Οφείλουμε στον Μαρξ τη θεωρία πως τα εκμεταλλευτικά κοινωνικά συστήματα με απόγειό τους τον καπιταλισμό είναι ο παραγωγοί του εγκλήματος και του εγκληματία – και όλου του συμπλέγματος που περιστρέφεται γύρω από αυτό.
Και στον Μπρεχτ οφείλουμε την οικειοποίηση της αστυνομικής λογοτεχνίας από την Αριστερά. Αν και η αστυνομική λογοτεχνία εκ φύσεως ήταν προσανατολισμένη, όπως και είναι, προς την κοινωνική συνθήκη, άρα τους όρους ύπαρξης της ίδιας της κοινωνίας, του ρόλου και της σημασίας του εγκλήματος σε αυτήν, θεωρήθηκε περιθωριακό είδος και σε κάθε περίπτωση κατώτερη λογοτεχνικά.
Όμως, από τον Έντγκαρ Άλαν Πόε ακόμη, δηλαδή από τα μέσα του 19ου αιώνα, η αστυνομική πλοκή έγινε στοιχείο του μυθιστορήματος. Ακόμα και όταν ο Κόναν Ντόιλ έπλαθε τον Σέρλοκ Χολμ, αποστασιοποιημένον εν πολλοίς από την κοινωνική συνθήκη, δεν μπορούσε παρά να αναπαράγει τους κοινωνικούς όρους της εποχής του κατά τρόπο ρεαλιστικό και διεισδυτικό. Είναι αυτό που τις δεκαετίες του 1920 και 30 ευτύχησε να βρει πιο συστηματικούς και συνειδητούς εκφραστές, όπως ο Ραίημον Τσάντλερ και κυρίως ο Ντάσιελ Χάμετ. Και ασφαλώς διόλου τυχαία αυτή η εντυπωσιακή αστυνομική λογοτεχνική παραγωγή είχε χώρο έκφρασης τις ΗΠΑ, την πιο αναπτυγμένη χώρα από την άποψη της οικονομίας και των καπιταλιστικών σχέσεων, άρα και του εγκλήματος.
Στη σύγχρονη εποχή η διάδοση και αποδοχή της αστυνομικής λογοτεχνίας είναι εξαιρετικά μεγάλη. Βρίσκεται μάλιστα και στα καλύτερα …σπίτια. Ακραιφνείς διανοούμενοι δεν βρίσκουν παρακατιανή της ενασχόληση μαζί της. Καλοί λογοτέχνες υποκύπτουν συχνά στη γοητεία των αστυνομικού τύπου περιπλοκών στα έργα τους. Και πάντως, οι πατεράδες δεν κυνηγάνε τα παιδιά τους αν διαβάζουν αστυνομικά, όπως κυνήγαγαν οι δικοί μας αν μας έβλεπαν να διαβάζουμε «Μάσκα» ή «Μυστήριο», τα περιοδικά που τη δεκαετία του 60 έκαναν γνωστή στους εφήβους την αστυνομική λογοτεχνία.
Στις ημέρες μας μάλιστα, όσο η κλασικού τύπου λογοτεχνία υποκύπτει στις μεταμοντέρνες αποδομήσεις κι όσο η απόσπαση από τους κοινωνικούς όρους διαδίδεται μεταξύ των λογοτεχνών προκειμένου να ακολουθήσουν την πορεία προς την αποδοχή από τα κυρίαρχα ρεύματα, αλλά και όσο οι ίδια οι κοινωνικές συνθήκες γίνονται πιο περίπλοκες και αποξενωτικές, τόσο η ρεαλιστική γραφή της αστυνομικής λογοτεχνίας γίνεται καταφύγιο πολλών βιβλιόφιλων. Στο κάτω-κάτω της γραφής στο αστυνομικό μυθιστόρημα υπάρχει σφοδρή πιθανότητα οι καλοί να νικάνε που και που μάλιστα κόντρα στο τυπικά νόμιμο.
Κατόπιν τούτων ας περάσουμε στην σημερινή μυθιστο-αστυνομική επικαιρότητα. Οι εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφόρησαν ένα ακόμη μυθιστόρημα του Ιερώνυμου Λύκαρη, με τίτλο: Ω, τι μέρες κι αυτές!
Είναι το τρίτο μέρος μιας «τριλογίας της διαφθοράς», η οποία περιλαμβάνει και τα: Άκου πτώμα να μαθαίνεις και Η εκδίκηση του Ναζωραίου. Τα οποία, προφανώς, διαβάζονται αυτοτελώς.
