Είναι σχεδόν πανθομολογούμενο ότι ο «φυτευτός», όπως χαρακτηρίστηκε, πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Στέφανος Κασελάκης, στηρίχθηκε για την αιφνιδιαστική νίκη που συντάραξε την ελληνική κοινωνία, σε τρεις αλληλοδιαπλεκόμενους παράγοντες: στον Αλ. Τσίπρα και την ομάδα του, σε κύκλους του μεγάλου εγχώριου κεφαλαίου και στην αμερικανική βοήθεια. Καθένας τους συνέκλινε σε αυτό το σκοπό, όχι όμως ως μια αποστολή πρακτόρων που καθοδηγείται από ένα παντοδύναμο μυστικό χέρι, αλλά ως η συνισταμένη ιστορικών και ταξικών τάσεων που γεννήθηκαν μέσα στις μεγάλες κοινωνικές και παγκόσμιες αλλαγές της τελευταίας 15ετίας. Χωρίς το αναλυτικό εργαλείο της «πάλης των τάξεων», οι προηγούμενες αληθινές διαπιστώσεις, στην καλύτερη περίπτωση θα μένουν στο έδαφος μιας χρήσιμης αλλά επιφανειακής πολιτικής ερμηνείας και στη χειρότερη, θα μοιάζουν με συνωμοτικά σενάρια «ψεκασμένων» ακροδεξιών.
Οι ιστορικές συνθήκες της ίδρυσης
Ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς – ΣΥΡΙΖΑ ιδρύθηκε το 2004, σε μια περίοδο όπου ο καπιταλισμός της εποχής μας εμφάνιζε τα πρώτα λαχανιάσματα στο ανοδικό μακρύ κύμα που ξεκίνησε το 1990, με την αμερικανική χρηματιστηριακή κρίση της «ψηφιακής οικονομίας» που ξέσπασε το 2001.
Στην Ελλάδα, η φούσκα του Χρηματιστηρίου είχε σκάσει στα τέλη του 1999, φέρνοντας τα πρώτα σύννεφα στις προσδοκίες για την είσοδο στο ευρώ. Και στο γύρισμα του Αιώνα, το 2001, το τότε εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, με μια μεγαλειώδη γενική απεργία, ακύρωνε το αντιδραστικό νομοσχέδιο Γιαννίτση για το Ασφαλιστικό – προάγγελο όσων επακολούθησαν.
Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο των πρώτων ρωγμών στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, ξεπήδησαν πολύμορφες εργατικές και λαϊκές αντιδράσεις. Ένας νέος αντιαμερικανισμός γεννήθηκε μέσα από την αντιπολεμική «καταιγίδα των λαών» ενάντια στην στρατιωτική εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ. Το «κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης» συγκλόνιζε τον κόσμο, ένας νέος ριζοσπαστισμός αναπτυσσόταν και ο «αντικαπιταλισμός» άρχισε να κατακτά τις νέες γενιές[1].
Ήταν φανερό ότι είχαν περάσει τα «πέτρινα χρόνια» της Αριστεράς που ξεκίνησαν το 1989-91 με το όνειδος της συγκυβέρνησης ΝΔ – Συνασπισμού (ΚΚΕ, ΕΑΡ) και την τραγική κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Ο κόσμος και με ιδιομορφίες, η Ελλάδα, μπήκαν σε μια νέα ιστορική φάση. Και μαζί τους, η ταξική πάλη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ γεννήθηκε μέσα σε αυτές τις εξελίξεις ως συνέχεια και ταυτόχρονα, ως μια ορισμένη αριστερή στροφή του προδρόμου του, του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, μέσω της συνάντησής του με τα κινήματα της περιόδου αυτής και με δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, στο Κοινωνικό Φόρουμ κατά της παγκοσμιοποίησης.
Αυτή η αριστερή στροφή φάνταζε στα μάτια των τότε πρωταγωνιστών της σχεδόν ως επαναστατική υπέρβαση, όχι γιατί άλλαζε ριζικά τη στρατηγική της ευρωαριστεράς, αλλά γιατί ο Συνασπισμός, υπό την ηγεσία του Νίκου Κωνσταντόπουλου και την «επίβλεψη» του ζώντος ακόμη, Λεωνίδα Κύρκου, έμοιαζε με ένα συντηρητικό κεντροαριστερό απολίθωμα.
Υπό τη νέα ηγεσία του Αλέκου Αλαβάνου και με τη συμμαχία της τότε Αριστερής Πλατφόρμας του Παν. Λαφαζάνη και της Ίσκρα με τις μαρξιστικές συνιστώσες (ΚΟΕ, ΔΕΑ κ.α.), ο ΣΥΡΙΖΑ πραγματοποιούσε μια στροφή στο εργατικό, λαϊκό και φοιτητικό κίνημα. Όξυνε το λόγο του και επιχείρησε να ξεπεράσει την «πολιτική ουράς» στο ΠΑΣΟΚ. Στήριξε το νικηφόρο φοιτητικό κύμα καταλήψεων εναντίον της κατάργησης του συνταγματικού Άρθρου 16 και αρνήθηκε να καταδικάσει το νεανικό ξέσπασμα που προκάλεσε η αστυνομική δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, από το οποίο το ΚΚΕ πήρε «καθωσπρέπει» αποστάσεις. Στις εκλογές του 2007, ο ΣΥΡΙΖΑ ανέβηκε στο 5,04% από 3,26%, το 2004.
Πώς εξηγείται, όμως, αυτή η «αριστερή στροφή» του 2004 – 2012;
Ο κοινωνιολογικός τύπος του μέλους
Ο «τυπικός εκπρόσωπος» – μέλος του ΣΥΡΙΖΑ και παλιότερα, του Συνασπισμού και του ΚΚΕ Εσωτερικού, ήταν ο καλλιεργημένος διανοούμενος, γαλλικής συνήθως παιδείας, ο απόφοιτος πανεπιστημίου, ο κοσμοπολίτης, ο πολιτιστικά φιλοευερωπαίος, όχι φιλοαμερικανός ούτε όμως και φιλοσοβιετικός. Ο συμπαθών την εργατική τάξη αλλά όχι φανατικός εχθρός του κεφαλαίου, ο οπαδός του διαλόγου μεταξύ τους. Εξεγείρεται για το δίκιο αλλά είναι υπέρ των ήσυχων δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων. Στρέφεται κατά της συστημικής βίας αλλά φοβάται και την αντισυστημική βία των επαναστάσεων.
