12.9 C
Athens
Παρασκευή, 14 Νοεμβρίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Τα αδιέξοδα του αφηρημένου ιστορικισμού, του Αποστόλη Παλιούρα

Ένα σχόλιο στον Μακρύ εικοστό αιώνα, του Τζοβάνι Αρίγκι

Κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες σε ελληνική μετάφραση το βιβλίο του Τ. Αρίγκι Ο Μακρύς Εικοστός Αιώνας. Η μετάφραση ανήκει στον Γιώργο Καράμπελα. Η εργασία του Ιταλού ερευνητή εκδόθηκε σε πρώτη έκδοση το 1994 και επανεκδόθηκε το 2010 λίγο μετά το θάνατο του συγγραφέα. Η τόσο καθυστερημένη έκδοση της ελληνικής μετάφρασης του βιβλίου (τριάντα χρόνια μετά την πρώτη έκδοση) την καθιστά από πολλές απόψεις ανεπίκαιρη. Αυτό βέβαια δεν υπέχει ευθύνη του συγγραφέα που έγραφε στην εποχή του αλλά την ελληνική εκδοτική παραγωγή που για μια σειρά λόγους εκδίδει έργα της ξένης επιστημονικής βιβλιογραφίας, σπουδαία ή λιγότερο σπουδαία, κάποιες δεκαετίες μετά την πρώτη έκδοσή τους με ό,τι συνεπάγεται αυτό.

 «Έτσι όπως είχα συλλάβει αρχικά το βιβλίο, ο μακρύς εικοστός αιώνας αποτελούσε το μόνο θέμα του. Βεβαίως, γνώριζα εξαρχής ότι η άνοδος του αμερικανικού συστήματος μπορούσε να κατανοηθεί μόνο σε συσχέτιση με την παρακμή του βρετανικού συστήματος. Δεν αισθανόμουν όμως την ανάγκη ή την επιθυμία να επεκτείνω την ανάλυσή μου πριν από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.

Με την πάροδο των ετών, άλλαξα άποψη, με αποτέλεσμα το βιβλίο να μετατραπεί σε μια μελέτη για τις ‘‘δύο αλληλένδετες κυρίαρχες διαδικασίες της [νεότερης] εποχής: τη δημιουργία ενός συστήματος εθνικών κρατών και τον σχηματισμό ενός παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος’’»

« … η αφετηρία της δικής μας ακολουθίας συστημικών κύκλων συσσώρευσης, την οποία θα θεωρήσουμε το ‘‘σημείο μηδέν’’ στην ανάπτυξη του καπιταλισμού ως κοσμοσυστήματος, είναι η χρηματοπιστωτική επέκταση που ξεκίνησε στο τέλος της εμπορικής επέκτασης του 13ου και των αρχών του 14ου αιώνα»

Για να κατατοπίσουμε τον αναγνώστη που πιθανά δεν γνωρίζει το περιεχόμενο της συγκεκριμένης εργασίας χρειάζεται να πούμε πως ο Αρίγκι αναζητά ένα σχετικά επαναλαμβανόμενο, μέσα από κάποιες διαφορές, ιστορικό μοτίβο στην εξέλιξη των τεσσάρων συστημικών κύκλων συσσώρευσης οι οποίοι κατ’ αυτόν συγκροτούν την ιστορία του «καπιταλιστικού κοσμοσυστήματος». Οι κύκλοι αυτοί διαδοχικά είναι ο γενοβέζικος κύκλος συσσώρευσης, ο ολλανδικός συστημικός κύκλος, ο βρετανικός και ο αμερικανικός. Το βιβλίο έχει τύχει μεγάλης αναγνώρισης στη διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα, βασικά  έχει μεταφρασθεί τουλάχιστον σε δέκα γλώσσες και επιπλέον γίνεται συχνή αναφορά σ’ αυτό σε αρκετές μεταγενέστερες εργασίες. Ας μπούμε όμως στην ουσία.

1.Επί της ουσίας

Ακολουθώντας τη λογική του συγγραφέα παρακολουθώντας την ανάλυση και την τελική του έκθεση αντιλαμβανόμαστε πως προκειμένου να κατανοηθεί η άνοδος του αμερικανικού συστήματος χρειάζονταν να κατανοηθεί η άνοδος και η παρακμή του βρετανικού συστήματος, για την άνοδο του τελευταίου ήταν αναγκαία η μελέτη της ανόδου και παρακμής του ολλανδικού συστήματος και αυτό αντίστοιχα την μελέτη του γενοβέζικου εμπορικού και χρηματοπιστωτικού κύκλου. Κάπου εδώ ο συγγραφέας βάζει τελεία, είναι το «σημείο μηδέν» όπως γράφει.

