12.9 C
Athens
Δευτέρα, 25 Νοεμβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Το μακρύ διαζύγιο της ιταλικής αριστεράς από την εργατική τάξη

 

 

 Μετάφραση  Άλεξ Κάντζιας – Ρόντε

Του David Broder. συντάκτης του Jacobin στην Ευρώπη και ιστορικός που ασχολείται με τον γαλλικό και τον ιταλικό κομμουνισμό.

 

Στις μεταπολεμικές δεκαετίες η Ιταλία μπορούσε να υπερηφανευτεί ότι διέθετε το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα της Δύσης, αλλά στα μέσα της δεκαετίας του 1970 η υπόσχεση  για κοινωνικό μετασχηματισμό είχε εγκαταλειφθεί εντελώς. Αποδεχόμενη τις βασικές αρχές της νεοφιλελεύθερης οικονομίας, η Αριστερά απομακρύνθηκε όλο και περισσότερο από τα υλικά συμφέροντα των εργαζομένων – με καταστροφικά αποτελέσματα.

Το 1977 ο Eric Hobsbawm δημοσίευσε ένα βιβλίο με συνεντεύξεις του με τον Giorgio Napolitano, μια ηγετική προσωπικότητα της ρεφορμιστικής πτέρυγας του ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (εφεξής PCI), των  miglioristi. Ο Hobsbawm  ανακήρυξε τον εαυτό του «πνευματικό μέλος» του PCI, σκοπεύοντας με αυτό το βιβλίο να παρουσιάσει το δρόμο που εκείνο χάραζε μεταξύ λενινισμού και σοσιαλδημοκρατίας. Βλέποντας το λεξιλόγιο που χρησιμοποίει ο Ναπολιτάνο ωστόσο οι προσπάθειες του μοιάζουν μάλλον απογοητευτικές. Αν και ζητούσε την «ανασυγκρότηση και ανανέωση» της ιταλικής κοινωνίας και επέμενε στην «δημοκρατική δέσμευση» του PCI, ο Napolitano δεν έκανε τίποτα για να παρουσιάσει μια σαφή σοσιαλιστική κοσμοθεωρία. Καθώς εκθείαζε την «προοπτική της συνεχούς, οργανικής, ισορροπημένης ανάπτυξης της ιταλικής οικονομίας» και των προοπτικών της «(ιταλικής) λιανικής παραγωγής στη διεθνή αγορά», ο Χόμπσμπαμ τον διέκοψε, για να τον επαναφέρει στο θέμα:

Hobsbawm: Όλα αυτά είναι πολύ χρήσιμα και θετικά. . .

Napolitano: Αλλά τι έχουν να κάνουν με την πρόοδο του σοσιαλισμού;

Hobsbawm: Αυτό ακριβώς ήθελα να σας ρωτήσω.

Napolitano: Αυτή είναι μια ερώτηση της οποίας η απάντηση είναι λιγότερο εύκολη από ό, τι φαίνεται.

Η υπεκφεύγουσα  απάντηση του Ναπολιτάνο εξέφρασε μια αντίφαση που δεν περιοριζόταν μόνο στα όρια των miglioristi. Στην ψυχροπολεμική Ιταλία, παρόλο που το PCI δεν ανέλαβε ποτέ τα ηνία της εθνικής κυβέρνησης, ήταν έντονα ταυτισμένο με τους δημοκρατικούς θεσμούς και την έκφραση ένος διαταξικού συμφέροντος. Η σημασία αυτής της αμφισημίας σε ό,τι αφορά την οικονομική πολιτική τονίστηκε σε ένα σεμινάριο του Ιδρύματος Gramsci το 1962 που έφερε τον τίτλο «τάσεις του ιταλικού καπιταλισμού» καθώς και στο συνέδριο του PCI του 1966, στο οποίο ο ηγέτης των migliorista Giorgio Amendola ήρθε σε σύγκρουση με την αριστερή πτέρυγα του κόμματος. Παρά το «οικονομικό θαύμα» της δεκαετίας του 1950, ο Amendola τόνιζε την καθυστέρηση του ιταλικού καπιταλισμού και ισχυριζόταν πως ο ρόλος του PCI ήταν να συμβάλει στον «εκσυγχρονισμό», τον «δημοκρατικό προγραμματισμό» και τις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» – σε ένα σύστημα το οποίο θα βασιζόταν λιγότερο στον σχεδιασμό, από ότι ο γκωλικός διριτισμός (σμ. της κρατικής ρύθμισης της  οικονομίας βάσει ενδεικτικής, διαφοροποιημένης διαχείρισης μακροοικονομικών δεικτών). Ο ηγέτης της αριστερής πτέρυγας του PCI Pietro Ingrao αντίθετα ιεραρχούσε τον αγώνα για την αύξηση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων –  μια γραμμή που άλλοι ηγέτες του PCI θεωρούσαν συντεχνιακή και «οικονομίστικη».  Ήταν η άποψη του Amendola αυτή που επικράτησε στο PCI στη δεκαετία του 1970, αν και ήταν ο Enrico Berlinguer και όχι αυτός εκείνος που έγινε ο νέος γενικός γραμματέας του το 1972.

