό ιστορικό τρόπο» ανάπτυξης του ίδιου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αντανακλούν και σφραγίζουν την κίνηση του. Ακριβώς γι’ αυτό η κίνηση, η εξέλιξη του καπιταλισμού δεν μπορεί να έχει τη μορφή μιας απλής γραμμικά εξελισσόμενης ποσοτικής διαδικασίας. Η πορεία του δεν μπορεί παρά να είναι μια διαδικασία με άλματα, με βαθμίδες (φάσεις και στάδια), με σχέσεις «ασυνέχειας» μέσα στην εκμεταλλευτική συνέχειά του (έως τη «μεγάλη ασυνέχεια» του οριστικού κοινωνικοοικονομικού μετασχηματισμού του).
Οι ποσοτικές συσσωρεύσεις που οδηγούν σε ριζικές ανασυγκροτήσεις, ποιοτικές βαθμίδες και «στάδια», είναι αναγκαιότητα για τον καπιταλισμό, ακριβώς για να διατηρήσει τη βαθύτερη εκμεταλλευτική του «συνέχεια» για όσο διάστημα υπάρχει και κυριαρχεί. Και ακόμη περισσότερο όσο ο καπιταλισμός ιστορικά πλησιάζει προς το τέλος της κυριαρχίας του, όσο «σβήνει μα δεν έσβησε ακόμα», όσο « πεθαίνει μα δεν πέθανε ακόμα».
Διάφορα ρεύματα αρνούνται αυτό το διαλεκτικό τρόπο μετασχηματισμού, κίνησης γενικότερα, των κοινωνιών της καπιταλιστικής αγοράς.
Ρεύματα της εποχής μας, «εντυπωσιασμένα» από τη σημερινή σχετική «άρνηση» ορισμένων προηγούμενων ουσιαστικών πλευρών και μορφών του διεθνούς συστήματος του ιμπεριαλισμού (π.χ. σχετική «άρνηση» της παλιάς αποικιοκρατίας, ή σχετική «άρνηση» των εξαγωγών κεφαλαίου στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, προσανατολισμός των επενδύσεων κυρίως στις τρεις μεγάλες ζώνες των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων), βλέπουν γενικά την υπέρβαση και «ξεπέρασμα» του ιμπεριαλισμού στο πλαίσιο της καπιταλιστικής «παγκοσμιοποίησης». Δεν βλέπουν δηλαδή αυτό που όντως συμβαίνει, την ποιοτική και αντιδραστική ανάπτυξη του ιμπεριαλισμού, τα ποιοτικά αναπτυγμένα χαρακτηριστικά του σύγχρονου καπιταλισμού, τις ποιοτικά αναπτυγμένες αντιφάσεις του.
Η μη κατανόηση αυτής της κίνησης του καπιταλισμού οδηγεί αντικειμενικά στην υποτίμηση του διαλεκτικού –και όχι απλά εξελικτικού– τρόπου ανάπτυξης της ταξικής πάλης, αλλά και της ικανότητας του κεφαλαίου να συγκεντρώνει και να αναδιατάσσει ριζικά τις δυνατότητες κυριαρχίας του. Δυσκολεύεται έτσι ο αγώνας για την αντίστοιχη αναγκαιότητα – δυνατότητα της επαναστατικής και κομμουνιστικής υπέρβασής του.
Γ.3. Σάπισμα και ανάπτυξη του καπιταλισμού
Χρειάζεται να δούμε νηφάλια την αντίληψη που καλλιεργήθηκε πως το στάδιο του ιμπεριαλισμού είναι το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού «που σαπίζει αλλά δεν σάπισε ακόμα».
Τα φαινόμενα της σήψης φυσικά βρίθουν: οικονομικά-πολιτικά σκάνδαλα, κρίση του Χρηματιστηρίου, συνειδητό φρενάρισμα των παραγωγικών δυνάμεων από την πλευρά του κεφαλαίου (πατέντες, καθυστέρηση μηχανών νέας τεχνολογίας ώσπου να πουληθούν οι παλιές, πόλεμοι, ανεργία, εργατικές ασθένειες, εργατικά ατυχήματα, ψυχική φθορά της εργατικής τάξης). Όμως η τάση για σάπισμα δεν αποκλείει την ταυτόχρονη γρήγορη και μάλιστα ανισόμετρη ανάπτυξη του καπιταλισμού σαν σύνολο.
«Το σάπισμα και η γέννηση του νέου, ακριβώς αυτή η συνένωση των δυο αντιφατικών “αρχών”, του ανταγωνισμού και του μονοπωλίου, είναι το ουσιώδες για τον ιμπεριαλισμό, και ακριβώς αυτό είναι που προετοιμάζει την κατάρρευση, δηλαδή τη σοσιαλιστική επανάσταση» σημειώνει ο πρώτος των ηγετών της Οκτωβριανής Επανάστασης. Η θέση αυτή υπογραμμίζει τη σύνδεση του σαπίσματος με την επανάσταση. Αλλά ακριβώς γι’ αυτό, γιατί οι επαναστάσεις του περασμένου αιώνα αντιστράφηκαν, εκφυλίστηκαν και ηττήθηκαν και η γένεση του καινούργιου στον καπιταλισμό συνεχίζεται ενταγμένο στην αντιδραστικότητα και παρακμή του, διαιωνίζοντας την αντιφατική σύζευξη της ανάπτυξης και του σαπίσματος.
Γ.4. Ολοκληρωτικός καπιταλισμός
Οι εποχές άλλαξαν. Μαζί τους άλλαξε ο καπιταλισμός και μαζί του οι προοπτικές του επαναστατικού εγχειρήματος. Στην πραγματικότητα ο καπιταλισμός της νέας εποχής έχει μπει σε ένα καινούργιο στάδιο αντιδραστικής ανάπτυξης και κρίσης του.
Ως στάδιο εκλαμβάνεται μια διακριτή περίοδος του καπιταλισμού (αλλά και κάθε κοινωνικού τρόπου παραγωγής) στην οποία αποτυπώνονται μετασχηματισμοί των βασικών θεμελιακών σχέσεων του συστήματος που χωρίς να το ανατρέπουν, διαφοροποιούν όλες σχεδόν τις κεντρικές λειτουργίες του.
Οι μετασχηματισμοί βασικών χαρακτηριστικών και λειτουργιών του καπιταλισμού κατά το πέρασμά του από το ένα στάδιο στο άλλο δε σημαίνει άρνηση των ειδοποιών χαρακτηριστικών που το κάθε στάδιο φέρνει στην γενική ανάπτυξη και κρίση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αλλά σημαίνει ένα συνδυασμό ποιοτικής, κυρίως, ανάπτυξης αλλά και άρνησης ορισμένων πλευρών τους πάνω στη βάση της ενσωμάτωσης αυτών των μετασχηματισμών.
Το μονοπωλιακό στάδιο για παράδειγμα δεν κατάργησε, δεν αρνήθηκε, τους βασικούς μετασχηματισμούς της «εποχής της μεγάλης βιομηχανίας», όπως τη συγκέντρωση και τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, την «αυτοαπαλλοτρίωση» των απαλλοτριωτών μέσω του ανταγωνισμού, την κυριαρχία της σχετικής υπεραξίας, το ρόλο της τεχνολογίας και της επιστήμης, την αποικιοκρατία στο διεθνές σύστημα κ.λπ. Συμπεριέλαβε και κυρίως ανέπτυξε αυτούς τους μετασχηματισμούς σε ανώτερο ποιοτικό επίπεδο και ταυτόχρονα αρνήθηκε ορισμένες πλευρές τους. Έτσι οδήγησε τη συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου σε τέτοια υψηλή βαθμίδα ανάπτυξης ώστε να δημιουργηθούν τα μονοπώλια.
Το μονοπώλιο σήμανε την ποιοτική ενίσχυση της πολιτικής και ιδεολογικής βίας, όπως αυτές εκδηλώνονται πρώτα απ’ όλα μέσα στην παραγωγή και επεκτείνονται σ’ όλες τις σφαίρες, σήμανε ταυτόχρονα την βίαιη πολιτική αξιοποίηση των επιστημονικών και τεχνολογικών καινοτομιών προς όφελος συνολικά του κεφαλαίου και σε βάρος της εργασίας (αλλά και απέναντι στους ανταγωνιστές). Οδήγησε στη συγχώνευση του τραπεζικού κεφαλαίου με το βιομηχανικό και στη δημιουργία μιας χρηματιστικής ολιγαρχίας πάνω στη βάση αυτού του «χρηματιστικού κεφαλαίου». Ανέβασε εξαιρετικά τη σπουδαιότητα της εξαγωγής κεφαλαίου σε διάκριση από την εξαγωγή εμπορευμάτων. Συνέτεινε στη συγκρότηση διεθνών μονοπωλιακών ενώσεων των καπιταλιστών οι οποίες μοιράζουν ξανά τον κόσμο. Οδήγησε στο ιμπεριαλιστικό ξαναμοίρασμα του κόσμου.
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά – που συνθέτουν τα κατά Λένιν θεμελιώδη χαρακτηριστικά του ιμπεριαλιστικού σταδίου – κατά ανάλογο, ιστορικά, τρόπο αναπτύσσονται στη σημερινή νέα εποχή και αποκτούν ειδικό χαρακτήρα. Έτσι:
√ Οι διεθνείς μονοπωλιακές ενώσεις των καπιταλιστών αναπροσαρμόζονται ποιοτικά στην εποχή μας με βάση τα σύγχρονα δεδομένα. Έτσι η ΓΚΑΤΤ, 46 χρόνια από την ίδρυση της, έδωσε τη θέση της το 1993 στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) συνθέτοντας ένα νέο διακρατικό οργανισμό 117 χωρών προκειμένου να υπηρετηθεί η φιλελευθεροποίηση του παγκόσμιου εμπορίου.
Την ίδια ακριβώς περίοδο η ΕΟΚ δίνει τη θέση της στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως ανάγκη του κεφαλαίου. Η αντικατάσταση της ΓΚΑΤ από τον Π.Ο.Ε., ο μετασχηματισμός της ΕΟΚ σε Ε.Ε., οφείλονται στην καινούργια πραγματικότητα που δημιουργούν η κρίση του 1973-85, η κατάρρευση των ανατολικών καθεστώτων, η συνεπαγόμενη ανάγκη επαναπροσδιορισμού των όρων κίνησης κεφαλαίων, εμπορευμάτων, εργατικού δυναμικού, εμπορικών συναλλαγών γενικότερα.
√ Από τη δεκαετία του ’80 ο καπιταλισμός «επιστρέφει» αναγκαστικά, σε ένα σύγχρονο υδροκεφαλικό πλέον τοκογλυφικό κεφάλαιο που αποκτά ποιοτικά ενισχυμένο και δεσπόζοντα ρόλο στην κορυφή της μονοπωλιακής πυραμίδας. Έκφραση αυτής της μεταλλαγής στις τελευταίες δεκαετίες αποτελεί η διαδικασία της χρηματιστικοποίησης. Το νέο αυτό πλαίσιο της χρηματιστικοποίησης ορίζεται από την υπερτροφική ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, που όλο και περισσότερο συντελείται σε βάρος και λιγότερο σε διαλεκτική αλληλεξάρτηση με τις άλλες μορφές του κεφαλαίου (μεταποιητικό, εμπορικό κ.λπ.).Η ανάπτυξη της χρηματιστικοποίησης, ως οδός διαφυγής και αποτέλεσμα της πτώσης του ποσοστού κέρδους, οξύνει τα παρασιτικά κι επιθετικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου καπιταλισμού.
√ Σύγχρονες μορφές νεοαποικιοκρατίας αντικαθιστούν, ταυτόχρονα, την ανοιχτή αποικιοκρατία, εθνική καταπίεση και κατοχή, που είχαν ηττηθεί μετά και τις νικηφόρες μεταπολεμικές αντιαποικιακές εξεγέρσεις του περασμένου αιώνα. Έτσι ένας καινούργιος γύρος και εδαφικού ξαναμοιράσματος του κόσμου έχει ξεκινήσει με «υπερτοπικούς» κυρίως ιμπεριαλιστικούς πολέμους στο πλαίσιο της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης» και της πολιτικής τρομο-εκστρατείας του κεφαλαίου.
√ Η πρωτοκαθεδρία της εξαγωγής κεφαλαίων – δηλαδή η εξαγωγή σχέσεων καπιταλιστικής εξουσίας– απέναντι στα εμπορεύματα αναπτύσσεται ποιοτικά. Στην εποχή μας με ένα enter στον υπολογιστή μετακινούνται τεράστια κεφάλαια με την ταχύτητα του φωτός.