Το πρόβλημα που τέθηκε στον συγγραφέα με βάση και τα λεγόμενα στα αποσπάσματα που πιο πάνω παραθέσαμε δεν είναι καινούργιο∙ είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει κάθε ερευνητής που χρησιμοποιεί την ιστορική μέθοδο προκειμένου να κατανοήσει και στην συνέχεια να ερμηνεύσει, κατά τον δικό του τρόπο, ένα κοινωνικό, οικονομικό και ιστορικό φαινόμενο για παράδειγμα την άνοδο και την επικράτηση του αμερικανικού καπιταλιστικού συστήματος. Τα ίχνη οδηγούν στο βρετανικό σύστημα που κυριαρχούσε για δύο τουλάχιστον αιώνες προηγούμενα, ομοίως στη συνέχεια μας παραπέμπει στην ολλανδική εμπορική και χρηματοπιστωτική κυριαρχία και τέλος πιο πίσω στο γενοβέζικο χρηματοπιστωτικό σύστημα, αν και αυτό το τελευταίο είναι λίγο αμφίβολο  σχετικά με το μέγεθος της κυριαρχίας του σε σχέση με τους επόμενους, αλλά πάντως εκεί κάπου θέτει το «σημείο μηδέν».

Γιατί όμως ο συγγραφέας δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να κατανοήσει την «χρηματοπιστωτική επέκταση» του 13ου και των αρχών του 14ου αιώνα με την βοήθεια προηγούμενων ιστορικών χρηματοπιστωτικών επεκτάσεων που ασφαλώς υπήρξαν; Προφανώς από κάπου έπρεπε να ξεκινήσει, κάπου έπρεπε να θέσει το «σημείο μηδέν» για να κατασκευαστεί αυτός ο συνεχόμενος ομαλός ιστορικός δρόμος, όπου βέβαια σημειώνονται κάποιες διαφοροποιήσεις, των τεσσάρων για την ώρα «κύκλων συσσώρευσης» ενώ αναμένεται οσονούπω και ο πέμπτος. Χρηματοπιστωτικές επεκτάσεις – ο όρος σίγουρα ξενίζει αν και αυτό είναι κάτι συνηθισμένο στην εργασία αυτή –  του τύπου και του μεγέθους του 13ου αιώνα υπήρξαν και άλλες στο προηγούμενο ιστορικό γίγνεσθαι∙ με τη λογική του συγγραφέα για να κατανοηθεί το εμπόριο των ιταλικών πόλεων κάπου θα έπρεπε να αποταθεί ως ιστορικό προηγούμενο. Και ίσως κάπου ακόμα πιο πίσω, στην αρχαία Ρώμη πιθανά; Η εργασία ακολουθεί ιστορικά την πορεία του χρήματος, του εμπορίου, του τόκου και της πίστωσης. Όλες αυτές οι «προκατακλυσμιαίες οικονομικές κατηγορίες» μας οδηγούν πολύ πίσω στην αρχαιότητα, στους αρχαίους Φοίνικες ίσως. Ο ορισμός του «σημείου μηδέν» επομένως εμπεριέχει σίγουρα πολλά στοιχεία αυθαιρεσίας.

Ο Αρίγκι θεωρεί το καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα (κοσμοσύστημα) – με τον ασαφή και καθόλου συγκεκριμένο τρόπο που εννοεί ο ίδιος τον καπιταλισμό  – ως αιώνιο και φυσικό σύστημα οικονομίας και παραγωγής αν και «Οι απαρχές [της διαλεκτικής μεταξύ καπιταλισμού και εδαφικής εξουσίας] βρίσκονται στον σχηματισμό εντός του μεσαιωνικού συστήματος εξουσίας ενός περιφερειακού υποσυστήματος καπιταλιστικών πόλεων – κρατών στη βόρεια Ιταλία.»

