Ο κόσμος μας τότε είχε δύο όχθες και οι πιο πολλοί ήξεραν σε ποια όχθη βρίσκονταν, ανεξάρτητα από το αν αυτή η επίγνωση μεταφραζόταν σε ενεργή ή χαλαρή δράση. Τώρα οι όχθες έγιναν πολλές ενώ λιγόστεψαν οι γέφυρες.
Το φοιτητικό αντιδικτατορικό κίνημα είχε τα στέκια του, τους αναγνωστικούς, τους μουσικούς και τους ενδυματολογικούς του κώδικες. Κώδικες που εύκολα τους αναγνώριζαν τόσο οι μυημένοι όσο και οι υποψιασμένοι. Περίπου πες μου τι βιβλίο διαβάζεις, τι φοράς, πώς είσαι κουρεμένος (αν είσαι αγόρι), ποια μουσική ακούς, να σου πω ποιος είσαι ή μάλλον να σου πω με ποιους «δεν» είσαι. Kι αυτοί οι κώδικες δεν είχαν σχέση με τις καρικατούρες των Κνιτών, των Ρηγάδων κ.ά. που πλάσαραν κάποιοι στη μεταπολίτευση (τσιγγάνικη φούστα, ταγάρι, αξύριστη μασχάλη, αμπέχονο, παχύ μουστάκι κ.λπ.).
Όμως δεν γινόταν να ακούς Σαββόπουλο ή Μαρκόπουλο, να διαβάζεις Ρίλκε ή Σεφέρη, να βλέπεις την Αναπαράσταση του Αγγελόπουλου ή τους Καταραμένους του Βισκόντι και να είσαι με τη χούντα. Οι διαχωριστικές γραμμές υπήρχαν και ας μην ορίζονταν με αυστηρότητα.
Αναφέρομαι μόνο στα δύο-τρία τελευταία χρόνια της δικτατορίας και σε εκείνο το κομμάτι της φοιτητικής νεολαίας που συμμετείχε, λίγο έως πολύ, στο αντιδικτατορικό κίνημα στην Αθήνα. Για το παραέξω και το χρονικά παραπίσω δεν έχω επαρκή εποπτεία.
Σινεμά, ταβέρνα, βιβλιοπωλείο. Πιο αραιά, θέατρο ή μπουάτ. Αυτοί ήταν οι χώροι όπου μπορούσες να συναντήσεις τη γενιά της αμφισβήτησης, της φοιτητικής και ολίγον καλλιτεχνικής. Και όχι οποιοδήποτε σινεμά ή θέατρο ούτε οποιαδήποτε ταβέρνα ή μπουάτ. Το Στούντιο στην οδό Τρικόρφων και η Αλκυονίδα ήταν άτυποι χώροι μύησης, όπως και οι λαϊκές ταβέρνες στη Νεάπολη, την οδό Ηπείρου, την Καισαριανή, την Κυψέλη, την Πλάκα. Και η έξοδος στην ταβέρνα ήταν πολύ πιο προσιτή από ό,τι σήμερα.
Η ταβέρνα ήταν τόπος μύησης. Ή μάλλον «και» χώρος μύησης. Χώρος όπου εδραιωνόταν η εμπιστοσύνη, όπου χτιζόταν μια κοινή γλώσσα. Στην ταβέρνα του Κώστα, στην οδό Έβρου κοντά στο Ιπποκράτειο, μια παρέα συντρόφων γιόρταζαν κάθε Απρίλιο τα γενέθλια του Λένιν φορώντας τα καλά τους και πίνοντας στην υγειά του Βλαδίμηρου. Χωρίς να κόβουν τούρτα. Μόνο αυτοί το ήξεραν. Οι άλλοι θαμώνες όχι. Όμως αυτά τα βουβά, χωρίς Happy Birthday γενέθλια και με τον εορτάζοντα για τα καλά απόντα, ήταν ένα από τα πολλά νήματα που τους έδεναν, ήταν ένα χρωματιστό πετραδάκι στο ψηφιδωτό μιας συλλογικής μυθολογίας.
Μία ήταν η οθόνη των φοιτητικών μας χρόνων στην εποχή της δικτατορίας. Η πάνινη, η μεγάλη, η οθόνη του σινεμά που την βλέπαμε μαζί με πολλούς άλλους ενώ συχνά, μετά το τέλος της ταινίας, ακολουθούσε συζήτηση που μπορούσε να κρατήσει ώρες. Ασφαλώς και σήμερα οι άνθρωποι επικοινωνούν και συζητούν αλλά με διαφορετικά μέσα και με διαφορετικούς τρόπους.
