του Alexander Amberger*
μετάφραση: Αλέξ Κάντζιας – Ρόντε
Πηγή: Jacobin
Η κληρονομιά των αριστερών αντιφρονούντων στη ΛΔΓ έχει ξεχαστεί. Και αυτό παρά το γεγονός ότι η σκέψη τους δεν έχει χάσει την επικαιρότητα της. Τι ζητούσαν; Έναν δημοκρατικό οικό-σοσιαλισμό.
Πολύ λίγα είναι γνωστά για τη διανοητική ζωή στη ΛΔΓ. Και ό,τι αποτυπώνεται στην pop-culture έχει συνήθως σχέση με την Στάζι, όπως στην πολυβραβευμένη ταινία «Οι ζωές των άλλων» του 2006. Η πλοκή της αφορά έναν πράκτορα των μυστικών υπηρεσιών, στον οποίο έχει ανατεθεί η παρακολούθηση διανοουμένων που διέπονται κριτικά προς το καθεστώς. Κατά τη διάρκεια της ταινίας διατρέχει μια εξαιρετικά μη ρεαλιστική μεταστροφή, αναπτύσσοντας αισθήματα συμπάθειας για τα υποκείμενα της παρατήρησης του, τα οποία τελικά και προστατεύει από την καταπιεστική κρατική εξουσία.
Παρά την δικαιολογημένη κριτική στην πλοκή, ο σκηνοθέτης Florian Henckel von Donnersmarck επεξεργάστηκε εύστοχα ένα πράγμα: την ύπαρξη δύο διαφορετικών πλευρών ομάδων, που αυτοπροσδιορίζονταν ως αριστερές και βρίσκονταν σε ασυμβίβαστο αγώνα η μια εναντίον της άλλης. Από τη μια ο κρατικός μηχανισμός του υπαρκτού σοσιαλισμού, που ήταν έτοιμος να επιβάλλει την απαίτηση του για αποκλειστική εκπροσώπηση του σοσιαλισμού και μέσω της καταστολής – ως του σημείου που όλο το σύστημα να μην είχε και πολλά να κάνει με αυτό που αντιλαμβάνονταν ως σοσιαλισμό αριστεροί διανοούμενοι και καλλιτέχνες. Αυτοί με την σειρά τους προσπαθούσαν να ξεγελάσουν την κρατική εξουσία, είτε κατά την αναμέτρηση τους με την λογοκρισία είτε μέσω συνωμοτικών συζητήσεων περί λογοτεχνίας, δυτικής τέχνης ή αντιπολιτευόμενων αριστερών θεωρητικών.
Αυτές, το ενιαίο σοσιαλιστικό κόμμα της Γερμανίας (σμ εφεξής SED) τις θεωρούσε πιο επικίνδυνες από τις αποκλίσεις από την ιδεολογία του, τον λεγόμενο «μαρξισμό-λενινισμό». Μέσω την οποίας επιχειρούνταν μια κανονικοποίηση της κλασικής μαρξιστικής θεωρίας, η οποία επεκτεινόταν συνεχώς μέσω των ομιλιών των εκάστοτε ηγετών του. Αυτό το δογματικό σύστημα είχε τις ρίζες του στην πρώιμη Σοβιετική Ένωση, γνωρίζοντας την τραγική κορύφωση του επί Στάλιν και συνέχισε να υπάρχει σε μια ηπιότερη μορφή και μετά το θάνατο του το 1953.
Παρ΄όλα αυτά καθ όλη την διάρκεια αυτών των χρόνων και δεκαετιών υπήρχαν κριτικά πνεύματα που δεν ήθελαν να υποταχτούν και υποστήριζαν έναν δημοκρατικό σοσιαλισμό. Αν και ο σοσιαλισμός εναντίον του οποίου επιχειρηματολογούσαν ανήκει εδώ και πάνω από τρεις δεκαετίες στην ιστορία, υπάρχουν εντούτοις πολλά ακόμα να ανακαλυφθούν στην πνευματική κληρονομιά που άφησαν.
Πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα
Όταν ιδρύθηκε η ΛΔΓ το 1949, τα χρόνια του τρόμου στη Σοβιετική Ένωση είχαν ήδη τελειώσει. Πολλοί Γερμανοί κομμουνιστές επέστρεψαν στη Γερμανία μετά τον πόλεμο από την εξορία. Καθώς στις τρεις δυτικές ζώνες κατοχής οικοδομούνταν ένα καπιταλιστικό σύστημα, με πολλούς πρώην Ναζί να καταλαμβάνουν εκ νέου υψηλές θέσεις και αξιώματα, αναρίθμητοι εξόριστοι επέλεξαν (αρχικά) την Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου προπαγανδιζόταν πως τώρα ισότιμα όλες οι αντιφασιστικές δυνάμεις μαζί θα οικοδομούσαν το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος επί γερμανικού εδάφους.
Λίγο αργότερα ξεκίνησε ο ψυχρός πόλεμος. Η εχθρότητα μεταξύ της Δύσης και της Ανατολής εντάθηκε. Όποιος κινούσε υποψίες πως συνεργαζόταν με την άλλη πλευρά έμπαινε στην γραμμή του πυρός. Στη Δυτική Γερμανία κατά την δεκαετία του 1950 χιλιάδες κομμουνίστριες και κομμουνιστές κυνηγήθηκαν και φυλακίστηκαν, πολλοί από τους οποίους καταδικάζονταν από παλιούς εθνικοσοσιαλιστές δικαστές. Στην Ανατολική Γερμανία οξυνόταν η προπαγάνδα εναντίον της Δύσης, με πολλούς να έρχονται αντιμέτωποι με την υποψία πως ήταν κατάσκοποι.
Στο στόχαστρο έμπαιναν ιδιαίτερα εκείνοι οι κομμουνιστές που κατά την χιτλερική περίοδο δεν καρτερούσαν στην Μόσχα αλλά διέμεναν στις ΗΠΑ ή το Μεξικό. Δεν ζούσαν με το φόβο μήπως συλληφθούν από την μυστική υπηρεσία του Στάλιν στο περιώνυμο Hotel Lux της Μόσχας, αλλά είχαν βιώσει δυτικές ελευθερίες και δημοκρατία. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Ernst Bloch, η Anna Seghers και ο Bertolt Brecht. Ο πανίσχυρος ηγέτης του κόμματος Walter Ulbricht τους θεωρούσε ύποπτους, έχοντας περάσει την εξορία του στο ίδιο ξενοδοχείο Lux, επεδίωκε τώρα να μεταφέρει τον τρόπο με τον οποίο ασκούσαν πολιτική οι σταλινιστές στη ΛΔΓ. Απολαμβάνοντας την προστασία της ηγεσίας στη Μόσχα, έπρεπε να φοβάται για την ηγετική του θέση μετά το θάνατο του Στάλιν το 1953.
Την ίδια κιόλας χρονιά, στις 17 Ιουνίου, οι εργάτριες και οι εργάτες σε όλη την χώρα βγήκαν στο δρόμο για να διαδηλώσουν εναντίον της πολιτικής του SED. Η εξέγερση κατεστάλη με άρματα μάχης από τη Μόσχα. Οι διανοούμενοι σιώπησαν. Τρία χρόνια αργότερα ήταν εκείνοι που δοκίμασαν να εξεγερθούν αλλά εγκαταλειφθήκαν από τους εργάτες. Κυρίως διανοούμενοι οι οποίοι είχαν περάσει την εξορία τους στη Δύση αλλά και όσοι είχαν περάσει τη ναζιστική περίοδο στη Γερμανία και στην αντίσταση δεν ήθελαν να υποστηρίζουν πλέον τον Ulbricht και απαιτούσαν περισσότερη δημοκρατία και τον τερματισμό του αυταρχισμού.