Θα μας επιτρέψει ο αναγνώστης να μην ασχοληθούμε λεπτομερώς με το σύνολο του βιβλίου κάτι που θα απαιτούσε μια μεγάλη σε όγκο εργασία η οποία δεν πιστεύω πως θα ωφελούσε. Θα ασχοληθούμε  μόνο με κάποια σημεία που είναι κεντρικά στο βιβλίο και δίνουν τον τόνο∙ το πρώτο αφορά στη μέθοδο που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας – αυτό φαντάζομαι έχει γίνει ήδη αντιληπτό – και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα αυτής της εργασίας, το δεύτερο είναι ο ρόλος του εμπορίου και των χρηματοπιστωτικών σχέσεων για την περίοδο των έξη με επτά αιώνων που διατρέχει η εργασία. Θέλουμε όμως να επισημάνουμε πως τα προβλήματα που θέτουν τα δύο σημεία είναι αλληλένδετα και αλληλοεπηρεαζόμενα δηλαδή ο αφηρημένος ιστορικισμός ως μέθοδος έρευνας συνδέεται άρρηκτα με την έλλειψη του συγκεκριμένου ιστορικού χαρακτήρα του κεφαλαίου, της διαλεκτικής λογικής που οδηγεί στη θεωρητική του ανακάλυψη και στην παραπέρα εξέλιξή του.

  1. Σχετικά με την μέθοδο του Τ. Αρίγκι και «την ανάπτυξη του καπιταλισμού ως κοσμοσυστήματος»

Ήδη λίγο πιο πάνω θέσαμε σε γενικές γραμμές με ποιο τρόπο εξελίσσεται η πορεία έρευνας που ακολουθεί ο Αρίγκι. Είναι φανερό πως μια κατανόηση ενός φαινομένου όπως αυτή που επιχειρεί να κάνει ο συγγραφέας απαιτεί σίγουρα μια συγκεκριμένη ιστορική προσέγγιση. Ωστόσο αυτή η συγκεκριμένη ιστορική προσέγγιση δεν είναι τόσο εύκολη και απλή, όσο φαίνεται από πρώτη ματιά∙  είναι βέβαια απολύτως φυσιολογικό να εξετάσει κάποιος την ιστορία του αντικειμένου, του φαινομένου ή του συστήματος όπως στην περίπτωση του Αρίγκι, προκειμένου «να κατανοήσει την άνοδο του αμερικανικού συστήματος». Αλλά όπως βλέπουμε και στην περίπτωση που εξετάζουμε αυτός ο δρόμος είναι αδιέξοδος αφού  κάθε ιστορικά εξεταζόμενο φαινόμενο έχει ως παρελθόν του ολόκληρη την ιστορία του κοινωνικού γίγνεσθαι, επομένως αν θέλουμε να παρακολουθήσουμε ιστορικά τις προϋποθέσεις της γέννησής του θα πηγαίνουμε από το ένα στο άλλο, όλο και πιο πίσω, και προφανώς θα πρέπει να σταματήσουμε κάπου για να ξεκινήσουμε και εδώ συνήθως επικρατεί η αυθαιρεσία για τον καθορισμό του «σημείου μηδέν».

Όμως το όλο ζήτημα δεν σταματά εδώ. Για τον Αρίγκι το κεφάλαιο κατανοείται ως χρήμα που φέρνει νέο χρήμα και άρα η ιστορική αφετηρία του κεφαλαίου με την έννοια αυτή μας παραπέμπει στους πανάρχαιους χρόνους∙ στην περίπτωση της εργασίας που εξετάζουμε το σημείο μηδέν είναι ο 13ος αιώνας χωρίς να είναι σίγουρο πως εκεί βρίσκονται οι απαρχές του καπιταλισμού, για την ακρίβεια εκεί εντοπίζει «τις  απαρχές της διαλεκτικής μεταξύ καπιταλισμού και εδαφικής εξουσίας».

Με τον τρόπο αυτό ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και οικονομίας που σχετίζεται ιστορικά, χονδρικά με την βρετανική κυριαρχία (18ος και 19ος αιώνας περίπου) και στη συνέχεια με τον αμερικανικό αιώνα κυριαρχίας (με βάση τον τρόπο έκφρασης του Αρίγκι) περιγράφονται με βάση την ιστορία τελείως διαφορετικών οικονομικών ιστορικών φαινομένων όπως ο ολλανδικός και ο γενουάτικος κύκλος συσσώρευσης που μαζί με άλλα ιστορικά οικονομικοκοινωνικά φαινόμενα απλώς προετοίμασαν την ανάδυση ενός εντελώς νέου και ποιοτικά διαφορετικού συστήματος που είναι ο καπιταλισμός. Το καπιταλιστικό κοσμοσύστημα «κατά Αρίγκι» επεκτείνεται σίγουρα μέχρι τον 13ο αιώνα και κατά πάσα πιθανότητα και στην αρχαιότητα αφού τα στοιχεία που το συγκροτούν είναι τα ίδια σχεδόν τα ίδια: κεφάλαιο ως χρήμα, εμπόρευμα και τόκος∙ μόνο την ιστορία της αρχαίας Ρώμης να σκεφτεί κανείς είναι αρκετό για να βεβαιωθεί.