Η ηγεσία του Berlinguer, η οποία θα διαρκέσει μέχρι τον θάνατό του το 1984, θα χαρακτηριστεί ωστόσο από μια ουσιαστική μεταβολή στην οικονομική σκέψη του κόμματός του, με την ενσωμάτωση μιας ισχυρής κριτικής του κεϋνσιανισμού και ακόμη και του «κρατισμού». Ωστόσο αυτό συνέβη και επειδή ένα Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSI) όλο και πιο εχθρικό απέναντι στο PCI απομακρυνόταν από αυτό που ο πρώην πρωθυπουργός Giuliano Amato αποκαλούσε «σχιζοφρενικό» κόμμα, προς πιο παραδοσιακές σοσιαλδημοκρατικές θέσεις.

Αν και στη δεκαετία του 1970 η Ιταλία φιλοξενούσε το πιο μαχητικό εργατικό κίνημα της Ευρώπης, σημειώθηκαν σημαντικοί μετασχηματισμοί στην κουλτούρα του PSI και του PCI, με τα δύο κόμματα να εγκαταλείπουν τα «συντεχνιακά» συμφέροντα των μπλε κολάρων. Θα ήταν υπερβολικό να θεωρήσουμε πως η περίοδος της πρωθυπουργίας του ηγέτη του PSI Bettino Craxi από το 1983 έως το 1987 σηματοδότησε την απαρχή του ιταλικού νεοφιλελευθερισμού, δεδομένης τόσο της έλλειψης ενός γενικότερου σχεδίου για την απελευθέρωση της οικονομίας όσο και των ορίων των αρχικών ενεργειών ιδιωτικοποίησης. Η κρίση ωστόσο του κεϋνσιανισμού που ακολούθησε το πετρελαϊκό σοκ του 1973 επέφερε μια σημαντική αναδιάταξη των προτεραιοτήτων των εργατικών κομμάτων, θέτοντας τις βάσεις για τη μετατροπή τους σε μια νεοφιλελευθεροποιημένη «κεντροαριστερά» στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Ευρείες συμμαχίες

Το PCI είχε, από την περίοδο του έβδομου συνεδρίου της Comintern το 1934 και στη συνέχεια την αντιφασιστική συμμαχία κατά την διάρκεια του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου πάντα προτείνει κάποια παραλλαγή του «λαϊκού μετωπισμού», σε υπέρβαση των συντεχνιακά συμφέροντα των εργαζομένων του μπλε-κολάρου. Από την αποτυχία της «κόκκινης διετίας» (biennio rosso) των καταλήψεων γης και εργοστασίων την περίοδο 1919-20 ο Antonio Gramsci είχε αναγνωρίσει την ανάγκη της μειοψηφούσας εργατικής τάξης να ηγεμονεύσει πάνω σε ευρύτερες μάζες και να μην στηριχτεί απλώς στην δύναμη των εργατών της βιομηχανίας. Καθώς σε αυτήν την πρώιμη περίοδο οργάνωσης του κομμουνιστικού κινήματος το βιομηχανικό προλεταριάτο ήταν μικρό (αριθμώντας περίπου δύο εκατομμύρια) ακόμα και ένας στενός ορισμός της εργατικής τάξης θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνει κάθε είδους τεχνίτες, μικρεμπόρους, το εποχιακό εργατικό δυναμικό και τους ανέργους καθώς και αγρεργάτες και αγρότες.

Υπό την ηγεσία του Palmiro Togliatti όμως αυτή η λογική ξεχειλώθηκε σε μια αναζήτηση συμμαχιών με αστικά κόμματα, στη βάση του αντιφασισμού,  με σκοπό την απεύθυνση στις αόριστα οριζόμενες «καθολικές μάζες». Μετά την νίκη επί του φασισμού ιεραρχήθηκε η προώθηση δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να βάλουν την εργατική τάξη στο επίκεντρο της εθνικής ζωής, συσπειρώνοντας γύρω της ευρύτερα στρώματα, που μέσω μιας σειράς σταδίων θα οδηγούσαν τον αγώνα για τον σοσιαλισμό σε επιτυχή έκβαση.

