19 C
Athens
Πέμπτη, 30 Οκτωβρίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Αντιγόνη, ως μουσικοθεατρική περφόρμανς με κέντρο τον Κρέοντα, της Όλγας Μοσχοχωρίτου

70 ΧΡΟΝΙΑ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ – ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ

«Αντιγόνη», του Σοφοκλή, σε μετάφραση Νίκου Παναγιωτόπουλου και Σκηνοθεσία Ούρλιχ Ράσε

 

Η φετινή  επέτειος των 70 χρόνων του  Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου γιορτάστηκε στην Επίδαυρο με την πρεμιέρα σε παγκόσμια πρώτη και για τρεις μοναδικές παραστάσεις (27-28-29/6), της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή,  σε σκηνοθεσία του Ούρλιχ Ράσε, μια συμπαραγωγή του Εθνικού Θεάτρου με το Residenztheater του Μονάχου. Η παράσταση επικοινωνήθηκε ως μια εξαιρετική πρωτοβουλία επί τη επετείω που προαναφέραμε και πατούσε πάνω στη φήμη του Γερμανού Σκηνοθέτη από την παράσταση του «Αγαμέμνονα» το 2022 στον ίδιο χώρο που είχε αφήσει εξαιρετικές εντυπώσεις.

«Η Αντιγόνη» ανήκει σε κείνα τα κλασσικά, ήτοι παγκόσμια, έργα τέχνης που καλούν τους δημιουργούς να επαναπροσδιορίζονται διαρκώς  απέναντί της, να σε προσκαλούν αλλά και να σε προκαλούν να ξαναδείς από άλλη πλευρά ή και άλλη ματιά τον αρχετυπικό μύθο, να τον δεις και να τον νιώσεις αναγκαστικά με τα γυαλιά του σήμερα.

Η υπόθεση της Αντιγόνης  ξεκινά με το διάταγμα που ο νέος βασιλιάς της Θήβας Κρέοντας, εκδίδει μετά τη νίκη της Θήβας εναντίον του Άργους. Ο βασιλιάς ζητά από τους πολίτες να αποδοθούν τιμές στο νεκρό Ετεοκλή που έπεσε υπέρμαχος της πατρίδας του, ενώ απαγορεύει την ταφή του αδελφού του Πολυνείκη ο οποίος κινήθηκε σαν προδότης της πόλης.

Σ’ αυτήν την απόφαση αρνείται να συμμορφωθεί η Αντιγόνη, αδερφή και των δύο και αποφασίζει να τελέσει μόνη της την ταφή του Πολυνείκη.

Μ’ αυτό το τιτάνιο έργο έρχονται αντιμέτωποι οι σκηνοθέτες αλλά και οι ερμηνευτές εδώ και 2500 χρόνια. Και δίνουμε καλλιτέχνες και κοινό ο καθένας τις εξετάσεις του.

Πάντως δεν μπορεί κανείς μας να διαφύγει.

Ο λόγος του Σοφοκλή είναι σαφής, η ιστορική συνθήκη και η τότε και η σημερινή γνωστές αλλά και οι ιστορικές θεατρικές προσεγγίσεις μελετημένες.

Η «Αντιγόνη» ανήκει στα έργα του λεγόμενου θηβαϊκού κύκλου (τα άλλα δύο είναι ο «Οιδίπους Τύραννος» και ο «Οιδίπους επί Κολωνώ»), και χρονολογείται περίπου το 441 π.Χ., αποτελώντας το αρχαιότερο -μαζί με τον «Αίαντα» – σωζόμενο έργο του Σοφοκλή.

Παρουσιάστηκε στα Μεγάλα Διονύσια στην Αθήνα και λέγεται ότι ήταν το πρώτο έργο του Σοφοκλή που πήρε το πρώτο βραβείο, ξεπερνώντας το μεγάλο αντίπαλό του, Αισχύλο.

Ο Σοφοκλής έγραψε την «Αντιγόνη» την εποχή που διαμορφωνόταν η Αθηναϊκή Δημοκρατία και οι θεσμοί της. Βρισκόταν δηλαδή η Αθήνα σε μια μεταβατική περίοδο προς   ένα ανώτερο πολιτισμικό στάδιο.

Το θέατρο στην εποχή του Σοφοκλή λοιπόν, θέτει ερωτήματα και ζητήματα βαθιά φιλοσοφικά και πολιτικά.