Απατηλή νηνεμία
Στο τέλος του 1956 πραγματοποιήθηκε μια σειρά συλλήψεων στο Ανατολικό Βερολίνο. Οι συλληφθέντες ήταν αριστεροί διανοούμενοι. Όλα όμως είχαν ξεκινήσει στις αρχές του έτους στην Μόσχα όπου το 20ο συνέδριο του κομμουνιστικού κόμματος σοβιετικής ένωσης (CPSU) σηματοδότησε την έναρξη μιας περιόδου «λιωσίματος των πάγων» και ο διάδοχος του Στάλιν Νικήτα Χρουστσόφ σε μια μυστική του ομιλία είχε αναφερθεί στα κακά του σταλινισμού. Αν και δεν αμφισβήτησε το σύστημα στο σύνολο του αλλά μόνο την υπερβολική λατρεία της προσωπικότητας που το διέπνεε, τον δογματισμό του και εν μέρει και την τρομοκρατία του, στην Ανατολή αυτό φάνταζε ως μετάβαση σε μια νέα εποχή. Αισθήματα ανακούφισης άρχισαν να κυριαρχούν.
Οι διανοούμενοι από τη Βουδαπέστη έως τη Βαρσοβία και το Βερολίνο ήλπιζαν ότι η απο-σταλινοποίηση θα επέτρεπε μια πιο ελεύθερη θεωρητική αντιπαράθεση γύρω από τους στόχους του κομμουνισμού. Αυτό ήταν λιγότερο στο πνεύμα του Ulbricht, ο οποίος όμως επέλεξε να περάσει στην άμυνα. όμως πέρασε στην άμυνα. Στη συζήτηση συμμετείχαν γνωστοί συγγραφείς και επιστήμονες. Ακόμη και διεθνώς σεβαστοί στοχαστές όπως ο Μπλοχ ή ο Μπρεχτ ζήτησαν περισσότερη κουλτούρα διαλόγου – αλλά όχι το τέλος της ΛΔΓ ή ένα σύστημα διαφορετικό από το σοσιαλιστικό.
Το φθινόπωρο του 1956 σημειώθηκαν εξεγέρσεις εναντίον των κυβερνήσεων σε Πολωνία και Ουγγαρία. Η Μόσχα ανησυχούσε τώρα για την κατάσταση στο Ανατολικό Μπλοκ, ήθελε άρα να αποφευχθούν πολιτικές εντάσεις εντός της ΛΔΓ. Αυτό ευνόησε τον Ulbricht, ο οποίος βρέθηκε ξανά πάνω στο άλογο, οδηγώντας στα δικαστήρια όσους του ασκούσαν κριτική. Στη μαύρη λίστα εκτός από πολιτικούς και αξιωματούχους μυστικών υπηρεσιών μπήκαν και ορισμένοι διανοούμενοι. Οι αρχές δεν τόλμησαν να αγγίξουν τις διεθνώς αναγνωρισμένες προσωπικότητες, θέλησαν όμως να παραδειγματίσουν, τιμωρώντας ανθρώπους δεύτερης γραμμής.
Η δίκη – παρωδία εναντίον της δημιουργημένης από την Στάζι »Gruppe Harich« ήταν η τελευταία του είδους της στην ΛΔΓ. Στα μέλη της συγκαταλέγονταν διανοούμενοι των εκδόσεων Aufbau, οι οποίες δημοσίευαν πολλά λογοτεχνικά έργα συγγραφέων που είχαν αυτοεξοριστεί στη Δύση (σμ. την περίοδο του εθνικοσοσιαλισμού). Ο φιλόσοφος Wolfgang Harich και οι συνάδελφοί του συζητούσαν πάνω στο πως οι συνθήκες ζωής στην ΛΔΓ μπορούσαν να βελτιωθούν, ώστε αυτή να καταστεί και ελκυστικότεροι για τους εργάτες της Δύσης. Μεταξύ άλλων ήθελαν να καταργήσουν τις μυστικές υπηρεσίες, να κατοχυρώσουν την ελευθερία του τύπου και την ελευθερία της έκφρασης και να τερματίσουν την κυριαρχία του SED. Για τον Ulbricht όλα αυτά πήγαιναν πολύ μακριά.
