25 Δεκέμβρη 1991, τριάντα χρόνια από σήμερα.
Οι τότε Πρόεδροι της Ρωσίας, της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας υπέγραψαν τις συμφωνίες Μπελοβέζα που κήρυξαν τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.
Είχαν προηγηθεί οι εκλογές του 1990 που πραγματοποίησαν οι δεκαπέντε δημοκρατίες της ΕΣΣΔ. Οι εθνικιστές και φιλοκαπιταλιστές μεταρρυθμιστές κέρδισαν στις περισσότερες, στη Λιθουανία κέρδισε το Σαγιούντις, στην Μολδοβία κέρδισε το Λαϊκό Μέτωπο της Μολδαβίας, στην Εσθονία το Εσθονικό Λαϊκό Μέτωπο, στη Λετονία το Λετονικό Λαϊκό Μέτωπο, στην Αρμενία κέρδισε το Παναρμενικό Εθνικό Κίνημα, στη Γεωργία το «Γυριστό Τραπέζι-Ελεύθερη Γεωργία».
Είχαν επίσης προηγηθεί εθνικιστικά, αντι-ρωσικά κινήματα και εθνικές διεκδικήσεις, πολυαίμακτες εθνοτικές συγκρούσεις, η εγκατάλειψη σοβιετικών δημοκρατιών της ομοσπονδίας. Στις συγκρούσεις ενεπλάκησαν εκτός από τους σοβιετικούς, εθνικιστές, ρεβανσιστές, δημοκράτες και θρησκευόμενοι όλων των δογμάτων.
Από πού ξετρύπωσαν όλοι αυτοί, τι στην πραγματικότητα γινόταν τόσα χρόνια;
Εκείνο το βράδυ, στις 7:32 μ.μ., η Σοβιετική σημαία υπεστάλη από το Κρεμλίνο για τελευταία φορά και αντικαταστάθηκε από την προεπαναστατική Ρωσική σημαία.
Το τέλος είχε έρθει, η μεγαλύτερη, κατά τον Πούτιν, γεωπολιτική καταστροφή του 20ου αιώνα είχε συντελεστεί, ένας κύκλος στην ιστορία της ανθρωπότητας είχε κλείσει.
Τα πράγματα από τότε εξελίχθηκαν.
Η Ρωσία συγκροτείται σε ένα σύγχρονο, ταξικό, κρατικοκαπιταλιστικό κράτος διαφορετικής, σχετικά, γεωμετρίας ανάμεσα στο ιδιωτικό και κρατικό αλλά και διαφορετικής, προς ώρας, διεθνούς πολιτικής συμπεριφοράς από το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ και τους περί αυτές.
Από τότε και μέχρι σήμερα, στον αχαλίνωτο πλέον και παραγερασμένο καπιταλισμό, έλαβαν χώρα πολλαπλές ιμπεριαλιστικές πολεμικές επιδρομές εναντίον κρατών, (Λιβύη, Ιράκ, Κουβέιτ, Γιουγκοσλαβία, Συρία, Λίβανος, Αφγανιστάν) με χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες, κυρίως αμάχους. Οι ΗΠΑ κήρυξαν τον πόλεμο ενάντια στον «άξονα του κακού», Ιράκ, Ιράν, Συρίας, ΛΔ Κορέας και Κούβας.
Το Ισραήλ έκτισε το τείχος της ντροπής γύρω από τη Δυτική όχθη.
Οι έντονοι ενδοϊμπεριαλιστικοί και ενδοκαπιταλιστικοί ανταγωνισμοί υπήρχαν μεταπολεμικά παρά την ύπαρξη και με την ύπαρξη της ΕΣΣΔ ως «αναχώματος». Φυσικά η παρακμάζουσα, τότε, ΕΣΣΔ είχε πάψει από καιρό να λειτουργεί ως ανάχωμα. Ωστόσο και μόνο η ύπαρξη της δημιουργούσε μια γόνιμη ψευδαίσθηση, μια ελπίδα, πιο πολύ ως φωτεινό σήμα του Οκτώβρη παρά ως τρέχουσα ακτινοβολούσα υλική πραγματικότητα, γεννούσε μια σιγουριά πως «κάπου μπορούσε να απαγκιάσει ο Οτσαλάν».