Η κοινωνική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ εμφανιζόταν πάντα υψηλή στους μηχανικούς, σε επιστημονικές ενώσεις και στους εκπαιδευτικούς, ενώ επιφανή μέλη και στελέχη του προέρχονταν από το στρώμα των καθηγητών και των διδασκόντων του δημόσιου πανεπιστημίου των δεκαετιών του ΄80 και΄90.
Αλλά και όσα στελέχη του ανήκαν στη μισθωτή εργασία, προέρχονταν κατά κύριο λόγο από τα μεσαία διανοούμενα μισθωτά στρώματα της παραγωγής: μηχανικοί, νομικοί, επιστήμονες, κυρίως από τον παλιό δημόσιο ΟΤΕ, τη ΔΕΗ και γενικά τις ΔΕΚΟ, αποτελούσαν τμήματα της διοίκησης των επιχειρήσεων, όπως και της συνδικαλιστικής και μαζί της, της κομματικής γραφειοκρατίας.
Φυσικά, στην οργανωμένη κοινωνική βάση του ΣΥΡΙΖΑ υπήρχαν και τμήματα της εργατικής τάξης, από τις ΔΕΚΟ, τους ΟΤΑ και κυρίως από το ΕΣΥ, που όμως ηγεμονεύονταν από την πολιτική και τον πολιτισμό των μεσαίων στρωμάτων.
Είναι φανερό, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και πρωτύτερα, ο Συνασπισμός, εξέφραζαν ιδιαίτερα τα νέα μικροαστικά στρώματα της διανοητικής ελευθεροεπαγγελματικής και κυρίως, μισθωτής εργασίας, μαζί με τμήματα από την εργατική συνδικαλιστική γραφειοκρατία, που κινούνταν ιστορικά και πολιτιστικά σε αριστερή και προοδευτική κατεύθυνση[2].
Όχι βεβαίως ευθύγραμμα και μηχανιστικά. Τα κόμματα αντεπιδρούν και αναδιαμορφώνουν τις κοινωνικές τάξεις και στρώματα που εκφράζουν. Επιπρόσθετα, με τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ αλληλεπιδρούσε ο πολιτισμός και η θεωρία, καθώς και το βάρος της ιστορίας του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, ιδιαίτερα το ΕΑΜ, ο ΔΣΕ και η εξέγερση του Πολυτεχνείου, με τις εποποιίες, τις αντιφάσεις και τις μικρότητές τους.
Ποια είναι όμως αυτά τα «νέα» μικροαστικά στρώματα;
Τα νέα μικροαστικά στρώματα
Όσο κι αν οι ορισμοί στενεύουν τη ζωή, είναι αναγκαίοι. Εν συντομία, τα μικροαστικά ή μικρομεσαία στρώματα γενικά, είναι μια ενδιάμεση κοινωνική κατηγορία, κατ’ άλλους μαρξιστές/τριες, μια τάξη, ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη[3]. Χωρίζονται σε δυο μεγάλες μερίδες:
Τα παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα των ιδιοκτητών/τριών της πόλης είναι η μερίδα εκείνη που τα μέλη της κατέχουν μικρή ιδιοκτησία, αποσπούν υπεραξία από τους εργάτες τους, αλλά εργάζονται τα ίδια και το κεφάλαιό τους δεν επαρκεί για να περάσει σε διευρυμένη αναπαραγωγή –για αυτό δεν είναι αστική τάξη.
Τα νέα μικροαστικά στρώματα -η ευρεία κοινωνική βάση του ΣΥΡΙΖΑ- είναι η μερίδα εκείνη που τα μέλη της δεν κατέχουν μέσα παραγωγής, άρα δεν ανήκουν στην αστική τάξη. Συμμετέχουν στην τεχνική οργάνωση του καπιταλισμού, αλλά όχι στα επιτελικά κέντρα λήψης στρατηγικών αποφάσεων. Διευθύνουν μέλη της εργατικής τάξης αλλά και διευθύνονται από την αστική τάξη των ιδιοκτητών, μετόχων και διευθυντών. Είναι κατά κύριο λόγο μισθωτοί, αλλά δεν ανήκουν στην εργατική τάξη γιατί ο ρόλος τους στην παραγωγή δεν είναι μόνον εκτελεστικός, ενώ το ύψος του μισθού τους, κατά κανόνα, είναι ίσο ή και υψηλότερο από αυτό που αναλογεί στο χρόνο εργασίας τους. Μορφωτικά, είναι κυρίως απόφοιτοι πανεπιστημίων.
Τα στρώματα αυτά αποτελούν αντικειμενικά δυνητικό σύμμαχο της εργατικής τάξης αλλά και πεδίο συνεχούς διαπάλης με την αστική τάξη για το «με ποιον θα πάνε και ποιον θα αφήσουν». Μαζί με την εργατική τάξη συγκροτούν αυτό που ονομάζεται συχνά «κόσμος της εργασίας».
Η ενδιάμεση και ασταθής θέση των νέων μικροαστικών στρωμάτων στην παραγωγή και την κοινωνία προσδίδει στα μέλη τους και, μέσα από ιδιαίτερους δρόμους, στους πολιτικούς εκπροσώπους και στα κόμματά τους, μια ενδιάμεση, ασταθή κοινωνική ψυχολογία και συμπεριφορά. Η οποία, κατά κανόνα και σε περιόδους οικονομικής άνθισης, τα στρέφει στη συμμαχία με την αστική τάξη, ενώ σε περιόδους κρίσης, στη συμμαχία με την εργατική τάξη.
Όλα αυτά, δεν σημαίνουν ότι η εργατική τάξη δεν εμπεριέχει αστάθειες, ειδικά στην εποχή μας όπου συμβαίνουν εντός της τεράστιες αλλαγές ή ότι δεν γεννιούνται αγωνιστές, ριζοσπάστες, επαναστάτες κι επαναστάτριες από τα μικροαστικά στρώματα. Σημαίνουν ότι το ενδιάμεσο και το ασταθές αποτελούν κοινωνική συμπεριφορά ως αντικειμενική τάση προερχόμενη από την ταξική τους θέση.
