Σχεδόν… στοργικά – για τους αγρότες – ήχησαν τα λόγια του Κυριάκου Μητσοτάκη, όταν απάντησε σε σχετική ερώτηση του Νίκου Χατζηνικολάου: «Μερικές φορές οι πιο ακραίες κινητοποιήσεις ενδεχομένως να στρέψουν μεγάλα στρώματα της κοινωνίας απέναντι στους αγρότες, που μπορεί να έχουν δικαιολογημένα αιτήματα». Παρών φυσικά ο χαρακτηρισμός «ακραίες» (λείπει ο Μάρτης απ’ τη Σαρακοστή;) και… συγκινητικό το πρωθυπουργικό ενδιαφέρον, μην τυχόν και αρχίσει να κακολογεί τους κινητοποιούμενους αγρότες μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας.
Δεν χρειάζεται όμως να είναι κανείς τέρας πολιτικής οξυδέρκειας για να αντιληφθεί ότι η ανησυχία του Κυρ. Μητσοτάκη και της κυβέρνησής του είναι η εκ διαμέτρου αντίθετη: Παρά το πλήθος των αγροτικών μπλόκων σε όλη τη χώρα, ο διαβόητος «κοινωνικός αυτοματισμός» δεν «έσκασε μύτη» ως τώρα. Τουλάχιστον όχι σε επίπεδα ορατά, υπολογίσιμα. Ίσα – ίσα, οι αγροτικές κινητοποιήσεις δείχνουν να περιβάλλονται από ευρύτατη κοινωνική συμπάθεια.
Ο πρωθυπουργός «έβαλε στο κάδρο» τον «κοινωνικό αυτοματισμό», όχι προβλέποντας, αλλά προτρέποντας. Κι αν κάποιος διατηρούσε αμφιβολίες για αυτό, θα άξιζε να ακούσει όσα λέχθηκαν τη Δευτέρα, 8 Δεκεμβρίου, στο βραδινό δελτίο ειδήσεων του τηλεοπτικού Sky, δηλαδή ενός καναλιού που κάθε άλλο παρά φημίζεται για τη διάθεσή του να καταλογίζει στο «γκουβέρνο»… ανύπαρκτες πονηριές. Ρώτησε η παρουσιάστρια Σία Κοσιώνη τον Βασίλη Χιώτη πώς εξηγεί την προηγηθείσα μακαριότητα της κυβέρνησης, που έβλεπε τις αγροτικές κινητοποιήσεις να «φουντώνουν» και δεν αναλάμβανε καμία «καταπραϋντική» πρωτοβουλία. Ο ερωτηθείς σχολιαστής είπε πως η κυβέρνηση ανέμενε κάποιο κύμα «κοινωνικού αυτοματισμού», που θα στρίμωχνε τους αγρότες. Αλλά ματαίως το ανέμενε.
Ο ίδιος ο όρος «κοινωνικός αυτοματισμός» έχει ενταχθεί στη δημόσια σφαίρα λόγω παλαιότερων, μεγάλων αγροτικών κινητοποιήσεων – εκείνων στις αρχές του 1997. «Νονός» υπήρξε ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Ρέππας. Και εκείνος, όπως σήμερα ο Κυρ. Μητσοτάκης, είχε προτρέψει σε εκδηλώσεις και κινήσεις εναντίον των αγροτών, μέσω «πρόβλεψης» – με τρόπο πιο ψυχρό από του νυν πρωθυπουργού, που εμφανίζεται να νουθετεί τους αγρότες… για το καλό τους. Η προτροπή του Ρέππα απευθυνόταν κυρίως προς τους οδηγούς φορτηγών που καθηλώνονταν στα μπλόκα (το… χαριτωμένο είναι ότι την ίδια, περίπου, περίοδο η γαλλική κυβέρνηση πάσχιζε να στρέψει αγρότες εναντίον κινητοποιούμενων φορτηγατζήδων).