√ Η συγκέντρωση, τέλος, της παραγωγής συνεχίζεται αλλά παίρνει ειδικό χαρακτήρα με τα Πολυεθνικά-Πολυκλαδικά Μονοπώλια να παίζουν πλέον αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική και γενικότερη ζωή, να αποκτά νέες διαστάσεις η παγκόσμια εμβέλεια της δράσης τους.
Η δυναμική της αύξησης τους εντυπωσιάζει: από 30 το 1939 ανήλθαν το 2008 σε 80 χιλ., με 810 χιλ. θυγατρικές.
Αν όμως το μονοπώλιο σήμανε την ποιοτική ενίσχυση της πολιτικής και ιδεολογικής βίας σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας, τότε η δύναμη των σύγχρονων πολυεθνικών πολυκλαδικών μονοπωλίων είναι τέτοια που αποτελεί ποιοτική βαθμίδα στην ενίσχυση της ουσίας της αστικής πολιτικής και ιδεολογικής βίας, του ρόλου και της αντιδραστικής ουσίας του ίδιου του κράτους ως παράγοντα συνολικής κοινωνικής εκμετάλλευσης.
Τα «ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά», λοιπόν, του ιμπεριαλιστικού σταδίου όχι μόνο ισχύουν αλλά και αναπτύσσονται ποιοτικά.
Δίπλα στις παραπάνω ποιοτικές αλλαγές προστίθενται καινούριες:
√ το κράτος, αυτό το «συνολικό κόμμα» της αστικής τάξης, αλλάζει δραστικά. Αναδιαρθρώνεται και ισχυροποιείται. Οι παραγωγικές και οι κοινωφελείς του δραστηριότητες, καθώς και πολλές λειτουργίες διαχείρισης δημόσιων αγαθών, (είσπραξη φόρων, καθαριότητα κ.λπ.), ιδιωτικοποιούνται. Συνθλίβονται οι λειτουργίες που αφορούν την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης (υγεία, παιδεία, ασφάλιση). Το αστικό κράτος ενισχύει ποιοτικά και ποσοτικά τους μηχανισμούς καταστολής. Ενισχύει τα όπλα της εργοδοτικής βίας. Επιτίθεται στο δικαίωμα στην αντίσταση, στη διαδήλωση, στην απειθαρχία. Διαμορφώνει μια νέα αρχιτεκτονική ανάμεσα στους κεντρικούς και τους περιφερειακούς-τοπικούς θεσμούς, κι ανάμεσα σε αυτό και στους υπερεθνικούς θεσμούς (ΕΕ, ΔΝΤ, ΝΑΤΟ, ΠΟΕ). Αποδυναμώνει ουσιαστικά ακόμα και τις τυπικές αστικές ελευθερίες, τα Συντάγματα, τους δικούς του κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Φθείρει και υποβαθμίζει από τη δεκαετία του 1980 και μετά το διαμορφωμένο, μεταπολεμικά, πολιτικό σύστημα, που με τη μια ή την άλλη παραλλαγή σφραγίζει την πολιτική ζωή του δυτικού κόσμου. Εμφανίζει στο προσκήνιο το κόμμα-εταιρεία (Μπερλουσκόνι), το κόμμα-κίνημα (Πράσινοι) και το κόμμα ενδιαφερόντων (π.χ. κυνηγών, μπίρας). Ερωτοτροπεί επικίνδυνα με το ρατσισμό, τον εθνικισμό, τον τοπικισμό, το φασισμό. Το σύγχρονο αστικό κράτος συνολικά και τελικά αντί να «μικραίνει» όπως ισχυρίζονται οι «αντικρατιστές» νεοφιλελεύθεροι ενισχύεται προς όφελος του κεφαλαίου και αποδυναμώνεται σε ό,τι αφορά τον κοινωνικό του ρόλο.
√ Η κοινωνική σύνθεση στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό υφίσταται ποιοτικές αλλαγές στις εξής κατευθύνσεις: Πρώτο, διεύρυνση της εργατικής τάξης με την προσθήκη στο δυναμικό της ελεύθερων επαγγελματιών και αυτοαπασχολουμένων που μπορεί, τυπικά, να αμείβονται όπως αμείβονταν παλιά τα μεσαία στρώματα (π.χ. δελτίο παροχής υπηρεσιών), επί της ουσίας όμως αποτελούν αντικείμενο της πιο σκληρής εκμετάλλευσης καθώς συγκροτούν την προσωρινή, ευέλικτη κι ευκαιριακή εργασία. Η διεύρυνση της εργατικής τάξης συνοδεύεται από την αύξηση της ανομοιογένειας της και των εσωτερικών της αντιθέσεων, έστω κι αν είναι δευτερεύουσες. Δεύτερο, συρρίκνωση παλιών και νέων μεσαίων στρωμάτων όπως συγκροτούνταν στη βάση ενός υψηλότερου εισοδήματος και ενός καλύτερου τρόπου ζωής, στο προηγούμενο στάδιο ανάπτυξης του κεφαλαίου, αποτελώντας τη βάση του ρεφορμισμού και της σοσιαλδημοκρατίας. Τρίτο, συρρίκνωση του γεωργικού πληθυσμού που συμβαδίζει με την ισχυροποίηση των μονοπωλιακών συμφερόντων στην ύπαιθρο και, το σημαντικότερο, μια εντυπωσιακή αύξηση της παραγωγικότητας της ανθρώπινης εργασίας στη γεωργία με αφορμή τη συγχώνευση της με τη βιομηχανία στο λεγόμενο αγροδιατροφικό σύμπλεγμα.
√ Οι αγορές και οι δρόμοι εμπορίου ξαναμοιράζονται λυσσωδώς. Ειδική πρόσθετη επίδραση σε αυτό έχουν δυο εξελίξεις: Κατά πρώτο, η ραγδαία άνοδος της Κίνας και η διεκδίκηση πλέον εκ μέρους της ενός σοβαρού μεριδίου στις παγκόσμιες αγορές (έκφραση της είναι ο αποκαλούμενος δρόμος του μεταξιού από την Κεντρική Ασία μέχρι την Αφρική και την Ευρώπη). Δεύτερο, η χρήση αυτών καθ αυτών των σύγχρονων επιστημονικών και τεχνικών ανακαλύψεων που δημιουργούν νέους όρους αλλά και νέες αιτίες σύγκρουσης και ιμπεριαλιστικής επέκτασης είτε πρόκειται για τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων, είτε για το ηλεκτρονικό εμπόριο.
√ Νέα κράτη συγκροτούνται ( κρατογένεση)
√ Γενικεύεται η υπαγωγή της επιστήμης στην καπιταλιστική αγορά
√ Σύγχρονες υπεραυτόματες, εν πολλοίς αυτοδιορθούμενες, μηχανές πολλαπλασιάζουν για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση όχι μόνο την ασκούμενη μυϊκή δύναμη αλλά και την ασκούμενη πνευματική δύναμη του ανθρώπου μέσα από πρωτοφανείς γιγα-υπολογισμούς. Σε συνδυασμό μάλιστα με την προωθούμενη αστική πολιτική, ενισχύονται ποιοτικά οι αντιθέσεις ανάμεσα στον άνθρωπο, το χρόνο, τους όρους εργασίας του και τις αυτόματες μηχανές, ανάμεσα στη δυνητική απελευθερωτική μόρφωση των σύγχρονων επιστημονικών αλμάτων και των φαινομένων αλλοτρίωσης και αμορφωσιάς και ενός ιδιότυπου σκοταδισμού της εποχής της γνώσης.
Οι πιο πάνω συνολικές και μετρήσιμες αλλαγές στα θεμελιώδη χαρακτηριστικά, άλλαξαν ποιοτικά τον καπιταλισμό, τον οδήγησαν στο σημερινό νέο στάδιο ανάπτυξης και κρίσης του, στο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Αλλά αυτό απαιτεί την παραγωγή σύγχρονης, ποιοτικά ανεπτυγμένης θεωρίας και εργατικής πολιτικής και νέα, αντίστοιχα πολιτικά υποκείμενα για την προβολή, διεκδίκηση και επιβολή της.
Γ.5. Ένας κόσμος γεμάτος αντιφάσεις
Ισχυριζόμαστε πως ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός, σε σχέση με την εποχή του ιμπεριαλιστικού σταδίου, περιέχει αντικειμενικά, μια ανώτερη δυναμική προσέγγισης ουσιαστικής ανατροπής της αστικής κυριαρχίας για την επιβολή της αταξικής κοινωνίας.
Αντίθετα από αυτό που φαίνεται πως ισχύει, οι υλικές δυνάμεις οι οποίες αμφισβητούν την αστική κυριαρχία έχουν την αντικειμενική τάση, στη σημερινή νέα εποχή, να αναπτύσσονται βαθύτερα και σε ανώτερο επίπεδο απ’ τις δυνάμεις της συμφωνίας και της ενίσχυσης του εκμεταλλευτικού συστήματος.
Ας αναλογιστούμε πάνω στον χρόνο που απελευθερώνει η επιστήμη και η εργασία σε σχέση με τη χωρίς προηγούμενο κλοπή του χρόνου εργασίας και ζωής από τους καπιταλιστές και πάνω στη δυνητική ποιότητα του ίδιου του χρόνου εργασίας, σε σχέση με την αποξενωτική σύγχρονη ηλεκτρονική αλυσίδα της καπιταλιστικής γαλέρας.
Ας αναλογιστούμε πάνω στα σύγχρονα επιστημονικά και τεχνολογικά άλματα. Η δίδυμη επανάσταση στις παραγωγικές δυνάμεις, η επανάσταση στην Πληροφορική και Βιολογία δημιουργεί τις υλικές προϋποθέσεις ώστε ο εργάτης-δημιουργός να δουλεύει λίγο, να παράγει τόσα προϊόντα όσα χρειάζεται και σε καλή ποιότητα, να αμείβεται τελικά με βάση τις ανάγκες του, να μετατρέπει τον ελεύθερο χρόνο του σε μέτρο του ανθρώπινου πλούτου, ως φυσική συνέχεια μιας μη αποξενωτικής και μη αλλοτριωμένης εργασίας. Διαμορφώνουν τους όρους ο σύγχρονος εργάτης να έχει συνολική εικόνα της παραγωγής, να νοιώθει τη χαρά της δημιουργίας συνολικότερα και ουσιαστικότερα. Η νέα αυτή πραγματικότητα απαιτεί αντικειμενικά ο εργάτης να παίζει στρατηγικότερο παραγωγικό ρόλο. Αλλά έτσι διαμορφώνονται – παρά το αντίθετο που «φαίνεται» – προϋποθέσεις για νέους γύρους εργατικής αμφισβήτησης και κλονισμών της αστικής κυριαρχίας.
Στη νέα εποχή τα μέσα εργασίας οργανώνονται πλέον σε αυτοτελές σύστημα μηχανών το οποίο εμπεριέχει τις κύριες δημιουργικές δεξιότητες του «τεχνίτη» για την παραγωγή. Εμφανίζεται έτσι μια νέα σχέση ανάμεσα στο μέσο εργασίας και το αντικείμενο εργασίας: το μέσο – εργαλειομηχανή είναι πλέον όχι απλώς «ο κληρονόμος» των δεξιοτήτων του εργάτη αλλά το σχετικά αυτοτελές τμήμα της παραγωγής που οφείλει από την ίδια την καπιταλιστική παραγωγή να τελειοποιείται συνεχώς διά της επιστημονικής «καινοτομίας», ώστε να δημιουργεί προϊόντα, να λειτουργεί ο αιώνιος νόμος του καπιταλισμού, ο ανταγωνισμός. Έτσι όμως η επιστήμη μετατρέπεται σε άμεσα παραγωγική δύναμη.
Ας αναλογιστούμε ειδικότερα ακόμη και πάνω στη θυελλώδη ανάπτυξη του ρόλου της επιστήμης σε σχέση με την αθλιότητα του επιχειρηματικού πανεπιστημίου και κυρίως με το ρόλο της ως άμεση παραγωγική δύναμη στον καπιταλισμό. Η αναπόφευκτη. κλιμακωτή, αντιφατική άμεση υπαγωγή της στο κεφάλαιο οδηγεί στο να υπάγονται οι επιστημονικές γνώσεις πλέον σαφέστερα σε εξωεπιστημονικά κριτήρια κερδώας αποδοτικότητας. Να κατακερματίζονται σε βραχύβιες ενότητες – προϊόντα, προσανατολισμένα στα κελεύσματα της αγοράς. Να βαθαίνει η μερικότητα, η υπερειδίκευση, ο αποκρουστικός καταμερισμός εργασίας, η ενίσχυση και εμφάνιση νέων ταξικών φραγμών στη γνώση.
Οι αντιφάσεις είναι σωρό.
