Το άρθρο βασίζεται στην ομιλία εκ μέρους της ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ – Οργάνωση για την Κομμουνιστική Προοπτική, στην εκδήλωση που διοργάνωσαν στο Πάντειο, την Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025, οι ΑΠΟ, ΔΕΑ, ΔΙΚΤΥΟ, ΚΕΜΑ, ΜΕΤΑΒΑΣΗ, ΞΕΚΙΝΗΜΑ
Με αφορμή τα 10χρονα από την πρώτη κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, είναι ανάγκη να συζητήσουμε για τα συμπεράσματα που απαιτείται να αντλήσουμε από την κρίσιμη 5ετία των μεγάλων ελπίδων και των τραγικών διαψεύσεων, από τη σκοπιά του μέλλοντος: για να αντιμετωπίσουμε την επόμενη κρίσιμη 5ετία, που έρχεται κατά πάνω μας με μεγάλη ταχύτητα.
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια μεγάλη ιστορική στροφή, όπως μαρτυρά η νίκη της Ακροδεξιάς στις ΗΠΑ με άκρως επικίνδυνα προ-φασιστικά χαρακτηριστικά, η Γάζα – αυτή η Γκουέρνικα της εποχής μας, αλλά και τα μεγάλα κινήματα που εκκολάπτονται, όπως δείχνει η άνοδος του αμερικανικού εργατικού κινήματος και σε εμάς, το κίνημα –μπορούμε πλέον να πούμε- των Τεμπών. Θα σταθούμε σε ορισμένα μόνον βασικά ερωτήματα, που βασανίζουν τον κόσμο της μαχόμενη Αριστεράς και για τα οποία αναζητούμε απαντήσεις.
Ήταν προδιαγεγραμμένη η ήττα;
Από τι καθορίστηκε, τελικά, η έκβαση των εξελίξεων του 2010 – 15; Φταίνε οι αντικειμενικές συνθήκες ή οι υποκειμενικές αποφάσεις και μάλιστα των άλλων; Ήταν «αντικειμενικό» να καταλήξει η «αριστερή κυβέρνηση» στη συνθηκολόγηση, επειδή ο αντίπαλος ήταν πιο δυνατός; Μήπως έπρεπε πρώτα να δυναμώσουμε το «κόμμα» γιατί δεν ήταν ώριμες οι «αντικειμενικές συνθήκες» για μεγάλες ανατροπές; Ή μήπως η οξύτατη οικονομική κρίση οδηγούσε αντικειμενικά σε μια αντικαπιταλιστική ανατροπή – περίπου επανάσταση, αλλά φταίνε οι ρεφορμιστές και οι οπορτουνιστές που δεν έγινε;
Η έκβαση των μαχών του 2010-15 προήλθε από μια συνισταμένη αντικειμενικών δυνατοτήτων και ορίων της περιόδου, σε συνδυασμό με τις σωστές και κυρίως, τις λάθος υποκειμενικές αποφάσεις, στις κρίσιμες διακλαδώσεις της. Καθορίστηκε συνεπώς από την ταξική πάλη, όχι όμως αυθαίρετα, αλλά πάνω σε ένα συγκεκριμένο, ιστορικά διαμορφωμένο έδαφος αντικειμενικών δυνατοτήτων και ορίων.
Ποιο ήταν αυτό το ιστορικά, δηλαδή αντικειμενικά, διαμορφωμένο έδαφος αυτής της περιόδου; Ποια ήταν τα όρια και μέχρι που μπορούσαν να φτάσουν οι δυνατότητες; Εκτιμούμε ότι η τότε ιστορική περίοδος εμπεριείχε ανατρεπτικές κι επαναστατικές δυνατότητες αλλά με συγκεκριμένο τρόπο: Ο κληρονομημένος ταξικός, κοινωνικός και πολιτικός συσχετισμός δεν επέτρεπε το στόχο για ανατροπή της αστικής κυριαρχίας, δηλαδή, την επανάσταση. Αλλά η οξύτατη οικονομική και πολιτική κρίση, έθετε τη δυνατότητα και το στόχο για μια ανατροπή της μακροχρόνιας αστικής ηγεμονίας και της νεοφιλελεύθερης επίθεσης. Δηλαδή για μια ανατροπή ή, το λιγότερο, για μια αποφασιστική βελτίωση των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών σε όφελος του εργατικού και λαϊκού κινήματος, σε όφελος γενικά της Αριστεράς και ειδικότερα της ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής Αριστεράς.
