11.5 C
Athens
Παρασκευή, 7 Μαρτίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Σαν σήμερα το 1933 ο δεξιός ελληνικός Τύπος υμνούσε τους  Χίτλερ – Γκέρινγκ, του Διονύση Ελευθεράτου

Είναι «ζόρικη» η Ιστορία όταν δεν τη μασκαρεύουν, δεν τη λειαίνουν, δεν την κρύβουν…  «Ζόρικη» και πολύτιμη. Ας κάνουμε λοιπόν ένα ταξίδι στο χρόνο, αλλά και στις σελίδες ελληνικών εφημερίδων.

«Γυρίζουμε» στο 1933. Για την Κυριακή, 5 Μαρτίου, είχαν προγραμματιστεί εκλογές στην Ελλάδα και τη Γερμανία.  Το παγκόσμιο ενδιαφέρον φυσικά επικεντρωνόταν στη Γερμανία, της οποίας καγκελάριος ήταν ο Αδόλφος Χίτλερ, από τις 30 Ιανουαρίου του ίδιου έτους. Ο δρόμος προς κάλπες ήταν «στρωμένος» από διαδοχικές πράξεις ναζιστικής τρομοκρατίας, η οποία είχε φθάσει σε δυσθεώρητα επίπεδα έπειτα από τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ (γερμανικού κοινοβουλίου) στις 27 Φεβρουαρίου.

Την επομένη (28/2/1933), ο Χίτλερ ζήτησε και έλαβε από τον πρόεδρο Πάουλ φον Χίντενμπουργκ προεδρικό διάταγμα («για την προστασία του λαού και του κράτους») που άνοιγε διάπλατα το δρόμο για απηνείς διώξεις σε βάρος των αντιπάλων των Ναζί, κυρίως των κομμουνιστών. Ακολούθησαν αθρόες συλλήψεις βουλευτών, μελών και στελεχών του κομμουνιστικού κόμματος, αλλά και σοσιαλδημοκρατών – λίγο αργότερα. Απαγορεύθηκε η έκδοση και κυκλοφορία κομμουνιστικών εντύπων επί  τέσσερις μήνες και σοσιαλδημοκρατικών για 13 ημέρες (φυσικά ήταν ειλημμένη απόφαση να διαρκέσει η απαγόρευση στο διηνεκές). Κατασχέσεις βιβλίων και επιδρομές σε σπίτια και στέκια πολιτικών αντιπάλων βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη εκείνων των – κατά τα άλλα… προεκλογικών – ημερών.

Με το ίδιο διάταγμα «σβήστηκαν» βασικές ελευθερίες (πχ εκείνη του «συνέρχεσθαι»), όπως επίσης και το απόρρητο επιστολών και τηλεφωνημάτων. Και η παραμικρή, «χλιαρή» δημόσια έκφραση δυσφορίας  για τις πρακτικές ή την ιδεολογία των Ναζί, αναγορευόταν σε έγκλημα.

Αυτά λίγο – πολύ είναι γνωστά. Λιγότερο γνωστή, όμως, είναι η αγαλλίαση, την οποία προκάλεσε τότε η δράση των Ναζί στις τάξεις του  ελληνικού δεξιού Τύπου. Ακολουθούν παραθέσεις μερικών τέτοιων… ενθουσιωδών δειγμάτων.

«Διατί έβαλαν φωτιά εις το Ράιχσταγ – Τα γεγονότα της Γερμανίας» ήταν ο πρωτοσέλιδος τίτλος ανταπόκρισης (από το Βερολίνο) της εφημερίδας «Ακρόπολις» την Τετάρτη, 1η Μαρτίου 1933. Στον υπότιτλο, τέσσερις λέξεις ξεκαθάριζαν αμέσως τη θέση της εφημερίδας: «Η τρομοκρατία των κομμουνιστών…».

Η  «εξήγηση» και – ταυτόχρονα – απάντηση στο «διατί» του τίτλου, παρέπεμπε στην πλήρη υιοθέτηση των ναζιστικών ισχυρισμών:  Όχι μόνο ήταν βέβαιο πως οι κομμουνιστές είχαν κάψει το Ράιχσταγκ, αλλά ο εμπρησμός αποτελούσε σύνθημα για να ξεσπάσει επανάσταση, κατά τη διάρκεια της οποίας «πάντα τα δημόσια κτίρια, τα μουσεία και τα καταστήματα των διαφόρων μεγάλων επιχειρήσεων επρόκειτο να πυρποληθούν…».

