Σύμφωνα με το άρθρο 44 του πρόσφατου νομοσχέδιο της κυβέρνησης και της ηγεσίας του Υπ. Υγείας για το «νέο ΕΣΥ», θεσπίζεται η λειτουργία απογευματινών και επί πληρωμή, χειρουργείων στα δημόσια νοσοκομεία.
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται, πως η διαδικασία αυτή, θα μειώσει τη λίστα αναμονής (η οποία παρανόμως και κακουργηματικά έχει δημιουργηθεί εδώ και χρόνια και μάλιστα χειροτέρευσε η κατάσταση επί Πανδημίας) για τα πρωινά χειρουργεία, θα βελτιώσει τους πανευρωπαϊκά χαμηλότατους, μισθούς των γιατρών και άλλων υγειονομικών (ειδικά μετά από την Πανδημία και την καταρράκωση της φυσικής και ψυχικής κατάστασης του προσωπικού), θα συμβάλει στα έσοδα των νοσοκομείων (λόγω της μείωσης στους προϋπολογισμούς των δημόσιων δομών υγείας τα τελευταία 13 χρόνια σε επίπεδο τουλάχιστον 65%) διότι θα αξιοποιούν τις ανεκμετάλλευτες υποδομές σε μέρες και ώρες που δεν εφημερεύουν. Ειδικά μετά από τόσα χρόνια μειώσεων, που έφερε την ολοκληρωτική κατάρρευση των Δημόσιων Δομών Υγείας.
Σκοπός, προφανώς, είναι για ακόμα μια φορά η ενίσχυση της Αγοράς (αόρατης και φανερής) για την επίλυση των προβλημάτων των ασθενών, που η ίδια αγοραία νοοτροπία κόστος-κέρδους, τα οποία αναπαράγονται-πολλαπλασιάζονται ακριβώς από την εντατικοποίησης της επιχειρηματικότητας και της εμπορευματοποίησης των εργασιών των δημόσιων μονάδων Υγείας.
Παρουσιάζουν δηλαδή την αιτία ως λύση και χρησιμοποιούν τα ίδια αντιλαϊκά εργαλεία που θα έχουν το ίδιο και χειρότερο αντιλαϊκό αποτέλεσμα. Τέτοιας κατεύθυνσης μέτρα εφαρμόστηκαν απ’ όλες τις κυβερνήσεις, με τα επιχειρήματα του «εξορθολογισμού των δαπανών» και της «βιωσιμότητας» των μονάδων Υγείας, τα οποία διαμόρφωσαν τη σημερινή κατάσταση.
Από την πλευρά τους οι ενώσεις και σύλλογοι των υγειονομικών έχουν αντιταχθεί στην νοσοκομειακή εξάπλωση του Νεοφιλελευθερισμού, που όπως τονίζει καταργεί τη δημόσια δωρεάν υγεία και μιλά για έναν “πρόχειρο και με κενά σχεδιασμό”, και “πως δεν υπήρξε καν η απαιτούμενη προετοιμασία”. Θα πει κανείς, το πρόβλημα είναι ότι τα επί πληρωμή απογευματινά χειρουργεία δεν πρέπει να γίνονται λόγο ανοργανωσιάς; Προφανώς ΟΧΙ. Όσο οργανωμένα και να γίνουν (που δεν θα γίνουν) είναι και παραμένουν ένα μοντέλο ιδιωτικοποίησης της δημόσιας υγείας. Αποτελούν ακόμα ένα χτύπημα στη δημόσια και δωρεάν υγεία και ως ενέργεια οδηγεί στη δημιουργία ασθενών δύο ταχυτήτων.
Όσο πιο χαμηλότερο γίνεται κατά κεφαλήν εισόδημα δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την κατηγοριοποίηση των πολιτών σε έχοντες και μη όσον αφορά την πρόσβαση στις παρεχόμενες υπηρεσίες υγείας. Οι ασθενείς που έχουν να δαπανήσουν χρήματα θα προηγούνται στην περίθαλψη αφού μέσω των απογευματινών χειρουργείων, τους δίνεται, πλέον, η δυνατότητα να εξυπηρετηθούν κατά προτεραιότητα παρακάμπτοντας χρόνιες λίστες χειρουργείων. Η (ξεκάθαρα ταξική) άνιση μεταχείριση των ασθενών καταρρίπτει κάθε έννοια ισότητας και καθολικότητας, σε έναν τόσο καίριο τομέα όπως αυτός της υγείας.