Η τρισδιάστατη εκτύπωση κρύβει μέσα της την ελπίδα για φτηνή, υψηλής ποιότητας κατοικία. Αλλά αυτό διαταράσσει τους όρους της καπιταλιστικής οικοδομικής δραστηριότητας. Η εφαρμογή της σύγχρονης φυσικής στους υπολογιστές πολλαπλασιάζει τον όγκο αποθήκευσης πληροφοριών, την ταχύτητα μεταφοράς τους, με σοβαρές επιπτώσεις στην επικοινωνία των ανθρώπων, στην οργάνωση και εκμετάλλευση της εργασίας. Δημιουργεί πρωτόγνωρες δυνατότητες ώστε με λίγα ευρώ για την αγορά ενός σκληρού δίσκου να μπορεί να απολαμβάνει «ακόμη και η υπηρέτρια» όλο το συσσωρευμένο ανθρώπινο πλούτο στην τέχνη. Η εφαρμογή μαγνητικών πεδίων επιτρέπει ήδη την κίνηση «ιπτάμενων» τρένων, μεσοπρόθεσμα και αυτοκινήτων, με εξαιρετικά μεγάλες ταχύτητες και μικρότερα ποσά καυσίμων. Η διείσδυση «στον πιο κοντινό και ταυτόχρονα στον πιο μακρινό ως πρόσφατα κόσμο», στο εσωτερικό των σωματιδίων, στον ανθρώπινο εγκέφαλο και στο εσωτερικό της γης, δημιουργεί ποιοτικά νέους όρους στην ιατρική και στο μετασχηματισμό της φύσης.
Η απάντηση του κεφαλαίου σε αυτή τη δυναμική είναι η πολιτική επιδίωξη υποβάθμισης της άμεσης εργασίας του εργάτη σε απλό συστατικό στοιχείο «περιορισμένων οριζόντων». Γιατί ο περιορισμένος ορίζοντας συνεπάγεται περιορισμένες απαιτήσεις–διεκδικήσεις.
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την εκμετάλλευση της εργασίας, η σύγχρονη έκρηξη της επιστήμης και της τεχνικής οδηγεί σε νέους ρυθμούς άντλησης σχετικής υπεραξίας (αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας). Η αυτοματοποίηση πολλαπλασιάζει τις ικανότητες των εργατών στο χειρισμό μηχανών. Γι’ αυτό και οι μηχανές που τίθενται σε λειτουργία ανά εργάτη (το ανά εργάτη επενδυόμενο σταθερό κεφάλαιο σε σύγχρονες μηχανές και προγράμματα) αυξάνει. Το τμήμα, επομένως, της υπεραξίας που επενδύεται κάθε φορά στα νέα σύγχρονα μέσα παραγωγής (προγράμματα και αυτοματοποιημένες μηχανές) και αναπτύσσει την παραγωγικότητα της εργασίας τείνει να είναι όλο και μεγαλύτερο απ’ το τμήμα της υπεραξίας που επενδύεται σε εργάτες. Άρα η παραγωγικότητα της εργασίας στη νέα εποχή τείνει να αυξάνει το ποσοστό της υπεραξίας λιγότερο απ’ τους ρυθμούς της δικής της αύξησης. Επομένως, η αύξηση της παραγωγικότητας, εφ’ όσον οι μισθοί δεν μειώνονται, προκαλεί πλέον μακροπρόθεσμα κρίση στους ρυθμούς αύξησης της σχετικής υπεραξίας, κρίση στο ποσοστό κέρδους.
Γ.6. Ο νεοφιλελευθερισμός ως απάντηση του κεφαλαίου
Προκειμένου να αναιρεθεί η κρίση της δυναμικής της σχετικής υπεραξίας και η τάση μείωσης της ζωντανής εργασίας (ανεργία) η σταθερή, στρατηγική απάντηση της αστικής πολιτικής είναι η «ευέλικτη εργασία, η μεγάλη μείωση μισθών, η απόσπαση φτηνών πρώτων υλών από χώρες του τρίτου κόσμου, η ιδιωτικοποίηση βασικών, ως τώρα, δημόσιων αγαθών. Αυτή είναι η βάση συγκρότησης του λεγόμενου νεοσυντηρητισμού, ή νεοφιλελευθερισμού ή όπως αλλιώς λέγεται ο σύγχρονος κοινωνικός πόλεμος του κεφαλαίου με όλα του τα μπλε, πράσινα, ροζ ή μιξάζ χρώματα.
Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές της λεγόμενης σταθεροποίησης είναι η αντικειμενική τάση αυτής της απάνθρωπης ανάπτυξης και κρίσης, είναι ο καπιταλισμός της εποχής μας στα ακραία του όρια.
Είναι η προσπάθεια απάντησης του καπιταλισμού απέναντι στις αναπτυσσόμενες εσωτερικές του αντιθέσεις.
▪ Η ισχυρή ώθηση προς την κοινωνικοποίηση-διεθνοποίηση της παραγωγής στην εποχή των Δικτύων, συγκρούεται με την ατομική ιδιοποίησή της από το κεφάλαιο.
▪ Οι ασύλληπτες μέχρι χθες έννοιες της κοινωνικοποίησης της γνώσης και της πνευματικής-καλλιτεχνικής παραγωγής, έρχονται σε αντίθεση με τη λυσσαλέα προσπάθεια του κεφαλαίου να περιφρουρήσει τα «δικαιώματά του» (από εδώ και η παγκόσμια «κρίση της ψηφιακή πειρατείας» μέσω Ίντερνετ).
▪ Οι ανώτερες δυνατότητες εργατικού-πανκοινωνικού ελέγχου συγκρούονται με τη μάχη οπισθοφυλακών του κεφαλαίου για τη διατήρηση του διευθυντικού προνομίου και τον καταπιεστικό έλεγχο-παρακολούθηση της χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας.
▪ Η ιδιοποίηση της επιστήμης από το κεφάλαιο οδηγεί σε μια τρομακτική κρίση τη σχέση ανθρώπου-φύσης φέρνοντας, σε πρωτόγνωρες μορφές υποδούλωσης της εργασίας διαψεύδοντας τις αστικές, τεχνοκρατικές διαδόσεις.
▪ Στην εποχή της αποκωδικοποίησης του DNA, ακόμη και η παράταση της ανθρώπινης ζωής καταλήγει να θεωρείται «ωρολογιακή βόμβα για τα ασφαλιστικά ταμεία»!
▪ Στην εποχή που ο κόσμος παράγει υπερδιπλάσια τρόφιμα από αυτά που απαιτούνται για να τραφεί ικανοποιητικά όλος ο πλανήτης, οι αγρότες της Δύσης θάβουν τα προϊόντα τους. Η πείνα, η δίψα και ο πόλεμος ελαύνουν στον μη «αναπτυγμένο» κόσμο ενώ στον αναπτυγμένο θερίζουν τα μεταλλαγμένα προϊόντα.
▪ Οι ελαστικές σχέσεις εργασίας, καθώς δύσκολα ελέγχονται στην ολότητα τους, μυστικοποιούν τις νέες μορφές εκμετάλλευσης κάτω από την επιδίωξη της καταπολέμησης της ανεργίας που το ίδιο το κεφάλαιο προκαλεί.
Στις σημερινές κοινωνίες λοιπόν συγκρούονται σε ανώτερο επίπεδο οι δυνατότητες με τους συσχετισμούς, οι ελπίδες με την πραγματικότητα, οι εκμεταλλευτικές σχέσεις με τις ανάγκες.
Η έκβαση αυτής της διαπάλης θα κριθεί από τη συγκεκριμένη ιστορική πρακτική του εργατικού κινήματος και των πρωτοποριών του, από την ποιότητα της νέας εργατικής, κομμουνιστικής προγραμματικής πρότασης και δράσης, από την συγκεκριμένη έκβαση των ταξικών αγώνων.
Γ.7. Ιδεολογική μηχανή που κατασκευάζει μια πλασματική πραγματικότητα
Η καπιταλιστική εξουσία, προκειμένου να τιθασεύσει την ογκούμενη δυσαρέσκεια των μαζών και τις εξεγερτικές διαθέσεις, στη συνολική επίθεση που έχει εξαπολύσει σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων, ενεργοποιεί μια πρωτοφανή ιδεολογική μηχανή και ταυτόχρονα καταφεύγει όλο και συχνότερα στη χρήση της βίας.
Η άρχουσα τάξη επενδύει στην αναπτυγμένη τεχνολογία της επικοινωνίας ώστε να κατασκευάσει μια πλασματική και αφηρημένη πραγματικότητα, έναν κόσμο ηλεκτρονικής παραμυθίας δίπλα στον ζοφερό κόσμο της καθημερινής εμπειρίας των εργαζομένων, των ανέργων και των νέων.
Η έκρηξη της μαζικής επικοινωνίας, του διαδικτύου, των κοινωνικών μέσων συγκροτεί έναν όγκο πληροφοριών, έναν ιδιαίτερο χώρο του πραγματικού, όπου τα αλλεπάλληλα ερεθίσματα, η στιγμιαία και εφήμερη ενημέρωση, διαμορφώνουν το πλαίσιο αναφοράς των βιωμάτων και των εμπειριών εντός του οποίου μετασχηματίζονται οι έννοιες του χώρου και του χρόνου. Ο χώρος συρρικνώνεται σ’ ένα παγκόσμιο τηλεπικοινωνιακό χωριό και οι χρονικοί ορίζοντες μειώνονται τόσο ώστε να συμπυκνώνονται αποκλειστικά στο παρόν. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το ιστορικό παρελθόν γίνεται στιγμιαία εικόνα του παρόντος και το μέλλον μια φανταστική προβολή επιθυμιών και επιδιώξεων του παρόντος.
Δίπλα στον κόσμο της συνεχούς κοινωνικής περιθωριοποίησης οικοδομείται η εικονική πραγματικότητα των ψευδαισθήσεων. Το τηλεοπτικό «φαίνεσθαι» τείνει να υποκαταστήσει το Είναι.
Η πραγματικότητα ταυτίζεται με την εφήμερη φαινομενικότητά της.
Η επιχειρούμενη υποκατάσταση της δυναμικής των κοινωνικών υποκειμένων από απρόσωπες τεχνολογικές δομές οδηγεί σ’ έναν ακραίο τεχνολογικό ντετερμινισμό, σ’ έναν τεχνοκρατικό ανορθολογισμό. Ποτέ άλλοτε στην ιστορία της καπιταλιστικής ανάπτυξης δεν ήταν τόσο ολοκληρωτική η πλήρης εμπορευματοποίηση όλων των προϊόντων της ανθρώπινης δημιουργικότητας.
Οι «έγκυρες και έγκαιρες πληροφορίες» μετατρέπονται σε εμπόρευμα μεγάλης αξίας. Η πρόσβαση σ’ αυτές και ο έλεγχός τους παίζουν ουσιαστικό ρόλο για εκτεταμένα εταιρικά συμφέροντα.
Η γνώση γίνεται σημαντικό εμπόρευμα το οποίο παράγεται και πωλείται σε όποιον προσφέρει την υψηλότερη τιμή σε ανταγωνιστική βάση, με προφανείς τις επιπτώσεις στην επίσημη εκπαιδευτική πολιτική.
Η υποβάθμιση των επιστημών του ανθρώπου, η μετατροπή της βασικής έρευνα σε θεραπαινίδα της αγοράς, ο αυξανόμενος τεχνοκρατισμός, ο περιορισμός της κριτικής συμμετοχής στη σχέση διδάσκοντα-διδασκομένου, η υπερεκμετάλλευση του εκπαιδευτικού δυναμικού χαρακτηρίζουν σήμερα τους μηχανισμούς παραγωγής και αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας μέσω των εκπαιδευτικών πολιτικών.
Γ. 8 Άρνηση της αντικειμενικότητάς, ακραίος υποκειμενισμός, πλήρης σχετικοποίηση της αλήθειας
Ό,τι έχει παρουσιαστεί στο πεδίο της φιλοσοφικής σκέψης και της θεωρίας του πολιτισμού ως «μεταμοντερνισμός» έχει ως υλική βάση τις οικονομικοκοινωνικές και ιδεολογικές διεργασίες του σύγχρονου καπιταλισμού. Οι μεταμοντέρνες θεωρήσεις αντανακλούν, σε διαφορετικό επίπεδο αφαίρεσης κάθε φορά, τα θεωρητικά και πολιτισμικά αδιέξοδα που προκύπτουν από την έλλειψη εμπιστοσύνης στην κομμουνιστική προοπτική, αλλά και τις διεργασίες που ακολουθούν τη μεταφορντική καπιταλιστική ρύθμιση της συνεχούς εργασιακής ρευστότητας και της παγκοσμιοποιημένης καπιταλιστικής κυριαρχίας.