Η χορογραφία της δίκης ήταν τόσο έξυπνα στημένη που οι συλληφθέντες βρέθηκαν να εξουδετερώνουν ο ένας τον άλλον. Η δίκη – παρωδία επέφερε αποτελέσματα: πολλοί άλλοι κριτικοί διανοούμενοι σιώπησαν ή αναχώρησαν για τη Δύση. Για λίγο τα πράγματα ηρέμησαν. Ο Ulbricht είχε πειθαρχήσει εκείνους που είχαν επαναπατριστεί από την δυτική εξορία. Είτε είχαν υποταχθεί, ήταν άρρωστοί ή είχαν πεθάνει, είτε είχαν λάβει αναγκαστικές μεταθέσεις στην επαρχία, υποβαθμισμένοι σε χαμηλόβαθμους αξιωματούχους του κόμματος.
Αντίσταση μέσω της τέχνης και της επιστήμης
Φυσικά μια τέτοια κατάσταση δεν κρατάει αιώνια. Πριν την κατασκευή του Τείχους στις 13 Αυγούστου του 1961, ορισμένοι διανοούμενοι που είχαν παραγκωνιστεί, όπως ο Μπλοχ και ο φιλόλογος Hans Mayer, μετανάστευσαν στη Δύση. Μετά την κατασκευή του Τείχους το σύστημα ένιωθε πιο σίγουρο. Η κατάσταση φάνηκε να ηρεμεί περισσότερο, και οι περισσότεροι διανοούμενοι χαιρέτησαν το Τείχος ως αναγκαίο κακό, προκειμένου να μπορέσει να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός χωρίς ενοχλητικές παρεμβολές από τη Δύση.
Σύντομα όμως ξανάρχισαν οι συζητήσεις γύρω από το πόσο δημοκρατικός θα έπρεπε να είναι τελικά αυτός ο σοσιαλισμός. Στο στόχαστρο της κριτικής βρέθηκε και ο Robert Havemann, κομματικό στέλεχος που μέχρι τότε ήταν συστημικός. Κατείχε πολλές θέσεις εντός του συστήματος αλλά πάνω απ ‘όλα ήταν ένας διεθνώς αναγνωρισμένος επιστήμονας και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου. Στις διαλέξεις που έδινε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο Havemann ζητούσε μεγαλύτερη επιστημονική ελευθερία και τον τερματισμό της πολιτικής κηδεμόνευσης (σμ των επιστημόνων). Επιδίωξη του κράτους πιο συγκεκριμένα ήταν η κατοχύρωση του δογματικού μαρξισμού – λενινισμού ως βάσης όλων των επιστημών. Κατά συνέπεια και οι φυσικές επιστήμες θα έπρεπε να υπαχθούν στο δόγμα αυτό. Κάτι στο οποίο ο Havemann αντιστάθηκε. Οι διαλέξεις του άρχισαν να διαδίδονται στόμα με στόμα. Κάποια στιγμή έως και χίλια άτομα έφτασαν να συρρέουν στην αίθουσα διαλέξεων – και γρήγορα μαζί τους και η Στάζι. Σύντομα η ακαδημαϊκή του καριέρα έλαβε τέλος. Ωστόσο, ο Ulbricht δεν είχε τόσο εύκολο έργο μαζί του, όσο είχε με τον Harich το 1956: ο Havemann ήταν ένας διεθνώς γνωστός επιστήμονας αλλά πάνω απ ‘όλα είχε υπάρξει ενεργό μέλος της αντίστασης ενάντια στους Ναζί. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού είχε φυλακιστεί από την Γκεστάπο και καταδικαστεί σε θάνατο από τα χιτλερικά δικαστήρια. Μόνο χάρη στην τύχη και στις διασυνδέσεις του επέζησε για να βιώσει την απελευθέρωσή του το 1945.
Έχοντας να επιδείξει μια τέτοια προϊστορία δεν ήταν δυνατό για το SED να σύρει τον Havemann στο δικαστήριο. Οι εντυπώσεις που θα δημιουργούσε κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικές. Έτσι ωθήθηκε στην απομόνωση. Σύντομα εξελίχθηκε σε «νούμερο ένα δημόσιο εχθρό», εκφράζοντας ως το θάνατο του το 1982 μέσω των δυτικών μέσων ενημέρωσης την απόρριψη του για τον αυταρχικό υπαρκτό σοσιαλισμό και διεκδικώντας έναν δημοκρατικό σοσιαλισμό.