 

Φτάνοντας  στο αποκορύφωμα της κατά την περίοδο της Αντίστασης, αυτή η αντίληψη αντιμετώπισε προβλήματα κατά την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, στην οποία οι κομμουνιστές (και, σε μικρότερο βαθμό κατά τη δεκαετία του 1950, ακόμη και οι σοσιαλιστές) υπόκειντο σε ένα είδους ανάθεμα, το οποίο επεδίωκαν να ξεπεράσουν αποδεικνύοντας την πίστη τους στους δημοκρατικούς θεσμούς. Η λογική κατάληξη αυτής της στρατηγικής ήρθε με την ηγεσία του Berlinguer και τον «ιστορικό συμβιβασμό» του 1976 – 1979, με τον οποίο το PCI παρείχε την υποστήριξη του στις χριστιανοδημοκρατικές κυβερνήσεις. Πράγματι, ενώ το PCI κατέγραφε τα υψηλότερα εκλογικά ποσοστά του – κερδίζοντας το 34% στις γενικές εκλογές του 1976 – φτάνοντας πιο κοντά από ποτέ στο να ξεπεράσει το επί μακράν κυρίαρχο χριστιανοδημοκρατικό κόμμα (DC) – ο Berlinguer γνώριζε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να συγκροτήσει μια σταθερή κυβέρνηση συγκολλώντας απλώς έναν αριστερό συνασπισμό του «50 + 1%». Οι πρόσφατες εξελίξεις στην Χιλή καθώς και το γεγονός ότι η Ιταλία ήταν χώρα – μέλος του ΝΑΤΟ καταδείκνυαν την ανάγκη περισσότερης συνεννόησης. Κατά την άποψη του Berlinguer, το PCI έπρεπε να αποδείξει την πίστη του στους δημοκρατικούς θεσμούς και τη δέσμευσή του να εξυπηρετήσει το ευρύτερο εθνικό συμφέρον, αποκτώντας έτσι το δικαίωμα να κατέχει την εκτελεστική εξουσία.

Αυτό ήταν το πνεύμα με το οποίο ανέχτηκε και την τρίτη κυβέρνηση του αρχηγού του DC Julio Andreoti μετά τις εκλογές του 1976 (με την αποχή από την διαδικασία παροχής ψήφου εμπιστοσύνης από την Βουλή να γίνεται γνωστή ως non-sfiducia, δηλαδή όχι στην δυσπιστία). Αυτός ο συμβιβασμός, στον οποίο το PCI δεν ανέλαβε ακόμα υπουργικούς θώκους, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις προσπάθειες του προέδρου του DC, Aldo Moro, ο οποίος ήδη από τη δεκαετία του 1960 διευκόλυνε την συμμετοχή των σοσιαλιστών του PSI στις πρώτες «κεντροαριστερές» κυβερνήσεις και τώρα μιλούσε για την προσέγγιση μεταξύ του DC και του PCI. Η δολοφονία του, τον Μάιο του 1978, από τρομοκράτες των Ερυθρών Ταξιαρχών, θα επέφερε ισχυρό πλήγμα σε αυτήν την προσπάθεια. Ωστόσο πέρα από αυτήν την φαινομενικά αφύσικη συνεργασία αυτή η περίοδος «εθνικής αλληλεγγύης» έθετε ευρύτερες δυσκολίες, ιδιαίτερα στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής. Παρά το γεγονός ότι διέθετε ιστορικούς θεωρητικούς τιτάνες το PCI δεν διέθετε κυβερνητική εμπειρία σε εθνικό επίπεδο και μια αντίστοιχα αδύναμη ομάδα κομματικών οικονομολόγων – αντίθετα προσπαθούσε να εξορθολογίσει τα μέτρα με τα οποία ο Andreoti προσπαθούσε να αντιμετωπίσει την κρίση, ώστε να μην επηρεαστεί από αυτά η δική του βάση.

συρόμενη μισθολογική κλίμακα

Ενδεικτικό από αυτή την άποψη ήταν το πακέτο μέτρων λιτότητας που ανακοίνωσε ο Andreotti τον Οκτώβριο του 1976, τρεις μήνες αφότου η πολιτική του non sfiducia του PCI του είχε επιτρέψει να επιστρέψει στην εξουσία. Παράλληλα με τις απότομες αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων ο Andreotti πρότεινε ένα δίχρονο πάγωμα στο scala mobile (της συρόμενης μισθολογικής κλίμακας), μέτρο που θεσπίστηκε το 1945 (και από το 1975 αφορούσε όλους τους εργαζόμενους), με το οποίο το ύψος των μισθών εξαρτιόνταν από τον πληθωρισμό. Ενώ κατά την τελευταία δεκαετία οι κινητοποιήσεις των εμποροϋπαλλήλων είχαν οδηγήσει σε ισχυρές μισθολογικές αυξήσεις – επιτυγχάνοντας έτσι μια πιο δίκαιη αναδιανομή της μεταπολεμικής ανάπτυξης, την ώρα που εκείνη έφτανε στο τέλος της – αντιμέτωπη με έναν πληθωρισμό του 17%, η κυβέρνηση Andreotti προσπάθησε να επιβάλει αυστηρότερη μισθολογική πειθαρχεία. Αλλά η ευθύνη για μια τέτοια αλλαγή πολιτικής βάρυνε τώρα και το PCI, λαμβάνοντας υπόψη όχι  μόνο τα 12 εκατομμύρια των ψηφοφόρων του, αλλά και την μαζική ηγεμονία του στα συνδικάτα. Πράγματι ο γνωστότερος υπερασπιστής αυτής της αναθεωρημένης πολιτικής ήταν ο Luciano Lama, ο ηγέτης της ιταλικής γενικής εργατικής συνομοσπονδίας (CGIL) και βετεράνος μαχητής του PCI, με συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα La Repubblica.