Στην Ελλάδα, τα νέα μικροαστικά στρώματα εκτινάχθηκαν στις δεκαετίες του 1990 – 2010. Σύμφωνα με τον Σπ. Σακελλαρόπουλο, καθηγητή Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου, η «νέα μικροαστική τάξη», από 9,8% του Οικονομικά Ενεργού Πληθυσμού (ΟΕΠ), το 1981, έφτασε το 29,5%, το 2009. Το 2004, υπολογίζεται ότι τα στρώματα αυτά αριθμούσαν περίπου 500.000. Οφείλουμε όμως να συνυπολογίσουμε ότι ένα σημαντικό τμήμα από αυτούς τους αριθμούς μάλλον είχε ήδη ενταχθεί στην εργατική τάξη (π.χ. οι πολυάριθμοι εργαζόμενοι/ες με «μπλοκάκια» που εμφανίζονται ως «αυτοαπασχολούμενοι/ες»).
Ενώ τα παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα και η μικρομεσαία αγροτιά καταστρέφονται μαζικά σε αυτή την περίοδο, τα νέα μικροαστικά στρώματα έχουν ανοδική πορεία μαζί με το κεφάλαιο. Κάνουν μπίζνες, βγάζουν χρήμα, ξεφαντώνουν στα ελληνάδικα της δεκαετίας του 1990, βολεύονται με το ευρώ, ταξιδεύουν στο εξωτερικό, επαίρονται με την Ολυμπιάδα και το ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα. Λατρεύουν τις νέες τεχνολογίες, θαυμάζουν την παγκοσμιοποίηση. Ατενίζουν με αισιοδοξία το μέλλον.
Ταυτόχρονα, αντιγράφουν και αποκτούν συνήθειες της αστικής τάξης. Τάσσονται με το μέρος της. Μαζί τους και τμήματα της εργατικής τάξης. Εκεί έχει τις ρίζες της η πολιτική κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ μεταξύ 1981 – 2004[4] και η δορυφοροποίηση του Συνασπισμού γύρω του[5].
Γιατί όμως ο ΣΥΡΙΖΑ, από δορυφόρος του ΠΑΣΟΚ, μέχρι τις αρχές του 2000, ανεξαρτητοποιείται πολιτικά και μετέπειτα έρχεται σε ρήξη μαζί του;
Η ριζοσπαστικοποίηση
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 γίνεται φανερό ότι οι νέες τεχνολογίες και η παγκοσμιοποίηση δεν είναι για όλους. Ο υπολογιστής, το διαδίκτυο, η βιοτεχνολογία, το πρώιμο κύμα της Τεχνητής Νοημοσύνης, αντί να απελευθερώσουν εργασία, χρόνο, ποιότητα ζωής, υποτάσσονται στις σχέσεις και τις οργανωτικές καινοτομίες του κεφαλαίου. Οδηγούν την μισθωτή εργασία στην ανεργία, σε βαθύτερη αλλοτρίωση και τμήματα της μικρής ιδιοκτησίας, σε απαλλοτρίωση. Ταυτόχρονα, υποβαθμίζουν μερίδες των νέων μικροαστικών στρωμάτων υποσκάπτοντας την τυπική ανεξαρτησία των ελευθεροπαγγελματιών και την τυπική ελευθερία του ερευνητή και της ερευνήτριας στο επιστημονικό εργαστήριο και στο δημόσιο πανεπιστήμιο.
Τα προγράμματα των υπολογιστών μετατρέπουν σύνθετες και δημιουργικές επιστημονικές εργασίες σε (σχετικά) απλές τεχνικές εργασίες. Κάτω από την εξουσία του κεφαλαίου, όμως, αφαιρούν το φωτοστέφανο του επιστήμονα – γνώστη – δημιουργού και τον υποβαθμίζουν σε εξειδικευμένο εκτελεστή μονότονης εργασίας. Τείνουν να τον μετατρέπουν σε μισθωτό διανοούμενο, «εργάτη της νέας εποχής». Ο γιατρός, ο μηχανικός, η γιατρός, η λογίστρια χάνουν μέρος της ειδικής γνώσης τους που ενσωματωμένη στο νέο μηχάνημα απαλλοτριώνεται άμεσα από το κεφάλαιο. Η δικηγόρος, ακόμη και ο καλλιτέχνης, υποτάσσονται στον επιχειρηματικό όμιλο, στην εταιρεία, στον διευθυντή. Η ερευνήτρια και το πανεπιστήμιο, στο επενδυτικό Ταμείο.
Στην περίοδο εκείνη, μαζικά τμήματα του φοιτητικού πληθυσμού και των επιστημόνων βλέπουν το γκρίζο μέλλον τους και αντιδρούν. Έρχονται πιο κοντά στην εργατική τάξη και την προοπτική της και αυθόρμητα αναζητούν τη συμμαχία με αυτήν. Το συγκλονιστικό φοιτητικό κίνημα που ακύρωσε την αναθεώρηση του άρθρου 16, το 2006-07, είναι προάγγελος όσων ακολουθούν.
Οι τάσεις αυτές εκτινάσσονται στην περίοδο της παγκόσμιας δομικής καπιταλιστικής κρίσης του 2007 – 10 και για την Ελλάδα, στη μακρά κρίση της μνημονιακής περιόδου. Χαρακτηριστικά, το 2014, τα νέα μικροαστικά στρώματα μειώνονται κατά 4,2%, πέφτουν στο 25,3% του ΟΕΠ, από 29,5% το 2009. Το 2014, το 9,4% του ΟΕΠ ήταν άνεργοι πτυχιούχοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ενώ και τα υπόλοιπα τμήματα που εργάζονται βλέπουν τους μισθούς και τις συντάξεις τους να μειώνονται ριζικά.
Η «νέα μικροαστική τάξη» καταστρέφεται, μισθωτοποιείται μαζικά, ριζοσπαστικοποιείται. Ταυτόχρονα κουβαλά μαζί της και τον προηγούμενο πολιτισμό, τις συνήθειες και προκαταλήψεις της.