Ο μεταμοντερνισμός αποδέχεται το εφήμερο, το στιγμιαίο, το ασυνεχές. Αποφεύγει κάθε έννοια προόδου ή ιστορικής συνέχειας και ιστορικής μνήμης.
Η ιστορία θεωρείται ένα πεδίο ασυνεχών ισότιμων στοιχείων και επιδέχεται την όποια χρήση είναι βολική στην εικόνα του παρόντος. Η κοινωνική πραγματικότητα κατακερματίζεται σε επιμέρους αυτορρυθμιζόμενα και αυτοαναφορικά «γλωσσικά παιχνίδια», όπου όλες οι φωνές είναι νόμιμες και ισότιμες δίχως καμιά ιεράρχηση ή αξιολόγηση. Πρόκειται για μια κατ’ επίφαση δημοκρατική αποδοχή που στην ουσία της επιβάλλει έναν ακραίο σχετικισμό, ο οποίος οδηγεί, τελικά, στην ηθικοπολιτική αδιαφορία και τον κυνισμό που συνήθως μεταμφιέζεται σε ρασιοναλισμό.
Οι θεωρητικές ερμηνείες μεγάλης κλίμακας, οι οποίες έχουν και την απαίτηση της καθολικής εφαρμογής, απορρίπτονται συνολικά στο όνομα των επιμέρους μικρο-αφηγημάτων δίχως σύνδεση μεταξύ τους. Υπό αυτό το πρίσμα απορρίπτεται ο μαρξισμός ως ερμηνεία του κοινωνικού και ως δυνατότητα μετασχηματισμού και επαναστατικής αλλαγής στην κατεύθυνση της κομμουνιστικής χειραφέτησης.
Γνωσιολογική ρίζα αυτής της θεωρητικής στάσης είναι η πλήρης σχετικοποίηση της αλήθειας, η άρνηση της αντικειμενικότητάς της και ο ακραίος υποκειμενισμός. Κάθε άποψη είναι «αληθής» στην αυτοαναφορικότητά της. Ο κάθε άνθρωπος «έχει δίκιο απ’ τη μεριά του», κι ο ναζί κι ο αντιστασιακός κι ο ταγματασφαλίτης, και «η παρθένα και ο σατανάς». Κατ’ επέκταση, η συλλογική δράση του εργατικού κινήματος χαρακτηρίζεται μεταφυσική κατασκευή και πρέπει να αντικατασταθεί από τις επιμέρους ατομικές δράσεις ή από συλλογικότητες που συγκροτούνται αποκλειστικά στο πλαίσιο νέων ταυτοτήτων φύλου, σεξουαλικής προτίμησης κλπ.
Με τον μεταμοντερνισμό σηματοδοτείται η επέκταση της δύναμης της αγοράς σε όλο το φάσμα της πολιτισμικής παραγωγής.
Η παραγωγή πολιτισμού ενσωματώνεται στην εμπορευματική παραγωγή γενικά.
Δίνεται έμφαση στη θεαματικότητα του στιγμιαίου, στο χάπενινγκ, στις τελετουργικές προσομοιώσεις της ίδιας της κοινωνικοπολιτικής δράσης.
Οι επιμέρους κοινωνικές εξεγέρσεις κρίνονται από τη θεατρικότητά τους. Το αυθόρμητο «συμβάν» υποκαθιστά την οργανωμένη πολιτική στρατηγική και η τακτική εκφυλίζεται σε κινηματικές στιγμές κοινωνικής εκφόρτισης. Κυριαρχεί η αστική πολιτική του πραγματισμού (αληθινό είναι ό,τι κάθε φορά με συμφέρει) έναντι της ρεαλιστικής στάσης του εργατικού κινήματος, που αντιμετωπίζει την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα στη δυναμική της.
Στην τέχνη η αστική διάκριση μεταξύ πρωτοπορίας και κιτς αντικαθίσταται από τη δημοκρατικοφανή άρση της διαφοράς μεταξύ υψηλής καλλιτεχνικής έκφρασης και μαζικής κουλτούρας. Όλες οι καλλιτεχνικές εκφράσεις, ακόμη και οι πιο αγοραίες, πρέπει να συνυπάρχουν ισότιμα καταργώντας κάθε μορφωτική, παιδευτική διάσταση της τέχνης.
Ό,τι διασκεδάζει ή εκτονώνει είναι ισότιμο με ό,τι καλλιεργεί και ψυχαγωγεί. Όλα τα δημιουργήματα του πολιτισμού είναι ισότιμα καταναλωτικά προϊόντα δίχως κοινωνικούς, εθνικούς, αξιολογικούς προσδιορισμούς. Μια μηχανιστικά κατασκευασμένη παγκόσμια κουλτούρα αποτελεί καταναλωτικό προϊόν στην παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική αγορά.
Ωστόσο η ριζική φιλοσοφική αντιπαράθεση στον πυρήνα της μεταμοντέρνας προβληματικής δεν πρέπει να παραγνωρίζει τις ενίοτε ριζοσπαστικές εκδοχές της μεταμοντέρνας κριτικής στο μηχανιστικό και στείρο ορθολογισμό της αστικής σκέψης στο βαθμό που αυτές δεν είναι εμπόδιο στην ανάπτυξη της συλλογικής ανθρώπινης πράξης. Η ριζοσπαστική μικροαστική στάση που αντιτίθεται στην αστική αντίληψη της προόδου ως μιας τεχνοκρατικής αταξικής διαδικασίας και στον μ’ αυτούς τους όρους προσδιοριζόμενο μοντερνισμό, ως ταυτόσημου με την καπιταλιστική ανάπτυξη, μπορεί να αποτελεί αφετηρία γονιμοποιητικών παρεμβάσεων από την πλευρά της προλεταριακής δυναμικής. Έτσι η ιστορική οπτική της εργατικής τάξης μπορεί να βάζει τη σφραγίδα της στην αντικαπιταλιστική κριτική και να υπερβαίνει διαλεκτικά, στη δική της επαναστατική προοπτική, αυτές τις διάσπαρτες κριτικές φωνές που συνωθούνται μέσα στη γενική κατηγορία του μεταμοντερνισμού.
Γ.9 Νέα αφοσίωση στη χρήση της βίας
Στροφή στην εθνικιστική αναδίπλωση, στο θρησκευτικό φονταμενταλισμό και στο ρατσιστικό φυλετισμό
Η πολιτισμική ισοπέδωση και η ιμπεριαλιστική πολιτική της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης εντείνει τον άλλο πόλο της αντίθεσής της. Τη στροφή στην εθνικιστική αναδίπλωση και την κατασκευή συνακόλουθων ταυτοτήτων εθνικού, φυλετικού ή θρησκευτικού χαρακτήρα. Φαινόμενα όπως ο εθνικιστικός λαϊκισμός, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός και ο αναβιωμένος ρατσιστικός φυλετισμός μπορούν να αξιολογηθούν και ως ψευδείς «απαντήσεις» στον φονταμενταλισμό της καπιταλιστικής αγοράς.
Με την κατεδάφιση του κράτους πρόνοιας αναπτύσσεται ένας ευρύτερος αντιδραστικός συνασπισμός εξουσίας της αστικής τάξης, που έχει πυρήνα του το μεταλλαγμένο κράτος, αυτό το επιτελείο πολιτικής και στρατηγικής του κεφαλαίου για τη γενική ρύθμιση της διευρυμένης αναπαραγωγής του και την αντιμετώπιση των άλλων κρατών-ανταγωνιστών στο διεθνή καταμερισμό.
Το σύγχρονο ολοκληρωτικό κράτος «επιστρέφει» με νέα αφοσίωση στη χρήση της βίας, έμμεσης και άμεσης, επειδή η κατασκευασμένη πραγματικότητα δεν αρκεί για την πειθάρχηση των ανυπάκουων εργαζομένων, νεολαίας, λαού, της λαϊκής δυσαρέσκειας που μεγαλώνει. Η βία αποτελεί εσωτερικό συστατικό στοιχείο της εφαρμοζόμενης πολιτικής προκειμένου να μετατοπίσει και περιορίσει ολόκληρες μάζες εργαζομένων στον τέταρτο κόσμο της φτώχειας και της ανέχειας. Το σύγχρονο κράτος περιλαμβάνει εκτεταμένες και συνεχείς παρακολουθήσεις με κάμερες και δορυφόρους, ευρεία χρήση των αστυνομικών μηχανισμών, δραστικό περιορισμό των πολιτικών δικαιωμάτων των πολιτών, στρατιωτικές επιχειρήσεις, ακόμη και δολοφονίες. Οι κοινωνικοπολιτικές διεργασίες που δρομολογούνται, μέσω της αστικής πολιτικής, δίνουν προτεραιότητα στην πειθάρχηση-καταστολή απέναντι στη συναίνεση-ηγεμονία. Έτσι όμως αποκαθηλώνουν το προσωπείο της αστικής-κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Βαθαίνουν το πολιτικό χάσμα ανάμεσα στους εργαζόμενους και στο κυρίαρχο πολιτικό σύστημα. Καθιστούν, επομένως, αδύνατη την οικοδόμηση μαζικών και μακράς πνοής κοινωνικών συμβολαίων ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη.
Αυτή ακριβώς η μετάβαση της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σε αστυνομικό-στρατοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης προσδιορίζει την καθημερινότητα του φόβου, στο καθεστώς του οποίου συντρίβονται οι εργατικές κατακτήσεις και αυξάνεται η εκμετάλλευση. Στη βάση αυτή, η προοπτική αυταρχικών εκτροπών και καθεστώτων είναι στο κάδρο και, σε κάποιες περιπτώσεις, ζωντανή πραγματικότητα (π.χ. Γαλλία, Τουρκία).
Γ.10. Ο φαύλος κύκλος του κεφαλαίου
Το κεφάλαιο και οι «προσωποποιημένοι φορείς» του προκειμένου να εξασφαλίσουν την αυτοαναπαραγωγή του και να ξεπεράσουν τις κρίσεις που κατά κύματα ξεσπούν επιχειρούν να ρίξουν τα βάρη της δικιάς τους κρίσης στις πλάτες του λαού. Μετά όμως από κάθε κρίση παγκόσμιων διαστάσεων – καθώς μάλιστα οι κοινωνίες δεν επέστρεφαν εκεί που ήσαν – άλλαζαν μοντέλο διακυβέρνησης:
Στη κρίση του 1873-95 πέρασαν στο μονοπωλιακό στάδιο και στην μορφοποίηση της αστικής δημοκρατίας. Με την κρίση του 1929-45 πέρασαν σε ραφιναρισμένες μορφές κατάλυσης της εργατικής τάξης, στη νεοαποικιοκρατία και στο κράτος πρόνοιας. Στη κρίση του 1965-80, πέρασαν στο θατσερισμό-ρηγκανισμό και στο νεοφιλελευθερισμό. Στην κρίση όμως που ξέσπασε το 2007-09 αναζητούν απαντήσεις ακριβώς σε εκείνα τα πεδία και με εκείνα τα μέσα που δημιούργησαν το πρόβλημα. Επιχειρούν έτσι διαρκώς να τετραγωνίσουν το φαύλο κύκλο της καπιταλιστικής οικονομίας. Κι αυτό γιατί τα όρια του κεφαλαιοκρατικού συστήματος που εμφανίζονται στις παρούσες συνθήκες, αντιστοιχούν στην «ωρίμανση» ή στην επιβολή του νόμου της αξίας σε τέτοιο βαθμό ώστε πέραν των σημερινών ορίων ο νόμος της αξίας να δυσκολεύεται εξαιρετικά να προσαρμοστεί στα νέα διαμορφούμενα δομικά όρια του. Το κεφαλαιοκρατικό σύστημα θυμίζει όλο και περισσότερο εκείνους τους αναδρασιακούς βρόχους της βιολογίας που κινούνται σε μια χαοτική κατάσταση ανισορροπίας για να επανέλθουν σε μια νέα ισορροπία η οποία προετοιμάζει την επόμενη χαοτική κατάσταση σε ανώτερο επίπεδο. Πρόκειται για την εμφανή πλέον, ανικανότητα των θεσμών και των ατόμων του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού, των προσωποποιήσεων του κεφαλαίου, να χαλιναγωγήσουν την καταστροφική πλευρά της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Έτσι όμως απλά μεταθέτουν χρονικά την επόμενη κρίση. Στην ουσία προετοιμάζουν μια νέα, ανώτερη και πιο καταστροφική κρίση, που μπορεί να εκδηλωθεί ανά πάσα στιγμή, με αφορμή την κρίση του παγκόσμιου εμπορίου λόγω του εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, την κρίση του Brexit ή με οποιαδήποτε άλλη..