Ένας καλός φίλος του Havemann ήταν ο τραγουδιστής Wolf Biermann. Και σε αυτόν είχε απαγορευτεί να εμφανίζεται εντός της επικράτειας της ΛΔΓ, επειδή μέσω των τραγουδιών του εξέφραζε την δυσαρέσκεια του με τον υπαρκτό σοσιαλισμό. Το 1976 μετά από μια εμφάνιση του στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, οι αρχές (σμ της ΛΔΓ) απαγόρευσαν στον Biermann την επιστροφή. Ο καλλιτεχνικός κόσμος της ΛΔΓ διαμαρτυρήθηκε εναντίον αυτής της ενέργειας και στάθηκε αλληλέγγυος στον Biermann. Σύντομα πολλοί εγκατέλειψαν προς δυσμάς την χώρα, ανάμεσα τους και ο ηθοποιός Armin Mueller-Stahl, ο οποίος αργότερα θα έκανε καριέρα στο Χόλυγουντ.
Μόλις ένα χρόνο μετά από τον εξοστρακισμό του Biermann εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο μέχρι τότε άγνωστος κοινωνιολόγος Rudolf Bahro, με το βιβλίο του «Die Alternative» (η εναλλακτική). Ο Fredric Jameson έχει χαρακτηρίσει χαρακτήρισε το έργο αυτό ως την δική του «μεγάλη Ουτοπία της Ανατολικής Γερμανίας». Ο Bahro στο κείμενο του περιγράφει το σύστημα του υπαρκτού σοσιαλισμού ως υπανάπτυκτο σοσιαλισμό ο οποίος βρίσκεται στο στάδιο της προνύμφης και απαιτεί την εκκίνηση μιας πολιτιστικής επανάστασης. Αντί ενός γιγαντιαίου κρατικού μηχανισμού (σμ »Megamaschine« στο κείμενο) έπρεπε επιτέλους να οικοδομηθεί ένας πραγματικός, αυτοδιαχειριζόμενος σοσιαλισμός, χωρίς γραφειοκρατία. Ο Bahro συνελήφθη και απελάθηκε στη Δύση λίγο μετά από τη δίκη του.
Ανεπιθύμητοι διαφωνούντες
Τα ονόματα που αναφέρθηκαν είναι αντιπροσωπευτικά για πολλούς άλλους αριστερούς, των οποίων η σταδιοδρομία έληξε λόγω ιδεολογικών αποκλίσεων, όπως των Anton Ackermann, Rudolf Herrnstadt, Paul Merker, Kurt Vieweg, Arne Benary και Fritz Behrens. Ο κατάλογος των εξοβελισμένων εσωκομματικών κριτικών είναι μακρύς, οι ποινές που τους επιβάλλονταν ήταν συχνά πιο δρακόντειες, από εκείνες σε αντικομουνιστές και όσους ασκούσαν κριτική στο σύστημα από αστική σκοπιά.
Αλλά γιατί έτσι;
Το προπατορικό αμάρτημα αποτέλεσε η απαγόρευση των φραξιονιστικών και αντιπολιτευόμενων ομάδων η οποία ανακοινώθηκε στο δέκατο συνέδριο των Μπολσεβίκων το 1921 και η οποία δεν αναθεωρήθηκε ποτέ. Στις συνθήκες του ρωσικού εμφυλίου πολέμου στόχευε στην διαφύλαξη της ενότητας των Ρώσων κομμουνιστών. Μετά τη νίκη στον εμφύλιο πόλεμο χρησιμοποιήθηκε για την επιβολή εσωκομματικής πειθαρχίας. Η δημοκρατία υπήρχε μόνο στα χαρτιά. Το σύστημα ονομάστηκε «δημοκρατικός συγκεντρωτισμός»: η κεντρική επιτροπή αποφασίζει κάτι και οι υφιστάμενοι πρέπει να το υλοποιήσουν.