Γεννιέται μια νέα εργατική τάξη, καινούρια κοινωνικά τμήματα εισέρχονται στο κοινωνικό σώμα της. Η επιστήμη συναντά με σύγχρονο, πιο προλεταριακό αλλά και αντιφατικό τρόπο, την εργασία.
Στις συνθήκες της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης του 2010-12, κλονίζεται η αστική ηγεμονία επί της εργατικής τάξης και οι ενδιάμεσες κοινωνικές τάξεις σπάνε τη συμμαχία με την αστική τάξη. Εγκαταλείπουν μαζικά το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ. Η μισθωτή εργασία –εργατική τάξη και νέα μισθωτά μικροαστικά στρώματα- κατά κύριο λόγο στρέφεται προς τα αριστερά[6].
Ποιος θα εκφράσει πολιτικά και ποιος θα ηγεμονεύσει σε αυτές τις τάσεις; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δόθηκε στις εκλογές του 2012: ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η αντίστροφη ηγεμονία
Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί έκφραση της ριζοσπαστικοποίησης του «κόσμου της εργασίας» και της συμμαχίας της νέας μικροαστικής τάξης με την εργατική τάξη. Αλλά με αντίστροφη ηγεμονία από αυτήν που προβλέπαμε: αντί η εργατική τάξη να επανεμφανιστεί στο ιστορικό προσκήνιο και να οργανώσει τη συμμαχία με τα μικροαστικά στρώματα κάτω από την ηγεμονία της, ήταν τα νέα μικροαστικά στρώματα που εμφανίστηκαν μπροστά στην Ιστορία, διεκδίκησαν και πήραν την ηγεμονία οργανώνοντας τη συμμαχία κάτω από το δικό τους πρόγραμμα.
Αυτή η αντιστροφή σχετίζεται βεβαίως με τη λαθεμένη στρατηγική και τακτική των ηγεμονευόμενων εργατικών – λαϊκών τάσεων εντός του ΣΥΡΙΖΑ και από την άλλη πλευρά, των κομμάτων και σχηματισμών εργατικής, κομμουνιστικής και επαναστατικής αναφοράς, κατά κύριο λόγο του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Επί της ουσίας, τα στρατηγικά συμφέροντα της εργατικής τάξης δεν εκπροσωπούνται προγραμματικά και πολιτικά εδώ και δεκαετίες. Οι αιτίες απαιτούν ξεχωριστή ανάλυση.
Το ζήτημα εδώ είναι να απαντηθεί το ερώτημα: γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ;
Τα παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα των ιδιοκτητών, καθώς και η μικρομεσαία αγροτιά, δυσκολεύονται να παίξουν αυτοτελή ιστορικό ηγεμονικό ρόλο, ειδικά στην εποχή μας. Από τη μια πλευρά, φθίνουν αριθμητικά και ποσοστιαία, επιβεβαιώνοντας τον Μαρξ. Το «κοινωνικό βάρος» τους μειώνεται. Κυρίως, είναι το ειδοποιό στοιχείο τους, η κατακερματισμένη μικρή ιδιοκτησία που τα εμποδίζει να έχουν γενική εποπτεία στην παραγωγή και πανκοινωνική οπτική, συνεπώς και ικανότητες ηγεμονίας.
Τα νέα μικροαστικά στρώματα όμως, πέρα από την ανοδική, αριθμητικά και κοινωνικά, πορεία τους, έχουν πολύ ανώτερη γνώση, εποπτεία και ιστορική οπτική από τα παραδοσιακά, εξαιτίας της βασικά επιστημονικής συγκρότησης, της θέσης και του ρόλου τους στην παραγωγή. Επιπλέον, είναι πιο κοντά στην εργατική τάξη λόγω του μισθωτού χαρακτήρα της εργασίας τους. Για αυτό είναι πολύ πιο εύκολο να συμμαχήσουν με την εργατική τάξη, αλλά και να μυστικοποιήσουν τις σχέσεις τους με αυτήν, να κρύψουν ή να υποβαθμίσουν τις ανισότιμες ιεραρχικές σχέσεις διεύθυνσης της εργατικής τάξης και να παρουσιάσουν τα στενά ταξικά συμφέροντά τους ως κοινά συμφέροντα και των δυο[7].
Αυτό έγινε κατορθωτό με το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και την πρότασή του για την «κυβέρνηση της Αριστεράς».
Η ανικανότητα για σύγκρουση
Όμως, η ικανότητα ηγεμονίας των νέων μικροαστικών στρωμάτων επί της εργατικής τάξης δεν σημαίνει και ικανότητα για ηγεμονία και πολύ περισσότερο, για επαναστατική κυριαρχία επί της αστικής τάξης. Βασική αιτία για αυτό είναι πως μέσα στις σχέσεις παραγωγής, τα μέλη αυτών των στρωμάτων έχουν την άμεση δυνατότητα να γίνουν αστοί, διευθυντές και διευθύντριες, μέτοχοι, ακόμη και ιδιοκτήτες επιχειρήσεων, να ανέλθουν κοινωνικά σε αστική τάξη.
Η «ασαφής» ταξική φύση τους οδηγεί, μέσα από πολλαπλούς μαιάνδρους, στη «δημιουργική ασάφεια» του προγράμματός τους. Εξεγείρονται και θέλουν να συγκρουστούν, όμως η «κωλοτούμπα» έχει ισχυρή παρουσία στο DNA τους.
Το τι θα υπερισχύσει κάθε φορά δεν είναι προαποφασισμένο, όπως λαθεμένα ισχυρίζονται τώρα, ορισμένες απόψεις. Εξαρτάται από την ικανότητα των δυο βασικών κοινωνικών τάξεων και των πολιτικών «πρωτοποριών» τους. Για αυτό, χωρίς να μειώνονται καθόλου οι καθοριστικές ευθύνες των ηγεσιών του ΣΥΡΙΖΑ, δεν πρέπει «να βγάζουμε την ουρά μας απέξω» για να κρύψουμε τις δικές μας, αποφασιστικές ευθύνες.
Το πρόγραμμα και η πολιτική των μικροαστικών στρωμάτων τείνει αυθόρμητα και διαρκώς προς το συμβιβασμό και όχι προς τη σύγκρουση με την αστική τάξη, προς την αυταπάτη του γουίν-γουίν, προς την ταξική συνεργασία και όχι προς την ταξική αναμέτρηση, προς τη μεταρρύθμιση και όχι προς την επανάσταση.