Έκτοτε, οι ενδοϊμπεριαλιστικοί και ενδοκαπιταλιστικοί ανταγωνισμοί παίρνουν νέες, απειλητικότερες, διαστάσεις για τους λαούς, ακόμη και για κράτη που επιδιώκουν την ιδιοεκμετάλλευση του πλουτοπαραγωγικού τους πλούτου, έστω από τη δικιά τους αστική τάξη.
Η ιστορία είναι πεδίο μάχης
Για τους λαούς του κόσμου ο τρόπος που συντελέσθηκε, αλλά και αυτή καθ αυτή, η συντριβή του «Σοσιαλιστικού Στρατοπέδου» είναι μια τραγωδία. Έδωσε όπλα στους κατ’ αρχάς ηττημένους, τους αστούς, να οργανώσουν μια συνολική στρατιωτικοπολιτική, και ιδεολογική αντεπίθεση.
Γέννησε, παράλληλα, σοβαρές αναρωτήσεις βγαλμένες από το εσωτερικό της εργατικής τάξης: τι ήταν, γιατί βάδιζε όπως βάδισε ο «Οκτώβρης»;
Εμπειρία κριτικής προσέγγισης του παρελθόντος, ειδικά των επαναστάσεων, υπάρχει.
Η βραχύβια παρισινή κομμούνα υμνήθηκε και άλλο τόσο κρίθηκε γόνιμα και αυστηρά. Και κρίθηκε στα κύρια, στα βασικά, στα δυνατά της σημεία, κρίθηκε ως προς την ουσία των στόχων της και τα μέσα υλοποίησης τους. Ο Μαρξ και οι επιφανείς επαναστάτες του 19ου αιώνα την έκριναν σε βάθος πάνω στους κεντρικούς, στους δυνατούς, στους θεμελιώδεις στόχους και πράξεις της από τη σκοπιά της αισιόδοξης διαδρομής της Ιστορίας, της επιδιωκόμενης νέας κοινωνικής επανάστασης.
Υπάρχει επομένως ανάγκη να διεισδύσουμε ξανά και ξανά στο εσωτερικό του Οκτώβρη, στις ιδέες, στο πρόγραμμα και στα μέσα προώθησης του.
Η Ιστορία δεν είναι απλά ένας διαρκής διάλογος με το παρελθόν, είναι πεδίο μάχης. Επομένως το «ποιος Οκτώβρης ζει και επιδρά» στο σήμερα αποτελεί σπουδαίο επίδικο και επίπονο ζήτημα για την ανάπτυξη και ωρίμανση της εργατικής πολιτικής.
Να επιστρέψουμε λοιπόν στον πυρήνα του προβλήματος, να δούμε ξανά τα δυνατά σημεία της Οκτωβριανής επανάστασης, να εστιάσουμε στην πιο γόνιμη περίοδο, την πρώτη εικοσαετία της.
Όχι φυσικά για να κάνουμε τους έξυπνους εκ των υστέρων, εξάλλου «ό,τι είναι να γίνει γίνεται».
Αλλά ακριβώς για να βγάλουμε τα πιο γόνιμα συμπεράσματα για τους σπουδαίους αγώνες του σήμερα και τη μεγάλη επερχόμενη αναμέτρηση.
