ΣΜΙΛΕΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ, του Σταύρου Ψιλάκη
‘’Ξέρεις φίλε, από αυτές τις δοκιμασίες βγαίνει όμορφα σμιλεμένη η ψυχή του ανθρώπου’’,-λέει – ο Μανώλης Φουντουλάκης (πρώην χανσενικός) στον Julien Grivel Ελβετό οδοντογιατρό.
Σ’ αυτόν τον Ελβετό που για 26 ολόκληρα χρόνια (από το 1972 μέχρι το 1998) ερχόταν στην Αθήνα συνεχώς δύο φορές το χρόνο και φρόντιζε δωρεάν τα δόντια των χανσενικών (των λεπρών) στο Νοσοκομείο Λοιμωδών Νόσων στο Αιγάλεω όπου και νοσηλευόταν και ο Φουντουλάκης.
Την ιστορία αυτού του θαυμαστού οδοντογιατρού και τη σχέση του με τους χανσενικούς και κατ’ επέκταση με την Ελλάδα πραγματεύεται το τελευταίο ντοκιμαντέρ του Σταύρου Ψιλάκη ‘’Σμιλεμένες Ψυχές’’. (Βραβείο FIPRESCI της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου στο φετινό διαγωνιστικό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης).
Ο Σταύρος Ψιλάκης δεν χρειάζεται συστάσεις, είναι περιττό να επαναλάβουμε ότι συγκαταλέγεται στους πιο έγκριτους και βαθυστόχαστους ντοκιμαντερίστες του τόπου μας.
Ότι με περισσή οικονομία συνδυάζει πλάνα, πρόσωπα και λέξεις που συγκινούν με τον φιλοσοφημένο και απλό ουμανισμό τους. Ότι κατέχει δικά του ξεχωριστά γλωσσικά και συντακτικά χαρακτηριστικά. Ένας σκηνοθέτης που κάθε φορά αποδείχνει νέες εκφραστικές δυνατότητες σε μια εποχή βιομηχανοποιημένης ομοιομορφίας.
Οι υπαρκτοί ήρωες του Σταύρου αναμετρώνται πάντα με μιαν οριακή κατάσταση. Μια κατάσταση που απαιτεί συνειδητή απόφαση. Είτε να παραδοθούν, είτε να παλέψουν. Και τα αληθινά του πρόσωπα πάντα παλεύουν πάντα μέσα από τη δοκιμασία διεκδικούν και πετυχαίνουν τη δική τους λύτρωση τη δική τους ολοκλήρωση.
Γι’ αυτό και είναι ξεχωριστό, τόσο ωφέλιμο αυτό το σπάνιο κινηματογραφικό του ήθος.
Η πράξη του κινηματογραφικού του ήρωα του οδοντογιατρού Julien να αψηφίσει τον κίνδυνο, να παίξει κορώνα γράμματα την ίδια του τη ζωή είναι έτσι κι αλλιώς μεγαλειώδης.
Μια πράξη αφιερωμένη στους λεπρούς κατά τις ημέρες της προσωπικής του άδειας, που αντί να λιάζεται και να ρουφά ιώδιο σε μια παραλία, όπως οι τουρίστες συμπατριώτες του, αυτός προτιμάει την κόλαση των χανσενικών. Των λεπρών που βιώνουν το κοινωνικό στίγμα σαν εχθροί της δημόσιας ζωής και γι’ αυτό τους πρέπει η απομόνωση στο Λοιμωδών ή η εξορία στη Σπιναλόγκα μέχρι το 1957.
Θα μπορούσε και μόνο σ’ αυτό, σε αυτή την πράξη του οδοντογιατρού να βασιστεί το ντοκιμαντέρ του Σταύρου. Όμως η ταινία δεν λέει αυτό δεν πραγματεύεται αυτό. Και εδώ έγκειται η υπεροχή του κινηματογραφιστή.
Η ταινία δεν εστιάζει στην πράξη του γιατρού ούτε στη ζωή των χανσενικών. Απλά αυτά αποτελούν το περίγραμμα, το πλαίσιο μέσα στο οποίο συντελείται το μεγάλο εσωτερικό ταξίδι του Julien προς τη δική του Ιθάκη. Ένα ταξίδι που του προσφέρει την αναγνώριση του ανθρώπου, όπου κι αν αυτός βρίσκεται. Την αναγνώριση με την Αριστοτελική έννοια . Την ‘’εξ αγνοίας εις γνώσιν μεταβολή’’.
Ο σκηνοθέτης με την τελευταία δουλειά του μας υποβάλει ένα ζητούμενο, την έννοια της προσφοράς της ένταξης της στράτευσης σ’ ένα σκοπό.
Και λίγο μας ξεβολεύει γιατί η προσφορά, το δόσιμο και η στράτευση σ’ ένα σκοπό απαιτεί την εγκατάλειψη των περιττών εγκόσμιων. Γιατί πρέπει να μετρήσεις το μπόι σου και να κάνεις το αποφασιστικό βήμα. Και το βήμα αυτό που είναι καθαρά προσωπικό όταν επιτευχθεί σμιλεύει την ψυχή σου.
Και η ταινία του Σταύρου με τις αλλεπάλληλες προβολές της σμιλεύει πραγματικά τις ψυχές των θεατών.
«ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΑΧΗΤΡΙΕΣ», μέρος Β’ του Λεωνίδα Βαρδαρού
Το τελευταίο ντοκιμαντέρ του Λεωνίδα ‘’Γυναίκες Μαχήτριες, μέρος Β’’ (εύφημος μνεία στο φετινό φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Χαλκίδας) αποτελεί συνέχεια του πρώτου μέρους που είχε προβληθεί στις αίθουσες πριν από τρία χρόνια.
Και είναι γεγονός πως ο σκηνοθέτης με τα ιστορικά ντοκιμαντέρ του έχει καταφέρει, πράγμα σπάνιο, να κερδίζει το κοινό. Όπου κι αν προβάλλονται είτε στις κινηματογραφικές αίθουσες είτε με πρωτοβουλία φορέων και συλλογικοτήτων πάντα το κοινό τις αγκαλιάζει.
Τι είναι αυτό που μας συνεπαίρνει καθώς εισπράττουμε τις μαρτυρίες γυναικών που έζησαν τη δίνη των κοινωνικών αγώνων του 20ου αιώνα;
Τι το ξεχωριστό διαθέτει εκείνη η περίοδος ανάμεσα στο 1944 και το 1960 που εικονογραφεί η ταινία, τότε που το αντίτιμο για το δρόμο της αντίστασης ήταν η φυλακή η εξορία και το εκτελεστικό απόσπασμα.
Τι δεν μας προσφέρει η τυπική νομιμότητα, η ‘’νόμιμη’’ δράση με τα προβλέψιμα και επαναλαμβανόμενα εδώ και πάνω από μισόν αιώνα (από το ’74 και δώθε) και εξακολουθούν να το προσφέρουν εκείνα τα ‘’χρόνια της φωτιάς’’.
Την έλξη την ασκεί εκείνη η περίοδος του μεγάλου αγώνα του μεγάλου οράματος που παρά τη μεγάλη ήττα εξακολουθεί να σπινθίζει και να συνεπαίρνει. Είναι γεγονός πως η πρόσληψη της ιστορίας απαιτεί συστηματική μελέτη ικανότητα κρίσης και σύγκρισης. Και το ιστορικό ντοκιμαντέρ έρχεται αρωγός σε μια ανάλογη προσπάθεια.
Γιατί οι αλληλοεπιδράσεις ανάμεσα στην ιστορία και τον κινηματογράφο επιτρέπουν την πιο ολοκληρωμένη κατανόηση των συγκαιρινών και παρελθόντων κοινωνικών εποχών. Και το ιστορικό ντοκιμαντέρ είναι σε θέση να τροποποιήσει την ιστορική θεώρηση να προσφέρει το άλλο βλέμμα που συνδέει το παρελθόν με το παρόν.
Κάτι που το πετυχαίνει με την κάμερα το σπάνιο αρχειακό υλικό και με την αφοπλιστική ειλικρίνεια και εξομολόγηση των υπαρκτών γυναικών – μαχητριών ο Λεωνίδας.
Και η ικανότητα του δημιουργού να δίνει οπτική μορφή στο πέρασμα του παρελθόντος, στα παλιά γεγονότα μέσα από τις προσωπικές μαρτυρίες, αποφεύγοντας τα τετριμμένα κλισέ της ευκολίας, προσφέρει πολύτιμη εμπειρία στο θεατή.
Τα ιστορικά πρόσωπα του Βαρδαρού είναι υπαρκτά, είναι οι ανώνυμες γυναίκες που είτε ανήκουν στην πρώτη γραμμή της μάχης είτε στα μετόπισθεν. Με το φορτίο που κουβαλάνε τροφοδοτούν τη συλλογική μνήμη και χαρίζουν απόλαυση και συγκίνηση.
Είναι οι γυναίκες που ανήκουν στο περιθώριο της επίσημης ιστορίας που καμιά τέχνη, καμιά σελίδα μέχρι σήμερα δεν τις έχει περιλάβει. Είναι πιο πολύ εκείνες οι γυναίκες που κινούνται πίσω από τους πρωταγωνιστές, τους μπροστάρηδες, εκεί που κάθε μέρα είναι και ένας Γολγοθάς εκεί που περισσεύουν τα αθέατα δάκρια.
Ο Λεωνίδας ολοκληρώνοντας το δεύτερο μέρος του ντοκιμαντέρ επικαλούμενος τη μνήμη αυτών των γυναικών, μια μνήμη αφτιασίδωτη, αποκαθιστά αυτές τις γυναίκες στο μεγάλο κάδρο.
Ένα πορτρέτο γυναικών που χωρίς να γεννηθούν μαχήτριες, η θύελλα των γεγονότων τις έκανε ‘’ χείμαρρο για μια νέα ζωή’’ χωρίς να λογαριάσουν κόπους και θυσίες. Και είναι τα χέρια τους τα χέρια της μάνας μας, χέρια άγια, χέρια λαϊκά.
Είναι γνωστό πως το ιστορικό ντοκιμαντέρ έχει αξία όταν διατηρεί ταυτόχρονα την εικόνα του παρόντος μέσα από τα επιβιώματα του παρελθόντος, μέσα από τη μνήμη. Κάτι που ο Λεωνίδας ο Βαρδαρός το έχει κατακτήσει.
Στα υπέρ της ταινίας η μουσική του Μιχάλη Γούτη και οι στίχοι του Αργύρη Χατζηνάκη που αποδίδει έξοχα ο Μίλτος Πασχαλίδης.