Τηρουμένων των αναλογιών, το κατώτερο όριο των δυνατοτήτων κινιόταν ανάμεσα σε μια νέα, πολύ πιο ριζοσπαστική εργατική μεταπολίτευση, από αυτήν του 1974 – 81. Και το ανώτερο, σε μια επαναστατική κατάσταση όπως αυτήν της Πορτογαλίας του 1974 ή της Βενεζουέλας, το 2002. Στην κατώτερη δυνατότητα μπορεί να μην ανατρεπόταν η αστική μνημονιακή δεσποτεία, αλλά θα βγαίναμε με ένα καινούριο, πιο μαζικό και οργανωμένο μαζικό κίνημα, αντίστοιχα μέτωπα και κόμματα, που θα κρατούσαν ανοιχτό το διακύβευμα. Στην ανώτερη δυνατότητα, θα είχαμε επιπρόσθετα μεγάλες κοινωνικές κατακτήσεις και κλονισμούς (π.χ. μισθοί, χρόνος εργασίας, δημόσια αγαθά κ.λπ), προσεγγίζοντας με ανώτερο τρόπο τις επαναστατικές προοπτικές της εποχής μας.
Από την ελπίδα στην απογοήτευση
Ας πάμε τώρα, από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο. Το 2010 – 12, δεν περάσαμε, βέβαια, αλλά οπωσδήποτε φτάσαμε κοντά στην επαναστατική κατάσταση: Εκτίναξη της εργατικής και λαϊκής δράσης, σχεδόν όλες οι μορφές πάλης, τεράστιες συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, συγκρούσεις με αστυνομία, αντιβία και μορφές αυτοάμυνας. Αλλαγές συσχετισμών σε συνδικάτα, λαϊκούς φορείς, δημιουργία νέων συνδικάτων, νέες μορφές αυτοοργάνωσης, λαϊκές συνελεύσεις, κοινωνικά ιατρεία, αλληλεγγύη. Διασπάσεις σε αστικά κόμματα, εκλογικές ανατροπές το 2010 και το 2012. Είσοδο στο στίβο του κοινωνικού και πολιτικού αγώνα των παραδοσιακών και των νέων στρωμάτων της εργατικής τάξης, των νέων μικροαστικών στρωμάτων της διανόησης, των κλασικών μικροϊδιοκτητών, ακόμη και κατώτερων αστικών στρωμάτων που καταστρέφονταν. Σε αυτό τον αγώνα, πήραν μέρος και βοήθησαν στην ανάπτυξή του όλες οι αριστερές δυνάμεις, ο τότε ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κ.α. Από τη στάση και την αλληλεπίδρασή τους επηρεάστηκε σε σημαντικό βαθμό η συνισταμένη των εξελίξεων.
Ας πάμε τώρα στο δημοψήφισμα, στην κορύφωση του δράματος. Η ουσία των γεγονότων του Ιουλίου – Σεπτεμβρίου 2015 είναι ότι σχεδόν όλο το δράμα παίχτηκε στο θέατρο και στα παρασκήνια της Βουλής. Η εργατική τάξη, ο λαός και το κίνημά τους, ο αναγκαίος πρωταγωνιστής, το περίφημο υποκείμενο της ιστορίας, δεν έπαιξε το ρόλο του με εξαίρεση τη συγκλονιστική συγκέντρωση στο Σύνταγμα στις 3 Ιούλη που έδειξε ότι δυνατότητες υπήρχαν και τότε ακόμα. Καταδικάστηκε στο ρόλο του αμήχανου τηλεθεατή και μετέπειτα, του πειθήνιου ψηφοφόρου.