Ο Albin Lesky παρατηρεί ότι στην Αντιγόνη «γίνεται αρκετά ευδιάκριτο το πρόβλημα,  αν  η  Πολιτεία  μπορεί  να  θεωρεί  τον  εαυτό  της  σαν  έσχατη  και ανώτατη αξία ή αν και αυτή πρέπει να σέβεται νόμους που δεν προήλθαν από την ίδια και που ξεφεύγουν αιώνια από τη δικαιοδοσία της» (1981) ενώ για τον Κορνήλιο Καστοριάδη η Αντιγόνη του Σοφοκλή είναι «η τραγωδία με το μεγαλύτερο πολιτικό βάθος» καθώς σχετίζεται, όσο καμία άλλη, με την ουσία της πόλεως και την πολιτική της έκφραση.

Ο ποιητής με την τραγωδία του διδάσκει τόσο το λαό όσο κυρίως τους ηγέτες της πόλης  πως οι νόμοι για να είναι σεβαστοί, πρέπει να είναι δίκαιοι. Κυρίως πρέπει να μην έρχονται σε κόντρα με το  κοινό περί δικαίου αίσθημα, τις παραδόσεις και το εθιμικό δίκαιο. Πως ο κρατικός αυταρχισμός και η άσκηση απόλυτης εξουσίας, θα φέρει μόνο δεινά στην πόλη και όχι ειρήνευση και τέλος πως όταν ένας νόμος έρχεται σε αντίθεση με την ατομική συνείδηση και την προσωπική ακεραιότητα, το τίμημα για τον υβριστή, όσο ψηλά κι αν βρίσκεται θα είναι βαρύ.

Πόσο μάλλον όταν η ηρωίδα μας δεν ζητά εξουσία αλλά δικαιοσύνη.

Η Αντιγόνη, ένα άγαμο κορίτσι θα μείνει στους αιώνες ως  σύμβολο αντίστασης στην εξουσία και  υπεράσπισης των πανανθρώπινων αξιών.

Μεταξύ αυτών είναι φυσικά και η ταφή των νεκρών. Η προσφορά τιμών και η ακολουθία των νεκρικών εθίμων.

Μέχρι και τον 20ο αι., η ίδια αντίληψη επικρατούσε. Μέχρι και ανακωχή των εμπολέμων κηρύσσονταν προκειμένου να θαφτούν οι νεκροί των εμπολέμων.

Στον καινούργιο αιώνα θα το ξεχάσουμε και αυτό;

Ο εμβληματικός στίχος προς τον Κρέοντα  “οὐ συνεχθρεῖν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν”  (γεννήθηκα για ν’ αγαπώ κι όχι για να μισώ) και η θυσία της για την υπεράσπιση  του εθιμικού κανόνα που επιβάλει να θάβονται οι νεκροί ανεξάρτητα αν είναι νικητές ή ηττημένοι, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για τον αδερφό της Πολυνείκη , αποτελούν συνεχή πηγή έμπνευσης τόσο καλλιτεχνών όσο και κοινωνικών κινημάτων. Συγγραφείς επαναδιατύπωσαν τον μύθο στις μεταπολεμικές συνθήκες, όπως  παράδειγμα και όχι φυσικά προς εξάντληση του θέματος, η «Αντιγόνη» του Ανούιγ (1944) που έχει απέναντί της το ναζιστικό καθεστώς και την αντιφασιστική αντίσταση, αλλά και η μεταπολεμική “Αντιγόνη” του Μπέρτολτ Μπρέχτ (1948), που πεθαίνει και πάλι αντιστεκόμενη στο φασισμό. Ο Ζαν Πολ Σαρτρ συσχέτισε την υπαρξιστική του θεωρία με τον μύθο της Αντιγόνης και το 2018, η ομάδα Outside the Wire διασκεύασε το έργο δίνοντάς του τον τίτλο «Antigone in Ferguson», με αφορμή τον φόνο του Michael Brown από αστυνομικό στο Φέργκιουσον των ΗΠΑ.