Τι έχει συμβεί μέχρι σήμερα;
Μετά από 13 χρόνια οριζόντιων μειώσεων στο Κοινωνικό Κράτος και τις Δημόσιες Δομές Υγείας, σε 2 χρόνια ασταμάτητης εξόντωσης και απαξίωσης των υγειονομικών με αφορμή την πανδημία, παράγοντες που οδήγησαν σε μια τεράστια υπο-στελέχωση και μαζική αποχώρηση-παραίτηση των δημόσιων λειτουργών υγείας και δημιούργησαν τις χρόνιες λίστες χειρουργείων και έδωσαν άλλοθι στα απογευματινά χειρουργεία. Οι εργαζόμενοι στις δημόσιες δομές υγείας, πλην ορισμένων (ιδιωτικά) καλοπληρωμένων ή/και στρατό-θρεμμένων εξαιρέσεων που πληρώνονται αδρά και θα πληρώνονται αδρά στα δημόσια και ιδιωτικά θεραπευτήρια (γιατί αυτοί επιλέγουν που και ποιους θα χειρουργήσουν.. σύμφωνα με κερδοσκοπικά κριτήρια), δεν πρέπει να πανηγυρίζουν γιατί το ζητούμενο δεν ήταν η άλλη μια μέθοδος ιδιωτικού χαρακτήρα στην υγεία και σίγουρα δεν θα λύσουν τα λιμνάζοντα προβλήματα του εκάστοτε δημόσιου Νοσοκομείου.
Με βάση τα παραπάνω κάθε έννοια δωρεάν και δημόσιας υγείας καταρρίπτεται στο βωμό του Κέρδους. Αντί της ενίσχυσης των δημόσιων Νοσοκομείων με μαζικές προσλήψεις μόνιμου προσωπικού σε όλους τους κλάδους (ιατρικό, νοσηλευτικό, παραϊατρικό και λοιπό προσωπικό) ώστε να λειτουργήσουν με ασφάλεια όλες οι χειρουργικές αίθουσες και να λυθεί το πρόβλημα με τις τεράστιες λίστες χειρουργείων, ανακοινώνεται η έναρξη των απογευματινών χειρουργείων με το ήδη υπάρχον εξουθενωμένο προσωπικό. Αντί να δοθούν αυξήσεις στους πιο κακοπληρωμένους δημόσιους λειτουργούς όπως είναι οι υγειονομικοί, μεταβιβάζεται το κόστος στην τσέπη του κάθε πολίτη που θα αναγκαστεί να προσφύγει στα απογευματινά χειρουργεία για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα υγείας του. Οι υγειονομικοί προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές δυσχέρειες στην καθημερινότητά τους ωθούνται να συμμετέχουν στην λειτουργία των απογευματινών χειρουργείων, προσθέτοντας επιπλέον φόρτο εργασίας στο ήδη υπάρχον πρόγραμμά τους. Σε μια εποχή που με τον μισθό του ο κόσμος δεν μπορεί να «βγάλει» ούτε το μήνα, οδηγείται προς κατάργηση κάθε έννοια δωρεάν δημόσιας νοσοκομειακής περίθαλψης.
Η λίστα του Θανάτου (ως συνήθως) για τα χειρουργεία είναι πολύμηνη, πολύχρονη και πολυήμερη ακόμη και για τα έκτακτα περιστατικά όπως είναι τα κατάγματα, καθώς περιμένεις και πάνω από δυο εβδομάδες για να χειρουργηθούν. Όπως έχουν ήδη γνωστοποιηθεί από εσωτερικά έγγραφα διάφορων διοικήσεων νοσοκομείων για την εφαρμογή των απογευματινών χειρουργείων που ζητούσαν να μένουν άδειοι θάλαμοι στις κλινικές ώστε να νοσηλευτούν εκεί ξεχωριστά από τους υπόλοιπους ασθενείς, όσοι θα χειρουργηθούν στα απογευματινά χειρουργεία με το «αζημίωτο».