Μια αντιδιαστολή του «τότε» προς το «τώρα» μας βοηθά να αντιληφθούμε καλύτερα αρκετά δεδομένα του παρόντος. Το 1997, όντως, είχαν εμφανιστεί εναντίον των αγροτών κάποια ευδιάκριτα σημάδια «κοινωνικού αυτοματισμού». Οι λόγοι ήταν πολλοί. Η ελληνική οικονομία είχε εισέλθει (από τα μέσα της δεκαετίας του 1990) σε ανοδικό κύκλο. Στην κοινωνία επικρατούσε η εντύπωση ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να φθάσουν σε μια «ευημερία για όλους». Όσοι, μάλιστα, φιλοδοξούσαν να πλουτίσουν εύκολα και γρήγορα, από το 1997 και μέχρι το σπάσιμο της χρηματιστηριακής «φούσκας» (φθινόπωρο 1999) μπορούσαν να εναποθέσουν τις προσδοκίες τους στο… ναό της οδού Σοφοκλέους.
Η κυβέρνηση του Κ. Σημίτη ήταν «φρέσκια». Λίγοι, τότε, αμφισβητούσαν τις επιλογές της στο οικονομικό και κοινωνικό πεδίο (άλλο τι γινόταν με την υπόθεση των Ιμίων, από το τέλος Ιανουαρίου 1996). Στα μεγάλα ΜΜΕ, τα οποία στήριζαν το «εκσυγχρονιστικό εγχείρημα» του Κ. Σημίτη με πρωτοφανή ομοθυμία και «αγιογραφικό» φανατισμό, οι αγρότες συχνά περιγράφονταν – συλλήβδην- ως καλοπερασάκηδες που άφησαν προσωρινά τα ξενύχτια στα σκυλάδικα, για να προβάλλουν αιτήματα μαξιμαλιστικά, ή τουλάχιστον όχι υπαγορευόμενα από «επείγουσες καταστάσεις».
Κι επειδή «έπρεπε» να στηλιτεύσουν τα μπλόκα όσο το δυνατόν περισσότεροι επιφανείς opinion makers, από εκείνους που ενσάρκωναν την Ελλάδα της μεταμοντέρνας «δηθενιάς», κάποτε κλήθηκε σε τηλεοπτική εκπομπή να εκφέρει γνώμη και ο… Πέτρος Κωστόπουλος (μας… ξεβλάχεψε και τοιουτοτρόπως). Διότι, ναι μεν λέγεται «κοινωνικός αυτοματισμός», αλλά το… αυτόματο του πράγματος ας μην το παίρνει κανείς τοις μετρητοίς, με απόλυτο τρόπο. Πάντα μπορούν τα «μίντια» να κάνουν το… αυθόρμητο να ξεπηδήσει ταχύτερα κι επιθετικότερα.
Ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης, Ευ. Γιαννόπουλος, χαρακτήριζε τις αγροτικές κινητοποιήσεις υπόθεση του ΚΚΕ και εν μέρει της ΝΔ, έφθασε δε μέχρι του σημείου να μιλά για «βάρβαρη, τραμπούκικη, φασιστική, γαϊδουρινή συμπεριφαρά», εκ μέρους των κινητοποιούμενων (1/2/1997). Ένοιωθε ότι είχε την πολιτική άνεση να το κάνει. Και η κυβέρνηση ένιωθε ότι είχε την άνεση να βάλει την Αστυνομία να ξεφουσκώσει κρυφά τα λάστιχα εκατοντάδων τρακτέρ που ήταν σταθμευμένα, στις Μικροθήβες Μαγνησίας, δίχως να ξεσηκωθεί θύελλα αντιδράσεων για τούτη τη μετατροπή της κρατικής εξουσίας σε κοινό δολιοφθορέα. Μια ενέργεια «λίαν ορθή, λίαν αξιέπαινη» κατά τον Ευ. Γιαννόπουλο.