Ο Γερμανός σκηνοθέτης Ούλριχ Ράσε,  δήλωσε στις συνεντεύξεις του ότι στην παράστασή του εστιάζει στον χαρακτήρα του Κρέοντα, ως φορέα της κρατικής εξουσίας και της νομιμότητας. Γι’ αυτόν, ενώ η Αντιγόνη ενσαρκώνει την αντίσταση και την ηθική υπακοή στους άγραφους νόμους, ο Κρέων εκπροσωπεί την ανάγκη για διατήρηση της τάξης και της σταθερότητας στην πολιτεία. Και ότι πρωταγωνιστής της τραγωδίας είναι ο Κρέων εφόσον διαπράττοντας την ύβρη λόγω σφάλματος της κρίσης του, είναι αυτός που καταρρέει και τα χάνει όλα. Ο σκηνοθέτης πιστεύει ότι ο Σοφοκλής θέτει τα ερωτήματα και δεν παίρνει θέση στην σύγκρουση.

Η υποφαινόμενη αντίθετα θεωρεί πως ο συγγραφέας δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες. Εν πάση περιπτώσει ο καλλιτέχνης κρίνεται για το αποτέλεσμα της προσέγγισής του περισσότερο, παρά την ίδια την θεωρία του.

Γενικά παρακολουθήσαμε μία μουσικοθεατρική περφόρμανς σκληρής εξπρεσιονιστικής φόρμας που καθοριζόταν κυρίως από τους κυκλικούς κινούμενους διαδρόμους σε ένα τεράστιο περιστρεφόμενο μεταλλικό έδαφος που κάλυπτε όλη την ορχήστρα και στους οποίους κινούνταν θάλεγε κανείς  αενάως ο χορός αλλά και οι υποκριτές. Οι οποίοι ακολουθώντας το ρυθμό της ζωντανής μουσικής, παρουσιάζονταν ως μάλλον συμβολικά όντα παρά τα πρόσωπα της τραγωδίας. Ο λόγος κατακερματισμένος σε μια ιδιότυπη ρυθμική εκφορά άλλοτε λειτουργούσε κι άλλοτε όχι.

Τα μαύρα διάφανα κοστούμια του χορού  (αλλά και των ηθοποιών), δεν παρέπεμπαν φυσικά στα μέλη του χορού των σοφών γερόντων αλλά  αυτός ο συνδυασμός ενός σκιώδους συνόλου που κινείτο σχεδόν ως ζόμπι, δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα απελπισίας και έλλειψης διαφυγής.

Οι φωτισμοί (Ελευθερία Ντεκώ) έφτιαχναν μια απόλυτη γκρίζα σκιά που κάλυπτε τα πάντα διαρκώς και διακοπτόταν ενίοτε από το κόκκινο του αίματος.

Ο πραγματικός όμως πρωταγωνιστής στη σκηνική θεώρηση ήταν η μουσική (Μουσική – Σχεδιασμός ήχου Alfred Brooks) που εκτελείτο ζωντανά και  έδινε τον τόνο στην επί δυόμιση ώρες παράσταση. Κοντραμπάσα και κρουστά δημιούργησαν το δικό τους ηχητικό τοπίο αυξάνοντας την ένταση και τη δύναμη των σκηνών.

Προκειμένου ο σκηνοθέτης να ορίσει τη δική του  σκηνική προσέγγιση του έργου, αφαίρεσε την εναρκτήρια σκηνή της Ισμήνης με την Αντιγόνη, στερώντας από την παράσταση μια άλλη διάσταση, αυτήν που υποδηλώνει η δειλή αρχικά στάση της Ισμήνης και η μετέπειτα απόφασή της να προσχωρήσει στην αδερφική πράξη αντίστασης. Την αρχική δηλαδή αμφιβολία και τη σταδιακή αλλαγή στη συνείδηση ενός ατόμου που οδηγείται τελικά σε μια πράξη ηρωισμού ξεπερνώντας τις αρχικές ανθρώπινες αδυναμίες.

Έλειψε εκτός των άλλων και το χορικό που υμνεί τον έρωτα.

Δεν ακούστηκε στο αρχαίο θέατρο το  «έρως ανίκατε μάχαν, Έρως, ός εν κτήμασι πίπτεις, ός εν μαλακαίς παρειαίς νεάνιδος εννυχεύεις, φοιτάς δ’ υπερπόντιος εν τ’ αγρονόμοις αυλαίς»
(στ.781-805)

Kυρίως δε έλειψε η Ευρυδίκη, η σιωπηλή βασίλισσα, που αυτοκτόνησε μετά τον θάνατο του Αίμωνα.