Μιλώντας με τον συντάκτη της Eugenio Scalfari ο Λάμα εξήγησε ότι δεν υπερασπιζόταν απλά ένα συντεχνιακό συμφέρον. Αντίθετα υποστήριξε πως «εάν θέλουμε να είμαστε συνεπείς με τον στόχο της μείωσης της ανεργίας, είναι σαφές ότι η βελτίωση των συνθηκών των μισθωτών θα πρέπει να έρθει σε δεύτερη μοίρα». Ερωτηθείς του τι σημαίνει αυτό συγκεκριμένα εξήγησε: «η μισθολογική πολιτική των επόμενων χρόνων θα πρέπει να είναι πολύ συγκρατημένη, ό,τι βελτιώσεις μπορούμε να ζητήσουμε θα πρέπει να είναι κλιμακωτές». Έθεσε επίσης υπό αμφισβήτηση την cassa integrazione, τον μηχανισμό μέσω του οποίου καταβάλλονταν  οι μισθοί σε εργαζομένους που είχαν απολυθεί: «δεν μπορούμε πλέον να υποχρεώνουμε τις εταιρείες να διατηρούν στα βιβλία μισθοδοσίας τους έναν αριθμό εργαζομένων μεγαλύτερο από τις παραγωγικές τους δυνατότητες ή να συνεχίσουμε να απαιτούμε πως ρόλος της cassa integrazione είναι να παρέχει μόνιμη υποστήριξη σε πλεονάζοντες εργαζόμενους». Με μια πολιτική, που αργότερα θα γίνει ως “svolta dell’EUR” (σμ σε ελεύθερη μετάφραση «στροφή προς το ευρώ») ο Λάμα κατέστησε σαφές ότι η CGIL θα αποδεχόταν μια πολιτική «θυσιών», με στόχο την επανεκκίνηση των επενδύσεων και τη συγκράτηση του καλπάζοντος πληθωρισμού, ο οποίος το 1977 είχε φτάσει στο 20%.

«Αίμα και δάκρυα »

Το 1977 ήταν επίσης η χρονιά κατά την οποία ο Berlinguer έκανε για πρώτη φορά χρήση της γλώσσας της «λιτότητας» ως «μοχλού μεταμόρφωσης της Ιταλίας». Έτσι στρεφόταν ενάντια σε ένα καταναλωτικού τύπου οράμα προόδου, επειμένοντας πως οι βραχυπρόθεσμες θυσίες θα εξυπηρετούσαν τελικά το γενικό συμφέρον. Τα λόγια του Berlinguer δεν περιγράφουν μια μόνιμη δημοσιονομική λιτότητα, όπως αυτή θα υποβληθεί στην Ιταλία κατά την δεκαετία του 2010, επιχειρούσαν αντίθετα να παρουσιάσουν το PCI ως υπεύθυνο κυβερνητικό κόμμα, αντιπαραβάλλοντας τις επιδόσεις του με την διαφθορά των κυβερνητικών κομμάτων κατά την περίοδο της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης του 1974.

Αυτή η μετατόπιση δεν ήταν απλώς ένα τεχνούργημα του ιστορικού συμβιβασμού με το DC αλλά ένα θέμα στο οποίο ο Berlinguer θα επεκταθεί ακόμα και μετά από την επιστροφή του κόμματος στην αντιπολίτευση το 1979, συμπεριλαμβανομένης και μιας συνέντευξης που έδωσε το 1981 στον Scalfari σχετικά με το «ηθικό ζήτημα» στην πολιτική. Το PCI ανέπτυσσε τώρα πολιτικές για την αντιμετώπιση των άμεσων κρίσεων που αντιμετώπιζε η οικονομία, αντί απλά να επισημαίνει πως για τα δεινά ευθύνονταν οι κακοήθεις επιπτώσεις του καπιταλισμού ή να υποστηρίξει κινητοποιήσεις ώστε να προστατέψει τους εργάτες από τα αποτελέσματα τους.