Στο δημοσίευμα της εφημερίδας ξεχώριζε ο θαυμασμός για ένα συγκεκριμένο στέλεχος του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, που ήταν και υπουργός Εσωτερικών της Πρωσίας. Αντιγράφουμε αυτολεξεί, διατηρώντας την ορθογραφία της εποχής.  :

«Ο υπουργός κ. Γκαίριγκ κατώρθωσε ν’ αποτρέψη τον παμμέγιστον τούτον κίνδυνον, δια της λήψεως ριζικών μέτρων. Ούτος εδήλωσε ότι θα διαφυλάξη το κύρος του Κράτους εις όλας τας περιστάσεις και δι’ όλων των μέσων».

Κάτι έλειπε, όμως, από την ανταπόκριση (μάλλον για ανταπόκριση στο… ναζιστικό προσκλητήριο επρόκειτο) της εφημερίδας. Κάπως έπρεπε να δικαιολογηθούν οι διώξεις και σε βάρος των σοσιαλδημοκρατών. Έγινε λοιπόν κι αυτό, μ’ ένα αξιοπρόσεκτο σκεπτικό:

«Και η μία παράταξις, η Χιτλερική, και η άλλη, η Σοσιαλδημοκρατική – Κομμουνιστική, ούτε σκέπτονται, αλλ’ ούτε και ενεργούν δι’ εκλογάς. Ο μεν  Χιτλερισμός εργάζεται δια την κατά τον πλέον μαλακόν τρόπον εγκαθίδρυσιν της Δικτατορίας του. Οι Σοσιαλδημοκράται και Κομμουνισταί, αντιθέτως, συνωμοτούν και ετοιμάζονται δια την βιαίαν ανατροπήν, όχι της κυβερνήσεως Χίτλερ πλέον, αλλά ολοκλήρου του σημερινού κοινωνικού και πολιτικού καθεστώτος…».

Αυτό κι αν ήταν πολιτικό – ιδεολογικό «κέντημα»! Πρώτον: Μικρό το κακό αν οι Ναζί  οργάνωναν «εκλογές» με τους άλλους φιμωμένους ή … συλληφθέντες, αφού σε τελική ανάλυση κανείς δεν έπαιρνε στα σοβαρά τις εκλογές.

Δεύτερον, ο Χίτλερ επιθυμούσε μια «βελούδινη»  μετάβαση στη δικτατορία του (ή μήπως θα ήταν «βελούδινη» και η ίδια η δικτατορία του;), αλλά δεν τον άφηναν «ν’ αγιάσει»  οι κομμουνιστές και οι σοσιαλιστές.

Τρίτον, ανάμεσα στις δυο ενδεχόμενες εκτροπές προτιμότερη κρινόταν ασυζητητί η εθνικοσοσιαλιστική, καθώς οι… άλλοι ήταν «βίαιοι ανατροπείς». Απειλούσαν όλο το κοινωνικο- οικονομικό σύστημα. Άρα – τέταρτον και σπουδαιότερο-  ο εθνικοσοσιαλισμός ενεργούσε ως φύλακας – άγγελος του επιθυμητού status quo.

Στις επόμενες μέρες, είτε ο Γκέρινγκ είτε ο Χίτλερ φιγουράριζαν ανελλιπώς στα πρωτοσέλιδα της «Ακροπόλεως». Τόσο «χτυπητή» ήταν η προβολή των δηλώσεων, των θέσεων ή των ενεργειών τους, ώστε συναγωνιζόταν τα κύρια  άρθρα και τα ρεπορτάζ για την προεκλογική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Τα λόγια τους αναφέρονταν ασχολίαστα, οι δε τίτλοι απέπνεαν σαφή ευνοϊκή, «αβανταδόρικη» διάθεσή απέναντί τους:

«Ο Γκαίριγκ αποκαλύπτει τα σχέδια των κομμουνιστών – Πλήρες φως εις την συνωμοσίαν » (2 Μαρτίου 1933, στη 2η έκδοση της εφημερίδας).

 

 

«Νέα αγόρευσις του Χίτλερ εναντίον του Μπολσεβικισμού – Αποτελεί τον μεγαλύτερον κίνδυνον δια την ανθρωπότητα» (3 Μαρτίου 1933, στη δεύτερη έκδοση)

«Ο αγών του Χίτλερ εναντίον του κομμουνισμού (4 Μαρτίου 1933 – με ρεπορτάζ «τας  κομμουνιστικάς κατακόμβας» και άλλα τεκμήρια της «ερυθράς απειλής», στο Βερολίνο).