Το αποκορύφωμα αυτής της κοινωνικής και πολιτικής συμπεριφοράς ήταν το σύνθημα του Τσίπρα το βράδυ της πρώτης νίκης του, τον Ιανουάριο του 2015: «ούτε ρήξη, ούτε υποταγή». Με μια αντιστροφή στην ίδια συμβιβαστική λογική, ορισμένοι εκπρόσωποί τους σήμερα, υποστηρίζουν πώς είναι εφικτό να πορεύεσαι ταυτόχρονα και με ανυπακοή και με ρεαλισμό.
Στην πράξη, η άρνηση της άμεσης ρήξης με την Τρόικα οδηγούσε στην υποταγή, στη μετατροπή του λαϊκού «Όχι» σε «Ναι» στους δανειστές, την ΕΕ και το κεφάλαιο. Και η άρνηση μιας επαναστατικής προοπτικής -που μπορούν δυνητικά, παρά τις ταλαντεύσεις τους, να προσεγγίσουν ειδικά τα κατώτερα μικρομεσαία στρώματα ως σύμμαχοι και κάτω από την ηγεμονία των εργατικών ταξικών συμφερόντων- ακύρωνε κάθε δυνατότητα για λαϊκές και δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις απέναντι στη διαρκή αντι-μεταρρύθμιση του κεφαλαίου και του νεοφιλελευθερισμού.
Ενσωμάτωση και υποταγή
Από εκεί και πέρα, όπως σε κάθε περίπτωση συμμετοχής των μικροαστών σε κυβερνήσεις, με την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα σε ρόλο αναθέτη, αντί να υλοποιηθεί το πρόγραμμά τους, υλοποιείται το πρόγραμμα του κεφαλαίου. Οι πρωταγωνιστές τους μετασχηματίζονται σε μέλη της αστικής τάξης, μέσω της κατάληψης ανώτατων διευθυντικών θέσεων σε κρατικές επιχειρήσεις και στον αστικό κρατικό μηχανισμό. Αρχίζουν να μοιάζουν στους αστούς, αντιγράφουν τις μεθόδους, την ηθική και τον πολιτισμό τους, διαφθείρονται, μετατρέπονται σε αμετροεπείς χωρίς να το καταλαβαίνουν. Στο πουκάμισο δένεται σιγά – σιγά ο κόμπος της γραβάτας.
Από «κάτω», τα μεσαία στρώματα και τα τμήματα της εργατικής τάξης που στήριζαν τον ΣΥΡΙΖΑ, απογοητευμένα, δυσαρεστημένα, ακόμη και οργισμένα από το μνημόνιο και την πολιτική της κυβέρνησής του, απομακρύνονται από αυτόν.
Επιπρόσθετα, στην περίοδο της αντιπολίτευσής του, συμβαίνουν σημαντικές κοινωνικές αλλαγές, που η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ (και όχι μόνο) δεν αντιλαμβάνεται: Επί κυβέρνησης Μητσοτάκη, ο ελληνικός καπιταλισμός και το κεφάλαιο αρχίζει να κινείται και πάλι ανοδικά, η κερδοφορία εκτινάσσεται. Λόγω πανδημίας και άλλων αιτίων, η ΕΕ χαλαρώνει το δημοσιονομικό ζουρλομανδύα, χρήμα «πέφτει στην αγορά».
Την ίδια στιγμή, οξύνεται η κοινωνική πόλωση. Η εργατική τάξη βρίσκει δουλειά, αλλά βλέπει να χάνει από τον πληθωρισμό. Και τα μεσαία στρώματα διχάζονται: Τα κατώτερα φυτοζωούν, όμως τα ανώτερα, αρχίζουν να γεμίζουν τις τσέπες τους. Ατενίζουν και πάλι με αισιοδοξία το μέλλον. Έλκονται ξανά από το μεγάλο κεφάλαιο. Αυτή τη φορά, όμως, ο «βασιλιάς ήλιος» που τους έλκει, δεν είναι το ΠΑΣΟΚ του Σημίτη. Είναι η Νέα Δημοκρατία του Μητσοτάκη.
Ο νέος ΣΥΡΙΖΑ και το νέο ΠΑΣΟΚ διαγκωνίζονται για να κερδίσουν αυτά τα ανώτερα στρώματα των μικρομεσαίων μαζί με την εύνοια της μεγάλης αστικής τάξης και ιδιαίτερα των Αμερικανών.
Ο Κασσελάκης και η ηγετική ομάδα που τον στήριξε, εκφράζουν αυτές τις τάσεις. Όμως, η επιτυχία του δεν ήταν καθόλου δεδομένη. Για να κατανοηθεί απαιτείται να ξαναγυρίσουμε στους τρεις παράγοντες που έπαιξαν ρόλο στην εκλογή του.
Οι Αμερικανοί, το ελληνικό κεφάλαιο και τα μίντια
Μετά τον πόλεμο της Ουκρανίας, οι Γερμανοί φεύγουν και οι Αμερικανοί ξανάρχονται στην Ευρώπη και στην Ελλάδα ως το μεγάλο αφεντικό. Οι ΗΠΑ, σπρωγμένες από την οξύτατη αντιπαράθεσή τους με τον ρωσοκινεζικό άξονα, επένδυσαν πολλά στη χώρα μας[8] για να αφήσουν στην τύχη της την αξιωματική αντιπολίτευση και δυνητικό αντικαταστάτη της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Η θητεία του Κασσελάκη στο Δημοκρατικό Κόμμα υπέρ του Μπάιντεν (και όχι του Μπέρνι Σάντερς) και η σχέση του με την Γκόλντμαν Σακς αποτελούσαν σαφείς πολιτικές και κοινωνικές εγγυήσεις για να κινήσει η Πρεσβεία τα πολυπλόκαμα δίκτυά της υπέρ του «αμερικανού πολίτη» της μέσα στον εγχώριο επιχειρηματικό, μιντιακό, πανεπιστημιακό και κοινοβουλευτικό χώρο. Οι εκτιμήσεις αυτές δεν είναι θέμα αστυνομικού ρεπορτάζ. Είναι θέμα πολιτικής εκτίμησης και ιστορικής εμπειρίας[9].
