«Ολόκληρος η χώρα κατά του εργατικού κινήματος. Επιδοκιμάζει τα εφαρμοσθέντα κυβερνητικά μέτρα. Καταδικάζει τας αντεθνικάς ενεργείας των κομμουνιστών».
Με τον πηχυαίο αυτόν τίτλο αναφερόταν η βενιζελική εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» (1) στα δραματικά γεγονότα της 23ης Αυγούστου 1923, όταν ο στρατός έπνιξε στο αίμα τη μεγάλη απεργιακή κινητοποίηση στο Πασαλιμάνι του Πειραιά. Επρόκειτο για την αιματηρή αυλαία στην πρώτη μεγάλη πανελλαδική απεργία της Ελλάδας του Μεσοπολέμου, ακριβώς ένα χρόνο μετά την τραγική κατάληξη των πολεμικών τυχοδιωκτισμών και την καταστροφή του μικρασιατικού Ελληνισμού.
Τα οξύτατα προβλήματα που προκάλεσε η κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου επέβαλλαν την εγκαθίδρυση του στρατιωτικού καθεστώτος έκτακτης ανάγκης των Πλαστήρα-Γονατά, ενώ η προσφυγοποίηση περισσότερων από ένα εκατομμύριο Ελλήνων της Μικράς Ασίας επιδιώχθηκε να αντιμετωπιστεί με μια ολομέτωπη επίθεση κατά του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, στη βάση της λογικής της κατανομής της φτώχειας μεταξύ γηγενών και προσφύγων.
Άμεση συνέπεια στη ζωή των εργαζομένων τάξεων ήταν η ραγδαία αύξηση των τιμών στα είδη λαϊκής κατανάλωσης. Με βάση το 100 για το 1914, οι τιμές το πρώτο εξάμηνο του 1922 βρίσκονταν στο 542,3, για να εξακοντιστούν κατά το δεύτερο εξάμηνο στο 1.014,3. Το πρώτο εξάμηνο του 1924 έφτασαν το 1.332,6, για να πέσουν ελάχιστα στη συνέχεια, στο 1.289,6 (2).
Παράλληλα, τον Ιούνιο του 1923 αποφασίστηκε η μείωση των ημερομισθίων κατά 10-30%, ανάλογα με τον κλάδο, και αναστάλθηκε η ισχύς του Ν. 2112 του 1920, που περιόριζε το δικαίωμα των εργοδοτών στις απολύσεις.
Παρά το μούδιασμα που είχε προκαλέσει η μικρασιατική τραγωδία και η αδυναμία του εργατικού κινήματος να την αντιμετωπίσει με τους δικούς του όρους, από τον επόμενο κιόλας μήνα, τον Ιούλιο 1923, εμφανίστηκαν οι πρώτες αγωνιστικές αντιδράσεις. Το έναυσμα των εργατικών κινητοποιήσεων το έδωσαν οι μεταλλωρύχοι του Λαυρίου, που κατέβηκαν σε απεργία.
Σε λίγες μέρες το απεργιακό κίνημα πήρε μεγάλες διαστάσεις, με την κάθοδο σε αγωνιστικές κινητοποιήσεις του καπνεργατικού κλάδου, των εργαζόμενων στα επισιτιστικά επαγγέλματα, των σιδηροδρομικών, των τροχιοδρομικών, των αρτεργατών και μυλεργατών, των ραπτεργατών/τριών, των λιμενεργατών κ.ά. Επρόκειτο για το μεγαλύτερο κύμα απεργιακών αγώνων που είχε γνωρίσει μέχρι τότε η Ελλάδα και το οποίο, παρά τις αντιδράσεις της στρατιωτικής κυβέρνησης, περιέλαβε το σύνολο, σχεδόν, της γηγενούς εργατικής τάξης και με απόφαση της ΓΣΕΕ επεκτάθηκε σε ολόκληρη τη χώρα.
Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι η ΓΣΕΕ βρισκόταν εκείνα τα χρόνια υπό την επιρροή του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (Κομμουνιστικού), με το οποίο, μάλιστα, συνδεόταν οργανικά.
Αποκορύφωση του κινήματος στάθηκε η μεγάλη ναυτεργατική απεργία και η πανεργατική συγκέντρωση που διοργανώθηκε από τη ΓΣΕΕ και το Εργατικό Κέντρο Πειραιά στο Πασαλιμάνι, στις 23 Αυγούστου. Για τη διάλυσή της κινητοποιήθηκαν ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις που πυροβόλησαν «στο ψαχνό». Σκοτώθηκαν έντεκα διαδηλωτές, στο σύνολό τους εργάτες, με εξαίρεση τον Διονύση Θεοδοσιάδη, τον πρώτο φοιτητή που έχασε τη ζωή του αγωνιζόμενος για την υπόθεση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα.
Όπως αναφερόταν σε παλιότερο κείμενο, «με τη δολοφονική επίθεση κατά των απεργών εργατών, η Δημοκρατία του Μεσοπολέμου βάφτηκε στο αίμα πριν καν ανακηρυχθεί. Οι βενιζελικοί στρατοκράτες και πολιτικοί (υπουργός Εσωτερικών και προσωπικά υπεύθυνος για τη σφαγή ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου) τη θεμελίωσαν πάνω στα πτώματα ανθρώπων που επί μια δεκαετία γύριζαν με το όπλο στο χέρι τις ρεματιές του Βορρά και τις ερήμους της Ανατολής, για την πραγμάτωση του κάλπικου ονείρου της “Μεγάλης Ιδέας” των Βενιζέλων και των Μπενάκηδων. Γλύτωσαν από τον Κεμάλ, για να σφαχτούν από τους Πλαστήρα-Παπανδρέου» (3).