Εξ άλλου αυτό το πρόβλημα δεν είναι τόσο νέο όπως μπορεί να φαίνεται από πρώτη ματιά. Ο Μαρξ όταν αναλύει στο 1ο Βιβλίο του Κεφαλαίου τη μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο και την αγορά και πώληση της εργασιακής δύναμης σαν εμπόρευμα γράφει σε υποσημείωση: «Στις εγκυκλοπαίδειες για την κλασική αρχαιότητα μπορεί να διαβάσει κανείς την ανοησία ότι στον αρχαίο κόσμο το κεφάλαιο ήταν πέρα για πέρα αναπτυγμένο, και ότι « έλειπαν μόνο ο ελεύθερος εργάτης και το πιστωτικό σύστημα».

Στο βιβλίο του Αρίγκι το εμπόριο και η χρηματοπιστωτική επέκταση χρησιμοποιούνται στην πραγματικότητα για την επέκταση της κυριαρχίας του κεφαλαίου ως μιας σχέσης ουσιαστικά αιώνιας και απόλυτα φυσιολογικής, σαν κάτι το φυσικό δηλαδή. Ο τρόπος που γίνεται αυτό βρίσκεται κρυμμένος, αν και όχι τόσο καλά, στην μετατροπή της ιστορίας της καταγωγής των προϋποθέσεων του κεφαλαίου, την πρωταρχική συσσώρευση που ο Μαρξ αναλύει ως προϊστορία του κεφαλαίου, σε ιστορία. Αυτή θεωρείται από τον συγγραφέα – η αλήθεια είναι πως κάθε άλλο παρά μόνος είναι σ’ αυτό το εγχείρημα – όχι μόνο ως τμήμα της ιστορίας του κεφαλαίου και του καπιταλισμού αλλά ως ο βασικός άξονας του «παγκόσμιου καπιταλιστικού κοσμοσυστήματος».

Ο Αρίγκι στον Μακρύ Εικοστό Αιώνα χρησιμοποιεί εκτεταμένα αποσπάσματα από το Κεφάλαιο του Μαρξ όχι πάντα με ειλικρινή τρόπο. Ξεχνάει ή γενικά δεν αναφέρει για δικούς του λόγους τις βασικές διαφορές του καπιταλιστικού συστήματος που θεμελίωσε και ανέλυσε ο Μαρξ από τον δικό του «καπιταλισμό», και πρώτα –πρώτα το γεγονός πως η στιγμή της ιστορικής αφετηρίας ανάπτυξης του κεφαλαίου «ήταν το σημείο όπου το κεφάλαιο άρχισε να σχηματίζει το σώμα του από την απλήρωτη εργασία του μισθωτού εργάτη∙ μόνο από το σημείο αυτό ξεκινά η συγκεκριμένη ιστορία του».  Σε μία από τις πολλές αναφορές του συγγραφέα του Μακρύ Εικοστού Αιώνα, στην «πρωταρχική συσσώρευση» αναφέρεται: «Καθώς το κεντρικό επιχείρημα του Μαρξ στο Κεφάλαιο παραμερίζει τον ρόλο των κρατών στις διαδικασίες κεφαλαιακής συσσώρευσης, τα εθνικά χρέη και η εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων και των μελλοντικών εσόδων των κρατών μελετώνται στο πλαίσιο της ‘‘πρωταρχικής συσσώρευσης’’, δηλαδή ‘‘ μιας συσσώρευσης που δεν είναι αποτέλεσμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά αφετηρία του’’. (Marx 1959: 713, 754-755). Η θεωρία αυτή δεν επέτρεψε στον Μαρξ να εκτιμήσει, όπως έκανε ο Βέμπερ (sic!), τη συνεχιζόμενη σημασία των εθνικών χρεών σε ένα καπιταλιστικό σύστημα εμπεδωμένο σε κράτη που ανταγωνίζονται διαρκώς μεταξύ τους για κινητό κεφάλαιο.»  Και εδώ η «πρωταρχική συσσώρευση» εμφανίζεται ως κάποια «θεωρία», πιθανά αυθαίρετη ή λειψή για κάποιους λόγους χωρίς αναφορά στην ποιοτική διαφορά για την οποία η «πρωταρχική συσσώρευση» ανήκει στην προϊστορία του καπιταλισμού και αυτή είναι η δημιουργία υπεραξίας από την απλήρωτη εργασία του μισθωτού εργάτη προς τον καπιταλιστή∙ προφανώς αυτός ο καπιταλισμός δεν είναι ο καπιταλισμός του Μακρού Εικοστού Αιώνα.