Υπήρχαν πολλές ευκαιρίες για να συναντήσεις τους φίλους σου και άλλους που βρίσκονταν στο ίδιο μήκος κύματος με εσένα ή για να αποκτήσεις καινούριους φίλους. Κυρίως όμως υπήρχε «ένας» υπαρκτός κοινός και αναγνωρίσιμος εχθρός: η αμερικανοκίνητη χούντα. Ο κόσμος μας είχε δύο όχθες και οι πιο πολλοί ήξεραν σε ποια όχθη βρίσκονταν, ανεξάρτητα από το αν αυτή η επίγνωση μεταφραζόταν σε ενεργή ή χαλαρή δράση.
Τώρα οι όχθες έγιναν πολλές ενώ λιγόστεψαν οι γέφυρες. Ακόμα γυρεύουμε το σύνθημα και το παρασύνθημα. Τώρα ο καθένας μας είναι κι ένα μικρό σύμπαν που, σε κάποιες περιπτώσεις, επικοινωνεί με άλλα μικρά σύμπαντα.
Ελάχιστοι είχαν ΙΧ αυτοκίνητο. Η Αθήνα ήταν μια πόλη να τη ζεις, να την περπατάς. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι το Πολυτεχνείο βρισκόταν στο κέντρο της Αθήνας και οι σχολές του δεν είχαν μεταφερθεί στου Ζωγράφου όπως σήμερα. Ακόμα και χωρίς να έχεις δώσει ραντεβού, σχεδόν πάντα συναντούσες γνωστούς στο δρόμο.
Νόμιμο, ημινόμιμο, παράνομο. Εύκολο ήταν το πέρασμα από το ένα στο άλλο. Νόμιμη ήταν η λειτουργία της ΕΚΙΝ, της Ελληνοευρωπαϊκής Κίνησης Νέων, όμως συχνά αστυνομικοί με πολιτικά σε σταματούσαν λίγα μέτρα πριν την είσοδο για έλεγχο ταυτοτήτων. Και τότε, ακόμα και οι αμύητοι, ήξεραν ότι περνούσαν στην απέναντι όχθη. Το ίδιο ίσχυε και για τους τοπικούς φοιτητικούς συλλόγους, που δεν ήταν απλώς λέσχες και εντευκτήρια αλλά και μικρά στρατηγεία του κινήματος.
Ειδικό βάρος στη φοιτητική ζωή είχαν και τα βιβλιοπωλεία. Τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας κυκλοφόρησαν δεκάδες τίτλοι βιβλίων της «απέναντι όχθης» από τις εκδόσεις Κείμενα, Αναγνωστίδη, Κέδρος, Κάλβος, Νέοι Στόχοι, Σύγχρονη Εποχή. Μεγάλη υπόθεση, αφού τα αριστερά και τα μαρξιστικά βιβλία που είχαν εκδοθεί προ δικτατορίας δεν τα έβλεπες στις βιτρίνες. Θα σου τα έδινε ο βιβλιοπώλης αν ήταν σίγουρος ότι θα έπεφταν σε καλά χέρια. Σπαρμένη βιβλιοπωλεία η Σόλωνος, όπως και η στοά της Όπερας και τα Εξάρχεια. Κάποια βιβλιοπωλεία λειτουργούσαν σαν κέντρα ενημέρωσης, αφού εδώ μάθαινες για κάποια σύλληψη ή εκδήλωση, ενώ ορισμένα από αυτά ήταν και τόποι ημιπαράνομων συναντήσεων και ανταλλαγής σημειωμάτων ή φυλλαδίων.
Ήταν πολλά τα σήματα και πολλά καινούρια προστέθηκαν τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Κάθε γενιά έχει τα σήματά της, όμως καλό είναι να προσπαθούμε να διακρίνουμε τα σήματα του σήμερα, όσο συγκεχυμένα ή αποθαρρυντικά και αν φτάνουν στα αυτιά και τα μάτια μας.
Όλα τα παραπάνω αφορούσαν μια μειοψηφία του φοιτητικού κόσμου και μια ακόμα πιο μικρή μειοψηφία του φοιτητικού κινήματος. Μια μειοψηφία που δεν θεωρούσε τον εαυτό της πρωτοπορία αλλά με έναν τρόπο έγινε. Ή μάλλον ήταν μια τυχερή μειοψηφία. Με αυτοπεποίθηση αφού δεν είχε γευθεί την ήττα, όπως η γενιά της Αντίστασης ή των Λαμπράκηδων. Η συνείδησή της και η πορεία της θα ήταν διαφορετική αν ανήκε στις τάξεις της εργαζόμενης νεολαίας, παρ’ όλο που αρκετοί σπούδαζαν κι έκαναν ευκαιριακές δουλειές ταυτόχρονα.
Ήταν μια τυχερή γενιά που αργότερα, για ένα φεγγάρι μετά την πτώση της χούντας, ήταν μια χαϊδεμένη γενιά. Η γενιά που πίστεψε ότι κρέμασε το κουδούνι στου γάτου την ουρά.
Μόνο που οι γάτοι ήταν περισσότεροι από ένας…