«Μια γόνιμη συμβολή στην αναγέννηση του μαρξισμού, τονίζει ο Λούκατς, απαιτεί έναν καθαρά ιστορικό χειρισμό της δεκαετίας του ‘20, σαν μια περίοδο του επαναστατικού κινήματος της εργατικής τάξης που ανήκει στο παρελθόν και έχει τώρα οριστικά κλείσει. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να εφαρμοστούν σωστά οι εμπειρίες και τα μαθήματα της περιόδου εκείνης στις ουσιαστικά καινούργιες φάσεις του παρόντος.»[1]
Ζητήματα που ζητούν σύγχρονες απαντήσεις
Η Οκτωβριανή επανάσταση, νίκησε άντεξε, συντάραξε τον κόσμο επειδή από την αυγή της και για ένα διάστημα στηρίχτηκε και στήριξε τα σοβιέτ, σε αυτό το καθοριστικό κοινωνικοπολιτικό μέτωπο των δημοκρατικών αποφάσεων αλλά και της συγκρότησης νέων κρατικών δομών.
Νίκησε επειδή επιχείρησε να πάρει, και πήρε, μέτρα σοσιαλιστικού χαρακτήρα, καθόλου ευκαταφρόνητα. Άντεξε επειδή «οι μπολσεβίκοι έδειξαν με αυτοπεποίθηση πως μπορούσαν να εγγυηθούν τόσο το μεγαλύτερο μέρος της πολυεθνικής εδαφικής ενότητας του παλαιού ρώσικου κράτους που κινδύνευε από αποσύνθεση λόγω της εξέλιξης του πρώτου παγκοσμίου». (Hobsbawm, εφ. Συντακτών 19.02.2017). Και επειδή είχε ως όπλο ένα κόμμα αυστηρά πειθαρχημένο απέναντι όχι προς την αυθυπαρξία του αλλά προς το σκοπό του. Και, τέλος, επειδή οι τότε επιφανείς επαναστάτες ανέπτυσσαν, όσο μπόρεσαν, τη θεωρία .
Αλλά ο καθοριστικός παράγοντας στην ιστορία είναι σε τελευταία ανάλυση η παραγωγή και η αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής, δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι πράξεις των ανθρώπων που επιδιώκουν τους δικούς τους σκοπούς. Ο άνθρωπος, σύμφωνα με ένα θιβετιανό ρητό, είναι ό, τι πράττει.
Τι επικαθόριζε λοιπόν τελικά την πράξη, τι διαδραματιζόταν στην πορεία όλων αυτών των χρόνων εκεί στην αναπαραγωγή της ζωής; Πως και από την κοινωνική ισότητα φτάσαμε στη δυναμική επανεμφάνιση του σκανδαλώδη πλούτου, στην επανεμφάνιση της φτώχειας, της μόλυνσης της φύσης στην εμφάνιση των ολιγαρχών, της πολιτικής απάθειας και της ακροδεξιάς;
Επικεντρώνουμε σε ορισμένα, ανάμεσα στα άλλα, ζητήματα.
Πρώτο, στην έλλειψη μιας επαρκούς και συνεκτικής θεωρίας για το «τι κάνουμε μετά την επανάσταση». Είναι η πρώτη αναγκαία αναγνώριση που πρέπει να παίρνει έποψη τις απάτητες διαδρομές που είναι υποχρεωμένοι να ακολουθούν οι επαναστάτες.
Αμέσως μετά τη νίκη του Οκτώβρη οι μπολσεβίκοι σπάνε σε ρεύματα επάνω στις βασικές κατευθύνσεις της επανάστασης. Οι Μπουχάριν, Τρότσκι και Πρεομπραζένσκι ζητούν άμεσο πέρασμα στον κομμουνισμό με στρατιωτικοποίηση της εργασίας, επίταξη γεωργικών προϊόντων και διανομή τους. Η «πλατφόρμα των 46» (Πρεομπραζένσκι, Οσσίνσκι, Πιατακόφ κ.α.) καταγγέλλει, το 23, την «έλλειψη σχεδιασμού και βοήθειας στη βιομηχανία και την ανεπάρκεια της πιστωτικής πολιτικής». Καταγγέλλει ταυτόχρονα ότι «η ελεύθερη συζήτηση μέσα στο κόμμα έχει ουσιαστικά εξαφανιστεί, η κοινή γνώμη μέσα στο κόμμα έχει καταπνιγεί…».