Ο ρόλος του εμπορίου, της πίστωσης και του τόκου είναι καθοριστικός στο βιβλίο του Αρίγκι,  διαπερνά σαν κόκκινη κλώστη όλες τις εξελικτικές διαδικασίες και την ιστορία του παγκόσμιου καπιταλιστικού κοσμοσυστήματος. Αντίθετα ο «παραγωγικός καπιταλισμός» του Μαρξ αποτελεί μόνο ένα επιμέρους χρονικά και ιστορικά στοιχείο αυτής της ευρύτερης και μακρόχρονης ιστορικής διαδικασίας καταδικασμένος μάλλον στη συρρίκνωση και σε δευτερεύοντα ρόλο σε σχέση με αυτόν του εμπορίου και της χρηματοπιστωτικής επέκτασης. Γράφει: «Ο Μαρξ δεν ανέπτυξε ποτέ τις θεωρητικές συνδηλώσεις αυτής της ιστορικής παρατήρησης (ενν. της χρηματοπιστωτικής επέκτασης). Παρά τον σημαντικό χώρο που αφιερώνει στο «χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο» στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου δεν έβγαλε ποτέ τα εθνικά χρέη και την εκποίηση του κράτους από τα στεγανά των μηχανισμών μιας συσσώρευσης που «δεν είναι αποτέλεσμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής αλλά αφετηρία του». Κι ωστόσο, όπως παρατηρεί ο ίδιος αυτό που φαίνεται σαν «αφετηρία» στο ένα κέντρο (την Ολλανδία, την Αγγλία, τις ΗΠΑ) είναι συγχρόνως «τερματισμός» μακρών περιόδων κεφαλαιακής συσσώρευσης στο προηγούμενο κέντρο (τη Βενετία, την Ολλανδία, την Αγγλία).» Εδώ ο αφηρημένος ιστορικισμός αδυνατεί να ξεφύγει από τα όρια που του θέτει η αρχή της χρονικής ακολουθίας στην ανάδυση των διάφορων μορφών που παίρνει το συγκεκριμένο στην ιστορία. Στις αντιφάσεις που αναπόφευκτα  εμφανίζονται απαντά «τόσο χειρότερα γι’ αυτές». Ο Μαρξ στα Grundrisse  γράφει: «Κατά συνέπεια, θα ήταν λοιπόν άβολο και λαθεμένο να αφεθούν οι οικονομικές κατηγορίες να διαδεχθούν η μία την άλλη με την σειρά που ιστορικά υπήρξαν καθοριστικές». Θα έπρεπε βέβαια, στοιχειωδώς να αναφερθούν αυτά όταν μάλιστα φαίνεται να επιδιώκεις την συγγραφή ενός βιβλίου που λαμβάνει υπόψη του μια βιβλιογραφία πλούσια και πολυφωνική.

Ωστόσο, για να ολοκληρώσουμε: Η ανθρώπινη εκμετάλλευση είναι πανάρχαια, αρχικά ο ανθρώπινος τρόπος ιδιοποίησης δεν είναι καπιταλιστικός και επομένως δεν έχει καμιά σχέση με τη ιστορία του καπιταλισμού γιατί βρίσκεται κάτω από το επίπεδό του, όπως ακριβώς οι χημικές διαδικασίες διαφέρουν ποιοτικά από τη βιολογική ζωή. Το καπιταλιστικό σύστημα, όπως και κάθε άλλο σύστημα στις διάφορες μορφές που συναντιούνται τόσο στη πραγματική ζωή όσο και στην επιστήμη, δεν γεννήθηκε εκ του μηδενός. Αναδύθηκε πάνω στη βάση προηγούμενων οικονομικών σχέσεων που συνοδεύονταν από την πάλη για την επικράτηση απέναντί τους. Η γαιοκτησία, το εμπόριο, ο δανεισμός και ο τόκος, για να αναφερθούμε στις σημαντικότερες οικονομικές κατηγορίες, αποτελούσαν «προκατακλυσμιαίες» μορφές οικονομικών σχέσεων πολύ παλαιότερες του κεφαλαιοκρατικού παραγωγικού και οικονομικού συστήματος. Αυτό το τελευταίο αφού αρχικά αναδείχνεται περισσότερο βιώσιμο από τις προηγούμενες μορφές, σταδιακά τις υποτάσσει και τις καθιστά επιμέρους στοιχεία του, πολλές φορές αλλάζοντας ποιοτικά τα προηγούμενα χαρακτηριστικά στοιχεία τους. Το ουσιώδες σε όλη αυτή την μακρά διαδικασία είναι πως κάποια από τα αποτελέσματα της καπιταλιστικής ιδιοποίησης που εμφανίζονται ως πρόσοδος, εμπορικό κέρδος και τοκοφορία αποτελούν μερικότερα στοιχεία, μορφές και μέρη της υπεραξίας που αποσπά ο καπιταλιστής από τον μισθωτό εργάτη. Τα στοιχεία αυτά καθίστανται λογικά ύστερα από την υπεραξία αν και ιστορικά προπορεύονταν αυτής.

