Πηγή: SLpress
«Δίπλα στις διαφωνίες μας μπορούμε να γράφουμε και μία παράλληλη σελίδα με τις συμφωνίες μας» δήλωσε ο πρωθυπουργός κατά την συνάντηση του με τον Ταγίπ Ερντογάν, όμως η συνέντευξη του Τούρκου Προέδρου στην “Καθημερινή” που προηγήθηκε κάνει έκδηλες δύο κυνικές πραγματικότητες.
Η πρώτη είναι ότι η κατοχή του 1/3 της Κυπριακής Δημοκρατίας από τον τουρκικό στρατό είναι στρατηγικά εκμεταλλεύσιμη για το μοίρασμα του Αιγαίου. Η δεύτερη, σχετικά διακριτή από τη πρώτη αλλά όχι εντελώς ανεξάρτητη, είναι αυτό που κατά λέξη είπε ο Τούρκος Πρόεδρος, ότι δηλαδή ζητήματα συνεργασίας και φιλίας δεν προϋποθέτουν συζήτηση επί θεμάτων κυριαρχίας. Τί σημαίνει αυτό στη πράξη για τα ελληνοτουρκικά;
Σημαίνει, όπως θα μας το πει ο πρόεδρος του Ελληνοτουρκικού Συμβουλίου, Αντνάν Πολάτ, ο ίδιος επιχειρηματίας των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, με παρουσία σε όλα τα Βαλκάνια και την Ελλάδα, ότι η στενή επιχειρηματική σύνδεση Τουρκίας-Ελλάδας είναι απαραίτητη σε όλους τους τομείς: Hλεκτρική διασύνδεση μεταξύ Τουρκίας και ελληνικών νησιών, κοινή ανάπτυξη αιολικών πάρκων, συνεκμετάλλευση ενεργειακών πόρων, κοινή χρηματοδότηση μεταφορών και logistics κλπ. Πολύ πιθανό να υπάρχει και χρονοδιάγραμμα, με κορύφωση έναν πανηγυρικό εορτασμό της συνεργασίας το 2030, με τη συμπλήρωση των 100 χρόνων από το Σύμφωνο φιλίας Βενιζέλου-Ατατούρκ.
Οι δύο αστικές τάξεις εκατέρωθεν του Αιγαίου, η τουρκική και η ελληνική, παρακάμπτουν το ζήτημα της κυριαρχίας προς χάριν της ειρήνης και της συνεργασίας. Η εκμετάλλευση των πόρων δεν ανήκει πλέον στο κυρίαρχο κράτος με βάση τα δικαιώματα που του κατοχυρώνει το διεθνές δίκαιο. Έχει αποφασιστεί ότι το Αιγαίο είναι ένα χώρος συνεκμετάλλευσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Στις 10 Φεβρουαρίου 1930, ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε πει στην ελληνική Βουλή:
«Εφ’ όσον μας ενέπνεεν η “Μεγάλη Ιδέα”, με την οποίαν το έθνος έζησεν επί 4 και ½ αιώνες, είμεθα κατ’ ανάγκην υποχρεωμένοι να αποβλέπωμεν εις την ναυτικήν κυριαρχίαν εν τω Αιγαίω, ίνα εξασφαλίσωμεν πολεμικάς επιχειρήσεις κατά της Τουρκίας. Αλλ’ αφ’ ής απεδέχθημεν τα σύνορα, τα οποία μας καθώρισαν αι συνθήκαι, αφ ής είμεθα όλοι αποφασισμένοι να εργασθώμεν εντός των ορίων αυτών, από της στιγμής αυτής η ιδέα ότι έχομεν ανάγκην της κυριαρχίας του Αιγαίου έπαυσε να έχη βάσιν».
Τι επιδιώκει η ελληνική ελίτ
Η σημερινή πολιτική της ελληνικής αστικής τάξης δεν έχει τίποτα το καινούργιο. Οι ρίζες της βρίσκονται στην ήττα του 1922 στο Σαγγάριο και, γεγονός εξίσου σημαντικό, στην ήττα-προδοσία της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1974. Η ρητορεία του Ερντογάν για το ότι μπορούμε να συνεργαστούμε στο Αιγαίο χωρίς να θιγούν θέματα κυριαρχίας, είναι κενού περιεχομένου. Το θέμα της κυριαρχίας ενός κράτους σε στεριά, αέρα και θάλασσα δεν είναι απλά ένα νομικό κέλυφος, χωρίς περιεχόμενο. Η κυριαρχία αφορά το ύψιστο θέμα της άσκησης εξουσίας και δημοκρατίας, αφορά το θέμα της λαϊκής περιουσίας και της φορολόγησής της, καθώς και το θέμα της αναδιανομής του παραγόμενου πλούτου σε μια δοσμένη κοινωνία.
Συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο σημαίνει αδυναμία της ελληνικής αστικής τάξης ν’ ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά της και, συνάμα, σημαίνει υπεροχή της τουρκικής αστικής τάξης να καρπωθεί αυτά τα οποία δεν δικαιούται με βάση το διεθνές δίκαιο. Διότι, εάν η ελληνική και η τουρκική τάξη κόπτονταν για τη συνεργασία και την ειρήνη με τη σοσιαλιστική έννοια του όρου, τότε η Ελλάδα θα ζητούσε και η Τουρκία θα εκχωρούσε δικαιώματα συνεκμετάλλευσης σε όλη τη Δυτική Μικρά Ασία, την Κωνσταντινούπολη και τον Πόντο, όπου η Ελλάδα έχει ιστορικά δικαιώματα 3,000 ετών. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Και δεν συμβαίνει γιατί η τουρκική αστική τάξη είναι κατά πολύ ανώτερη της ελληνικής, η οποία αδυνατεί ν’ ασκήσει κυριαρχία, έτσι όπως συνέβαινε και το 1930, όπου η ελληνική αστική τάξη είχε αποδεκατιστεί με τη Μικρασιατική καταστροφή.
Η Κυπριακή Τραγωδία είναι επίσης άλλος ένας διασταθμός ήττας του ελληνικού αστισμού. Η αδυναμία απορρόφησης της Κύπρου απ’ το Ελλαδικό κράτος στέρησαν όχι μόνο μια μεγάλη πηγή εισόδων, αποτέλεσμα της επιχειρηματικότητας των Κυπρίων και των γεω-οικονομικών δυνατοτήτων στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά έθεσε και τις βάσεις για την ενθυλάκωση-οικονομική ενσωμάτωση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου από την Τουρκία, σε βάθος χρόνου.
Ένας διάλογος από το παρελθόν για τα ελληνοτουρκικά
Και πάλι, αυτή η προοπτική είχε συζητηθεί πολύ νωρίς. Δεν υπάρχει τίποτα το καινούργιο στο παζάρεμα του Αιγαίου, της Θράκης και της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου που κάνει μπροστά στα μάτια όλων η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με πρωτεργάτες την Ντόρα Μπακογιάννη και τον Γιώργο Γεραπετρίτη. Παραθέτω διάλογο μεταξύ του υπουργού Εξωτερικών Δημήτρη Μπίτσιου και του Χένρι Κίσινγκερ, στη Ρώμη στις 5 Νοεμβρίου 1974:
Μπίτσιος: «Υπάρχει και το θέμα ωρισμένων νήσων του Αιγαίου. Η Τουρκία μας κατηγορεί ότι “επαναστρατικοποιούμεν” αυτάς. Βεβαίως, διεθνείς συνθήκαι προβλέπουν την μερικήν αποστρατικοποίησίν των. Αλλά αι αυταί συνθήκαι περιέχουν τας ρητάς παραιτήσεις της Τουρκίας από παντός δικαιώματος επί των νήσων αυτών».
Κίσινγκερ: «Άρα θα εδέχεσθε να συμμορφωθήτε πλήρως προς τας περί αποστρατικοποιήσεως διατάξεις, αν σας εδίδοντο επαρκείς διεθνείς εγγυήσεις διά την ασφάλειας των νήσων».
Μπίτσιος: «Βεβαίως».
Ούτε τρεις μήνες δεν είχαν περάσει από τη Κυπριακή Τραγωδία και η Ελλάδα δεχόταν τουρκικό στρατό στα νησιά του Αιγαίου μέσω του ΝΑΤΟ, διότι διεθνείς εγγυήσεις ασφάλειας για τα νησιά δεν μπορεί να προσφέρει κανένας άλλος, παρά μόνο το ΝΑΤΟ. Σήμερα, η Ελλάδα πρωτοστατεί στην παροχή οπλικών συστημάτων στην Ουκρανία, αν και η Ρωσία είναι η μόνη χώρα που, για δικούς της λόγους, θα αντιτασσόταν στη νατοποίηση των ελληνικών νησιών, έτσι όπως αντιστάθηκε στη νατοποίηση της Κύπρου.
Κατά βάση, πρόκειται για ολοκληρωτική συνθηκολόγηση της ελληνικής αστικής τάξης και των ελληνικών πολιτικών ελίτ μπροστά στην ανωτερότητα της τουρκικής αστικής τάξης και των τουρκικών πολιτικών ελίτ. Συνεπώς, τίποτε δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει στο μέλλον. Απομένει στον ελληνικό και κυπριακό λαό να καταλάβουν ότι οι ιδεολογίες της “συνεργασίας”, της “φιλίας” και του “κοσμοπολιτισμού” σημαίνουν νατοϊκή κατοχή με τουρκικό παντεσπάνι, νεο-φιλελεύθερη λιτότητα και παντελή απουσία δημοκρατίας. Όλα αυτά, βέβαια, απέχουν παρασάγγας από το σοσιαλισμό και την εργατική αλληλεγγύη των λαών.