Μετά τους υγειονομικούς δυο ταχυτήτων (εκείνους που πληρώνονται έξτρα από τους ασθενείς και τους ελάχιστους υπολοίπους που δεν δέχονται να συμμετάσχουν στο φιάσκο), οδηγούμαστε σε ασθενείς δύο ταχυτήτων: αυτοί που πληρώνουν άρα θα έχουν ιδιαίτερη μεταχείριση, εξασφαλίζοντας θάλαμο νοσηλείας και όλοι οι υπόλοιποι που θα στοιβάζονται στα ράντζα των διαδρόμων. Η εμβάθυνση της νεοφιλελευθεροποίησης των νοσοκομείων ως αυτοχρηματοδοτούμενων μονάδων θα αποτελεί βασικό κριτήριο της «βιωσιμότητάς τους». Το οικονομικό στοιχείο θα καθορίζει την ανάπτυξη ή την κατάργηση νοσοκομείων, τμημάτων, κλινικών και εργαστηρίων και όχι οι διευρυνόμενες ανάγκες του λαού. Με αυτό το οικονομικό κριτήριο θα αξιολογούνται η απόδοση του προσωπικού, οι προσλήψεις ή ο περιορισμός τους.
Σημαντικό να τονιστεί είναι πως, οδηγούμαστε σε εξάρτηση των προσλήψεων και πληρωμών των επικουρικών και η πληρωμή ενός μέρους των εφημεριών από τα έσοδα των νοσοκομείων (νοσήλια, απογευματινά ιατρεία) αποτελούν εικόνα από το μέλλον που έρχεται. Ταυτόχρονα, θα γίνει πιο εμφανής η διαφοροποίηση ανάμεσα στις μονάδες Υγείας ως προς την ανάπτυξη τμημάτων και υπηρεσιών ανάλογα με το ύψος των εσόδων από την πώληση των εργασιών τους.
Τέλος πως το 30% των χειρουργικών αιθουσών να είναι, σήμερα, κλειστές, ετοιμόρροπες σε ορισμένα νοσοκομεία, με εξοπλισμό πεπαλαιωμένο και χωρίς τις αναγκαίες κλίνες ΜΕΘ. Αυτό θα πρέπει να κάνει τους πολίτες να σκεφτούν πως μάλλον οι ΣΔΙΤ και η αξιοποίηση των δωρεών διαφόρων «ευεργετών» που τελικά δεν είναι τόσο «αθώες» αλλά αποτελούν το όχημα για εξυπηρέτηση επιχειρηματικών σχεδίων.
Οι γιατροί ως… περιφερόμενος θίασος
Την εβδομάδα που μας πέρασε ο Υπουργός ανακοίνωσε ότι θα δημιουργηθεί ένα σύστημα για περιοδεύοντες «διάσημους» γιατρούς, οι οποίοι μάλιστα θα μετακινούνται όχι απλώς από νοσοκομείο σε νοσοκομείο, αλλά θα αλλάζουν και για μία εβδομάδα Υγειονομική Περιφέρεια. Θα συγκροτηθούν δηλαδή χειρουργικές ομάδες από το ένα νοσοκομείο του ΕΣΥ, που θα έχουν τα απαιτούμενα “Credits” στο φάκελό τους να πηγαίνουν και να χειρουργούν σε άλλα νοσοκομεία, άλλης περιφέρεια με το αζημίωτο από τον ασθενή.
Για να καλύψει, λοιπόν, το Υπουργείο τα νοσοκομεία της περιφέρειας, ώστε να πετύχει εκεί το κόλπο των απογευματινών χειρουργείων και να απορροφήσουν τους κραδασμούς που προκαλούν οι κακοπληρωμένοι γιατροί των μεγαλουπόλεων, μεταφέρει προσωπικό από τις μητροπόλεις σε αυτά της Περιφέρειας ώστε να καλύψουν τα τεράστια κενά που υπάρχουν εκεί. Αυτή η κίνηση είναι μια πρακτική που δεν γίνεται λόγω έκτακτων αναγκών, καθώς υπήρχε πριν την πανδημία, γιγαντώθηκε κατά τη διάρκειά της και τώρα συνεχίζεται αμείωτα. Σύμφωνα με την Ένωση Νοσοκομειακών Ιατρών Θεσσαλονίκης μετακινούνται ήδη παθολόγοι και αναισθησιολόγοι από τη Θεσσαλονίκη προς περίπου όλα τα νοσοκομεία της Βορείου Ελλάδος, από Γρεβενά και Πτολεμαΐδα, μέχρι Δράμα και Ξάνθη”. Έτσι καλύπτουν εκεί τα τεράστια κενά, δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερα στη Θεσσαλονίκη, συνολικά υποβαθμίζοντας τις υπηρεσίες υγείας.