Στο 3ο Βιβλίο του Κεφαλαίου ο Μαρξ, αναφερόμενος στο ρόλο του εμπορικού κεφαλαίου, έρχεται αντιμέτωπος με τη διαπλοκή της λογικής με την ιστορική τάξη: «Στην πορεία της επιστημονικής ανάλυσης ο σχηματισμός του γενικού ποσοστού κέρδους εμφανίζεται ότι ξεκινάει από τα βιομηχανικά κεφάλαια και από το συναγωνισμό [ανταγωνισμό] μεταξύ τους και ότι μόνον αργότερα διορθώθηκε, συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με την παρέμβαση εμπορικού κεφαλαίου. Στην πορεία της ιστορικής εξέλιξης έγινε ακριβώς το αντίθετο. Το εμπορικό κεφάλαιο είναι που για πρώτη φορά καθορίζει λίγο πολύ τις τιμές της κυκλοφορίας που μεσολαβεί για την πραγματοποίηση του προτσές αναπαραγωγής, όπου διαμορφώνεται για πρώτη φορά ένα γενικό ποσοστό κέρδους. Μόνο αφού επικρατήσει ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής και γίνει έμπορος ο ίδιος ο παραγωγός, το εμπορικό κέρδος περιορίζεται στο μέρος εκείνο της συνολικής υπεραξίας που αναλογεί στο εμπορικό κεφάλαιο σαν υποπολλαπλάσιο του συνολικού κεφαλαίου που απασχολείται στο κοινωνικό προτσές αναπαραγωγής». 

  1.  Όλα μοιάζουν  ίδια και επαναλαμβανόμενα αλλά είναι τελείως διαφορετικά

Η εργασία του Αρίγκι οδηγείται σε αδιέξοδο, η εναγώνια προσπάθεια του συγγραφέα μέσα από τις ιστορικές αναλογίες να αναδείξει το πέμπτο διάδοχο οικονομικό και κρατικό σχήμα που θα διαδεχθεί την αμερικάνικη κυριαρχία η οποία κατά τον ίδιο έχει εισέλθει στο τούνελ της τελικής κρίσης τον οδηγεί, παρ’ όλες τις διατυπωμένες επιφυλάξεις από πολλούς οικονομικούς ερευνητές της περιόδου, στο ιαπωνικό κεφάλαιο που έχει παραμερίσει το αμερικανικό στον υψηλό χρηματοπιστωτισμό και στην Ιαπωνία ως επικεφαλής της δυναμικής ανάπτυξης της Ανατολικής Ασίας (Νότιος Κορέα, Ταϊβάν, Χονγκ –Κόνγκ, Σιγκαπούρη ). Φυσικά αυτό το όνειρο ήταν καταδικασμένο να ξεφτίσει γρήγορα.

Ο Αρίγκι δεκαπέντε χρόνια περίπου αργότερα στο Υστερόγραφο στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου ισχυρίζεται πως: «Σε αντίθεση με ό,τι έχουν υποστηρίξει κάποιοι παρατηρητές, δεν θεώρησα ποτέ ότι κάποια από αυτά τα κράτη (ούτε καν η Ιαπωνία) προορίζονταν να αντικαταστήσουν τις ΗΠΑ ως ηγεμονική δύναμη.»

Η αλήθεια πάντως είναι διαφορετική γιατί στην πρώτη έκδοση του βιβλίου γράφει, χωρίς αυτό να έχει αναθεωρηθεί κάπου: «Όπως προαναφέραμε σε όλο τον αμερικανικό κύκλο συσσώρευσης, η σχέση πολιτικής ανταλλαγής που συνέδεε την ιαπωνική επιδίωξη του κέρδους με την αμερικανική επιδίωξη εξουσίας έμοιαζε ήδη με τη σχέση Γενοβέζων – Ιβήρων τον 16ο αιώνα. Τώρα που το αμερικανικό καθεστώς πλησιάζει ή ίσως έχει ήδη μπει στην τερματική του κρίση, τι εμποδίζει τη σχέση αυτή να ανανεωθεί για να προωθήσει και να οργανώσει μια νέα υλική επέκταση της καπιταλιστικής κοσμοοικονομίας;» (ό.π. σελ. 456)