Η προώθηση και στήριξη του Στ. Κασσελάκη από τους κύκλους του μεγάλου ελληνικού κεφαλαίου είναι οφθαλμοφανής. Και σκανδαλώδης. Τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης φανερά «πήραν γραμμή» από τις διευθύνσεις και από τους ιδιοκτήτες τους διαθέτοντας όλες τις τεχνικές για τη διαφήμισή του («πρωινάδικα», ειδησεογραφία, κοινωνικά δίκτυα κ.λπ.). Ιδίως αυτά που συνδέονται με γνωστή οικογένεια πετρελαιοειδών και ενέργειας[10]. Αλλά και όσες επιχειρηματικές οικογένειες και μέσα ενημέρωσης δεν εμπλέχτηκαν άμεσα στην επιλογή και προώθηση του Κασσελάκη, με το ένστικτο και τις πληροφορίες τους, κατάλαβαν πολύ γρήγορα προς τα που φυσάει ο άνεμος των ταξικών τους συμφερόντων.
Η προσπάθειά τους έχει ως κίνητρο την αναγκαιότητα να υπάρχει ένας κάπως σταθερός και αξιόπιστος δεύτερος πυλώνας στο δικομματικό – διπολικό πολιτικό σύστημα ώστε να διασφαλίζεται η συνέχεια της πολιτικής ηγεμονίας και κυριαρχίας του κεφαλαίου και φυσικά, η περιφρούρηση των τεράστιων κερδών και προνομίων τους.
Ένας δικομματισμός με κουτσό το αριστερό του πόδι ενέχει τον κίνδυνο να ξεφύγει η κοινωνική διαμαρτυρία για τη δεύτερη και ιδιαίτερα επιθετική κυβέρνηση Μητσοτάκη, είτε προς τη ριζοσπαστική κι επαναστατική Αριστερά (όπου συντηρούνται βέβαια δυο – τρία αναχώματα) είτε προς την Ακροδεξιά, με όλες τις ευκαιρίες αλλά κυρίως, τους κινδύνους που ελλοχεύουν, μετά τις περιπέτειες των Τραμπ – Μπολσονάρου και ειδικά της Χρυσής Αυγής.
Από εκεί και πέρα, τα μίντια κινήθηκαν με το «λογισμικό» που έχουν ενσωματώσει στην τεχνογνωσία της «κοινωνίας του θεάματος» και μετέτρεψαν σε θέαμα αυτό που τους προσφέρθηκε μέσα σε ένα ιλουστρασιόν περιτύλιγμα: Ένας άγνωστος νέος, έξυπνος και επιτυχημένος, όμορφος και επικοινωνιακός, με θαρραλέα δημοσιοποίηση του γκέι σεξουαλικού προσανατολισμού του. Ένας νέος σταρ της πολιτικής που ταράσσει τη βαρετή έως και αποκρουστική ασημαντότητα της αστικής «μεταμνημονιακής πολιτικής». Ένα λαμπρό ανερχόμενο αστέρι σε μια καταθλιπτική εποχή που υπόσχεται να τα αλλάξει όλα. Το περιεχόμενο έτσι κι αλλιώς δεν τους ενδιαφέρει.
Τίποτε από όλα αυτά δεν θα είχε επιτυχία εάν δεν συνέπραττε ο τρίτος παράγοντας: ο Τσίπρας και η ομάδα του.
Ο ρόλος του Τσίπρα
Ο ιστορικός ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ είναι ο εμπνευστής και ο παρασκηνιακός διευθυντής της ορχήστρας που επέλεξε, προώθησε και βοήθησε να νικήσει ο Κασσελάκης στο στίβο των προεδρικών εκλογών. Και είναι πραγματικά απορίας άξιο το γεγονός ότι η ηττημένη εσωκομματική αντιπολίτευση, αντί να τον καταγγείλει, επιμένει φοβισμένη στα γνωστά «δεν πήρε θέση» κ.λπ.
Ο Αλέξης Τσίπρας έδωσε αρχικά το δαχτυλίδι της διαδοχής του στην ομάδα Αχτσιόγλου – Χαρίτση. Όμως, με μια αιφνιδιαστική πράξη – μνημείο αμοραλισμού, μετά το ταξίδι των διακοπών του στις ΗΠΑ, στην κυριολεξία πούλησε τον παλιό πυρήνα των ομοϊδεατών και συνοδοιπόρων της γενιάς του, για χάρη των ευρύτερων και βαθύτερων συμφερόντων της ολιγαρχίας και των Αμερικανών. Φέρθηκε ως υπεύθυνος «εθνικός ηγέτης» και όχι ως απλός αρχηγός κόμματος. Κινήθηκε από ένα μείγμα ταξικών πειθαναγκασμών, κολακείας, προσωπικών δεσμεύσεων, αυταπατών, ελπίδων και υποσχέσεων για εξόφληση στο μέλλον.
Ως η πιο πιθανή και κυρίαρχη αιτία για την επιλογή του, μάλλον ήταν η σωστή εκτίμηση ότι το κόμμα του δεν θα μπορούσε να σωθεί με την «άχρωμη» μνημονιακή Αχτσιόγλου και την ομάδα της στην ηγεσία. Η βαθιά κρίση αναξιοπιστίας και πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ απαιτούσε ένα «δημιουργικό σοκ», με ένα νέο πρόσωπο, λαμπερό και κυρίως, άφθαρτο από τη μνημονιακή περίοδο. Αυτή η ίδια ηγετική ομάδα, θα αποποιούνταν τις ιστορικές ευθύνες της, μεταθέτοντάς τες στους Τσακαλώτο και Κατρούγκαλο.
Και «εγένετο Κασσελάκης».