Ακριβώς την ίδια γραμμή τήρησε και μια άλλη μεγάλη εφημερίδα της ελληνικής Δεξιάς, η «Βραδυνή».  Στο φύλλο της 28ης Φεβρουαρίου πρόβαλε «ατόφια» τη θέση των Ναζί, ότι ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ ήταν «σινιάλο» για την κομμουνιστική επανάσταση. Και την την 1η Μαρτίου ενημέρωνε στην πρώτη σελίδα τους αναγνώστες της για τις διαστάσεις των γεγονότων, ως εξής: «Μετά την αποτυχίαν  της κομμουνιστικής απόπειρας, εις την Γερμανίαν δίδεται η μάχη μεταξύ κομμουνισμού και αστικού καθεστώτος» (υπέρτιτλος και τίτλος του σχετικού δημοσιεύματος).

Για να μην μείνουν… κενά στο κοινό της, η «Βραδυνή» ξεκαθάριζε από τους υπότιτλους του κειμένου ότι τα μέτρα της χιτλερικής κυβέρνησης αποσκοπούσαν «στην προστασίαν του κράτους και των πολιτών».  Στην «καρδιά» του κειμένου δέσποζε μια φωτογραφία του Χίτλερ, με λεζάντα «ο φοβερός αντίπαλος του κομμουνισμού».

Την Παρασκευή, 3 Μαρτίου, η «Βραδυνή» έγραφε για μια νυχτερινή «τρομοκρατική» απόπειρα των κομμουνιστών να «δημιουργήσουν αντίδρασιν κατά των κυβερνητικών μέτρων». Η εφημερίδα άφηνε να φανεί ο θαυμασμός και η ικανοποίησή της για την κατασταλτική δράση των αρχών, που συμπεριελάμβανε και φόνους. Έγραφε η εφημερίδα:

«Καθ’ όλην την νύκτα αι αστυνομικαί δυνάμεις ευρίσκοντο εις εξαιρετικήν κίνησιν, προς απόκρουσιν των κομμουνιστικών σχεδίων. Εν τέλει δε, σήμερον την πρωίαν, η αστυνομία είχεν εκκαθαρίσει το έδαφος από παντός κινδύνου επαναλήψεως των κομμουνιστικών εκτρόπων. Οι αστυνομικοί, βοηθούμενοι και από τας οργανωμένας ομάδας των εθνικοσοσιαλιστών, προέβησαν εις νέας ερεύνας ανά τα διάφορα κομμουνιστικά κέντρα».

Οι εθνικοσοσιαλιστικές ομάδες που ανέφερε η εφημερίδα ήταν βεβαίως τα «Τάγματα Εφόδου».

Ο ελληνικός δεξιός Τύπος της εποχής εκείνης φαινόταν απρόθυμος ακόμη και να καταγράψει ,«ψυχρά» έστω, διεθνή σχόλια και αναλύσεις που αμφέβαλαν για τον ορθότητα των ναζιστικών ισχυρισμών. Όπως πχ του αμερικανικού περιοδικού Time που παρατήρησε, αφενός ότι η γερμανική αστυνομία είχε αποφανθεί βιαστικά για την ιδεολογική – πολιτική ταυτότητα των εμπρηστών του Ράιχσταγκ και, αφετέρου, πως το συμβάν εκείνο ήταν πολύ βολικό για τα ναζιστικά σχέδια.

 

Δυο «γραμμές» στους κόλπους του βενιζελικού Τύπου   

Είδαμε δυο εφημερίδες της ελληνικής Δεξιάς, ας δούμε και δυο – εξ ίσου γνωστές- της βενιζελικής παράταξης. Τις εφημερίδες «Πατρίς» και «Έθνος». Καθεμία τους έδειχνε ν’ αντιπροσωπεύει διαφορετική γραμμή στην κάλυψη των γεγονότων στη Γερμανία.

Η προσέγγιση της «Πατρίδος» δεν διέφερε πολύ από την αντίστοιχη των δεξιών φύλλων. Παρέθετε ασχολίαστες τις θέσεις των γερμανικών αρχών και του Γκέρινγκ, με τρόπο που τις έκανε να φαίνονται ως ακλόνητη «αλήθεια». Κατά κανόνα παρέθετε τηλεγραφήματα του Αθηναϊκού Πρακτορείου που κινούνταν στην προαναφερθείσα «ρότα».