Τη δολοφονική επίθεση κατά των απεργών ακολούθησε η υποχώρηση του απεργιακού κινήματος και η εξαπόλυση διώξεων που έφτασαν μέχρι και στην απαγόρευση της λειτουργίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Εντούτοις, το σχετικό Διάταγμα ανακλήθηκε τον Νοέμβριο, γιατί «εξουδετερώθηκε με άλλο που ανακάλυπτε ότι τα σωματεία δεν ηδύναντο να διαλυθούν… συμφώνως της συνθήκης ειρήνης» (4). Όπως επισημαίνεται, με τη στρατιωτική παρέμβαση, η βίαιη αντιμετώπιση του εργατικού κινήματος παγιώνεται ως κυρίαρχη πολιτική που θα χαρακτηρίζει όλη τη μεσοπολεμική περίοδο (5).
Η καταστολή του απεργιακού κύματος του καλοκαιριού του 1923 αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη ήττα του ελληνικού εργατικού κινήματος. Το ΣΕΚΕ(Κ), έχοντας αποδειχτεί αδύναμο να παρέμβει στα γεγονότα του προηγούμενου καλοκαιριού, έδωσε μια μάχη ολομέτωπη, σε συνθήκη σταθεροποίησης του καθεστώτος. Εφαρμόζοντας την πολιτική του «Ενιαίου Εργατικού Μετώπου» με τις άλλες μη επαναστατικές δυνάμεις του συνδικαλιστικού κινήματος (πολιτική που ακολουθούσε η Κομμουνιστική Διεθνής και η Κόκκινη Συνδικαλιστική Διεθνής από το 1921), το ΣΕΚΕ(Κ) και η ΓΣΕΕ έπεσαν ταυτόχρονα σε λάθη «δεξιού» και «αριστερού» χαρακτήρα, που αλλοίωναν στην πράξη αυτή την πολιτική.
Παρασέρνοντας στην απεργία τις διστακτικές ηγεσίες των ρεφορμιστικών και συντηρητικών συνδικάτων, σταμάτησαν κάθε κριτική απέναντί τους, ακόμη κι όταν αυτές διασπούσαν το Ενιαίο Μέτωπο, προσερχόμενες σε χωριστές διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση. Από την άλλη, η απεργία επεκτάθηκε και σε χώρους όπου δεν ήταν δυνατό να ελεγχθεί η εξέλιξή της, ενώ δεν ακολουθήθηκε τακτική αποκλιμάκωσης, όταν είχαν φανεί, πλέον, οι κυβερνητικές προθέσεις και η αδυναμία του κινήματος να τις αποτρέψει.
Το 1996, εβδομήντα τρία χρόνια μετά, στο χώρο της θυσίας τοποθετήθηκε μνημείο με πρωτοβουλία του Εργατικού Κέντρου Πειραιά
Πάντως, «αυτό που επιτάχυνε την ήττα των απεργών εκείνου του καλοκαιριού και αυτό που στη συνέχεια εμποδίζει τη διεξαγωγή αποτελεσματικών αγώνων ήταν η πίεση του εφεδρικού στρατού εργασίας των προσφύγων. Υποβιβασμένοι ταξικά και με χαμηλό ηθικό, οι πρόσφυγες είναι πρόθυμοι να εργαστούν με οποιουσδήποτε όρους προκειμένου να επιβιώσουν. Εξ άλλου οι περισσότεροι από αυτούς θεωρούν την ανάληψη εξαρτημένης εργασίας, και μάλιστα στο εργοστάσιο, σαν ένα προσωρινό στάδιο πριν τη μικροαστική τους αποκατάσταση που επιδιώκουν. Μπροστά σ’ αυτά τα βασικά οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα, η οποιαδήποτε πολιτική του ΚΚΕ ήταν καταδικασμένη να έχει οριακές μόνο επιπτώσεις» (6).
Θα περάσουν κάμποσα χρόνια και θα μεσολαβήσει η μεγάλη οικονομική κρίση και η ταυτόχρονη παραγραφή των αποζημιώσεων για τις χαμένες περιουσίες, με τη Συμφωνία Βενιζέλου-Ινονού του 1930, για να αρχίσει η απαλλαγή του προσφυγικού προλεταριάτου από τις μικροαστικές αυταπάτες, η αποδέσμευσή του από τον βενιζελισμό και η ανάδειξή του, κατόπιν, σε βασική κοινωνική δύναμη στήριξης του ΚΚΕ.
- «Ελεύθερον Βήμα», 25 Αυγούστου 1923.
- Γεώργιος Αναστασόπουλος, Ιστορία της ελληνικής βιομηχανίας 1840-1940 – Ελληνική Εκδοτική, Αθήνα 1947, τ. Γ, σ. 1127.
- Γιώργος Αλεξάτος, Η εργατική τάξη στην Ελλάδα. Από την πρώτη συγκρότηση στους ταξικούς αγώνες του Μεσοπολέμου – β΄ έκδ. Κουκκίδα, Αθήνα 2015, σ. 233.
- Αβραάμ Μπεναρόγια, Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου – β΄ έκδ. Κομμούνα, Αθήνα 1986, σ. 164.
- Αντώνης Λιάκος, Εργασία και πολιτική στο μεσοπόλεμο. Το Διεθνές Γραφείο Εργασίας και η ανάδυση των κοινωνικών θεσμών – Εμπορική Τράπεζα, Αθήνα 1993, σ. 50.
- Χρήστος Χατζηιωσήφ, Βενιζελισμός και εκσυγχρονισμός – Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1988, σ. 295-296.