Η πλατφόρμα των Ζηνόβιεφ, Κάμενεφ, Σοχόλνικοφ και Κρούπσκαγια, το ’25 – 26, επιτίθενται στη ΝΕΠ, ζητώντας ταυτόχρονα ελεύθερη συζήτηση και εσωκομματική δημοκρατία.
Ο Μπουχάριν Το ’28-’29 υπερασπίζεται τη ΝΕΠ και ζητάει ταχεία εκβιομηχάνιση στα πλαίσια της.
Ο Στάλιν προτείνει την εγκατάλειψη της και στροφή προς την ταχύρρυθμη εκβιομηχάνιση.
Ο Τόμσκι, πρόεδρος των εργατικών συνδικάτων, δεν συμφωνεί με τους περιορισμούς στους μισθούς που επιβάλλει το πρώτο πεντάχρονο.
Μόνο η έλλειψη συνεκτικού προγράμματος μετάβασης προς τη κομμουνιστική κοινωνία μπορεί να ερμηνεύσει τόσο αυτούς τους διαχωρισμούς πάνω στο «τι να κάνουμε σήμερα» όσο και τις αγωνιώδεις και αναγκαστικές εναλλαγές στην πολιτική των μπολσεβίκων.
Από το 17 ως το 29, μέσα σε δέκα χρόνια, επιλέγουν πρώτα τον πολεμικό κομμουνισμό ως πολιτική περάσματος στον κομμουνισμό. Τον εγκαταλείπουν αναγκαστικά το 22 γιατί «οδηγούσε στον κοινοτισμό της μιζέριας» (Γκράμσι). Στη συνέχεια επιλέγουν τη Νέα Οικονομική Πολιτική την οποία όμως εγκατέλειψαν το 29 για να περάσουν στα πεντάχρονα και το κεντρικό σχεδιασμό.
«Ωστόσο, πρέπει να θυμόμαστε, προειδοποιεί ο Einstein το 1949, στο πρώτο τεύχος του “Μάνθλι Ριβιού», ότι η σχεδιασμένη οικονομία δε σημαίνει ακόμα σοσιαλισμό. Η σχεδιασμένη οικονομία αυτή καθεαυτή μπορεί να συνοδεύεται από την πλήρη υποδούλωση της προσωπικότητας. Η επίτευξη του σοσιαλισμού απαιτεί την επίλυση ορισμένων εξαιρετικά δύσκολων κοινωνικοπολιτικών προβλημάτων. Πώς, λόγου χάρη, παίρνοντας υπόψη το βάθεμα της συγκέντρωσης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας θα αποτραπεί η μετατροπή της γραφειοκρατίας σε δύναμη που κατέχει την πλήρη εξουσία. Πώς θα προστατευτούν τα δικαιώματα του ατόμου και ταυτόχρονα να υπάρχει εγγύηση ενός δημοκρατικού αντίβαρου στην εξουσία της γραφειοκρατίας.»
Ο Einstein προειδοποιούσε αλλά ποιος άκουγε;
Το θεωρητικό αυτό κενό πάνω στη γενική θεωρία μετάβασης προς τον κομμουνισμό διογκώνεται στην εποχή μας εξ αιτίας των αλλαγών που συντελούνται στο κράτος, τις ολοκληρώσεις τύπου Ε.Ε., στον ποιοτικά αναβαθμισμένο ρόλο της επιστήμης, στην ηγεμονική παρουσία των πολυεθνικών πολυκλαδικών μονοπωλίων, στη ραγδαία καπιταλιστικοποίηση του αγροτοδιατροφικού τομέα.
Το κενό αυτό χρήζει ξεχωριστής και συλλογικής κάλυψης.
Δεύτερο, το δημοκρατικό ζήτημα πήρε νέα μορφή και περιεχόμενο εξ αιτίας της βαρύτητας της επίδρασης του εμφυλίου και της στρατιωτικής επιδρομής 14 κρατών εναντίον της επανάστασης.