Οι μετακινήσεις του υγειονομικού προσωπικού αποτελεί απόφαση της εκάστοτε Υγειονομικής Περιφέρειας. Υπάρχουν μαρτυρίες, σύμφωνα με την Ε.Ν.Ι.Θ, προσωπικού που μετακινήθηκαν σε «τέσσερις διαφορετικές πόλεις τον ίδιο μήνα. Έκαναν εφημερίες τον ίδιο μήνα σε Σέρρες, Θεσσαλονίκη, Πολύγυρο και Ξάνθη». Επίσης πρέπει να ειπωθεί πως οι μετακινήσεις, γίνονται με προσωπικά έξοδα που κάθε γιατρού ο οποίος «πρέπει να τα προπληρώσει ο συνάδελφος για να τα λάβει τρεις μήνες μετά ”στην καλύτερη”, πρέπει να τις προπληρώσει για να τα λάβει τρεις μήνες μετά», και πως «το ποσό κυμαίνεται για τουλάχιστον 1.000€». Το Υπουργείο καλύπτει τα δρομολόγια ΚΤΕΛ και (κάποιο) ξενοδοχείο. Το πρόβλημα είναι πως πολλές φορές τα δρομολόγια δε των ΚΤΕΛ δεν ταιριάζουν με τις ανάγκες των δομών υγείας. Επίσης ένα άλλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει συχνά ο «μεταφερόμενος θίασος», είναι ότι το κατάλυμα που διαμένει είναι «πολλές φορές μακριά από το νοσοκομείο», άρα επιβαρύνονται με αρκετά «κρυφά» έξοδα.
Μονιμοποίηση εργαζομένων, πλήρης και αποκλειστική απασχόληση
Το ζήτημα είναι η μαχόμενη Αριστερά και το κίνημα για τη Δημόσια Υγεία (που ελπίζουμε να ανασυγκροτηθούν αμφότερα) θα πρέπει να διεκδικήσει:
Ένα πυκνό δίκτυο (συνδεδεμένο σε κόμβους επικοινωνίας) Κέντρων Υγείας, Περιφερειακών Ιατρείων και Τοπικών Μονάδων Υγείας. Κάθε δημόσια αποκεντρωμένη Πρωτοβάθμια Δομή Δημόσιας Υγείας (Π.Δ.Δ.Υ), να περιλαμβάνει τμήματα προληπτικής ιατρικής, προαγωγής δημόσιας υγείας και περίθαλψης που θα συνδέονται λειτουργικά με το κοντινότερο περιφερειακό/πανεπιστημιακό νοσοκομείο.
Μια αποκέντρωση της νοσοκομειακής περίθαλψης με ενισχυμένη την παρουσία και συμμετοχή της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης. Αυτό θα καταστεί δυνατό μέσω της προώθησης ενός πλήρους σχεδιασμού για την ανάπτυξη σύγχρονων δημοτικών και περιφερειακών δομών παροχής υγειονομικής φροντίδας σε σύνδεση πάντα με τα Κέντρα Υγείας και τις κατά τόπους Τοπικές Μονάδες Υγείας ή Μονάδες Φροντίδας Υγείας Γειτονιάς
Την πλήρη αποκατάσταση των απωλειών του ανθρώπινου υγειονομικού δυναμικού λόγω της οικονομικής κρίσης, με προσλήψεις, (βλέπε πρόσφατη έκθεση του ΚΕΠΥ για το 2023), να ανέρχονται σε «τουλάχιστον 15.000 υγειονομικών, πέραν των ετήσιων προσλήψεων προς αντικατάσταση των αποχωρήσεων λόγω συνταξιοδότησης ή άλλων λόγων». Επίσης βασική διεκδίκηση, θα πρέπει να θεωρείται, «η μονιμοποίηση των 11.000 επικουρικών εργαζομένων στα νοσοκομεία του ΕΣΥ σήμερα και η αποκατάσταση της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης στο σύνολο του προσωπικού».