Έχω αναφέρει ότι ήδη από το 1945 οι ηγέτες του PCI είχαν εγκαταλείψει οποιαδήποτε έννοια επανάστασης βάσει του παραδείγματος του 1917: από τον σταλινικό Pietro Secchia έως την πτέρυγα των migliorsti  ή προσωπικότητες προσανατολισμένες περισσότερο προς τα κοινωνικά κινήματα όπως ο (Pietro) Ingrao, οι ηγέτες του PCI σήκωναν το λάβαρο των πλατιών λαϊκών συμμαχιών, της υπεράσπισης των δημοκρατικών θεσμών και του συμβιβασμού με την Καθολική Ιταλία. Ωστόσο, αν και ο καθένας τους είχε διαφορετικές αντιλήψεις σχετικά με το πώς όλα αυτά συνδέονταν με τον σοσιαλιστικό «τελικό στόχο», η θητεία του Berlinguer μετέθεσε οποιοδήποτε τέτοιο πρόγραμμα μετασχηματισμών προς ένα απροσδιόριστο μέλλον. Αυτό επέτρεψε επίσης στο PCI να προσεγγίσει  τις ιδέες του οικονομολόγου του MIT Franco Modigliani, ενός είδους μετά – κευνσιανισμού που στην πραγματικότητα βασιζόταν σε περιθωριακές ιδέες. Το 1976 σε ένα συνέδριο του συνδεόμενου με το PCI «κέντρου μελέτης της πολιτικής οικονομίας» (Centro Studi sulle Politiche Economiche), στο οποίο οι οικονομολόγοι του κόμματος αγκάλιασαν ακόμα και έναν πυλώνα νεοφιλελεύθερου δόγματος όπως το NAIRU (σμ σύμφωνα με το οποίο ο αυξανόμενος πληθωρισμός μειώνει τους πραγματικούς μισθούς και έτσι και το εργατικό κόστος, με αποτέλεσμα οι εργοδότες προσλαμβάνουν περισσότερους εργαζομένους. Αντίθετα, η επιβράδυνση του πληθωρισμού οδηγεί στην αύξηση της ανεργίας) Η ίδια αυτή λογική αντανακλάται και στα σχόλια του Lama πάνω στα ανταγωνιστικά συμφέροντα μεταξύ των απασχολούμενων και των άνεργων εργατών, με τα οποία αποδεχόταν πως οι μισθολογικές αυξήσεις, και όχι κάποιο εξωγενές σοκ, αύξαναν τον πληθωρισμό.

Για τον ιστορικό Guido Liguori ένα χάσμα άνοιγε μεταξύ της βάσης του PCI και των αξιών που  εισάγονταν από άλλες πολιτικές κουλτούρες. Αλλά εξίσου εντυπωσιακές ήταν οι εξελίξεις στο PSI. Καθαρίζοντας το κόμμα αυτό από τα μαρξιστικά του υπολείμματα, το 1983 ο Bettino Craxi έγινε ο πρώτος σοσιαλιστής πρωθυπουργός της Ιταλίας, στηριζόμενος από μια πεντακομματική συμμαχία, βασισμένης κυρίως σε βουλευτές του (χριστιανοδημοκρατικού) DC.

Αν κατά την περίοδο της «εθνικής αλληλεγγύης» η CGIL είχε αποδεχτεί μια αναστολή των μισθολογικών διεκδικήσεων, το 1984 ο Craxi προωθούσε έναν νόμο για την μείωση του δείκτη scala mobile κατά τρεις μονάδες. Σε αυτό είχε τη συναίνεση των συνδικαλιστικών ομοσπονδιών της CISL και της UIL, αν και όχι εκείνης της CGIL, οι οποίες στις 14 Φεβρουαρίου υπέγραψαν τη «συμφωνία του Αγίου Βαλεντίνου». Ο Berlinguer είχε εκφράσει την διαφωνία του και ακόμα και μετά τον θάνατο του στις 11 Ιουνίου το PCI συνέχισε την προσπάθειά του να επιβάλλει ένα δημοψήφισμα με το ερώτημα της ακύρωσης του. Αν και το στρατόπεδο του «ναι» (υπέρ της ακύρωσης) υπερέβαινε κατά πολύ την βάση του PCI, εκείνο τελικά έχασε την ψηφοφορία με 46-54%, εξαιτίας του κοινού μετώπου μεταξύ του PSI, του DC και των μικρότερων φιλελεύθερων και κεντρώων κομμάτων. Όπως υπαινίσσεται ο Giuliano Amato, για ένα PSI που ενισχυόταν τώρα από την μαζικοποίηση των υπαλληλικών στρωμάτων, η υπεράσπιση ενός άκαμπτου scala mobile από το PCI το έκανε να φαντάζει κολλημένο στο παρελθόν.