Γιατί έγινε κατορθωτό αυτό; Ο πολιτικός στόχος μιας ασαφούς προγραμματικά, «αριστερής κυβέρνησης», έδωσε μια άμεση εκλογική απάντηση στο δύσκολο πολιτικό ερώτημα του 2012. Αλλά βαθύτερα, βοήθησε στη διοχέτευση της δίχρονης λαϊκής αντιμνημονιακής εξέγερσης σε αυτό που ήθελε η αστική τάξη: στα ελεγχόμενα νερά του κοινοβουλευτισμού. Η υποχώρηση του κινήματος ήταν σαφής μετά τις εκλογές του Μαΐου – Ιουνίου 2012, και τη μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση. Βοήθησε, ταυτόχρονα, στη βαθύτερη ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ, στην ενδυνάμωση της ηγεμονίας των κυρίαρχων αστικών και μικροαστικών συμβιβαστικών τάσεων επί των ριζοσπαστικών εργατικών και λαϊκών του τάσεων. Υπάρχει κάποια δόση αλήθειας στο ότι «ο Τσίπρας πρόδωσε το λαό». Αλλά η προδοσία δεν γεννιέται σαν την Αθηνά από το κεφάλι του Δία. Ενυπάρχει στην προγραμματική κατεύθυνση των κομμάτων. Οπότε, το ερώτημα είναι τι πολιτικές επιλογές έγιναν ώστε να μην καταστεί ο λαός ικανός να προδοθεί.
Η πορεία αυτή οδήγησε σε μια κυβέρνηση της «δημιουργικής ασάφειας» με σύνθημα «ούτε ρήξη – ούτε υποταγή». Με δρομολογημένες εγγυήσεις προς τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ, την ΕΕ, τους μεγάλους καπιταλιστές των ομίλων και το βαθύ κράτος, ήδη από την περίοδο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπως πλέον έχει αποκαλυφθεί. Με τη συμμετοχή ενός δεξιού λαϊκιστικού κόμματος και με τα υπουργεία – κλειδιά στα χέρια γνωστών για τις σχέσεις τους με τους αστικούς κύκλους, πολιτικών. Υπό την εποπτεία του προέδρου Πρ. Παυλόπουλου.
Οι αντιθέσεις και οι εμπειρίες από τον ΣΥΡΙΖΑ
Οι αντιφάσεις και αντιθέσεις του ΣΥΡΙΖΑ απηχούσαν κοινωνικά ρεύματα εντός του: από τη μία το συμβιβαστικό ρεύμα των ανώτερων και πιο εύπορων νέων μικροαστικών στρωμάτων, κυρίως της διανόησης, και από την άλλη εργατικά, λαϊκά και κατώτερα στρώματα της παλιάς και νέας μικροαστικής τάξης που ριζοσπαστικοποιήθηκαν από την κρίση και τα οποία βρέθηκαν τελικά κάτω από την ηγεμονία των πρώτων. Αυτό που έγινε στον ΣΥΡΙΖΑ έγινε και σε όλη την κοινωνία: αντί να ηγεμονεύσει η σύγχρονη εργατική τάξη ενός μετώπου του κόσμου της εκμεταλλευόμενης εργασίας, ηγεμόνευσαν τα ανώτερα και πιο εύπορα νέα μικροαστικά στρώματα επί της χειρωνακτικής και διανοητικής μισθωτής εργασίας.
Ωστόσο, το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ εμπεριέχει σημαντικές θετικές εμπειρίες, μεταξύ των οποίων, η ανάγκη και η ισχύς που προσδίδει η μετωπική πολιτική με ένα πρόγραμμα επιβολής λαϊκών κατακτήσεων. Η μετέπειτα συνθηκολόγησή του αναιρεί τη θετικότητα αυτής της εμπειρίας; Πιστεύουμε πως όχι. Θέτει όμως δυο μεγάλα διδάγματα:
Πρώτο, η συμμετοχή της ανατρεπτικής, αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής Αριστεράς σε μέτωπα με αριστερά και λαϊκά μεταρρυθμιστικά ρεύματα, απαιτεί την ανοιχτή δυνατότητα ηγεμονίας πάνω τους. Όταν αυτό δεν είναι εφικτό ή δεν επιτυγχάνεται, πληρώνεται με χειρότερες θέσεις για το εργατικό και λαϊκό κίνημα και με περιθωριοποίηση των επαναστατικών τάσεων.