Η βάση αυτής της κατάστασης είναι πως το κεφάλαιο είναι ταυτόχρονα το μέσο και ο τελικός σκοπός, η αφετηρία και το τέλος της εμπορευματικής παραγωγής.
Γ.11. Αναπαραγωγή των αντιθέσεων σε ανώτερο επίπεδο
Ο καπιταλισμός της εποχής μας, μπαίνει σε μια νέα ιστορική περίοδο μετά την πρώτη δομική κρίση του 2007-09, την «Κρίση του αιώνα», όπως χαρακτηρίστηκε.
Στην πρώτη, «ανώριμη» περίοδο του, σχηματικά, από τη δεκαετία 70-80 μέχρι τη δομική κρίση του 2007-09, η δυναμική των αντιθέσεων του κεφαλαίου εκδηλώθηκε με τις νεοσυντηρητικές επιθέσεις στο εισόδημα και στον τρόπο αμοιβής των εργαζομένων, στις σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις, την κρίση στην Αργεντινή και τη Νοτιοανατολική Ασία, τις βαθιές αναστατώσεις του τραπεζικού συστήματος σε περισσότερες από 130 χώρες και τη συνακόλουθη εκτίναξη της ταξικής πάλης. Στη δεύτερη, «ώριμη», περίοδο στην οποία εισέρχεται η δυναμική των αντιθέσεων γεννά βαθύτερες τάσεις βαρβαρότητας, αλλά και βαθύτερη δυναμική στον υπερκορεσμό του, δίνει νέες, ανώτερες, δυσκολίες αλλά και υλικές δυνατότητες για να ανταποκριθεί η σύγχρονη εργατική τάξη στην «ιστορική αποστολή» της:
α. Στις σχέσεις μεταξύ κοινωνίας–φύσης η ραγδαία αναπτυσσόμενη οικολογική κρίση αποκτά εκρηκτικές διαστάσεις. Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή έχει ως μόνιμη τάση να κατασπαταλά και να διαρπάζει τον πλούτο της φύσης που είναι απαραίτητος για την αναπαραγωγή της ζωής και για τη βελτίωση των φυσικών και ιστορικών ορίων αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης. Η τάση αυτή, στο σημερινό στάδιο και εποχή του καπιταλισμού, ανεβαίνει σε νέα καταστροφική κλίμακα, έκφραση της οποίας είναι η Κλιματική Αλλαγή, την οποία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει η βιομηχανοποίηση και ο ανελέητος ανταγωνισμός για την εκμετάλλευση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Αντίθετα βρίσκει την κορύφωσή της στη διαστροφική επιδίωξη του κεφαλαίου για μια αναπαραγωγή της ζωής υπό τον έλεγχό του, στην υποταγή της καταγραφής του ανθρώπινου γονιδιώματος στις πατέντες ιδιοκτησίας των υπερεθνικών οργανισμών.
Μετά την ουσιαστική υπαγωγή της εργασίας, το κεφάλαιο επιδιώκει την ουσιαστική υπαγωγή του ανθρώπινου όντος και της φύσης στις ανάγκες του. Εξ ου και η περιβαλλοντολογική κρίση του Αμαζονίου, το λιώσιμο των πάγων, η ερημοποίηση εδαφών κ.α..
β. Στο σύγχρονο δημοκρατικό ζήτημα η αντίθεση ανάμεσα στις σχέσεις της καταπιεστικής κοινωνικής ιεραρχίας, από τη μια πλευρά και των αναγκών για εσωτερική κινητοποίηση του εργάτη–παραγωγού από την άλλη, έτσι ώστε να μπορεί να εργάζεται παραγωγικά και δημιουργικά, οξύνεται.
Η αντίθεση αυτή οδηγεί στη δημιουργία μιας τεράστιας κοινωνικής μηχανής παρακολούθησης, επιτήρησης και ελέγχου της μισθωτής εργασίας μέσα στους χώρους παραγωγής και υπηρεσιών, στο διαρκές χτύπημα των δημοκρατικών κατακτήσεων στη ζωή των συνδικάτων, σε σύμπλεξη με τον κρατικό μηχανισμό.
γ. Η σχέση-αντίθεση μεταξύ της παγκοσμιοποίησης και του έθνους-κράτους, δηλαδή της σχέσης ανάμεσα στην αντικειμενική τάση για παγκόσμια ολοκλήρωση της αγοράς και τον αιώνιο νόμο του καπιταλισμού, τον ανταγωνισμό, που ματαιώνει την πραγματοποίηση αυτής της τάσης, παίρνει νέες διαστάσεις. Οδηγεί τα σύγχρονα μονοπώλια να αγκυρώνονται στο έθνος, να ενισχύεται η πολιτική του νέου εθνικού προστατευτισμού, ειδικά ανάμεσα στις ΗΠΑ, ΕΕ, Ρωσία, έκφραση των οποίων είναι οι περιπέτειες του Brexit . Η αντίθεση αυτή προσδίδει νέες επικινδυνότερες διαστάσεις στην εξέλιξη των πολεμικών ανταγωνισμών και πολεμικών δαπανών που αυξάνονται.
Ο καπιταλισμός ως πολιτική των κανονιοφόρων επιστρέφει εκδικητικά και με ανώτερους κινδύνους παγκόσμιων ιμπεριαλιστικών πολέμων, σε πείσμα όσων πίστεψαν ότι έχει θαφτεί κάτω από την παγκοσμιοποίηση.
δ. Η σχέση μεταξύ των φύλων, με τη βαθιά κρίση της «πυρηνικής» οικογένειας, της πατριαρχίας και της ανδροκρατίας, των πολέμων και της φτώχειας, συντηρεί και αναπαράγει την κανιβαλική εκδοχή ενός «πολέμου των φύλων». Τρέφει, ειδικά στις πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες, την κρίση στην ομαλή αναπαραγωγή του ανθρώπινου «εργατικού» είδους, με την πρωτοφανή υπογεννητικότητα που συγκρίνεται μόνον με μεταπολεμικές περιόδους.
Η κατάσταση αυτή αναπαράγει με νέους όρους έναν ακήρυχτο πόλεμο κατά των γυναικών που πρέπει «να γυρίσουν στο σπίτι» για να παίξουν το ρόλο τους «ως άντρες και γυναίκες» προκειμένου να γεννήσουν τη νέα εργατική βάρδια που έχει ανάγκη το κεφάλαιο.
Την ίδια στιγμή, σε ορισμένες περιοχές του πλανήτη, η αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, παράγοντας –κατά την αστική αντίληψη- «υπερπληθυσμό» που πλεονάζει και που είτε πρέπει να κλειστεί σε τείχη και να καταστραφεί είτε να γίνει αντικείμενο ακραίας εκμετάλλευσης. Πλευρά αυτής της εκμετάλλευσης συντελείται με τις «μεταναστευτικές ροές» λόγω των πολέμων αλλά και της λειψυδρίας μέσω των οποίων εκατομμύρια μετανάστες μετατρέπονται σε πάμφθηνο εργατικό δυναμικό στις «υπογεννητικές» δυτικές κοινωνίες
Εν κατακλείδι, η δυσκολία, σήμερα, έγκειται στο ότι η συνεχιζόμενη αντιδραστική ανάπτυξη έχει φτάσει σε ένα είδος ωρίμανσης και κορεσμού. Η επέκταση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής ακόμα και στα πιο μακρινά και απομονωμένα μέρη του πλανήτη, έχει επιφέρει την ενεργοποίηση των ορίων αυτού του συστήματος. Η ωρίμανση και ο κορεσμός συνοδεύονται από τον κλονισμό της αποτελεσματικότητας της και από μια τρομακτική ανεπάρκεια ανάταξης της κερδοφορίας του κεφαλαίου και της ίδιας της απόσπασης υπερεργασίας. Γι’ αυτό και το σύστημα σα σύνολο καθίσταται ιδιαίτερα ασταθές.
Η συνολική αυτή κατάσταση της αστάθειας, της ανεπάρκειας στην ανάταση του ποσοστού κέρδους του κεφαλαίου, έχει σημαντικές επιπτώσεις για τις προοπτικές επιβίωσης του κεφαλαιοκρατικού συστήματος ως τέτοιου. Γι’ αυτό και η επιθετικότητα του εντείνεται, οι κίνδυνοι εκτείνονται σήμερα σε όλο τον πλανήτη και είναι απρόβλεπτοι.
Το περιθώριο της μετατόπισης των αντιφάσεων του συστήματος γίνεται ακόμα πιο στενό, η λύση τους με τον ένα ή άλλο τρόπο καθίσταται όχι μόνο αναπόφευκτη αλλά και αμεσότερη. Η ανάγκη θετικής διεξόδου, πριν να είναι πολύ αργά, καθίσταται επείγουσα. Η ιδιαιτερότητα της σοβαρότητας και επιτακτικότητας αυτής της διεξόδου συνδυάζεται με το γεγονός πως τα προβλήματα που διογκώθηκαν και επηρεάζουν την ίδια την επιβίωση της ανθρωπότητας, πρέπει σήμερα να αντιμετωπιστούν μέσα σε συνθήκες όπου το κεφαλαιοκρατικό σύστημα σα σύνολο έχει περάσει στη δομική κρίση του.
Δ. Για ένα εναλλακτικό κομμουνιστικό σχέδιο.
Δ.1. Στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του
«Από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του». Αυτή είναι η αρχή που θα αναγράψει στη σημαία της η κομμουνιστική κοινωνία. Η αρχή αυτή όμως είναι ασυμβίβαστη με τον καπιταλισμό, αλλά και με κάθε ταξική κοινωνία, είναι ασυμβίβαστη με το κέρδος–θεότητα της αγοραίας κοινωνίας, συγκρούεται με το κεφάλαιο και τις αστικές αρχές.
Αλλά το να προσφέρει ο καθένας σύμφωνα με τις ικανότητές του και να παίρνει σύμφωνα με τις ανάγκες του, φαίνεται στα όρια του εφικτού και του ανέφικτου, φαντάζει ακόμη και ουτοπικό.
Έτσι είναι αν μείνουμε στα σημερινά όρια οργάνωσης της κοινωνίας.
Αλλά η αρχή «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του» αφορά μια άλλη ρύθμιση της σχέσης παραγωγής και κατανάλωσης, άλλες κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, άλλες μορφές συνείδησης, ένα διαφορετικό πολιτισμό, μια ριζικά άλλη μορφή κοινωνικής οργάνωσης.
Διαφορετικά, αν μέναμε στη σημερινή αστική κοινωνία, τότε η ισότητα και η εξίσωση ποιοτικά ετερογενών ανθρώπων θα επιχειρούνταν υπό το πρίσμα του αστικού δικαίου, πράγμα που στη πραγματικότητα θα οδηγούσε σε ολοένα και πιο σκληρή ανισότητα ή, στην καλλίτερη των περιπτώσεων, στην ουτοπική ισοπέδωση άνισων αναγκών.
Οι «ικανότητες» και οι «ανάγκες», όταν καθορίζονται σε μια ιστορική περίοδο, είναι προσδιορισμένα και πεπερασμένα μεγέθη. Αλλά καθώς μεταβάλλονται ιστορικά είναι ταυτόχρονα μεγέθη ατέλειωτα.
Άρα και η ίδια η αναμεταξύ τους σχέση είναι ιστορικά κυμαινόμενη, είναι σχέση ιστορικών οριζόντων.
Γι’ αυτό ακριβώς και η κομμουνιστική κοινωνία δεν είναι ένα τέλος αλλά μια νέα αρχή με όλους τους ορίζοντες δημιουργίας και ανθρωπιάς μπροστά της.
Η κομμουνιστική «μηχανή» είναι μια μηχανή του απείρου.
Οι όροι ικανότητες, ανάγκες, ανθρωπιά, δημιουργικότητα κατανοούνται δεν ορίζονται, διασχίζονται από μια αινιγματική αοριστία. Η ακαθοριστία αυτή δεν είναι «ελάττωμα» είναι ουσιαστικό γνώρισμα της κομμουνιστικής ελευθερίας των ατόμων, αποτελεί προϋπόθεση της ίδιας της κομμουνιστικής απειρότητας, δηλαδή της κομμουνιστικής ελευθερίας της ανθρωπότητας. Συγκεκριμένος και ορισμένος είναι ο αντίπαλος, το κεφάλαιο. Αυτός ο αποκρουστικός ηγεμόνας, που ασκώντας εξαναγκασμό αλλά και αποσπώντας συναίνεση, επιβάλλει την αναπτυξιακή του λογική στην κοινωνική ολότητα και στη φύση. Από τον καθένα, λοιπόν, ανάλογα με τη δραστηριότητα του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του. Αυτή η αόριστη αντωνυμία «καθένας» ανακινεί όλη την κουβέντα περί του καθολικού. Ο «καθένας» είναι ένας και όλοι ταυτόχρονα. Γι’ αυτό και το κομμουνιστικό κίνημα δεν συγχέει τον κομμουνισμό με την πλήρη και συνολική υποταγή του ατόμου στη συλλογικότητα αλλά και την εκμηδένιση της συλλογικότητας στο όνομα του ατόμου.