Η επανάσταση βρέθηκε στα πρόθυρα να ανατραπεί. Υπήρχε επομένως η ανάγκη έκτακτων μέτρων.
Τότε, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, το κόμμα αποκτά στρατιωτικά χαρακτηριστικά που διατάραξαν τη γεωμετρία ανάμεσα στη δημοκρατία και τον συγκεντρωτισμό, ως αδιαίρετα στοιχεία της πολιτικής αποτελεσματικότητας, υπέρ του συγκεντρωτισμού. Οδηγήθηκαν στην πρόσκαιρη (διακηρυκτικά) ιεραρχικοποίηση και στρατιωτικοποίηση του κόμματος η οποία όμως παρέμεινε και μετά τη λήξη του εμφυλίου.
«Το 1918 – 1920 ο ένοπλος αγώνας ενάντια στην αντεπανάσταση υποχρέωσε το κόμμα να περιορίσει τη δημοκρατία ως το σημείο να στρατιωτικοποιήσει τις μεθόδους εργασίας του», υπογραμμίζει ο Καγκάνοβιτς, μέλος της κεντρικής Επιτροπής από το 1928 και αντιπρόεδρος του Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού, στο άρθρο του «δομή του κομμουνιστικού κόμματος της ΕΣΣΔ»[2]
Ο Βαλεριάν Οσίνσκι, πρώτος πρόεδρος του Ανώτατου Συμβούλιου Εθνικής Οικονομίας, σημειώνει: «Η υιοθέτηση μορφών στρατιωτικής διαταγής και η επακόλουθη συγκέντρωση εξουσιών σε στενά σώματα ή κυριολεκτικά σε μεμονωμένα άτομα ήταν μια αναγκαιότητα επιβεβλημένη από τον πόλεμο. Αυτή θα εξαφανιζόταν με τη λήξη του εμφυλίου». [3]
Αυτή η εξαφάνιση δεν ήρθε ποτέ, αντίθετα η στρατιωτικοποίηση επιβλήθηκε μόνιμα.
Η ιστορία της πορείας προς το 1917 είναι όμως μια ιστορία δημόσιων συζητήσεων, μια γόνιμη διαδρομή διαφωνιών, συγκρούσεων και συνθέσεων, δίχως ούτε μια από αυτές να λυθεί με διοικητικά μέτρα (διαγραφές κλπ). Από δω η Ρόζα να απαντά δημόσια στον Μαρξ και στον Λένιν, από κει ο Κρότσε να κριτικάρει τον Μαρξ και να του ανταπαντούν ο Γκράμσι από τη φυλακή και ο Πλεχάνοφ, παραδίπλα ο Αντον Πάνεκουκ να υπερασπίζεται δημόσια τη θέση για σύνθεση των απόψεων του Μαρξ και του Μπακούνιν, πιο πέρα ο Λένιν να συνδιαλέγεται δημόσια πότε με τον ένα και πότε με τον άλλο.
Το ίδιο το καταστατικό, ακόμα και ως τον Αύγουστο του 17, αναγνώριζε μια αυτοτέλεια στις τοπικές οργανώσεις με δικαίωμα για δικό τους τύπο και κομματική φιλολογία. Δικαίωμα που χρησιμοποίησε για παράδειγμα η οργάνωση της Μόσχας και εξέδωσε εφημερίδα που εναντιωνόταν στη συμφωνία του Μπρεστ Λιτόφσκ.
Αλλά ο εμφύλιος γέννησε πείνα, η πείνα δημιουργεί χαοτικές συμπεριφορές.
Ο τότε ορισμός στο στρατό, για πρώτη φορά, του «πολιτικού γραφείου» σε επίπεδο μεραρχίας και στρατιάς γενικεύεται.[4] Ο υπεύθυνος του πολιτικού γραφείου διοριζόταν από τα πάνω και με τη σειρά του διόριζε τους κομισάριους.