Το δεύτερο δίδαγμα είναι ότι μέσα στο πρόγραμμα ριζοσπαστικών ρήξεων και λαϊκών κατακτήσεων, ξεχωρίζει αυτό της εξόδου από το ευρώ και την ΕΕ. Υπενθυμίζουμε ότι το 2009 «δεν παιζόταν» αυτό το ζήτημα. Το 2012, τρία μόλις χρόνια μετά, ήταν ζήτημα μαζικής πάλης και Λυδία Λίθος για την έξοδο από τα μνημόνια.
Το ζήτημα της διακυβέρνησης
Έπρεπε ή όχι να τεθεί το ζήτημα της διακυβέρνησης; Με βάση τη μακρά εμπειρία του εργατικού, αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος, το ζήτημα αυτό απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Αποτελεί ζήτημα ζωής ή πολιτικού θανάτου για τη μαχόμενη Αριστερά. Απαιτεί εκ νέου μια μεγάλη συζήτηση μεταξύ μας μετά και την τελευταία εμπειρία. Στην εποχή μας, εκτός ίσως από την κυβέρνηση Τσάβες, όλες οι άλλες εμπειρίες συμμετοχής της Αριστεράς, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, σε κυβερνήσεις μέσω του κοινοβουλευτικού δρόμου, οδήγησαν σε τραγικά αποτελέσματα.
Το ζήτημα της κυβέρνησης έχει σχετική αυτοτέλεια, αλλά δεν μπορεί να διαχωριστεί από το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας στο σύνολό της, και από τον ταξικό χαρακτήρα του αστικού κράτους. Η κυβέρνηση που επιδιώκουμε πρέπει να βασίζεται στη συγκρότηση ευρύτερων ανεξάρτητων εργατικών και λαϊκών οργάνων, στο πλαίσιο μίας δυαδικής εξουσίας. Τέτοιες συνθήκες δυαδικής εξουσίας – επαναστατικής κρίσης δηλαδή- δεν δημιουργήθηκαν τελικά, το 2010-12, όπως όλοι γνωρίζουμε.
Τι μπορούσε λοιπόν να γίνει στο ζήτημα της διακυβέρνησης; Σε παρόμοιες συνθήκες, όπου «ούτε οι πάνω – ούτε οι κάτω» μπορούν να κυβερνήσουν, δημιουργούνται συνήθως μικροαστικές αριστερές κυβερνήσεις, των οποίων ο χαρακτήρας και η πορεία κρίνεται από την ταξική πάλη. Απέναντι σε τέτοιες κυβερνήσεις μπορεί να υπάρξει κάποια προσωρινή ανοχή, με συγκεκριμένους και δημόσιους όρους, αλλά ποτέ συμμετοχή σε υπουργεία, κρατικές θέσεις. Ποτέ εμπιστοσύνη. Απαιτείται πάντοτε δυσπιστία και κυρίως, ανεξαρτησία του εργατικού και λαϊκού κινήματος και των κομμάτων του. Απαιτείται, παράλληλα, ενωτική δράση, συναγωνιστικοί δεσμοί και ενιαίο αγωνιστικό κίνημα ή και μέτωπο, με τη λαϊκή βάση της κυβέρνησης αυτής. Έτσι ώστε να ασκηθεί η μέγιστη δυνατή πίεση από έξω και από τα κάτω. Για να υλοποιηθούν θετικές υποσχέσεις, να επιβληθούν κατακτήσεις, να ακυρωθούν συμβιβασμοί με το κεφάλαιο και την τρόικα. Για να ανοίξει ο δρόμος για ανώτερες επαναστατικές καταστάσεις.