Ένας άλλος λόγος για την καταστολή εναντίον των αριστερών αντιφρονούντων ήταν το γεγονός ότι η ΛΔΓ ήταν ένα παράγωγο του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου. Η χώρα βρισκόταν σε δυσμενή θέση, συνθλιβώμενη ανάμεσα στις κατευθυντήριες γραμμές που έρχονταν από την Μόσχα και σε άμεσο ανταγωνισμό με το κράτος της Δυτικής Γερμανίας. Σύμφωνα με την μπολσεβίκικη λογική έπρεπε και εδώ οι γραμμές να κρατηθούν κλειστές. Όπως και πριν επί Στάλιν αυτό σήμαινε πως ανεπιθύμητοι άνθρωποι ή συζητήσεις έπρεπε να κατασταλούν.
Καταβλήθηκε τεράστια προσπάθεια για να σιωπήσουν οι άλλες απόψεις, όπως εξηγεί η επιτήρηση του Havemann: Όντας ήδη σε προχωρημένη ηλικία ζούσε στο εξοχικό του και εξακολουθούσε να παρακολουθείται όλο το 24ωρο από εκατοντάδες υπαλλήλους της Στάζι. Ούτε αποκλίσεις από την κομματική γραμμή ήταν επιθυμητές. Όποιος παρ όλα αυτά το τολμούσε ερχόταν αντιμέτωπος με ό,τι έρχονταν αντιμέτωποι και οι αιρετικοί της Καθολικής Εκκλησίας: αποβολή από την οργάνωση, και κατά περίπτωση φυλάκιση. Δεδομένου ότι ο μαρξισμός-λενινισμός φέρει σίγουρα σχεδόν θρησκευτικές υποδηλώσεις στο εσωτερικό του, για πολλούς ο εξοβελισμός τους από το κόμμα σήμαινε την απώλεια του σκοπού της ζωής τους. Και η προσπάθεια πειθάρχησης έπιανε τόπο.
Βραχυπρόθεσμα μέσω τέτοιων μηχανισμών η εξουσία σταθεροποιούνταν, μακροπρόθεσμα όμως οδηγούσε στην ακαμψία του συστήματος, ενίσχυε την γραφειοκρατία, την υποταγή και την αποστράτευση. Είναι τρομακτικό να δει κανείς του τι καινοτόμες ιδέες και πόρους κινητοποίησε το κράτος: στο εσωτερικό η καταστολή δεν ήταν θέμα που μπορούσε να τεθεί προς συζήτηση. Όποιος παρ όλα αυτά το έκανε, όπως ο Harich το 1956, την βίωνε άμεσα και ο ίδιος. Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική ήταν η Μόσχα εκείνη που έδινε την πορεία: αρχικά η επιδίωξη ήταν η επανένωση, μετά την κατασκευή του Τείχους το 1961 η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στο μικρότερο τμήμα της Γερμανίας. Κριτική σε αυτές τις επιδιώξεις δεν έπρεπε να υφίσταται.
Προπομποί της κριτικής στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων
Όσον αφορά την οικονομική πολιτική, η ανάπτυξη της κυβερνητικής, η επέκταση της χημικής βιομηχανίας και οι προσπάθειες δημιουργίας ενός νέου οικονομικού συστήματος σημείωναν καλή πρόοδο κατά την δεκαετία του 1960. Οικονομολόγοι που ήθελαν περισσότερα, όπως ο Fritz Behrens, ο οποίος ήλπιζε σε ένα μοντέλο παρόμοιο με το γιουγκοσλαβικό παράδειγμα αυτοδιοίκησης των εργαζομένων γρήγορα τραβήχτηκαν από το προσκήνιο. Μετά την αντικατάσταση του Ulbricht το 1971, η πορεία άλλαξε: Ο διάδοχός του Erich Honecker πόνταρε στην αύξηση της κατανάλωσης και στην ανάπτυξη, χρηματοδοτούμενα με δάνεια από την Δύση. Απέναντι σε αυτό υπήρξε αντίδραση από οικολογικά σκεπτόμενους μαρξιστές, όπως οι αντέδρασαν οικολογικά σκεπτόμενοι μαρξιστές όπως οι Bahro, Harich και Havemann, οι οποίοι ήδη από τότε είχαν προεικάσει πολλές από τις προσεγγίσεις της τρέχουσας συζήτησης περί αποανάπτυξης. Δημοφιλείς διανοούμενοι όπως η Naomi Klein ή ο Andreas Malm ορθώς επισημαίνουν σήμερα πως η διάσωση του κλίματος και η ανάγκη του καπιταλισμού για συνεχείς ρυθμούς ανάπτυξης είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους – και γι ‘αυτή τους την οξυδέρκεια απολαμβάνουν ευρείας αναγνώρισης. Οι αντιφρονούντες στη ΛΔΓ όμως αυτό το γνώριζαν ήδη από την 1970. Η κριτική τους δεν στρεφόταν μόνο εναντίον της Δύσης αλλά και κατά της περιβαλλοντικά επιβλαβούς οικονομικής πολιτικής του SED.