Έτσι όμως εισάγεται η αρχή της προσωπικής διοίκησης. Τεμαχίζεται στα δύο το ενιαίο και ισότιμο δίπολο «δημοκρατία – πειθαρχία» υπέρ της πειθαρχίας η οποία κυριαρχεί σε βάρος της δημοκρατίας.
Έως τότε η πειθαρχία των μελών του κόμματος ήταν απέναντι στο σκοπό ύπαρξης και δράσης του, δηλαδή την επανάσταση, τον κομμουνισμό, την απόσπαση κατακτήσεων στον καθημερινό αγώνα. Η δε δημοκρατία στο κόμμα υπηρετούσε τη συγκέντρωση δυνάμεων και ο συγκεντρωτισμός – με αναπόσπαστο το στοιχείο της δημοκρατίας – υπηρετούσε τη δημοκρατική συγκέντρωση όλων των απείθαρχων στην εκμετάλλευση και πιστών στην επανάσταση συνειδήσεων.
Τώρα πλέον η πειθαρχία αντιμετωπίζεται ως ανώτατη κομματική αρετή και νοείται ως η πειθαρχία απέναντι στο «κόμμα» που εντωμεταξύ αποκτά μια αυστηρά ιεραρχική δομή.
Η πολυτασικότητα, επίσης, χαρακτηριστικό που διέκρινε τα κομματικά όργανα από τα κάτω ως τα επάνω από τη ίδρυση έως την πρώτη δεκαετία της επανάστασης, αντικαθίσταται βαθμιαία από τη μονολιθικότητα, το πολιτικό γραφείο αποτελείται αποκλειστικά από εκπροσώπους της μιας άποψης.
Σταδιακά, μετά το 10ο συνέδριο (Μάρτης του 1921) ο “δημοκρατικός συγκεντρωτισμός” αποκτά το σημερινό του νόημα: Απαγόρευση τάσεων, πλατφορμών και δημόσιας συζήτησης εκτός της ανά πέντε χρόνια ολιγόμηνης προσυνεδριακής περιόδου.
Τότε ακριβώς η αρχή της μονοπρόσωπης διοίκησης γενικεύεται και σε επίπεδο επιχείρησης.
«Κάθε μεγάλη μηχανική βιομηχανία, επισημαίνει ο Λένιν – σ.σ. δηλαδή ακριβώς η υλική παραγωγική πηγή και το βάθρο του Σοσιαλισμού – απαιτεί απόλυτη και αυστηρότατη ενότητα θέλησης που να κατευθύνει την κοινή εργασία εκατοντάδων και χιλιάδων ανθρώπων. Πώς όμως μπορεί να εξασφαλιστεί μια αυστηρότατη ενότητα θέλησης; Με την υποταγή της θέλησης των χιλιάδων στη θέληση του ενός». Και καλεί στο δρόμο «που συνδυάζει τα καθήκοντα της οργάνωσης συγκεντρώσεων για τους όρους εργασίας με τα καθήκοντα της αναντίρρητης υποταγής στη θέληση του σοβιετικού καθοδηγητή, στο δικτάτορα την ώρα της δουλειάς». [5]
Αλλά η μονοπρόσωπη διοίκηση «παραλύει» τα σοβιέτ, απονευρώνει τα εργοστασιακά συμβούλια και τις εργοστασιακές επιτροπές, λειτουργεί ως μήτρα της αποπολιτικοποίησης και της πολιτικής απάθειας.
«…Το 1917 μας ακολούθησαν όλοι – εργάτες, αγρότες, φαντάροι – κι η ζωή μας ήταν χαρούμενη, μα τώρα η κατάσταση άλλαξε πολύ» επισημαίνει ήδη από το 21 στο 10ο συνέδριο ο Μπουχάριν [6].