Το «τότε» και το «τώρα»
Στα σχεδόν 29 χρόνια που πέρασαν από τότε, οι αγρότες κινητοποιήθηκαν αρκετές φορές. Είναι όμως αλήθεια ότι η δύση του 2025 μοιάζει με κάποιου είδους αντιστροφή του πρώιμου 1997. Σήμερα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αναρωτιέται γιατί… αργεί τόσο να φανεί ο «κοινωνικός αυτοματισμός» – και μάλιστα σε μία εποχή την οποία, κατά γενική ομολογία, χαρακτηρίζει η επέκταση του κατακερματισμού, του εγκλεισμού σε ατομικά «καβούκια». Γιατί, λοιπόν; Για πολλούς λόγους.
Σήμερα δεν συζητιέται αν είναι ορθό ή όχι το αγροτικό σύνθημα «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά». Τίθεται επί τάπητος υπαρξιακό πρόβλημα του πρωτογενούς τομέα, έπειτα από τόσες δεκαετίες κυβερνητικών «άθλων», αλλά και «προσαρμογών» στην εκάστοτε Κοινή Αγροτική Πολιτική της ΕΕ.
Σήμερα, η έννοια της αγροτικής «κομπίνας» δεν παραπέμπει σε «διπλοζυγίσματα» και «πανογραψίματα» όπως συνέβαινε δεκαετίες πριν, με ενόχους κάποιους συνεταιριστές και ελεγκτές. Σήμερα, με το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη καταγράφονται είτε ως εγκέφαλοι είτε ως έμψυχα «πλυντήρια» αυτής της τεράστιας απάτης, της τιτάνιας επιχείρησης μαζικού εκμαυλισμού. Αυτής της αρπαγής, της οποίας οι συνέπειες πλήττουν άμεσα χιλιάδες παραγωγούς (κι αυτή είναι μια κρίσιμη ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης υπόθεσης διαφθοράς).
Σήμερα είναι αδύνατον να αφοριστούν πειστικά οι κινητοποιούμενοι αγρότες, όχι μόνο ως «κομματικά υποκινούμενοι» (κάτι που θα το γελοιοποιούσε η ίδια η μαζικότητα της συμμετοχής τους, σε συνάρτηση με την εκλογική «γεωγραφία» των αντίστοιχων περιοχών), αλλά και ως ενεργούντες με τρόπο παράταιρο, ασύμβατο προς το γενικό κλίμα. Με άλλα λόγια: Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί στα σοβαρά ότι οι αγρότες αποτελούν «παραφωνία», σε μια κοινωνία που κατά τα άλλα αισιοδοξεί για το μέλλον (αρκεί να δούμε τι «βγάζουν» και οι δημοσκοπήσεις, στα αντίστοιχα ερωτήματα). Αντίθετα, αυτήν την περίοδο οι αγρότες δείχνουν να ανάγονται σε «εκπροσώπους» όσων δυσφορούν, για πολλά.
Οι αγρότες τονίζουν ότι η εγκατάλειψη του πρωτογενούς τομέα εγκυμονεί τον κίνδυνο να ερημώσει η ύπαιθρος. Αλλά μήπως αυτή είναι η μοναδική διαδικασία εγκατάλειψης και ερήμωσης που εξελίσσεται στη χώρα, στην οποία το «πετσόκομμα» ονομάζεται «μεταρρύθμιση» και «εξορθολογισμός» ; Από το κατακρεουργημένο ΕΣΥ και την αποδυναμωμένη δημόσια Εκπαίδευση μέχρι τα λουκέτα στα υποκαταστήματα των ΕΛ.ΤΑ και τον αφανισμό θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων, το δίδυμο «εγκατάλειψη- ερήμωση» είναι κάτι παραπάνω από αισθητό.
Τους αγρότες «στραγγαλίζουν» η ακρίβεια (που ανεβάζει σε δυσθεώρητα ύψη το κόστος παραγωγής) και τα χρέη. Κάτι ξέρει και από τα δυο η υπόλοιπη κοινωνία… Οι αγρότες βλέπουν ότι τα παιδιά τους πολύ δύσκολα θα παραμείνουν στον πρωτογενή τομέα, έτσι όπως είναι η κατάσταση. Αυτό δείχνει «υποσύνολο» ενός ευρύτερου φαινομένου: Έχει αναχθεί σε στόχο πολλών νέων να σπουδάσουν και μετά να φύγουν, όχι από ένα συγκεκριμένο επαγγελματικό πεδίο, αλλά από την ίδια τη χώρα που φιγουράρει στη μισθολογική εσχατιά της ΕΕ των «27».