Τέτοια οπτική και δράση δεν υπήρξε ούτε από το κίνημα ούτε από την «άλλη» Αριστερά. Ούτε από μέσα, ούτε έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ. Για αυτό, το μαζικό κίνημα νεκρώθηκε σχεδόν με την έλευση του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Με αυτή την έννοια, όσο συντροφική κριτική κι αν ασκούμε στα αντικαπιταλιστικά και επαναστατικά ρεύματα που συμμετείχαν ή στήριξαν με κριτικό τρόπο τον ΣΥΡΙΖΑ, άλλο τόσο ασκούμε κριτική στο ΚΚΕ. Το οποίο, παρά την ανεξαρτησία που κράτησε, τελικά, με την πολιτική εχθρότητα προς «τον διπλανό αριστερό», ακόμη και προς τις ριζοσπαστικές τάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, άρα και προς τη βάση του, ειδικά με την αποχή του από το ιστορικό «Όχι» του δημοψηφίσματος, εμπέδωσε τη θέση του κεφαλαίου, της τρόικα και του Τσίπρα, ότι «η έξοδος από το ευρώ τώρα, είναι καταστροφή».
Η παρακαταθήκη και τα λάθη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Ακόμη περισσότερο, όμως, οφείλουμε αυτοκριτική κι εμείς που συμμετείχαμε στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, διότι η τακτική μας δεν βοήθησε την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα να παίξουν τον ιστορικό τους ρόλο, στο μέτρο πάντα του μεγέθους και των δυνατοτήτων μας. Σίγουρα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έπαιξε αρχικά έναν θετικό ρόλο, έδωσε ελπίδες, συσπείρωσε έναν κόσμο, συνέβαλε σε ένα αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα τακτικής. Ωστόσο κυριάρχησε η γραμμή για μια «αντικαπιταλιστική ανατροπή» των μνημονίων με εξέγερση, με άλλα λόγια, με επανάσταση σε συνθήκες που δεν ήταν επαναστατικές. Αυτό οδηγούσε σε μια γραμμή για μέτωπα μόνον μεταξύ των επαναστατικών και μισοεπαναστατικών ρευμάτων, σε αιτήματα χωρίς έμπρακτη συσπείρωση κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων και, τελικά, σε ένα πόλεμο με όλα τα άλλα αριστερά ρεύματα.
Στεκόμαστε σε τέσσερεις κατακτήσεις του κινήματος και της μαχόμενης Αριστεράς της περιόδου αυτής, οι οποίες άνοιξαν δρόμους αλλά έμειναν μισές. Όχι για να τις αντιγράψουμε σήμερα, δεδομένων των ορίων που είχαν, αλλά για να πατήσουμε στο μέλλον πάνω σε ό,τι θετικό μπόρεσαν να δώσουν: Στο Συντονισμό Πρωτοβάθμιων Σωματείων Ιδιωτικού και Δημόσιου Τομέα, στις «πλατείες», δηλαδή στις λαϊκές συνελεύσεις, στο μεγάλο πλούτο της λαϊκής αυτενέργειας αυτής της περιόδου και στο Αριστερό Βήμα Διαλόγου και Δράσης. Σε αυτά συμβάλλαμε η τότε ΑΡΑΝ, το ρεύμα του Κ/Σχεδίου, ρεύματα που τότε ήταν στον ΣΥΡΙΖΑ και τώρα είναι εδώ, και άλλα.