Αλλά γιατί πάρθηκαν τέτοια μέτρα;
Σύμφωνα με τον ηγέτη της πρώτης σοβιετικής κυβέρνησης ο σοσιαλισμός είναι ο κρατικός καπιταλισμός, το μονοπώλιο συν τη σοβιετική εξουσία. «..Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τον καπιταλισµό (κυρίως κατευθύνοντάς τον στο δρόμο του κρατικού καπιταλισμού) σαν ενδιάμεσο κρίκο ανάμεσα στη μικρή παραγωγή και στο σοσιαλισμό, σαν µέσο, σαν δρόµο, σαν μέθοδο, σαν τρόπο για το ανέβασμα των παραγωγικών δυνάμεων»[7] .
Αν δηλαδή κατάφερναν να αναπτύξουν το ρώσικο κρατικό καπιταλισμό, αυστηρά πειθαρχημένο στην προλεταριακή εξουσία και τους σκοπούς της, τότε θα εδραιώνεται η εξουσία και ο προσανατολισμός προς το σοσιαλισμό.
Αυτό, μαζί με τη στερέωση της εργατοαγροτικής συμμαχίας, επεδίωκε η ΝΕΠ.
Γι αυτό το λόγο προωθεί και επιβάλλει προς το προλεταριάτο στο χώρο εργασίας μονοπρόσωπη διοίκηση και πειθαρχία αστικού τύπου.
Τη βάση αυτής της σκέψης πρέπει να την επανεξετάσουμε. Γιατί κρατικός καπιταλισμός και εργατική εξουσία, εργατική δημοκρατία και υποταγή, είναι αλληλοαποκλειόμενες και όχι αλληλοσυμπληρούμενες πλευρές στο ζεύγος των αντιθέτων.
Η λογική της ιεραρχικοποίησης και της διακριτής μονοπρόσωπης διοίκησης, η πολιτική αποδυνάμωσης των σοβιέτ και απολυτοποίησης του ρόλου του κόμματος[8] οδηγούν στην ιεραρχικοποίηση των μισθών και απολαβών. Με τη σειρά της αυτή εκτρέφει και ανατροφοδοτεί τη γραφειοκρατία, ένα στρώμα που αποσπάται σχετικά από το λαό, δρα στο όνομα του λαού και επί του λαού. Εντός της ήταν ζήτημα χρόνου πότε θα εμφανιστούν οι ολιγάρχες του «παράνομου» πλούτου.
Η συλλογική πολιτική ευθύνη είτε της εργατικής τάξης είτε του κομμουνιστικού κόμματος, νοείται και υλοποιείται μόνο μέσα απ’ την πολιτική ευθύνη, την πολιτική πράξη και την πολιτική συνείδηση, του κάθε ξεχωριστού κοινωνικού εργαζόμενου ανθρώπου που συγκροτεί τελικά τη στάση του συλλογικού υποκειμένου και κατ επέκταση της εργατικής τάξης συνολικά. Έτσι και μόνο έτσι η εργατική τάξη μπορεί να προβάλλει ώριμα στο προσκήνιο ως η τάξη για τον εαυτό της και ως ο ηγεμονικός φορέας της γενικευμένης κοινωνικής αυτοδιαχείρισης- αυτοδιοίκησης.
Από αυτή την αρχή μετατοπίσθηκε τότε η ηγεσία της επανάστασης αντιγράφοντας αστικά πρότυπα.
Η «Ιστορία της σύγχρονης πραγματικότητας» όσο δεν μπορεί να δικαιώνει την αστική πολιτική, άλλο τόσο δεν μπορεί να αθωώνει τη στασιμότητα και την νωθρότητα όσων θέλουν να «επιμένουν επαναστατικά», απέναντι στα αναπόφευκτα αντικειμενικά «κενά» και στα υποκειμενικά λάθη, απέναντι στις ανερμήνευτες περιοχές, η στις απρόσιτες ακόμα κορυφές του ίδιου του εργατικού επαναστατικού ρεύματος. Δεν μπορεί να ανέχεται την αυτάρκεια και την υποτίμηση απέναντι στην άμεση πολιτική αναγκαιότητα για μια πορεία ανασύνθεσης της σύγχρονης κομμουνιστικής στρατηγικής. Και επομένως υπέρβασης των τάσεων και των πλευρών του επαναστατικού ρεύματος που αποδείχνονται, μέχρις ώρας, ιστορικά ανήμπορα να αναχαιτίσουν τις αντίπαλες δυνάμεις, να επανιδρύσουν μια νέα νικηφόρα προοπτική.