«Ο Χίτλερ επιβάλλει την ολοκληρωτικήν δικατορίαν του» ήταν ο τίτλος του «Έθνους», την 1η Μαρτίου. Ο υπότιτλος αναφερόταν στον εμπρησμό του Ράιχσταγκ και στην «κομμουνιστική συνωμοσία», την αυθεντικότητα της οποίας όμως δεν θεωρούσε δεδομένη η εφημερίδα, στο κείμενο:

«Υπήρχε πράγματι συνωμοσία; Επρόκειτο να καταλυθούν αι αρχαί και να ανακηρυχθή η δικτατορία του προλεταριάτου, όπως αγγέλλουν αι επίσημαι ανακοινώσεις εκ Βερολίνου; Επιτρέπεται κανείς να αμφιβάλλει, εφ’ όσον δεν υπάρχει πλέον ελευθερία του Τύπου εις την Γερμανίαν και συνεπώς η Κυβέρνησις έχει όλην την ευκολίαν να εμφανίζη τα πράγματα όπως θέλει αυτή».

Επίσης:

«Συνελήφθη ένας Ολλανδός, Λίμπε ονόματι, που ωμολόγησεν ότι μόνον αυτός είνε εμπρηστής, άνευ συνενόχων, όπως διαβεβαιώνει ο ίδιος. Ποιος όμως βεβαιώνει ότι ο Λίμπε αυτός δεν είνε απλούστατα όργανον του Χίτλερ, ένας δηλαδή ‘αζάν προβοκατέρ’, όπως εκείνοι, τους οποίους εχρησιμοποίει η ‘Οχράνα’, η τσαρική αστυνομία, δια να σκηνοθετή  τρομοκρατικάς αποπείρας  και να προκαλή τοιουτοτρόπως διωγμούς των εχθρών του καθεστώτος; Ο Λίμπε εδήλωσεν εις την ανάκρισιν – κατά μίαν έκδοσιν- ότι είναι κομμουνιστής και σοσιαλδημοκράτης. Αποτέλεσμα: Η Κυβέρνησις βγάζει από την κατάθεσίν του το συμπέρασμα ότι υπάρχει κοινόν μέτωπον των δυο αυτών κομμάτων και καταδιώκει αμφότερα. Παύει τας εφημερίδας των, συλλαμβάνει τους αρχηγούς των κομμουνιστών επί του παρόντος, δια να επεκτείνη ίσως αύριο τας συλλήψεις και εις τους σοσιαλδημοκράτας».

Και το «Έθνος» συνέχισε:

«Ο Χίτλερ το εδήλωσεν προκαταβολικώς: είτε τον ακολουθήση ο γερμανικός λαός είτε όχι, αυτός θα τραβήξη τον δρόμον του. Θα ολοκληρώση το έργον του. Υπό τοιούτους όρους, η χρησιμότης του κτιρίου του Ράιχσταγ φαίνεται κάπως αμφίβολος. Η μερική καταστροφή του, ή επισκευή του, που θα απαιτήση μήνας πολλούς, αποτελούν προφάσεις τας οποίας μπορεί να εκμεταλλευθή καταλλήλως μια δικτατορία. Όλα αυτά, φυσικά, είνε υποθέσεις αρκετά τολμηραί, οπδωσδήποτε όμως ένα είνε βάβαιον:  ότι ο Χίτλερ εύρε μία πρώτης τάξεως ευκαιρίαν να ξεκαθαρίση τους αντιπάλους του…».

Χωρίς αμφιβολία, αυτό το δημοσίευμα του «Έθνους» θα το αφόριζαν  ευκολότατα ως «φιλοκομμουνιστικό» και αρκετοί παράγοντες της βενιζελικής παράταξης, την οποία και το ίδιο στήριζε…

Εν κατακλείδι: Τέτοιες ημέρες του 1933, σημαντική μερίδα του ελληνικού «συστημικού» Τύπου (εμείς εστιάσαμε σε ενδεικτικά παραδείγματα) ευφραινόταν με τη ναζιστική «αποφασιστικότητα» στη Γερμανία. Ας κάνει καθένας όσες αναγωγές – και συνδέσεις με τα κατοπινά – θεωρεί σωστές.

Μια παρατήρηση, μόνο: Για τη φιλοναζιστική στάση ελληνικών εφημερίδων επί κατοχής, δηλαδή από τον Απρίλιο του  1941 και μετά, έχουν ειπωθεί και γραφεί διάφορες δικαιολογίες (επιβολή, σκληρή λογοκρισία, κλπ). Αλλά στις αρχές Μαρτίου του 1933, ποιες δικαιολογίες θα μπορούσαν να εφευρεθούν; Τότε προφανώς μιλούσε η «αγνή» ιδεολογική ψυχή των αντίστοιχων φύλλων…

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