Το Αριστερό Βήμα ήταν μια πρωτόλεια μορφή ενός μελλοντικού ριζοσπαστικού αριστερού μετώπου που δεν έγινε ποτέ. Ενός μετώπου μεταξύ επαναστατικών και λαϊκών – μεταρρυθμιστικών πολιτικών δυνάμεων πάνω σε συγκεκριμένο πρόγραμμα ανατροπής της επίθεσης με ανοιχτή τη διαπάλη για ηγεμονία. Σε αυτή την κατεύθυνση, ήδη από το 2010 – 12, έπρεπε να κινηθούν οι αντίστοιχες τάσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ. Αυτή η ευκαιρία χάθηκε. Μετά τη μνημονιακή στροφή και συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ, η ΛΑΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ακόμη και το ΚΚΕ, θα έπρεπε να συνεργαστούν εκλογικά και πολιτικά για να μην εμπεδωθεί στο λαό η ήττα.
Η αναγκαία κριτική του εαυτού μας
Όμως, δεν αρκεί να αποδίδουμε απλά τις ευθύνες στη ρεφορμιστική ή τη σεχταριστική Αριστερά, τη φύση και τα όρια των οποίων γνωρίζουμε. Χρειάζεται να εντοπίσουμε θαρραλέα τις ανεπάρκειες με τις οποίες εμείς κι όλη η επαναστατική και κομμουνιστική Αριστερά οφείλουμε να αναμετρηθούμε. Αν δεν θέλουμε απλά να είμαστε μέρος ενός χώρου κινηματικής δράσης και αριστερής κριτικής του ρεφορμισμού και του σεχταρισμού, αν δεν θέλουμε να κάνουμε ξανά τα ίδια λάθη και στη σημερινή φάση. Διότι δεν καταφέραμε κι εμείς, η κάθε συλλογικότητα στην πορεία της και από κοινού, να συμβάλουμε στη συγκρότηση μίας συσπείρωσης ανατρεπτικών δυνάμεων που θα μπορούσε να αποτρέψει την ήττα των μετωπικών εγχειρημάτων της Αριστεράς όπου συμμετείχαμε, με αριστερίστικα και οπορτουνιστικά λάθη.
Η αντικαπιταλιστική κι επαναστατική Αριστερά σε όλες τις μορφές της δεν ανταποκριθήκαμε γιατί κοινωνικά παραμένουμε περιορισμένοι σε στρώματα κυρίως μικροαστικά με έμφαση ειδικά στη φοιτητική νεολαία. Πολιτικά, παραμείναμε στη λογική της αντίστασης με καταγγελτικό λόγο και ιδεολογικά, σε σημαντικό βαθμό αποστεωμένοι. Οργανωτικά, ήμασταν συχνά δέσμιοι μίας αρτηριοσκληρωτικής αντίληψης «αφ’ υψηλού πρωτοπορίας». Το πρόγραμμα και το πρότυπο ενός «καλύτερου κόμματος» μίας άλλης εποχής στην πραγματικότητα βαραίνει στα μυαλά μας.
Τα αναγκαία βασικά συμπεράσματα
Ποια είναι τα αναγκαία συμπεράσματα για σήμερα; Απαιτείται μια νέα προγραμματική κομμουνιστική προσπάθεια και η στρατηγική και τακτική για την επαναστατική μετάβαση. Παράλληλα, απαιτείται μια συσπείρωση των δυνάμεων της ενωτικής και ανατρεπτικής Αριστεράς για έναν πόλο σε αντικαπιταλιστική και αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση, που θα δοκιμαστεί σε κινηματικές, πολιτικές και εκλογικές μάχες. Με τρεις βασικές, θετικές προϋποθέσεις: Πρώτο, κατεύθυνση ρήξης και εξόδου από ΕΕ, ΝΑΤΟ και σύστημα. Δεύτερο: ενωτική πολιτική συνεργασιών για την κοινή δράση με ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΜΕΡΑ, ΚΚΕ και άλλων, για ένα ενιαίο αγωνιστικό κίνημα κατακτήσεων. Τρίτο, ισοτιμία και δημοκρατία με διαδικασίες βάσης των μελών. Και τις τρεις, όχι ανά δυο ή καθεμιά χωριστά. Θέλουμε να προχωρήσουμε με όλους και όλες που τις έχουν διακηρύξει. Είμαστε αποφασισμένοι και θα προχωρήσουμε με όσους και όσες θα το αποφασίσουν.