Μέχρι τότε «οι νεκροί θα εξακολουθούν να βαραίνουν πάνω στους ζωντανούς» και οι σχέσεις και οι συσχετισμοί που φεύγουν, πάνω σ’ αυτά που έρχονται.
Ωστόσο οι συλλογικές, μειοψηφικές ακόμη, προσπάθειες, σε Κίνα , Ρωσία, σε ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και στη χώρα μας επιτρέπουν να αισιοδοξούμε.
Βιβλιογραφία
Ν. Καζαντζάκη http://www.candianews.gr/2015/04/03/
Ε. Μπιτσάκη, Φιλοσοφία του ανθρώπου, Gutenberg, Αθήνα 1991
Κ. Τζιαντζής , 2014, Για το Επαναστατικό Υποκείμενο της Εποχής, Τόπος.
Φερρό Μαρκ Από τα Σοβιέτ στη γραφειοκρατία, Νησίδες, 1999
Stephen Resnick – R, D. Wolf, Ταξική Θεωρία και Ιστορία, Ελληνικά Γράμματα, 2005
Ε. Χ. Καρρ, Ιστορία της σοβιετικής ένωσης, υποδομή, 1972
Γκ. Λούκατς, Η Σκέψη του Λένιν, Σ.Ε. ,1990
Τζουλιάνο Προκάτσι, Το κομμουνιστικό κόμμα στη Σοβιετική Ένωση 1917 – 1945, Οδυσσέας, 1975.
Μπετελέμ, Οι Ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ, Ράππα, 1975.
Ρόζα Λούξεμπουργκ, 1980, Ρώσικη Επανάσταση, Ύψιλον
Λένιν, 1986, «Ο Αριστερισμός Παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», Σ.Ε.
ΝΑΡ, 2012, http://www.narnet.gr/ κείμενο εργασίας.
Συλλογικό, Για το παρόν και το μέλλον της Αριστεράς, Kommon 2017
Πασουκάνις Εβγκέν, 1985, Μαρξισμός και δίκαιο, Οδυσσέας.
[1] Γκ. Λούκατς,, Η Σκέψη του Λένιν, Σ.Ε.
[2] Τζουλιάνο Προκάτσι, (1975) Το κομμουνιστικό κόμμα στη Σοβιετική Ένωση 1917 – 1945, Οδυσσέας
[3] Ο.π.
[4] Ο.π.
[5] Λένιν, 1987, Τα άμεσα καθήκοντα της σοβιετικής εξουσίας, Σ.Ε.
[6] (Περιοδικό Θέσεις, 1990, τεύχος 31)
Nikolai Bukharin, 1967, The path to socialism in Russia, 1967. New York: Omicron Books.
[7] Λένιν , Άπαντα. Τ. 42, Σ.Ε
[8] Ο Ζηνόβιεφ, γραμματέας της Κομμουνιστικής Διεθνούς, γίνεται αποκαλυπτικός στο βιβλίο του «Λενινισμός».
«Τι καθεστώς υπάρχει στην Ένωση των ΣΣΔ απ’ την άποψη του ταξικού του περιεχομένου: Δικτατορία του προλεταριάτου. Ποιο είναι το άμεσο ελατήριο της εξουσίας στην ΕΣΣΔ; Ποιος ασκεί την εξουσία της εργατικής τάξης; Το Κομμουνιστικό Κόμμα. Μ’ αυτή την έννοια στη χώρα μας έχουμε δικτατορία του κόμματος…».