Ο Αρίγκι αφιερώνει αρκετές σελίδες για να δείξει τις ομοιότητες της σχέσης της Ιαπωνίας με τις ΗΠΑ με τη σχέση των Γενοβέζων με την Ισπανία κατά τον 16ο αιώνα. Το ιαπωνικό κεφάλαιο αναπτύσσεται και δημιουργεί μεγάλα πλεονάσματα μέσα στην γεωπολιτική ασφάλεια της «ζεστής αγκαλιάς» της αμερικανικής ισχύος καθώς η τελευταία αντιμετωπίζει αξεπέραστα προβλήματα και φλερτάρει με «την τερματική της κρίση.» Πράγματι οι ιστορικές αναλογίες και ομοιότητες είναι πολλές με την σχέση των γενοβέζων τραπεζιτών και εμπόρων που με αντίτιμο την ισχυρή πολιτική και στρατιωτική προστασία του Ισπανού μονάρχη χρηματοδοτούν τους ατέλειωτους πολέμους του, με το αζημίωτο φυσικά. Ωστόσο αυτές οι ιστορικές αναλογίες και ομοιότητες, ακόμα και στο βαθμό που ιστορικά είναι απολύτως ακριβείς, στην πραγματικότητα δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα για το παρόν.

Ο Αρίγκι χωρίς να το καταλαβαίνει μετατρέπει την ιστορία σε φετίχ και προσπαθεί μάταια μέσα απ’ αυτήν να λύσει τα μάγια ενός άγνωστου και ανεκπλήρωτου μέλλοντος. Στο τέλος της εργασίας του υποδεικνύει τις τρεις πιθανές εκβάσεις που θα έχει η εν εξελίξει κρίση του αμερικανικού καθεστώτος συσσώρευσης. Σύμφωνα με την πρώτη τα παλιά κέντρα δεν θα επιτρέψουν να συνεχιστεί η καπιταλιστική ιστορία κατά το υπόδειγμα του παρελθόντος με αποτέλεσμα να σχηματιστεί μια παγκόσμια αυτοκρατορία. Με βάση τη δεύτερη εκδοχή το ανατολικοασιατικό (εννοεί το ιαπωνικό) κεφάλαιο θα καταλάβει ηγετική θέση στις διαδικασίες κεφαλαιακής συσσώρευσης και η καπιταλιστική ιστορία θα συνεχιστεί. Έχει και συνέχεια όμως καθώς στην περίπτωση αυτή: «Ο καπιταλισμός (ή αντιαγορά) θα παρακμάσει μαζί με την κρατική εξουσία στην οποία βασίστηκε κατά τη νεότερη περίοδο και το βαθύτερο στρώμα της οικονομίας της αγοράς θα επιστρέψει σε κάποιο είδος αναρχικής τάξης.»  

Τέλος και πριν συμβεί η πρώτη ή δεύτερη εκδοχή η ανθρωπότητα «μπορεί κάλλιστα να καεί στις φρικαλεότητες (ή στις ανδραγαθίες) της κλιμακούμενης βίας που συνοδεύει τη διάλυση της ψυχροπολεμικής παγκόσμιας τάξης. Σε αυτή τη περίπτωση, η καπιταλιστική ιστορία θα φτάσει και πάλι στο τέλος της, αλλά επιστρέφοντας οριστικά στο συστημικό χάος από το οποίο ξεκίνησε πριν από εξακόσια χρόνια και το οποίο αναπαράγεται σε ολοένα και μεγαλύτερη κλίμακα με κάθε μετάβαση.»

Ο Αρίγκι χρησιμοποιεί την ιστορία ως ερμηνευτική αρχή, η ιστορία όμως δεν αποτελεί ερμηνευτική αρχή αλλά αυτό που τελικά πρέπει να εξηγηθεί. Ανακαλύπτει στη φετιχοποιημένη ιστορία τους σκοπούς που αφορούν την κατοπινή ιστορία και η ιστορική γνώση εκφράζεται με τη μορφή ιστορικών προγνώσεων μεταμφιεσμένων σε επιστημονικές προβλέψεις.

«Ο Μαρξ καταγγέλλει […] τους επινοητές μιας κανονιστικής κατάστασης (‘‘ που πρέπει να δημιουργηθεί’’) ή ενός ιδεώδους στο οποίο η κοινωνία θα έπρεπε να υποταχθεί. Ο αντιουτοπικός σκοπός του συνίσταται στο ξεμπέρδεμα της δέσμης των δυνατοτήτων, όχι για να προβλέψει την αναγκαία πορεία της ιστορίας, αλλά για να σκεφτεί τις εναλλακτικές επιλογές που αναδύονται από την παρούσα στιγμή.»

