Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε (27/3/2024) το Υπουργείο Οικονομικών, τα οποία παρουσιάζονται και από την Eurostat, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας μας το 2023 αυξήθηκε κατά 2,5% σε σχέση με το 2022.
Επίσης ανακοινώθηκε ότι η αύξηση αυτή είναι υπερδιπλάσια από τον μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον υποστηρίχθηκε ότι, κατά την περίοδο 2019-2023, η μέση ετήσια αύξηση ήταν 2,1% όταν ο μέσος όρος του κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό 1%, δηλαδή σωρευτικά το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ την περίοδο 2019 – 2023 αυξήθηκε κατά 9,9% όταν το μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυξήθηκε κατά 4,4% (Πίνακας 1).
Ξένες Άμεσες Επενδύσεις: Τα εμπόδια για τη δημιουργία νέων παραγωγικών επιχειρήσεων
Όμως μεθοδολογικά είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η διαχρονική εξέλιξη ενός δείκτη, όπως το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, επηρεάζεται από το μέγεθος του πληθυσμού. Η Ελλάδα, κατά το ίδιο (2019-2023) χρονικό διάστημα παρουσίασε μία σωρευτική μείωση του πληθυσμού κατά 3,1%, δηλαδή από 10.741.165 κατοίκους στο τέλος του 2018 σε 10.413.982 το 2023. Αυτό σημαίνει ότι η σωρευτική αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά 9,9% οφείλεται κατά 30,8% στην μείωση του πληθυσμού. Αντίθετα ο πληθυσμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρουσίασε οριακή, κατά την ίδια περίοδο 2019-2023, αύξηση κατά 0,5% (Πίνακας 2).
Έτσι το μεθοδολογικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η παρουσίαση της διαχρονικής εξέλιξης των δεικτών, όπως το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και η συγκριτική τους ανάλυση, προϋποθέτει την διερεύνηση της διαχρονικής εξέλιξης των μεταβολών του πληθυσμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της μεθοδολογικής παρατήρησης αποτελεί η πρόσφατη παρουσίαση του Υπουργείου Οικονομικών σύμφωνα με την οποία το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας παρουσίασε αύξηση κατά 2,5%, ενώ η συνολική αύξηση του ΑΕΠ κατά 2%, χωρίς να αναδεικνύεται ότι η διαφορά του 0,5% οφείλεται στην μείωση του πληθυσμού το 2023 σε σχέση με το 2022 (Πίνακας 2).
Με άλλα λόγια το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεθοδολογικά, για περιπτώσεις συγκριτικής ανάλυσης, σύμφωνα με την UNECE (United Nations Economic Commission for Europe, 2009, “Making Data Meaningful”) απαιτείται να προσεγγίζεται για ένα συγκεκριμένο έτος και μεταξύ άλλων χωρών ή ενός μέσου όρου άλλων χωρών. Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα το 2023 μεταξύ των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν στην 17η θέση σε πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Εάν όμως αυτό ληφθεί υπόψη σε τιμές αγοραστικής δύναμης για να μπορεί να συγκριθεί και με το επίπεδο διαβίωσης άλλων χωρών, τότε η χώρα μας είναι προτελευταία με τιμή 67%, υπερβαίνοντας μόνο τη τελευταία Βουλγαρία (Διάγραμμα 1).
Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για τον μέσο μισθό της μισθωτής εργασίας πλήρους απασχόλησης, ο μέσος μισθός στην χώρα μας από 1.130 ευρώ (15.829 ευρώ ετησίως) (μεικτά) το 2019 αυξήθηκε σε 1.251 ευρώ (17.514 ετησίως) (μεικτά) το 2023, δηλαδή παρουσίασε αύξηση κατά 10,6% (Διάγραμμα 2), όταν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ο πληθωρισμός αυξήθηκε κατά 13,7%, αποδεικνύοντας την μείωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών στην Ελλάδα.
Επίσης στο Διάγραμμα 2 παρατηρείται ότι σε σχέση με το 2009 ο μέσος μισθός υπολείπεται κατά 19% όταν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ο πληθωρισμός είχε αυξηθεί σωρευτικά κατά 21%. Δηλαδή, σε σχέση με πριν την εσωτερική υποτίμηση περίοδο που προκάλεσαν οι πολιτικές των μνημονίων, ο μέσος μισθός μειώθηκε κατά 19% μέχρι το 2023, ενώ παράλληλα ο πληθωρισμός αυξήθηκε κατά 21%. Κατά συνέπεια το επίπεδο των μισθών στην Ελλάδα για να φτάσει στο ίδιο επίπεδο με πριν την οικονομική κρίση περίοδο και για να έχει την ίδια αγοραστική δύναμη θα πρέπει να αυξηθεί κατά 40%. Η διαπίστωση αυτή, αποκαλύπτει με τον πιο εύληπτο τρόπο τις σημαντικές μισθολογικές συνέπειες, τις εισοδηματικές και κοινωνικές ανισότητες που προκάλεσαν, μεταξύ άλλων, στο βιοτικό επίπεδο της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών οι μνημονιακές πολιτικές που εφαρμόστηκαν στην χώρα μας.