Δ.3. Ικανοποίηση αναγκών και το οικολογικό ζήτημα ως βασική πλευρά
Αν οι ανάγκες προς κατανάλωση είναι μεγαλύτερες από τις παραγωγικές δυνατότητες της κοινωνίας, τότε η σχέση δεν μπορεί να ικανοποιηθεί. Γι’ αυτό εξάλλου και όλοι οι επαναστάτες του περασμένου αιώνα μιλούν για την «ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων» και την «αφθονία του πλούτου» σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορούν να ικανοποιηθούν οι κοινωνικές ανάγκες όλων.
Στον κομμουνισμό, οι ελεύθεροι συνεταιρισμένοι παραγωγοί αποφασίζουν ποιες είναι οι ικανότητες και ποιες οι ανάγκες κοινωνικών ομάδων και ατόμων, έχοντας διασφαλίσει την «ελάχιστη ουτοπία» για όλους, πως δεν θα πεινάει κανείς, πως δεν θα αναγκαστεί κανείς να νοικιάσει ή να πουλήσει τον εαυτό του σε κάποιον εκμεταλλευτή. Προέχει η εξασφάλιση της ικανοποίησης των πλέον ανελαστικών αναγκών, των βιολογικών αναγκών και των ελάχιστων ενεργειακών πόρων που χρειάζονται οι άνθρωποι αλλά και το κοινωνικό σύστημα (υγεία, παιδεία, ασφάλιση, συγκοινωνίες). Αυτός είναι ο ανώριμος, ακόμη, κομμουνισμός.
Αλλά αυτό ισοδυναμεί με την επίλυση του ενεργειακού και διατροφικού προβλήματος (πρόβλημα πόρων-επιβίωσης) που αναδύεται στη συμβολή της σχέσης κοινωνικού συστήματος-περιβάλλοντος.
Το οικολογικό ζήτημα επανέρχεται λοιπόν σαν βασική πλευρά του κομμουνιστικού κινήματος.
Δ.4. Η δημοκρατική λειτουργία είναι όρος
Η ειδική υφή της σχέσης φαίνεται πως πρέπει να εξασφαλιστεί από ένα τρίτο, καθοριστικό και προσδιοριστικό στοιχείο. Αυτό το εμβόλιμο στοιχείο είναι παρόν-απόν, εκδηλώνεται μέσα στην καθολικότητα του «καθένα» και της ειδικής κομμουνιστικής συνάρθρωσης ικανοτήτων-αναγκών.
Το λειτουργικό και κρίσιμο αυτό στοιχείο είναι εκείνο που πρέπει να αντικαταστήσει το χρήμα, το νομικό πρόσωπο, και κάθε άλλο μέτρο της αστικής ταξικής κοινωνίας η οποία πραγματοποιεί υπολογιστικά τις συζεύξεις μεταξύ των κοινωνικών ατόμων και πραγμάτων. Πρέπει να υπάρχει λοιπόν κάποιο είδος θεσμικής συλλογικής υπόστασης που θα διασφαλίζει το κομμουνιστικό αξίωμα. Αυτή η θεσμική συλλογική υπόσταση είναι η συλλογική, δημοκρατική λειτουργία και η εμμονή σε αυτήν ως όρο για την συνέχιση της ύπαρξης της κομμουνιστικής κοινωνίας. Η εμμονή στην συλλογική, αποκεντρωμένη, κοινωνικά διάφανη κοινωνική συμβίωση των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών. Συμβίωση που θα συνειδητοποιείται από τους ανθρώπους ως προϊόν της ίδιας τους της ελεύθερης, ιστορικής δραστηριότητας.
Αυτό είναι το πέρασμα από την προϊστορία στην ιστορία του ανθρώπου.
Το κομμουνιστικό κίνημα ήταν και είναι το «πνεύμα της αποδόμησης της κεφαλαιοκρατίας» και ταυτόχρονα το «πνεύμα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού», οι στόχοι και τα μέσα υλοποίησης τους, όσο κι αν η αποδόμηση του καπιταλισμού και η οικοδόμηση του κομμουνισμού δεν κερδήθηκαν ποτέ, όσο κι αν ο κόσμος έγινε περισσότερο πολύπλοκος, περισσότερο δύσκολος.
Το κομμουνιστικό κίνημα, η κομμουνιστική ιδέα, για να είναι πολιτικά αποτελεσματική στην πραγματική πολιτική διαπάλη απέναντι στον αστισμό, δεν μπορεί παρά να λειτουργεί σαν σύστημα, σαν ένα καθορισμένο και στοχοπροσηλωμένο σώμα αναλύσεων, επιθυμιών, συμπερασμάτων, στόχων και πράξεων. Ο κομμουνισμός των «ενικοτήτων» είναι ανήμπορος πολιτικά και φαίνεται αυτό ειδικά σήμερα.
Η αναγκαιότητα πολιτικής οργάνωσης του εργαζόμενου λαού ώστε να παραχθεί πολιτική ισχύς είναι ορατή. Τότε και μόνο η κομμουνιστική ιδέα υπάρχει ως ένα συγκροτημένο θεωρητικό και πρακτικό σύστημα ικανό για κριτική στο υπάρχον καθεστώς και για θετικό κομμουνιστικό πρόταγμα. Τότε διατηρείται σε ορατότητα και το κεντρικό του αξίωμα, το αναφορικό του μέλλοντος που προοιωνίζεται: από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του. Αλλά όταν ένα αξίωμα γίνεται ορατό ως αξίωμα, τότε μπορεί να αναπτύσσεται με γνώμονα την απειρότητα του κομμουνιστικού ορίζοντα στόχου που ορίζει τους κομμουνιστές.
Η ποιοτική τάση προς την καταστροφή, την αντίδραση και το ανεξέλεγκτο του σύγχρονου καπιταλισμού σε συνδυασμό με τις πρωτόγνωρες υλικές δυνατότητες της εποχής μας θέτει σαν πρώτο και βασικό στόχο για το κίνημα της εργασίας τον κοινωνικό έλεγχο της ανθρωπότητας πάνω στις ιστορικά αναπτυσσόμενες ανάγκες και στην εκπλήρωσή τους, πάνω στους ρυθμούς και την ποιότητα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, πάνω στην επιστήμη και την τεχνολογία. Η αναγκαιότητα αυτή επιβάλλει τον αγώνα για μια ποιοτική, ριζική αλλαγή, για μια μακρά, διεθνή, κομμουνιστική επανάσταση στις παραγωγικές σχέσεις. Επανάσταση που θα ξεκινήσει από μια χώρα ή από μια πρώτη ζώνη χωρών, θα προχωρά διεθνικά και θα ολοκληρωθεί παγκόσμια.
Η κομμουνιστική κοινωνία στο βαθμό που θα θεμελιώνεται, στη βάση της σύγχρονης πραγματικότητας και τις ιστορικές εμπειρίες, αποτελεί τη μοναδική εναλλακτική συνολική πολιτική διέξοδο από την ιστορική κρίση και τη σύγχρονη καπιταλιστική βαρβαρότητα.
Η συνδυασμένη αξιοποίηση των σύγχρονων επιστημονικών και τεχνικών δεδομένων σε όλους τους τομείς παραγωγής και κυκλοφορίας για την οικοδόμησης της νέας κοινωνίας θα είναι πρωτότυπη, θεμελιώδης και καθοριστική για τέσσερεις κυρίως λόγους:
α) Τα διαδίκτυα – το internet συνδέουν επιμέρους υπολογιστές ή δίκτυα υπολογιστών, εξαπλώνονται δυναμικά και διασυνδέουν προς το παρόν πάνω από τρία δισεκατομμύρια χρήστες σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Καλύπτουν κάθε σφαίρα της παραγωγής και της κυκλοφορίας εμπορευμάτων, της επικοινωνίας, της επιστήμης, του πολιτισμού.
Αλλά όπως η χρήση κάθε τεχνολογικής εξέλιξης στο καθεστώς κυριαρχίας των αστικών σχέσεων παραγωγής, έτσι και η χρήση των διαδικτύων αξιοποιείται από τους καπιταλιστές για την αύξηση του κέρδους, τη μείωση του κόστους παραγωγής, την υποτίμηση της αξίας της εργατικής δύναμης, την επιβολή μιας οργουελικού τύπου κρατικής καταστολής και χειραγώγησης της κοινωνίας, δυσκολεύοντας δραστικά τις συνθήκες της ταξικής πάλης για την εργατική τάξη.
Στην περίοδο όμως που θα ακολουθήσει την επαναστατική ανατροπή των αστικών σχέσεων παραγωγής και στην πορεία προς τη νέα κομμουνιστική κοινωνία τα εξελισσόμενα διαδίκτυα ως μορφές αμφίδρομης σύνθετης διασύνδεσης ανθρώπων και πραγμάτων θα αποτελέσουν την υλική βάση στην πορεία των μελών της κοινωνίας για την αυτοκυβέρνησή τους. Η αμφίδρομη λειτουργία της πληροφορίας ως προϋπόθεση για ουσιαστική συμμετοχή, θα αξιοποιηθεί στην κατεύθυνση της υπέρβασης των αναγκαίων κατ’ αρχάς αντιπροσωπευτικών θεσμών και αντικατάστασή τους από μορφές άμεσης δημοκρατικής διακυβέρνησης.
Η σημερινή δυνατότητα της πληροφορικής για σχετικά απεριόριστη συλλογή, ταξινόμηση και επεξεργασία τεράστιων όγκων δεδομένων θα κάνει δυνατή, για πρώτη φορά στην ιστορία, την ακριβή μέτρηση των αναλωνόμενων συντελεστών της παραγωγής (μέσων εργασίας, αντικείμενων εργασίας και εργατικής δύναμης) καθ’ όλη τη διάρκεια της παραγωγής, μεμονωμένα αλλά και στον μεταξύ τους συσχετισμό. Θα είναι στη διάθεση όλων, σε μορφή ελέγξιμη, κάθε στιγμή το συνολικό κοινωνικό απόθεμα, η συγκεκριμένη κάθε φορά παραγωγική ικανότητα της κοινωνίας. Θα είναι δηλαδή δυνατός ο σχεδιασμός της αναπαραγωγής και μεγέθυνσης του κοινωνικού κεφαλαίου βασισμένος στα πραγματικά στοιχεία με υπαρκτή τη δυνατότητα κοινωνικής συμμετοχής. Η σπατάλη στη χρήση των παραγωγικών δυνάμεων θα περιορίζεται και θα είναι ελέγξιμη από όλη την κοινωνία, τα επεξεργασμένα δεδομένα σε αντίθεση με ό, τι σήμερα συμβαίνει, θα αξιοποιούνται προς όφελος όλης της κοινωνίας,.
β) Η ακριβής γνώση του κόστους των προϊόντων, η ποσότητα και η ποιότητα της εργατικής δύναμης που περιέχεται σ’ αυτά θα αποτελέσουν σημαντικό εργαλείο για την αποδυνάμωση του νόμου της αξίας μέχρι το οριστικό ξεπέρασμά του.
γ) Η ακριβής γνώση απ’ όλη την κοινωνία της ποσότητας και της ποιότητας (απλή, σύνθετη) της εργασίας που συνεισφέρει κάθε εργαζόμενος θα αποτελέσει βασική προϋπόθεση για την προσέγγιση με αδιάβλητο τρόπο της αρχής «στον καθένα ανάλογα με την εργασία του».
Ε. Για τις επαναστάσεις του 21ου αιώνα.
Ε.1. Η επανάσταση ως ρεαλισμός της καθημερινότητας
Όποιος θέλει να είναι «εντάξει» με τον εαυτό του και με τις λαϊκές δυνάμεις στις οποίες απευθύνεται, οφείλει να παραδεχτεί ότι άρνηση της επανάστασης σημαίνει άρνηση του ίδιου του κοινωνικού μετασχηματισμού. Και όχι μόνο.
Η άρνηση της επανάστασης ως σταθερά επιδιωκόμενου στόχου δυσκολεύει επιπλέον το εργατικό κίνημα. Γιατί η επανάσταση δίνει νόημα, ρεαλισμό και προοπτική στον αναπόφευκτο και επιτακτικό καθημερινό αγώνα για την ανατροπή της αντεργατικής αντιλαϊκής πολιτικής που προωθούν οι κυβερνήσεις του κεφαλαίου και οι υπερεθνικοί μηχανισμοί όπως η ΕΕ.