Καθοριστική εδώ ήταν η αντίληψη περί ανάγκης θυσιών στο παρών για την εξασφάλιση ενός καλύτερου μέλλοντος. Η επικέντρωση του Craxi στην καταπολέμηση του πληθωρισμού ντύθηκε με το πρόσχημα πως ήταν ένα μέτρο επίλυσης των κρίσεων της οικονομίας. Μάλλον λιγότερο κατανοητές έγιναν οι διαρθρωτικές μετατοπίσεις που επίσης πραγματοποιήθηκαν κατά τα χρόνια αυτά, και οι δύο αυτοί παράγοντες οδήγησαν στην αναίρεση κατακτήσεων που είχε πετύχει το εργατικό κίνημα της δεκαετίας του 1960 -70 και κωδικοποίησαν κανόνες οι οποίοι επικαθόρισαν όλες τις μετέπειτα πολιτικές αποφάσεις

 

Ιδιαίτερα σημαντική υπό αυτήν την έννοια ήταν η είσοδος της Ιταλίας στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό  Σύστημα (EMS) το 1978. Το PCI  από την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου είχε αντιταχθεί στη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, και πριν από την είσοδο της Ιταλίας στο EMS ακόμα και κάποιοι όπως ο σχετικά φιλοευρωπαίος Napolitano τόνιζαν ότι πιθανότατα θα είχε αρνητικές επιπτώσεις για τους εργάτες χωρών με ασθενέστερα νομίσματα. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, το EMS (αργότερα, EMU) αποτέλεσε το πλαίσιο όλων των συζητήσεων για την οικονομική πολιτική στην Ιταλία, μια διαδικασία που επισημοποιήθηκε από την ανεξαρτητοποίηση της Τράπεζας της Ιταλίας το 1981. Σε αντιπαράθεση με την εκλεγμένη κυβέρνηση η οποία καθορίζε την νομισματική πολιτική, συμπεριλαμβανομένης της συχνής προσφυγής σε υποτιμήσεις, η Ρώμη θα έπρεπε τώρα να καθορίζει την μισθολογική πολιτική και τον δημόσιο δανεισμό βάσει της προσφοράς χρήματος, της οποίας ο πιο άμεσος ρυθμιστικός συντελεστής ήταν το επιτόκιο που έθετε η Bundesbank.

Ήδη από το 1980, το δημόσιο χρέος άρχισε να αυξάνεται, πυροδοτούμενο όχι από την κυβερνητική ανεπάρκεια ή την αύξηση των μισθών αλλά περισσότερο από τις επιπτώσεις του πετρελαϊκού σοκ και πιο συγκεκριμένα την παραλυτική απάντηση των θεσμών στο «διαζύγιο» του κράτους από την κεντρική τράπεζα. Με την λίρα να είναι αποτελεσματικά συνδεδεμένη με το μάρκο και την (κεντρική) τράπεζα να μην είναι πλέον υποχρεωμένη να αγοράζει κρατικά ομόλογα, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από το 57% του ΑΕΠ το 1980 σε πάνω από 100% το 1992.

Αναλαμβάνοντας την πρωθυπουργία εκείνο το καλοκαίρι ο Giuliano Amato του PSI και έχοντας να αντιμετωπίσει τις ασφυκτικές πιέσεις που ασκούνταν στην λίρα (η «Μαύρη Τετάρτη» που επίσης ανάγκασε τη Βρετανία να βγει από το ERM, τον ευρωπαϊκό μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών) ανακοίνωσε έναν προϋπολογισμό «αίματος και δακρύων», θέτοντας παράλληλα και τέλος στην τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών. Η κυβέρνηση αυτή θα περικόψει 93 τρισεκατομμύρια λιρέτες (50 δισεκατομμύρια ευρώ) από τον δημόσιο προϋπολογισμό. Στο όνομα της άμεσης αντιμετώπισης της κρίσης (και όπως σημειώνει ο Amato της δίκαιης κατανομής των λιγοστών πόρων) αυτό το πρόγραμμα λιτότητας υποστηρίχτηκε τόσο από την ηγεσία της CGIL όσο και το μετα-κομμουνιστικό PDS (Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς) που αποδέχτηκαν θυσίες στο παρών, προκειμένου η Ιταλία να παραμείνει στον EMS. Όταν, αντιμέτωπος με την εντεινόμενη κρίση στο εσωτερικό του PSI, ο πρώην διοικητής της Τράπεζας της Ιταλίας Carlo Azeglio Ciampi ανέλαβε πρωθυπουργός, το PDS του προσέφερε την υποστήριξή του.