Ήταν της άποψης πως αυτή βασιζόταν στο δυτικό μοντέλο ανάπτυξης, δεν θα μπορούσε ποτέ όμως να φτάσει το επίπεδο του. Ως εκ τούτου, πρότειναν την οικοδόμηση ενός οικολογικού σοσιαλισμού, ο οποίος δημιουργεί μια ισορροπία μεταξύ ανθρώπου και φύσης. Δεδομένου ότι τα μέσα παραγωγής δεν βρίσκονται στα χέρια του ιδιωτικού τομέα, αλλά του κράτους μια τέτοια κοινωνία θα μπορούσε να εκεί – αλλά προκύψει εδώ – αλλά αντίθετα όχι στον καπιταλισμό. Που δεν ήταν από την φύση του σε θέση να παραιτηθεί από την ανάπτυξη.
Ο Harich ανέπτυξε την ουτοπία ενός παγκόσμιου «κομμουνισμού κατανομής»: το παγκόσμιο κράτος καθορίζει με ακρίβεια τις ανάγκες του αντίστοιχου πληθυσμού και διανέμει ανάλογα τα αγαθά. Έτσι θα ήταν δυνατόν να αποφευχθεί η υπερπαραγωγή, δεν θα χρειαζόταν η διαφήμιση, δεν θα παράγονταν τρόφιμα που βλάπτουν το περιβάλλον και να απαγορευτούν τα αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης. Η αντίληψη του Bahros για τον οικο-σοσιαλισμό, αντίθετα προέβλεπε την χειραφέτηση των ανθρώπων από ολόκληρο το μοντέλο της σύγχρονης μέγα – μηχανής (Megamaschine). Μετά από μια πολιτιστική επανάσταση θα δημιουργούνταν η κοινότητα των ελεύθερων, η οποία δεν θα είχε πλέον καμία σχέση με τον υπαρκτό σοσιαλισμό. Ο Havemann από την άλλη πλευρά περιέγραφε μια οικολογική ουτοπία η οποία θα βασιζόταν κυρίως στην τεχνολογία.
Οι ανάγκες θα άλλαζαν με τον εξής τρόπο: η κατανάλωση θα καθίστατο μη ελκυστική, μέσω προϊόντων μακράς διαρκείας, εξοικονόμησης εργάσιμου χρόνου και απορριμμάτων οι άνθρωποι θα είχαν την δυνατότητα να εγκατασταθούν σε αποκεντρωμένες κοινότητες. Μέσω μιας πλήρως αυτοματοποιημένης παραγωγής και διανομής επίσης θα μεγιστοποιούνταν ο ελεύθερος χρόνος προς όφελος όλων. Σχεδόν κανένας όμως στη ΛΔΓ δεν διάβαζε περί οικολογικών ουτοπιών. Ήταν πρωτοπόροι. Πολλοί πολίτες της ΛΔΓ δεν σκέφτονταν πώς να σταματήσουν να καταναλώνουν αλλά αντιμετώπιζαν με θαυμασμό τις διαφημίσεις στη δυτικογερμανική τηλεόραση και τις δυνατότητες κατανάλωσης και ταξιδιών που υπήρχαν εκεί.