Η μετατροπή του Τσακαλώτου σε αποδιοπομπαίο τράγο των μνημονίων και η εκπαραθύρωσή του ήταν επιδιωκόμενη, όμως η αποχώρηση της ομάδας Αχτσιόγλου δεν ήταν στο πλάνο. Ο Τσίπρας προσπάθησε να είναι «συμπεριληπτικός» προς αυτήν, όμως η προδοσία ήταν πολύ μεγάλη για να την καταπιεί και ο ρόλος που της δινόταν πολύ μικρός έως γελοίος για να τον αποδεχτεί. Από υπουργός, ορντινάντσα ενός «άγνωστου καιροσκόπου»…
Ο νέος ΣΥΡΙΖΑ μετασχηματίζεται σε ένα αρχηγικό επιχειρηματικό κόμμα του κεφαλαίου, μείγμα παλαιοπασοκικού πατριωτικού λαϊκισμού, «μοντέρνου» δημοκρατικού δικαιωματισμού αμερικανικής κοπής, μαζί με μια φυσιογνωμία δήθεν «αποτελεσματικής» ιδιωτικής εταιρείας. Όπου ο CEO – ο Διευθύνων Σύμβουλος σηκώνεται επιδεικτικά και φεύγει από τη συνεδρίαση γιατί «ο χρόνος μου είναι πολύτιμος». Η παλιά «δημοκρατία των τάσεων» και η πολυλογία των συνεδριάσεων θυσιάζεται στην αποτελεσματικότητα του κόμματος – επιχείρηση. Έργα και όχι λόγια είναι το πνεύμα της νέας εποχής.
Στην ουσία, το κόμμα Κασσελάκη – Τσίπρα αποτελεί το κατοπτρικό είδωλο του κόμματος Μητσοτάκη – Βορίδη στο κοινό έδαφος του σύγχρονου αμερικανισμού – τραμπισμού.
Η δε κατ’ όνομα Νέα Αριστερά αποτελεί μίζερη συνέχεια και όχι άρνηση του μνημονιακού, ευρωκεντρικού και κεντροαριστερού ΣΥΡΙΖΑ. Δεν αντέχει τον αμερικανισμό της νέας εποχής, στον οποίο η ίδια συνέβαλε, από ανάγκη και όχι από επιλογή –τα στελέχη της, εξάλλου, είναι κυρίως αγγλοσαξονικών σπουδών. Ανήκει στο προηγούμενο σχέδιο. Επί της ουσίας, δεν έχει αυτοτελή πολιτική προοπτική.
Εξαρτημένοι από τον «ηδονισμό της πολιτικής»
Στην προσπάθεια «επιθετικής εξαγοράς» του ΣΥΡΙΖΑ, εκτός από το «βαθύ μέτωπο» με τους Αμερικανούς και τους ολιγάρχες που προαναφέρθηκαν, ο Τσίπρας στηρίχθηκε σε μια νέα στενή ηγετική ομάδα που δημιούργησε μετά το μετασχηματισμό του κόμματος σε αρχηγικό κεντρώο σχηματισμό.
Από το σχέδιο κόπηκαν ή δεν ρωτήθηκαν πολλοί, που τώρα φαίνεται πως «κρατάνε μούτρα», όπως ο Γ. Δραγασάκης. Όμως προσχώρησε ο Π. Πολάκης μετά την ταπεινωτική ήττα του στην αντιπαράθεση του Μαρτίου και παρά το γεγονός της πολιτισμικής αντίθεσης με την προσωπικότητα Κασσελάκη. Στον πυρήνα της ομάδας του Αλέξη Τσίπρα ανήκουν, εκτός από τον μέντορά του, Αλ. Φλαμπουράρη, ο εξ απορρήτων, «ειδικών αποστολών» και με περίεργες διασυνδέσεις, εξάδελφος Γιώργος Τσίπρας, ο μπλεγμένος με τις αποκαλύψεις για σχέσεις με τους ισραηλινούς μηχανισμούς, Νίκος Παπάς, ο εκπρόσωπος του σκληρού κράτους, ναύαρχος Αποστολάκης και οι δοκιμασμένοι πρώην ΠΑΣΟΚικοί που έφερε στον ΣΥΡΙΖΑ για να πετύχει την εύνοια της πλουτοκρατίας.
Την εύνοια της την πήρε. Έχασε όμως την εύνοια των λαϊκών στρωμάτων.
Η ηγετική ομάδα Τσίπρα ενώνεται, χωρίς να το καταλαβαίνει, σε μια τραμπική αντίληψη για την πολιτική. Μια πολιτική ως αποτέλεσμα προσωπικών αντιπαραθέσεων, έξυπνων κινήσεων, μιντιακών χαρισμάτων και χαμαιλεοντισμού. Στο κέντρο της είναι ο νάρκισσος «Εγώ» που αλλάζει πρόσωπο: Από τον πρώην αριστερό των φοιτητικών αμφιθεάτρων και κάτοικο Κυψέλης, Τσίπρα, στον μπρόκερ της ναυτιλίας, γεννημένο στην Εκάλη και μεγαλωμένο στις ΗΠΑ, Κασσελάκη. Τραμπισμός α λα γκρέκα.
Στην πράξη, τα μέλη της ομάδας αυτής, δεν είναι παρά τριτοκλασάτες προσωποποιήσεις του κεφαλαίου. Εκφραστές και πιόνια μαζί της ταξικής αστικής πολιτικής, που νομίζουν ότι είναι μικροί Θεοί.
Έχουν γίνει εδώ και χρόνια εξαρτημένοι από την «ηδονισμό της πολιτικής». Μιας πολιτικής που ηδονίζει ως εξουσιασμός και διοίκηση ανθρώπων, ως μανατζάρισμα και χειραγώγηση στο κόμμα και την κοινωνία, με τη βοήθεια των σόσιαλ μίντια. Την ηδονή αυτή ανακαλύπτει τώρα έκπληκτος και ο Κασσελάκης με την παρακάτω δήλωση που έκανε πρόσφατα μετά από επίσκεψη στη Θεσσαλία:
«… αναφέρθηκα στην τροχιά που έχει πάρει η ζωή μου… έχω φύγει από το κοστούμι και την τράπεζα …συναντάω τον κόσμο, τρεις στους τέσσερις δεν έχουν πάρει αποζημίωση και έρχονται πάνω μου και κλαίνε…».