Προφανώς στην αντίληψη του σκηνοθέτη και στο πλαίσιο του γερμανικού εξπρεσιονισμού, κάθε συναισθηματική προσέγγιση απομακρύνθηκε γιατί αντέβαινε το κεντρικό μότο, την πολεμική φόρμα που υιοθετήθηκε και το δίκαιο του ηγέτη, του Κρέοντα που ενεργεί υποτίθεται για το συμφέρον του συνόλου.

Ο σκηνοθέτης θέλησε να ακουστεί ο Κρέοντας που θεωρεί υψίστης σημασίας τη διάσωση του κράτους και καθήκον του να τηρήσει τους κανόνες που στη συγκεκριμένη περίπτωση όριζαν την  αυστηρή τιμωρία της στάσης του Πολυνείκη,  αποφασίζοντας να μείνει άταφος εφόσον στράφηκε εναντίον του τόπου του.

Θεωρώ την άποψη αυτή ουσιαστικά αντιδραστική και κόντρα στο λόγο του ποιητή.

Ο θίασος άξιος καθ’ όλα του, στάθηκε στο ύψος και το ύφος  που του τέθηκε , υπηρετώντας με αυταπάρνηση το σκηνοθετικό όραμα.

Η Φιλαρέτη Κομνηνού στο ρόλο του Τειρεσία έμοιαζε σα να έπαιζε και να ερμήνευε με μια δική της φόρμα, έξω από τη γενική  σκηνοθετική άποψη. Διαφοροποιήθηκε έτσι από το θίασο με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα. Όχι βέβαια ότι η καλή ηθοποιός δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει του συγκεκριμένου ρόλου. Κάπου όμως έμπλεξαν οι γραμμές.

Ο Γάλλος (Κρέων), η Καρβούνη (Αντιγόνη), ο Τοκάκης (φύλακας), ο Καπουράνης (Αίμων), είχα την αίσθηση ότι περισσότερο εμποδίζονταν από τα άθλια χειλόφωνα να αποδώσουν το ρόλο τους παρά διευκολύνθηκαν  ακόμα και ως …κομπέρ.

Κυρίως όμως έλειψε  η γλύκα του νεανικού έρωτα, η ζεστασιά της ανακωχής και της συγχώρεσης, η απλοχεριά της αγάπης.

Μόνον η τρυφεράδα του τοπίου και το ζεύγος Καρβούνη (Αντιγόνη) – Καπουράνη (Αίμωνας)  που συνέχισαν να περιφέρονται ακόμα και ως φαντάσματα του εαυτού τους στην περιστρεφόμενη σκηνή, θύμιζαν το «έρως ανίκατε» και «οὐ συνεχθρεῖν έφυν».

ΤΑΥΤΌΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Σκηνοθεσία-Σκηνογραφία Ulrich Rasche, Δραματουργία Antigone Akgün, Μετάφραση Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος (που γράφτηκε για την παράσταση της ίδιας τραγωδίας, σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή, το 2006 και το 2007 στην Επίδαυρο) Μουσική – Σχεδιασμός ήχου Alfred Brooks, Κοστούμια Άγγελος Μέντης, Φωτισμοί Ελευθερία Ντεκώ

Παίζουν Γιώργος Γάλλος Κρέων, Δημήτρης Καπουράνης Αίμων, Κόρα Καρβούνη Αντιγόνη, Φιλαρέτη Κομνηνού Τειρεσίας, Θάνος Τοκάκης Φύλακας.

Χορός (αλφαβητικά) Γιώργος Ζιάκας, Δημήτρης Καπουράνης, Μάριος Κρητικόπουλος, Ιωάννης Μπάστας, Βασίλης Μπούτσικος, Γιώργης Παρταλίδης, Θανάσης Ραφτόπουλος, Γκαλ Ρομπίσα, Γιάννης Τσουμαράκης, Στρατής Χατζησταματίου.

Ζωντανή ερμηνεία της μουσικής Νεφέλη Σταματογιαννοπούλου κοντραμπάσο, Χάρης Παζαρούλας κοντραμπάσο, Νίκος Παπαβρανούσης κρουστά, Ευαγγελία Σταύρου κρουστά.

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