Το PDS δεν συμμετείχε άμεσα στην κυβέρνηση του Ciampi – όταν το κοινοβούλιο ψήφισε κατά της δίωξης του Craxi για τις κατηγορίες διαφθοράς που αντιμετώπιζε, το κόμμα απέσυρε τον υποψήφιο που πρότεινε για την θέση του υπουργού Οικονομικών. Ο πρώτος πρωθυπουργός από το PSI θα διαφύγει τελικά στην Τυνησία, αποφεύγοντας τη δίκη και σπρώχνοντας το κόμμα του προς την πλήρη καταστροφή. Οι μεταρρυθμίσεις ωστόσο που πραγματοποιήθηκαν κατά την διάρκεια της πρωθυπουργίας του θα είχαν μόνιμο αντίκτυπο, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς την γενικότερη μετατόπιση που είχε λάβει χώρα στο εσωτερικό της αριστεράς. Είτε στην ηγεσία των συνδικαλιστικών οργανώσεων είτε μέσω της συμμετοχής τους στην κυβέρνηση, τα δύο κύρια κόμματα του ιταλικού εργατικού κινήματος, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, είχαν αρχίσει να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως διαχειριστές της «μάχης ενάντια στον πληθωρισμό», ωθώντας στο παρασκήνιο όχι μόνο τα προηγούμενα οράματα τους για κοινωνικό μετασχηματισμό αλλά και την άμεση υπεράσπιση των ιδιαίτερων συμφερόντων της εργατικής τάξης.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, το στοίχημα της κεντροαριστεράς να οδηγήσει την Ιταλία «εγκαίρως» στην ευρωζώνη το 1999 την έστρεψε προς αυτήν την κατεύθυνση, καθώς τα πρώην μέλη του PCI απαλλαγμένα πλέον από το κομμουνιστικό παρελθόν μπορούσαν να υιοθετήσουν τον ευρωπαϊκό φιλελευθερισμό ως νέο τους ιδεατό στόχο. Καθώς το PCI μετατρεπόταν σε PDS ( σμ κόμμα δημοκρατικής αριστεράς) σημειώθηκαν διασπάσεις – σχηματίστηκε η Κομμουνιστική Επανίδρυση και υπήρξαν και έντονες διαιρέσεις στην βάση της CGIL, με τον γενικό της γραμματέα Bruno Trentin να παραιτείται αφότου είχε συναινέσει στην κατάργηση της scala mobile. Ωστόσο αν υπήρξαν κάποιες εξεγερσιακές στιγμές ενάντια στα συγκεκριμένα μέτρα που προωθούσε ο ιταλικός νεοφιλελευθερισμός, αυτό δεν οδήγησε ποτέ στην συγκρότηση, σε εθνικό επίπεδο,  μιας πολιτικής δύναμης με ένα εναλλακτικό κυβερνητικό πρόγραμμα και ένα διαφορετικό σύνολο προτεραιοτήτων, όπως αυτό εκπροσωπήθηκε από το το PCI τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970.              

Μονοπάτια που δεν επιλέχθηκαν

Το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή χώρα με το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα τώρα έχει να επιδείξει μια νεοφιλελευθεροποιημένη κεντροαριστερά και έναν μικρό και πολιτικά νωθρό αριστερό χώρο θέτει το ερώτημα γύρω από τα  «μονοπάτια που δεν επιλέχθηκαν». Ιδιαίτερα σημαντικό εδώ είναι να δούμε τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τη σχέση μεταξύ των αλλαγών στην ηγεσία του PCI – ειδικά την αποχώρηση της γενιάς της αντίστασης, όπως αυτή συμπυκνώθηκε και στο πρόσωπο του Berlinguer και την αντικατάστασή της από νεότερες προσωπικότητες όπως ο Massimo D’Alema, ο Walter Veltroni , και ο Pier Luigi Bersani – και την ικανότητά τους να επιβάλλουν μια τόσο δραστική αλλαγή στην ταυτότητα του κόμματος και στις θεμελιώδεις κοινωνικές του αναφορές.

Ο Bersani θα αναφερόταν στη διατήρηση της πρώην κομμουνιστικής ηγεσίας ως la ditta («η εταιρεία»), και σαφώς μερικές από τις εξηγήσεις για την πολιτική αδυναμία της Αριστεράς έγκειται στις υποκειμενικές επιλογές που εκείνη έκανε. Ωστόσο σε μια ειλικρινή αποτίμηση της αδυναμίας της αριστεράς θα πρέπει επίσης να επισημανθούν και οι ευρύτερες πολιτιστικές αποτυχίες εντός του PCI (και, ακόμη περισσότερο εντός του PSI). Ένα αφήγημα περί προδοσίας από μεριάς της ηγεσίας είναι σίγουρα μια μη ικανοποιητική εξήγηση της συμπεριφοράς μιας πολιτικής δύναμης που υποτίθεται ότι βασίζεται στον ηγετικό ρόλο των ίδιων των μαζών.