Ξέρεις τι είναι να ‘ρχονται πάνω σου και να κλαίνε;
Δεν είναι «φαινόμενο», είναι αποτέλεσμα
Η νίκη Κασσελάκη ολοκληρώθηκε σε 20 μέρες με μια επιχείρηση Blitz Krieg (ο Κεραυνοβόλος Πόλεμος των Γερμανών στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο). Αλλά, όπως επισημαίνει ο Ξενοφών Κοντιάδης στο ενδιαφέρον βιβλίο του, Το «Φαινόμενο Κασσελάκη» (εκδ. Καστανιώτη), οι συνθήκες ήταν ώριμες από καιρό στην ελληνική κοινωνία.
Η απελπισία του 2015 που διαδέχθηκε την ελπίδα, οι βιωμένες καταστροφές της κρίσης και των μνημονίων, η γελοιοποίηση των αστικών αντιπροσωπευτικών θεσμών, η ιδιωτικοποίηση των πάντων, η διάλυση συλλογικοτήτων και φιλιών, η βαθιά αποξένωση από την εργασία, η μεσολάβηση του κινητού και των σόσιαλ μίντια, η κοινωνική αρρωστοφοβία που εκτίναξε η πανδημία, σε συνδυασμό με τις δραματικές υστερήσεις της ταξικής Αριστεράς και των συνδικάτων, δημιούργησαν έναν εκτεταμένο «κοινωνικό χυλό» ατομικών προσωπικοτήτων που αναζητά την ιστορική αλλαγή, όχι στην πάλη των τάξεων, αλλά στην πάλη των ατόμων. Και τη σωτηρία, στον Ηγέτη.
Αυτή η μήτρα γέννησε την αποδοχή του Κασσελάκη και στον ΣΥΡΙΖΑ και στην ελληνική κοινωνία. Είναι η ίδια μήτρα που γεννά ξανά το φασισμό.
Το «σχέδιο Κασσελάκη» έχει μεγάλη στήριξη. Όμως ούτε το κεφάλαιο, ούτε η Πρεσβεία, ούτε οι ολιγάρχες είναι παντοδύναμοι. Σε κάθε περίπτωση, η ταξική πάλη θα αποφασίσει. Και αργά η γρήγορα, θα ξανάρθει με δύναμη που θα ξαφνιάσει τους πάντες.
[1] Οι θεωρίες των Χαρτ και Νέγκρι, του Χολογουέι και άλλων για «να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία», έγιναν της μόδας, ενώ ο Ζίζεκ άρχισε να γίνεται γνωστός ως ένας «σταρ του μαρξισμού». Μαζί τους εμφανίστηκαν νέα ή έγιναν γνωστά παλιότερα ρεύματα ενός ριζοσπαστικού μαρξισμού που έρχονταν από τις ΗΠΑ (Μπρένερ, Χάρβεϊ, Ζιν κ.α.), τη Γαλλία (Μπενσαϊντ, Μπαντιού), τη Μ. Βρετανία (Χάρμαν, Καλλίνικος, Ρόμπερτς), τη Λατινική Αμερική (Χάρνεκερ κ.α.).
[2] Τα «κλασικά» στρώματα των μικροϊδιοκτητών της πόλης και της υπαίθρου κινούνταν περισσότερο προς τις συντηρητικές παρατάξεις, ενώ κάποια μικρότερα τμήματά τους έλκονταν και από το ΚΚΕ.
[3] Για μια σύγχρονη μαρξιστική ανάλυση, βλ. Σπύρος Σακελλαρόπουλος, Κρίση και Κοινωνική Διαστρωμάτωση στην Ελλάδα του 21ου Αιώνα, εκδ. Τόπος. Στοιχεία υπάρχουν και στο Ταξική Διάρθρωση της Ελληνικής Κοινωνίας, ΜΑ.ΧΩ.Μ.Ε., εκδ. Ταξιδευτής. Για τη μαρξιστική μεθοδολογία και την περίοδο μέχρι τις αρχές του αιώνα, πολύτιμο είναι το έργο του Κώστα Κάππου, Ταξική Διάρθρωση της Σύγχρονης Ελληνικής Κοινωνίας, εκδ. Αλήθεια.
[4] Αντίθετα, οι διασπάσεις του ΠΑΣΟΚ (π.χ. ΔΗΚΚΙ του Τσοβόλα) αποτύπωναν πολιτικά το σπάσιμο της συμμαχίας με την παραδοσιακή μικροαστική τάξη και τη μικρομεσαία αγροτιά (όπως και η τότε άνοδος του ΚΚΕ). Η συντηρητική πλευρά αυτών των στρωμάτων είχε εκφραστεί με την πρώιμη εμφάνιση του νεοσυντηρητισμού και της Ακροδεξιάς μέσω του κινήματος «κατά της παγκοσμιοποίησης» του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου.
[5] Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ ο Συνασπισμός αποτελούσε αυτοτελές κόμμα, στις αρχαιρεσίες των συνδικάτων (κυρίως των ΔΕΚΟ) οι δυνάμεις του συμμετείχαν συχνά σε ενιαία ψηφοδέλτια με την ΠΑΣΚΕ, την παράταξη του ΠΑΣΟΚ.
[6] Τα τμήματα της αστικής τάξης που καταστρέφονται μαζί με την παραδοσιακή μικροαστική τάξη στρέφονται συντηρητικότερα, ακόμη και ακροδεξιά.
[7] Η άμεση και σαφής σχέση εκμετάλλευσης του μικρού ιδιοκτήτη και αφεντικού με τον εργάτη και την εργάτρια, παρά το γεγονός της κοινής εργασίας, φέρνουν σε πιο άμεση αντίθεση την παραδοσιακή μικροαστική τάξη με την εργατική και δυσκολεύουν την ηγεμονία πάνω της.
[8] Βάσεις, στρατεύματα, ναυπηγεία, νέες τεχνολογίες, «βραβεία» και γυρίσματα αμερικανικών ταινιών στην Ελλάδα, «σπρώξιμο» του ελληνικού τουρισμού από αμερικανικούς tour operators κ.α.
[9] Όποιος έχει αμφιβολίες για αυτό το δίκτυο, βλ. τις πληροφορίες από τα Wikileaks Greece και από infowar: https://info-war.gr/otan-i-presvia-ton-ipa-pieze-gia-tin-katargisi-tou-asylou/
[10] Η Motor Oil πήρε εργολαβία εκ νέου το πετρέλαιο των αμερικανικών πλοίων και αεροπλάνων ύψους 70 δισεκατομμυρίων ευρώ