Το Κεφάλαιο και η όλη έρευνα του Μαρξ σχετικά με την καπιταλιστική παραγωγή μας αποκαλύπτουν τη διαλεκτική της ιστορικής διαδικασίας αλλά και την θεωρητική της αναπαραγωγή. Οικονομικές κατηγορίες όπως το εμπορικό κέρδος, η πρόσοδος, ο τόκος και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο στον καπιταλισμό αποτελούν δευτερεύουσες οικονομικές μορφές, αποτελούν μέρη της υπεραξίας μιας οικονομικής κατηγορίας που εμφανίστηκε πολύ αργότερα από αυτές. Η συγκεκριμένη ιστορία αυτών των οικονομικών κατηγοριών ως μορφών ύπαρξης της υπεραξίας ξεκινά από το σημείο που αυτές εμπλέκονται στην παραγωγή και συσσώρευση της υπεραξίας της οποίας αποτελούν πλέον μέρη μαζί με το επιχειρηματικό κέρδος. Πριν από το σημείο αυτό οι οικονομικές αυτές κατηγορίες υπάρχουν αλλά δεν σχετίζονται με την ιστορία του κεφαλαίου, υπάρχουν ανεξάρτητα από αυτό∙ ωστόσο έλαβαν μέρος στο σχηματισμό του κεφαλαιοκρατικού συστήματος και μετατράπηκαν σε στοιχεία του συστήματος.

Επομένως η λογική διαλεκτική ανάπτυξη δεν αναπαράγει την ιστορία συνολικά με βάση την αρχή της χρονικής ακολουθίας που παρατηρούνται στην ανάδυση των διάφορων ιστορικών φαινομένων. Αντίθετα η διαλεκτική λογική ανάπτυξη μελετά και αναπαράγει τη συγκεκριμένη ιστορία, του συγκεκριμένου συστήματος των φαινομένων στο ανώτατο σημείο ανάπτυξης όπου ανακαλύπτει την αντικειμενική αλληλουχία στον σχηματισμό του καθώς και τη διαμόρφωση της εσωτερικής του δομής. Αυτή είναι η μέθοδος του Κεφαλαίου στην έρευνα και στην ανακάλυψη των βασικών οικονομικών κατηγοριών όπως η υπεραξία και το κεφάλαιο.

Ο Αρίγκι καθοδηγούμενος από την αρχή του αφηρημένου ιστορικισμού αναζητεί ομοιότητες παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος σε ιστορικά γεγονότα που μοιάζουν ίδια αλλά δεν είναι και μέσα από αυτό το μοτίβο οδηγείται σε ένα αδιέξοδο που προσπαθεί να μπαλώσει αναζητώντας αμφίβολες ιστορικές προγνώσεις.

1) Τ. Αρίγκι, Ο Μακρύς Εικοστός Αιώνας, μτφ. Γ. Καράμπελας, εκδ. ΕΣΤΙΑ, Αθήνα 2025, σελ.13

2)  ό.π. σελ. 122

3) ό.π. σελ.58

4) Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, μτφ. Π. Μαυρομμάτη, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1978, Τόμος 1ος, σελ.180

5) Ε. Ιλιένκοφ, Η διαλεκτική του συγκεκριμένου και του αφηρημένου στο Κεφάλαιο του Μαρξ, μτφ. Η. Χριστοφορίδης, εκδ. ΕΝΕΚΕΝ, Θεσσαλονίκη 2017, σελ.298. Η εργασία αυτή αποτελεί πηγή από όπου αντλούμε σημαντικά στοιχεία στο συγκεκριμένο άρθρο.

6) Τ. Αρίγκι, ό.π. σελ.464

7) ό.π. σελ. 464-465

8)Κ. Μαρξ, Grundrisse, μτφ. Δ. Διβάρης, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1989, τόμος 1ος, σελ.71

 9)Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, ό.π. τόμος 3ος, σελ.364

10) Τ. Αρίγκι, ό.π. σελ.472

11)  ό.π. σελ.456

 12) ό.π.σελ.460

13)  ό.π.σελ.460

 14) Ντ. Μπενσαΐντ, Ο Μαρξ της εποχής μας, μτφ. Γ. Καυκιάς, εκδ. ΤΟΠΟΣ, Αθήνα 2013,, σελ. 45

15) ό.π. σελ.45

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