Η επανάσταση «έχει» για όλες τις εποχές γιατί είναι μια διαρκώς αναπτυσσόμενη διαδικασία, με μεγάλους ποιοτικούς σταθμούς και χωρίς τέλος.
Αλλά επανάσταση σε μια χώρα έχει νόημα, μπορεί να υπάρξει και περισσότερο μπορεί να νικήσει και να στεριώσει;
Αν προστρέξουμε στην Ιστορία, διαπιστώνουμε πως οι κοινωνικές επαναστάσεις γεννούνται σε μια γενικότερα ανήσυχη, σε μια επαναστατική εποχή, που αγκαλιάζει ένα σύνολο χωρών. Αυτό συνέβη της περίοδο 1900-1920. Γι’ αυτό και ο Οκτώβρης συνοδεύτηκε από τις επαναστάσεις σε μια ολόκληρη σειρά χωρών (Γερμανία, Ουγγαρία, Φιλανδία, Αυστρία κ.α). Το ίδιο συνέβη την μεταπολεμική δεκαετία 1945-1960, την Κινέζικη επανάσταση συνόδευσαν η Κουβανέζικη, το Βιετνάμ και μια σειρά αντιαποικιακές και αντιιμπεριαλιστικές εξεγέρσεις.
Ανάλογο θα συμβεί και στις επερχόμενες κοινωνικές εξεγέρσεις και επαναστάσεις.
Το ερώτημα επομένως, όπως τίθεται, δεν νομιμοποιείται, δεν έχει νόημα.
Αυτό όμως που έχει νόημα και ουσία είναι η οργάνωση του καθημερινού αγώνα ως εάν από αυτόν εξαρτάται το σύνολο του κινήματος, η θεμελίωση ενός σύγχρονου κομμουνιστικού προγράμματος, η συγκρότηση των φορέων του. Είναι η οργάνωση του καθημερινού αγώνα για να νικήσεις, είναι η σταθερή επιδίωξη, δηλαδή ο σχεδιασμός για τη μεγάλη αναμέτρηση από το λαό για το λαό.
Η επανάσταση αποτελεί από μόνη της μια νέα κοινωνική ποιότητα. Είναι από μόνη της μια πορεία αυτενέργειας και δημιουργίας, το διαρκές πολιτικό πανεπιστήμιο του αγωνιζόμενου λαού. Ο χρόνος, η καθημερινότητα, η εργασία, η δημιουργία, η ζωή η ίδια, αποκτούν άλλο νόημα, ενεργοποιούνται νέες και νέες κοινωνικές δυνάμεις.
Η εργατική ηγεμονία και η εργατική επανάσταση για να υπάρξουν και να νικήσουν οφείλουν να είναι «πλειοψηφικές» με εργατικό και επαναστατικό τρόπο. Δηλαδή να είναι έργο της σύγχρονης εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, να είναι εργατολαϊκή.
Ωστόσο το ζήτημα της «πλειοψηφίας», όπως και της «δημοκρατίας» είναι ένα ποιοτικό ζήτημα και παίρνει διαφορετικό περιεχόμενο και μορφή ανάλογα με τα ιδιαίτερα ταξικά συμφέροντα και τους ταξικούς ανταγωνισμούς. Σε τελευταία ανάλυση μπορεί να πει κανείς ότι υπάρχει ο δρόμος της αστικής πολιτικής και ο δρόμος της εργατικής πολιτικής για τη δημοκρατία. Κι αυτοί οι δυο δρόμοι βρίσκονται σε ενότητα αλλά και αντίθεση μεταξύ τους.
Η μια πλευρά των εργαζομένων κυρίως αναθέτει, αντιπροσωπεύεται, ψηφίζει, κυβερνιέται και τελικά ενσωματώνεται. Είναι η βάση της κυριαρχία της «αποξενωτικής», της δια της ανάθεσης, «αντιπροσωπευτικής» μορφής στην πολιτική. Αυτή αποτελεί τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο εκφράζεται, οργανώνεται και ενισχύεται η αστική ηγεμονία μέσα στις ιδιοκτήτριες τάξεις και μέσα στις κοινωνικές συμμαχίες τους.
Η άλλη πλευρά των εργαζομένων συμμετέχει ενεργά, αγωνίζεται, ελέγχει ως την κατάργηση κάθε διάκρισης ανάμεσα σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους, πάνω απ’ όλα επαναστατεί. Αυτή η δεύτερη πλευρά εκπροσωπεί την ιστορική ποιοτική πλειοψηφία και υπεροχή των αντικαπιταλιστικών συμφερόντων της τάξης συνολικά απέναντι στην ιστορική μειοψηφία της ενσωμάτωσής στις καπιταλιστικές σχέσεις. Η κυριαρχία της άμεσα συμμετοχικής, αγωνιστικής μορφής στην πολιτική αποτελεί ειδικό τρόπο με τον ο ποίο εκφράζεται, οργανώνεται και ενισχύεται η ηγεμονία της εργατικής χειραφέτησης μέσα στην εργατική τάξη, στις κοινωνικές συμμαχίες της και γενικότερα μέσα στην κοινωνία. Αποτελεί το δρόμο επικράτησης της εργατικής κυριαρχίας, μέχρι την πλήρη κατάργηση κάθε κυριαρχίας. Η εργατική ηγεμονία και η εργατική επανάσταση για να υπάρξουν και να νικήσουν πρέπει να είναι «πλειοψηφικές» με εργατικό και επαναστατικό τρόπο.
Ε.3. Οι εποχές αλλάζουν, οι επαναστάσεις επίσης.
Η επανάσταση δεν είναι ένας ατμοκίνητος συρμός με διαδοχικές στάσεις: πρώτα ηγεμονία, μετά εξουσία, μετά κοινωνική κυριαρχία. Ούτε όμως είναι ένα είδος αστραπής που την εξαπολύει μια αποφασισμένη πρωτοπορία, ισοπεδώνοντας την πάλη των τάξεων μαζί και τις διαφορετικές πλευρές και τα αναγκαία άλματα μέσα στον επαναστατικό αγώνα.
Η κατάληψη της κρατικής εξουσίας και της διακυβέρνησης από την πλειοψηφία της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων κάθε φορά είναι μια συνταρακτική διαδικασία με πρωτότυπα, απρόσμενα και εν πολλοίς απρόβλεπτα επεισόδια. Όσοι επομένως ονειρεύονται συνεπέστερες εκδόσεις των επαναστάσεων του 20ου αιώνα θα απογοητευτούν. Οι εποχές αλλάζουν, οι επαναστάσεις επίσης.
Φυσικά κάθε κοινωνική επανάσταση, σε γενικές γραμμές προωθεί, κρίνει και λύνει τα ζητήματα της ηγεμονίας, της εξουσίας και της κυριαρχίας στην διαλεκτική τους αλληλεπίδραση, με βάση τον καθοριστικό ρόλο των ίδιων των εργαζομένων και της πάλης τους. Όταν η καταπιεζόμενη τάξη δρα σε συνθήκες «αδιατάρακτης» ταξικής ηγεμονίας και κυριαρχίας-εξουσίας του αντιπάλου της, όπως στη σημερινή περίοδο, είναι ανάγκη, πρώτα απ’ όλα, να διεκδικεί, μέσα απ’ την πάλη απέναντι στο κεφάλαιο, την «κατάλυση» της ηγεμονίας της τάσης ενσωμάτωσης απέναντι στη βασική πλευρά των συμφερόντων της. Μόνο στο βαθμό που καταλύεται αυτή η ηγεμονία, μόνο στο βαθμό που δημιουργείται «κενό ηγεμονίας» μέσα στην εργατική τάξη, στο βαθμό δηλαδή που αναπτύσσεται μια αυτοτελής, σε περιεχόμενο και μορφή, άμεση δράση της εργατικής χειραφέτησης, μπορεί να αφαιρείται το ιστορικό κοινωνικό προβάδισμα απ’ την τάση ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης. Να διεκδικείται η αντικαπιταλιστική ηγεμονία μέσα στην ίδια την τάξη. Να αμφισβητείται ή κοινωνική συμμαχία της με το κεφάλαιο και να διαμορφώνονται προϋποθέσεις και πρώτα στοιχεία ηγεμονίας της καταπιεζόμενης τάξης σε μικρομεσαία στρώματα. Στην θετική εξέλιξη αυτής της δυναμικής η εργατική πολιτική μπορεί να «μεταφέρει» την «κρίση ηγεμονίας» μέσα στις γραμμές της αστικής τάξης και τελικά να διαμορφώνει μια επαναστατική κατάσταση. Σε μια τέτοια κατάσταση οι κυβερνώντες δεν μπορούν να διοικούν όπως πριν, οι κυβερνώμενοι δεν θέλουν να κυβερνώνται όπως μέχρι τότε και γι’ αυτό τους διακρίνει μια ασυνήθιστη συλλογική πολιτική δράση και παρουσία. Σε αυτήν την κατάσταση τίθεται με τον ένα ή άλλο τρόπο το ζήτημα της στρατηγικής εργατικής ηγεμονίας και ανατροπής του τρόπου και του περιεχομένου της αστικής διακυβέρνησης. Αυτό π.χ. συνέβη στην Ελλάδα με τα Ιουλιανά του 1965.
Η δημιουργία επαναστατικής κατάστασης δεν σημαίνει ότι η στρατηγική εργατική ηγεμονία έχει κιόλας κατακτηθεί και πολύ περισσότερο ότι έχει κιόλας σταθεροποιηθεί. Το ιστορικό κοινωνικό πολιτικό προβάδισμα της εργατικής χειραφέτησης μέσα στην εργατική τάξη μπορεί, στη διάρκεια της επαναστατικής κατάστασης, να αμφισβητηθεί και να αντιστραφεί, με βάση τις απότομες καμπές της ταξικής πάλης, εφόσον η αστική τάξη διαθέτει ακόμα κρατική εξουσία και ιδιαίτερα διατηρεί την απόλυτη κυριαρχία στις κοινωνικές σχέσεις.
Αντίθετα, το ανώτατο όριο αυτής της διαδικασίας, είναι σε συνθήκες αστικής κυριαρχίας–εξουσίας να αναπτυχθεί σε τέτοιο επίπεδο το προβάδισμα της τάσης χειραφέτησης μέσα στην εργατική τάξη ώστε να δημιουργεί έδαφος για επαναστατικά γεγονότα. Τότε, με την έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας, το ζήτημα της στρατηγικής ηγεμονίας της εργατικής χειραφέτησης, το ζήτημα της εξουσίας και το καθοριστικό ζήτημα της κυριαρχίας των νέων κοινωνικών σχέσεων αρχίζουν να λύνονται με νέο ποιοτικά ανώτερο τρόπο.
Η μετατροπή της επαναστατικής κατάστασης σε μια χώρα θα είναι υπό την επίδραση μια γενικευμένης διεθνικής κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής, πολιτιστικής, «φουσκοθαλασσιάς», μιας βαθύτερης, πιο οξυμένης, ιδίως στο σύγχρονο στάδιο ανάπτυξης και κρίσης του καπιταλισμού εξελισσόμενης σύγκρουσης.
Στην πορεία της η μισθωτή εργασία επιβάλλεται – αν δεν «θέλει» να χαθούν τα πάντα – να ισχυροποιεί τη συγκρότηση της σε ηγεμονική δύναμη μέσα στο ίδιο το εσωτερικό της και μέσα στην κοινωνία. Σε αυτή την περίοδο, η πάλη για την εξουσία και τη νέα ταξική κυριαρχία θα περιλαμβάνει τη συγκρότηση των ανεξάρτητων οργάνων της εργατικής πολιτικής που “υποδέχονται” και ασκούν τελικά την εργατική-λαϊκή εξουσία.
Η κυβέρνηση που προκύπτει στηρίζεται, δημιουργείται από αυτά και ταυτόχρονα τα στηρίζει.
Οι ιδέες τους – και οι ίδιες οι πρωτοπορίες – δεν μπορούν να υπάρχουν έξω και ανεξάρτητα απ’ την ανάπτυξη και την «οργάνωση» της εργατικής χειραφέτησης. Η συγκρότηση των ανεξάρτητων οργάνων της εργατικής πολιτικής, πρωτίστως, στα άμεσα πεδία των ταξικών σχέσεων παραγωγής – αλλά και σ’ όλα τα πεδία της πάλης για τα συμφέροντα, την πολιτική και τις ιδέες – αποτελεί την πραγματική προϋπόθεση για την ηγεμονία της επαναστατικής πλευράς μέσα στο εργατικό κίνημα. Η συγκρότηση τους αποτελεί τη βάση, τον ουσιαστικό δείκτη για το χαρακτήρα και το ρόλο των επαναστατικών ιδεών κομμάτων και πρωτοποριών που δρουν μέσα στην εργατική τάξη. Η έλλειψη τους δείχνει αντίστοιχα την έλλειψη ή την ανάπτυξη του επαναστατικού χαρακτήρα των ιδεών, των αρχών και της πολιτικής αυτών των πρωτοποριών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σημερινή κατάσταση και σχέση ανάμεσα στα συνδικάτα και τα «επαναστατικά» κόμματα.
