ένα αφήγημα μετακόμισης, της Μαγδαληνής Παναγιωτακοπούλου
Όταν μετακόμισα στην Ελβετία, με είχαν προειδοποιήσει για πολλά πράγματα. Τις αδιανόητα υψηλές τιμές των πραγμάτων, την συνέπεια των τρένων, την ευκολία των υπηρεσιών, τον βουνίσιο καιρό και τα απρόσκλητα χιόνια του Μαίου, αλλά πιο πολύ απ’ όλα, την εμμονή των Ελβετών με τις ώρες κοινής ησυχίας. Είχα ακούσει ιστορίες για επίσημες οδηγίες που απαγορεύουν να τραβάς το καζανάκι μετά τις 10, παράπονα των γειτόνων επειδή κάποιος περπατούσε βαριά, ή επειδή έκανε τραπέζι (εντός σπιτιού) με τρεις ανθρώπους και ακούγονταν οι ομιλίες, και άλλα τέτοια τρελά. Παρότι δύσπιστη, τρεις μέρες μετά την άφιξή μου, βρέθηκα σε ένα αποχαιρετιστήριο πάρτυ φίλων στον κήπο τους, όπου ξαφνικά κάποιοι γείτονες, δυσαρεστημένοι από την περιρρέουσα ευθυμία και τα ντεσιμπέλ της, άρχισαν να μας πετάνε πέτρες (!). Πείστηκα.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η ιδέα αγοράς ακουστικού πιάνου σε διαμέρισμα περικυκλωμένο από γείτονες φαινόταν υπερβολικά ριψοκίνδυνη, ή μια ευκαιρία σύσφιξης των σχέσεων με τους τοπικούς εκπροσώπους της τάξης. Και κάπως έτσι, μετά από 20 χρόνια ταλαιπωρίας πάνω από πραγματικό ξύλο, μπήκε στο σαλόνι ένα stage (δηλαδή ηλεκτρικό) πιάνο τελευταίας γερμανικής τεχνολογίας, με 236 ήχους και μπλιμπλίκια, βαρυκεντρισμένα αληθοφανή πλήκτρα και άλλα κόλπα … που δε χρησιμοποίησα σχεδόν ποτέ. Μ’ αυτό το πιάνο δεν αγαπηθήκαμε, κακά τα ψέματα. Θες που έπρεπε να το ακούω μέσα απ’ τα ακουστικά, θες που όταν έπαιζα fortissimo παρακουνιόταν χωρίς όμως να δονείται, έμπαινα στο σαλόνι και το κοίταζα σα συνάδελφο που δε θα σε κρεμάσει μια μέρα πριν το ντεντλάιν αλλά, μα το θεό, κάνει ανυπόφορα αστεία.
Ένα χρόνο άβολης συνύπαρξης μετά, το stage πιάνο πήγε να κάνει παρέα σε κάποιον ηχολήπτη, κι εγώ αποφάσισα να ρισκάρω την τύχη μου και την ανοχή των γειτόνων, φέρνοντας ένα κανονικό όργανο στο σπίτι, με βάρος, όγκο, κανονικές χορδές και κανονικά σφυράκια, που θα έκαναν κανονική φασαρία. Το κανονικό αυτό πιάνο, φτιαγμένο αρχές 80s στην ανατολική Γερμανία και αγορασμένο δεύτερο χέρι από έναν γιατρό- μουσικό που το φρόντιζε με προσοχή, έγινε το πιάνο μου. Και τι δεν πέρασε από πάνω του. Από Σοπέν και Ραχμάνινοφ, Μονκ και Γκερσουιν, Pulp και Cohen, μέχρι Ζαμπέτα, Τσιτσάνη, και Τζουανάκο, μέχρι και reharmonizations 90’s ελληνικών τρας, τις δύσκολες νύχτες του χειμώνα. Η λίστα μεγάλωνε και μεγάλωνε, οι ώρες κοινής ησυχίας διαστέλλονταν και διαστέλλονταν (σε σημείο αδιανόητο ακόμα και για τα μεσογειακά δεδομένα), και εγώ έγερνα πάνω του με τρυφερότητα, όπως άλλοτε στην Αθήνα πάνω από το τιμόνι του αυτοκινήτου μου – εισιτήρια ταξιδιού και τα δύο.
Ώσπου μια μέρα, ύστερα από ένα ακόμα βράδυ-συναυλία με ντέρτια, τζαζ και χιτζάζ, έπεσα πάνω στον γείτονα που μένει από κάτω μας, τον κύριο Γκράμπερ. Με την ουρά στα σκέλια, πριν αυτός προλάβει να πει τίποτα, απολογήθηκα για την ενόχληση, περιμένοντας φυσικά να ακούσω τον εξάψαλμο. Νόμιζα ότι δεν άκουσα καλά όταν μου είπε: «Το πιάνο; Μη σταματάς σε παρακαλώ να παίζεις- με ηρεμεί κάθε βράδυ, κι η μάνα μου (μια φιλική γιαγιά που τους τελευταίους μήνες ήταν άρρωστη και αυτός τη φρόντιζε) δεν ακούει τίποτα».
*
Σήμερα, στο πλαίσιο μεγάλων ανακατατάξεων στη ζωή μου, το πιάνο έφυγε για ένα άλλο σπίτι. Μια οικογένεια στα βουνά, με έναν έφηβο γιο που τον είδα να το δοκιμάζει και όταν τον άκουσα να ξεχνιέται βεβαιώθηκα ότι δεν παίζει από καπρίτσιο των γονιών του. Ήλπιζα πως μιας και η μετακόμιση θα γίνει όσο εγώ είμαι σε καραντίνα στην Αθήνα, θα γλιτώσω τις πολλές συγκινήσεις (που ενόψει κι άλλων μετακομίσεων σε νέα χώρα, τις τρώω με το κουτάλι τελευταία), ώσπου έμαθα πως εκεί που οι μεταφορείς κατέβαζαν το πιάνο από τους ορόφους, πέσανε πάνω στον κύριο Γκράμπερ. Κι ο κύριος Γκράμπερ τους σταμάτησε θορυβημένος και τους ρώτησε «μα τι συμβαίνει; γιατί παίρνετε το πιάνο; πού το πάτε;». Κι ο κύριος Γκράμπερ, έσκυψε το κεφάλι θλιμμένος και δεν το σήκωσε, ούτε κουνήθηκε ο ίδιος καθόλου, μέχρι που το πιάνο είχε βγει από την πόρτα κι είχε μπει στο φορτηγό. Κι εγώ, μαθαίνοντας από το προσωρινό μου σαλόνι στον Νέο Κόσμο, γι’ αυτόν τον γλυκό Ελβετό που πόνεσε για το πιάνο μου, έκλαψα αναδρομικά, για τους ήχους που μας κράτησαν παρέα τη νύχτα, για τα λόγια που θα μ’ άκουσε να τραγουδάω χωρίς να καταλαβαίνει (αλλά μήπως τελικά καταλάβαινε;), για τα πράγματα που δε χωράνε στις γαμημένες βαλίτσες, για το υπέρβαρο που κουβαλάμε μέσα μας, από τόπο σε τόπο, και καμιά αεροπορική δε βρέθηκε ακόμα να το κοστολογήσει.
(Και μια τέτοια ώρα, ήταν που κανονικά θα έβρισκα καταφύγιο στα πλήκτρα και τη φασαρία τους, και μια τέτοια ώρα είναι που μου λείπει περισσότερο από ποτέ.)