Στη συναρπαστική του μελέτη που κυκλοφόρησε το 1981 για το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, ο Grant Amyot μας δίνει πληροφορίες για τις εξελίξεις εντός της αριστερής του πτέρυγας, στηριζόμενος σε αναλύσεις για το τι συνέβαινε σε τοπικό επίπεδο (στο Μπάρι, τη Μόντενα, τη Νάπολη, την Περούτζια και το Τορίνο), σχετικά άγνωστες ακόμα και μεταξύ των Ιταλών ερευνητών. Προσδιόρισε όχι μόνο την αποτυχία του ιστορικού συμβιβασμού που προτάθηκε από τον Berlinguer λόγω της δολοφονίας του Moro, αλλά και μια ευρύτερη κρίση της λογικής του Λαϊκού Μετώπου, η οποία είχε κληρονομηθεί από την εποχή του Togliatti και κοινά αποδεκτή από όλες τις πτέρυγες του κόμματος.

 

Βάσει αυτής της παρατήρησης θα μπορούσε κανείς να πει ότι η αδυναμία της Αριστεράς δεν οφείλεται στην υποτιθέμενη «εξαφάνιση» της εργατικής τάξης – από τη χώρα που στην τελική αποτελούσε τη δεύτερη βιομηχανική δύναμη της ηπείρου – αλλά στο γεγονός ότι οι νησίδες βιομηχανικής οργάνωσης που εξακολουθούν να υφίστανται δεν επαρκούν πλέον για συσπειρώσουν πολιτικά τις ευρύτερες «λαϊκές τάξεις».

Σχηματικά, αν στη δεκαετία του 1970 οι περίπου εξήντα χιλιάδες εργάτες της Fiat – Mirafiori στο Τορίνο αντιπροσώπευαν συμβολικά την εργασία πίσω από την βιομηχανική νεοτερικότητα, τον μυ της πίσω από την αντιφασιστική εξέγερση και μια ορατή έκφραση της δύναμης των αριθμών, δύσκολα θα μπορούσε να αποδώσει κανείς έναν παρόμοια προφανή “συνεκτικό” ρόλο το 2020 στα 1.6 εκατομμύρια των, κυρίως χαμηλόμισθων, εργαζομένων στον τουρισμό. Το PCI ποτέ δεν αντιπροσώπευε μόνο βιομηχανικούς εργάτες: το πρόβλημα μετά την απώλεια ταυτότητας και συνοχής του, για την οποία ευθύνεται το ίδιο το κόμμα, είναι το πώς μπορεί να συνέχει κανείς διαφορετικούς τύπους εργαζομένων – ανέργων, επισφαλώς εργαζομένων, κατηγορίες μικροϊδιοκτητών – γύρω από οποιοδήποτε σύνολο κοινών διεκδικήσεων.

Αυτό αναδεικνύει τον ρόλο του κράτους και των πολιτικών σε

θεσμικό επίπεδο στη συνοχή μιας ατζέντας η οποία να υπερβαίνει την διαπραγματευτική ικανότητα των επιμέρους επαγγελματικών κατηγοριών σε επίπεδο εργασιακού χώρου. Η αδυναμία της ιταλικής αριστεράς να προτείνει εφικτές μεταρρυθμίσεις σε κεντρικό επίπεδο – αδυναμία ορατή και στον τρόπο που το PCI αντέδρασε στον στασιμοπληθωρισμό της δεκαετίας του 1970 – ήταν καθοριστική και το έκαναν να υποφέρει ιδιαίτερα από την παρακμή των μαζικών χώρων εργασίας.

Αυτό το πρόβλημα περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από μια διφορούμενη στάση απέναντι στην υπονόμευση της εθνικής κυριαρχίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Από το 1989 δυνάμεις με πιο ριζοσπαστική ρητορική από την νεοφιλελευθεροποιημένη κεντροαριστερά τείνουν να επικεντρώνονται στην κοινωνική «αντίσταση» ενάντια σε διάφορες αντιδημοφιλείς μεταρρυθμίσεις, παρά να προωθούν μια ατζέντα παρέμβασης σε κυβερνητικό και κρατικό επίπεδο. Αυτή είναι και η αιτία για την οποία η διάλυση των παλαιών εργατικών κομμάτων δεν οδήγησε στην αντικατάσταση τους από κάποιου είδους ανώτερης εναλλακτικής ή στο να οργανώνονται πλέον οι μάζες απαλλαγμένες από γραφειοκρατικές κομματικές ιεραρχίες, αλλά μάλλον σε μια γενικότερη εξατομίκευση και στην εγκατάλειψη του πεδίου της πολιτικής.

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