Το τρίτο λοιπόν μυθιστόρημα παραμένει στο περιβάλλον της διαφθοράς, γνώριμο όσο τίποτε άλλο στο ελληνικό κοινό. Ο αστυνόμος Ηρακλής Βάρδας, ιδιόμορφος, πως αλλιώς θα μπορούσε να είναι;, ευρηματικός και επίμονος, να προσπαθεί , υποχρεωμένος «άνωθεν», να διευθετήσει την υπόθεση ενός «ασυνήθιστου θανάτου», στην οποία εμπλέκονται υψηλά κλιμάκια της κοινωνίας με υψηλά επίπεδα διαφθοράς και υψηλά επίπεδα διαπλοκής, ως εκ τούτων.
Ο αστυνόμος Βάρδας μαζί με τον βοηθό του υπαστυνόμο Μάρκο Βελλίδη, θρησκόληπτο, εμμονικό και έξυπνο, ψάχνουν να βρουν την άκρη, αλλά και να απεμπλακούν από τις ενδοϋπηρεσιακές παγίδες που καραδοκούν. Το όλο εγχείρημα εξελίσσεται σε δυο διαφορετικές ιστορίες, δυο διαφορετικές χρονικές φάσεις, αλλά συνδέεται, καθώς τα ονόματα της διαπλοκής και αυτού του είδους (και ύψους) του εγκλήματος, αν τα βρεις μια φορά δεν παύεις να ξαναβρίσκεις μπροστά σου σε κάθε επόμενη. Κι όλα αυτά κατά τη διάρκεια των δυο επισκέψεων της Άνγκελα Μέρκελ στην Ελλάδα, τότε που η ελληνική άρχουσα τάξη κανόνιζε με την ευρωπαϊκο-γερμανική άλλον έναν αλυσσοδεσμό, που θα πληρώσουν τα γνωστά υποζύγια. Οι ίδιοι που καμάρωναν στις συναντήσεις με τη Μέρκελ ήταν εκείνοι που βρώμιζαν το τοπίο με τα εγκλήματα τους. Όμορφος κόσμος, που μένει … Ευρώπη!
Σε αυτή την ιστορία οι καλοί τα πάνε καλά, δεν βολεύονται με τις προσταγές και τα πλοκάμια των ανώτερων και των ανώτατων, τους αφήνουν όλους εκτεθειμένους, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι νικάνε. Η εξέλιξη με την κάθαρση δεν είναι εντελώς ορατή, τουλάχιστον στο μυθιστόρημα!
Οπότε, οι αναγνώστες εκείνοι που ψάχνουν πάντα τη νίκη του καλού, θα πισωπατήσουν κάπως, αλλά θα ανταμειφθούν, καθώς σε όλο το έργο βρίσκονται αντιμέτωποι με το διασυρμό, έως εξευτελισμό των υψηλών παραγόντων. Μου φαίνεται μάλιστα πως αυτό είναι πιο ψυχοθεραπευτικό από την τελική νίκη του καλού. Η οποία για να συμβεί, όπως υπονοεί ο συγγραφέας αλλά δεν το λέει κανείς από τους δράστες, χρειάζεται μια γενικότερη αναδόμηση, έως ανατροπή, που θα αλλάξει τις ιεραρχήσεις των αξιών και των ανθρώπων.
Οι αναγνώστες θα έχουν επίσης την τύχη να διαβάσουν και ένα ενδιαφέρον επίμετρο του συγγραφέα σχετικά με το αστυνομικό μυθιστόρημα γενικώς αλλά και τους προβληματισμούς του σχετικά με τη συγγραφή της «τριλογίας της διαφθοράς».
Ο Ιερώνυμος Λύκαρης είναι γνωστός στο αναγνωστικό κοινό, καθώς έχει μια προϊστορία 9 μυθιστορημάτων και συμμετοχή σε συλλογικές εκδόσεις αστυνομικών ιστοριών, αλλά μεγάλη είναι και η συνεισφορά του, κατά την επέτειο των 50 χρόνων από το Πολυτεχνείο, με το βιβλίο Πολυτεχνείο 73, το αίμα το αδικαίωτο ποτέ δεν ησυχάζει, όπου η εξέγερση παρουσιάζεται ειδωμένη μέσα από τις καταθέσεις συγγενών των νεκρών, τραυματιών και αυτοπτών μαρτύρων.