Ε.4. Ο χαρακτήρας και οι σταθμοί της επανάστασης
Η επανάσταση από την άποψη των άμεσων στόχων θα είναι αντικαπιταλιστική, από την άποψη του σκοπού θα είναι σοσιαλιστική–κομμουνιστική.
Με τη νίκη της, αυτό το πρώτο μεγάλο άλμα προς την εργατική χειραφέτηση, τα άμεσα μέτρα αλλάζουν τη θέση της εργατικής τάξης και των σύμμαχων στρωμάτων στην κοινωνία σε βάρος της θέσης του κεφαλαίου, αλλάζει η ζωή τους. Με το τσάκισμα ειδικά της παλιάς κρατικής μηχανής αρχίζει και η έναρξη της επαναστατικής μετάβασης στην εργατική δημοκρατία, στο προλεταριακό κράτος και στην κυριαρχία των νέων κοινωνικών σχέσεων.
Σε αυτό το πρώτο μεγάλο άλμα προς την εργατική χειραφέτηση η ηγεμονία της μέσα στην εργατική τάξη εκφράζεται με τη συσπείρωση της εργατικής τάξης και ορισμένων τμημάτων των μεσαίων στρωμάτων γύρω από τα βασικά συμφέροντα της εργατικής τάξης. Εκφράζεται με την άμεση εξασφάλιση και σχετικά πιο ολοκληρωμένη ικανοποίηση των αντικαπιταλιστικών αιτημάτων γύρω απ’ την αξία της εργατικής δύναμης της εργατικής τάξης καθώς και των συγκεκριμένων αντικαπιταλιστικών αιτημάτων των μεσαίων στρωμάτων. Αυτές οι κατακτήσεις σημαίνουν μια ποιοτική ριζική αλλαγή των συσχετισμών σε βάρος του κεφαλαίου και υπέρ της εργασίας.
Με την αρχική νίκη της επανάστασης, στην ηγεμονία της εργατικής τάσης επιδρά με διάφορους τρόπους το ποιος κυριαρχεί ουσιαστικά στον πυρήνα των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων. Για μια περίοδο, κυριαρχούν ακόμη, κλονισμένα και τροποποιημένα, τα βασικά καπιταλιστικά χαρακτηριστικά. Επιπλέον, η έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας δεν καταργεί αυτόματα την εργατική τάση ενσωμάτωσης (για όσο καιρό ισχύει ο νόμος της αξίας) και πολύ περισσότερο δεν καταργεί την «καπιταλιστική» (βασική από μακροπρόθεσμη άποψη) πλευρά των μεσαίων στρωμάτων. Περιέχεται μάλιστα και ένας «συναινετικός», κατά κάποιο τρόπο, αυτοπεριορισμός των «ιδιαίτερων» διεκδικήσεων και συμφερόντων αυτών των δυο κοινωνικών ρευμάτων, μέσα στα κοινά κατ’ αρχάς αποδεκτά όρια.
Για όσο διάστημα δεν θα έχει λυθεί το καθοριστικό ζήτημα της κυριαρχίας των νέων κοινωνικών σχέσεων σοσιαλιστικού-κομμουνιστικού προσανατολισμού απέναντι στις καπιταλιστικές και εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, για όσο διάστημα η εργατική τάξη δεν θα ’χει αναδειχθεί σε κυρίαρχη τάξη με την πλήρη έννοια, η επαναστατική ηγεμονία μέσα στην τάξη και (μ’ άλλο τρόπο) μέσα στις κοινωνικές της συμμαχίες και στο κράτος δεν θα ’χει στρατηγικό χαρακτήρα. Θα μπορεί να καταλυθεί, να ανατραπεί ακόμα και να χάσει το ιστορικό-κοινωνικό-πολιτικό της προβάδισμα. Αυτό θα σημαίνει, ανάλογα με τους συσχετισμούς και τις καμπές της ταξικής πάλης, εκφυλισμό και πιθανή ήττα της επανάστασης, παλινόρθωση τελικά του παλιού συστήματος.
Σε όλο αυτό το διάστημα οι μετεπαναστατικές κοινωνίες θα είναι κοινωνίες με διαταραγμένα τα καπιταλιστικά χαρακτηριστικά και διαφιλονικούμενη την πορεία τους. Η επανάσταση επομένως στην πορεία οφείλει, για να μη μείνει στη μέση και οπισθοχωρήσει, να αναπτυχθεί ποιοτικά. Να προχωρήσει στο δεύτερο μεγάλο άλμα. Να εξασφαλίσει την εργατική κοινωνική και πολιτική κυριαρχία με την πλήρη έννοια στην οργάνωση της παραγωγής, στις παραγωγικές, οικονομικές, πολιτικές θεωρητικές σχέσεις. Τότε πραγματοποιείται και σ’ ένα βαθμό σταθεροποιείται και η στρατηγική ηγεμονία της εργατικής επαναστατικής πλευράς μέσα στην τάξη και μέσα στο κράτος καθώς και η ηγεμονία της απέναντι στην αντικαπιταλιστική πλευρά των μεταμορφωμένων σε κάθε περίπτωση μεσαίων στρωμάτων.
Αλλά και τότε η αντίθεση μέσα στην εργατική τάξη δεν καταργείται οριστικά καθώς δεν καταργείται ακόμη πλήρως η βασική αντίθεση της κυρίαρχης επαναστατικής πλευράς «σοσιαλιστικού προσανατολισμού» απέναντι στην κυριαρχούμενη πλέον και μετασχηματισμένη καπιταλιστική πλευρά των κοινωνικών σχέσεων, απέναντι στη δυνατότητα της αναγέννησης και εκ νέου ανάπτυξής τους.
Από ’κει και πέρα, από ένα ανώτερο επίπεδο ανάπτυξης της ταξικής πάλης, επιβάλλεται η πλήρης κατάργηση της καπιταλιστικής πλευράς στην κοινωνία και στην παραγωγή, των πλευρών και τάσεων των εργαζομένων και των μη προλεταριακών στρωμάτων που συνδέονται με την αντίσταση και την τάση αναγέννησης των καπιταλιστικών εκμεταλλευτικών σχέσεων. Τότε αρχίζει η καθαυτό μεταβατική περίοδος προς την οριστική νίκη του σοσιαλισμού – κομμουνισμού, μέχρι να καταργηθούν οι τάξεις, ο κοινωνικός καταμερισμός, οι εμπορευματοχρηματικές συναλλαγές, ο νόμος της αξίας, η ταξική πλευρά του κράτους και της πολιτικής, ο εθνικός κατακερματισμός κ.λπ.
Τότε, με την πλήρη και οριστική νίκη των σοσιαλιστικών – κομμουνιστικών σχέσεων, την κατάργηση του νόμου της αξίας, κάθε καταπιεστική ταξική πλευρά της ηγεμονίας θα μπει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Πολιτική Κίνηση για ένα σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο
Δεκέμβρης 2019
i. Για τον καπιταλισμό:
Αμίρ Σαμίν, Νέα Ιμπεριαλιστική Δομή, MonthlyReviewPress, 2019.
David Harvey, Δεκαεφτά Αντιφάσεις του Καπιταλισμού, Μεταίχμιο.
David Harvey, Δρόμοι και Τόποι του Καπιταλισμού, AngelusNovus.
Fine B. – Harris L., Ξαναδιαβάζοντας το Κεφάλαιο, Gutenberg, Αθήνα 1985.
Wolfgang Streek, Πώς θα τελειώσει ο Καπιταλισμός; Δοκίμια για ένα σύστημα που αποτυγχάνει, Πλέθρον 2019.
Έρνεστ Μαντέλ, Ο Ύστερος Καπιταλισμός, Gutenberg, Αθήνα 1975.
Λ. Βατικιώτης, Κρίση και ανασυγκρότηση στην παγκόσμια οικονομία από το 1970 μέχρι σήμερα, διαμάχη γύρω από τις θέσεις του Brenner. Διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Δεκέμβριος 2007.
Α. Ιωαννίδης – Στ. Μαυρουδέας, «Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Είναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιό της σήμερα;», στο Συλλογικό, Δομές και σχέσεις εξουσίας στη σημερινή Ελλάδα, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 2000.
Λένιν Β.Ι., Ιμπεριαλισμός. Ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, Σύγχρονη Εποχή.
Λιοδάκης Γ., «Το νέο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και η ευρωπαϊκή οικονομική ενοποίηση», περιοδικό Ουτοπία, τεύχος 39/2000.
Ρόζα Λούξεμπουργκ, Η Συσσώρευση του Κεφαλαίου , Διεθνής Βιβλιοθήκη, τ. 1. Αθήνα 2006 (α΄ εκδ. 1973) και τ. 2., Αθήνα 1975.
Σπύρος Σακελλαρόπουλος, «Σχετικά με τη θεωρία του Ιμπεριαλισμού της εποχής μας», περιοδικό Θέσεις, Τεύχος 74, περίοδος: Ιανουάριος – Μάρτιος 2001.
Γ. Τόλιος, Συγκέντρωση κεφαλαίου, βιομηχανικοί όμιλοι και βιομηχανική παραγωγή, Διδακτορική διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο, 2003.
Θέσεις της Συντονιστικής Επιτροπής του ΝΑΡ για το Πανελλαδικό Σώμα «για την σύγχρονη Καπιταλιστική Κοινωνία», Αθήνα, Ιούνιος 1997.
ii. Για το κομμουνιστικό κίνημα
Δ. Καλτσώνης, Το κράτος στην Κίνα, Τόπος, 2019.
Ε. Χ. Καρρ, Ιστορία της σοβιετικής ένωσης, Υποδομή, 1972.
Γκ. Λούκατς, Η Σκέψη του Λένιν, Σύγχρονη Εποχή, 1990.
Λένιν, Άπαντα. Τόμοι 16, 42, 43, Σύγχρονη Εποχή, 1984.
Λένιν, «Ο Αριστερισμός Παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», Σύγχρονη Εποχή, 1986.
Θ. Μανιάτης, Στ. Μπαμπάς, Β. Κωτούλας, Ελ. Πορτάλιου, Θ. Βακαλιός, Χρ. Λάσκος, Αρ. Μπαλτάς, Αλ. Χρύσης. Για το σοσιαλισμό του 21ου αιώνα, Νήσος.
Ρόζα Λούξεμπουργκ, 1980, Ρώσικη Επανάσταση, Ύψιλον.
Μαρκ Φερρό, Από τα Σοβιέτ στη γραφειοκρατία, Νησίδες, 1999.
Σαρλ Μπετελέμ, Οι Ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ, Ράππα, 1975.
Ε. Μπιτσάκης, Ανθρώπινη φύση: Για έναν κομμουνισμό του πεπερασμένου, Τόπος, 2013.
Τζουλιάνο Προκάτσι, Το κομμουνιστικό κόμμα στη Σοβιετική Ένωση 1917 – 1945, Οδυσσέας, 1975.
Stephen Resnick – R, D. Wolf, Ταξική Θεωρία και Ιστορία, Ελληνικά Γράμματα, 2005.
Νίκος Ψυρούκης, 2001, Καπιταλισμός, από τη γενική κρίση στη σήψη. Αιγαίον.
ΝΑΡ, 2012, http://www.narnet.gr/ κείμενο εργασίας.
Συλλογικό, Για το παρόν και το μέλλον της Αριστεράς, Kommon 2017.
Κ. Μαρξ, 1980, Διαλεχτά Έργα, τ. 2, Γράμμα στον Βάιντερμάγιερ.
Nikolai Bukharin, 1967, The path to socialism in Russia, 1967. NewYork: OmicronBooks.
ΚΟΜΕΠ, 2002, Το Κόμμα και η εργατική τάξη στο σύστημα της δικτατορίας του προλεταριάτου.
Στάλιν, «Ζητήματα Λενινισμού», Αλφειός, 1990.
Κ. Τζιαντζής, Για το Επαναστατικό Υποκείμενο της Εποχής, Τόπος, 2014.
Εβγκέν Πασουκάνις, Μαρξισμός και δίκαιο, Οδυσσέας, 1985.
iii. Περιοδικά:
ΚΟΜΕΠ, τεύχος 5, Σεπτέμβρης – Οκτώβρης 2017.
Μαρξιστική σκέψη, τεύχος 25.
Ουτοπία, τεύχος122.
Τετράδια Μαρξισμού, τεύχη 3, 4.