Ακούει ο κόσμος τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Π. Μαρινάκη να λέει πως η κυβέρνηση θα κάνει ό,τι μπορεί για να ενισχύσει τον αγροτικό κόσμο, μόνο που δεν μπορεί να κάνει και πολλά, διότι «έχει τεράστια ευθύνη απέναντι στο σύνολο της κοινωνίας». Την ευθύνη να μην «υποθηκεύσει τις επόμενες γενιές». Έλα όμως που περίπου τα ίδια… δραματικά ακούει σχεδόν κάθε κοινωνική ομάδα – κατηγορία, όταν διεκδικεί.
Υπό «ομαλές συνθήκες», δηλαδή όταν δεν πιέζεται από αιτήματα κινητοποιούμενων και – έτσι- δεν χρειάζεται να εξηγεί πόσο ανεύθυνο είναι να πιστεύουμε στα «λεφτόδεντρα», το «γκουβέρνο» πανηγυρίζει για τις εξαιρετικές εισπράξεις, τις οποίες αποφέρει το ξεζούμισμά μας (μέσω των έμμεσων φόρων).
Καμαρώνει η κυβέρνηση, διότι το πρωτογενές πλεόνασμα του 2024 ήταν κατά 87,6% υψηλότερο του στόχου που είχε τεθεί για το έτος και κατά 121,9% αυξημένο σε σχέση με την επίδοση του 2023. Κομπάζει, επίσης, επειδή στους πρώτους εννέα μήνες του 2025 το πρωτογενές πλεόνασμα κυμάνθηκε σε επίπεδα υψηλότερα κατά 79,8% του στόχου που είχε τεθεί. Αλλά τα… προϊόντα των «λεφτόδεντρων» έχουν συγκεκριμένους προσδιορισμούς. Για τους άλλους υπάρχει η κινδυνολογία του «προσέξτε μην φθάσουμε πάλι στο χείλος του γκρεμού και της χρεοκοπίας» (την οποία θύμισε κι ο Π. Μαρινάκης).
Όλα τα παραπάνω, συνθέτουν μια εικόνα που απέχει παρασάγγας από εκείνη του 1997. Γι’ αυτό η κυβέρνηση δεν βλέπει να εκδηλώνεται εναντίον των αγροτών ο «κοινωνικός αυτοματισμός», τον οποίον περίμενε.
Έπειτα, είναι και αυτή η απόσταση που τηρούν από τον Κυρ. Μητσοτάκη ορισμένοι «βαρόνοι» των ΜΜΕ… Αυτή η παράμετρος δεν διευκολύνει την τηλεοπτική καλλιέργεια μένους, ή έστω, αντιπάθειας για τους κινητοποιούμενους αγρότες.
Παράδειγμα: Τη Δευτέρα (8/12), το Star είχε ρεπορτάζ για τα αγροτικά μπλόκα στη Θήβα και ειδικότερα για το γεγονός ότι είχε ακινητοποιηθεί η αποστολή της τουρκικής ομάδας μπάσκετ «Μερσίν», που είχε να δώσει επίσημο αγώνα με την Καρδίτσα. Ε, αντί να καταλήξει σε οιμωγές για «το διεθνές ρεζιλίκι της χώρας», το ρεπορτάζ αναδείκνυε την κατανόηση των μελών της τουρκικής ομάδας που υπογράμμιζαν ότι είναι λογικό οι άνθρωποι να διεκδικούν επίλυση βιοποριστικών προβλημάτων. Ούτε καν ψήγματα… εισαγόμενου «κοινωνικού αυτοματισμού» βρέθηκαν, να βοηθήσουν την κυβέρνηση…