Οι οικολογικές καταστροφές στην ΛΔΓ της δεκαετίας του 1980 ήταν δραματικές: ατμοσφαιρική ρύπανση, μόλυνση των υδάτων, απονέκρωση των δασών και από πάνω και οι επιπτώσεις της πυρηνικής έκρηξης στον Τσέρνομπιλ το 1986. Όλο και περισσότερο ο πληθυσμός αποζητούσε άρα από την πολιτική απαντήσεις στις οικολογικές κρίσεις, η κυβέρνηση όμως είχε να προσφέρει μόνο εφησυχαστικά λόγια.ωΟι Bahro, Harich και Havemann δεν είχαν άλλωστε εισακουστεί και το ζήτημα είχε αγνοηθεί ή ακόμα και συγκαλυφθεί για πάρα πολύ μεγάλο διάστημα. Και έτσι η νεοσχηματιζόμενη αντιπολίτευση μπόρεσε να καταλάβει το πεδίο της οικολογίας.
Εντός της αντιπολίτευσης οι άνθρωποι εκείνοι που έκαναν κριτική στο σύστημα από τα αριστερά βρέθηκαν σε μειοψηφική θέση. Τα αιτήματα για ειρήνη, προστασία του περιβάλλοντος και ανθρώπινα δικαιώματα όλο και περισσότερο προωθούνταν από τις εκκλησιαστικές δυνάμεις. Στην αλλαγή του 1989/90 οι αντιπολιτευόμενοι σοσιαλιστές και οι διανοούμενοι έπαιξαν μόνο στην αρχή κάποιο ρόλο, όπως στην μεγαλύτερη τότε διαδήλωση στις 4 Νοεμβρίου 1989 στην Alexanderplatz του Βερολίνου. Σύντομα, ωστόσο η πλειοψηφία του πληθυσμού δεν ήθελε να ακούσει τίποτα περί ενός μεταρρυθμισμένου σοσιαλισμού, ούτε τις προειδοποιήσεις για τον καπιταλισμό. Η γρήγορη ένωση με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας πραγματοποιήθηκε μόλις έναν χρόνο αργότερα.
Δεδομένου του ότι η ΛΔΓ και μαζί της και ο υπαρκτός σοσιαλισμός εξαφανίστηκαν πριν από τριάντα χρόνια ανακύπτει το ερώτημα του αν η σημερινή αριστερά μπορεί να μάθει κάτι πέρα από τα διδάγματα των αιτιών της αποτυχίας. Τουλάχιστον τώρα ξέρουμε τον τρόπο με τον οποίο δεν λειτούργησε και πως για τους περισσότερους ανθρώπους ένας αυταρχικός κρατικός σοσιαλισμός δεν αποτελεί ελκυστικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης. Έκτοτε, οι συζητήσεις σχετικά με την πιθανότητα μιας δημοκρατικής σοσιαλιστικής ΛΔΓ περιστρέφονται γύρω από τα ίδια ερωτήματα: Θα ήταν δυνατό να έχει υπάρξει ένα τέτοιο σύστημα στην επικράτεια της ΛΔΓ; Θα είχε την ενεργητική στήριξη του πληθυσμού; Εάν όχι, πώς αυτός θα μπορούσε να είχε παρακινηθεί να συμμετάσχει χωρίς την χρήση πειθαρχικών μέτρων; Θα είχε ανεχθεί η διεθνής πολιτική ένα τέτοιο πείραμα; Ή μήπως η καπιταλιστική Δύση δεν θα επιχειρούσε αμέσως να διαλύσει ένα τέτοιο κράτος; Οι συμμετέχοντες του διαλόγου αυτού έχουν παγιωμένες απόψεις, μόνο πρόσφατα αναπτύσσεται μια νηφάλια κουλτούρα αντιπαράθεσης πάνω σε αυτό το ζήτημα, χάρη στην εμπλοκή μιας νέας γενιάς.
* Ο Alexander Amberger, γεννηθείς το 1978 στην ΛΔΓ, είναι πολιτικός επιστήμονας, με ερευνητικό αντικείμενο τις οικολογικές ουτοπίες και την ιστορία των ιδεών στην ΛΔΓ. Εδώ και πολλά χρόνια εργάζεται στον εκδοτικό οίκο «Helle Panke» του Βερολίνου.