- Νέα Δημοκρατία– Κοινωνικό Κράτος : 2-0
Η Κοινωνική Πρόνοια (ή η Κοινωνική Ευημερία) αποτελεί μια βασική έννοια και σηματοδοτεί ένα συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης του κοινωνικού πεδίου, μέσα στο οποίο εντάσσεται το άτομο ως κοινωνική (και όχι ατομική) μονάδα, συνάπτει σχέσεις και συμμετέχει σε μια κοινωνική ομάδα ή άλλες κοινωνικές ομάδες. Βασικό ρόλο εδώ έχει το Κράτος και η παρέμβασή του. H παρέμβαση του κράτους στοχεύει: στον εφοδιασμό της οικονομίας με δημόσια αγαθά και υπηρεσίες (νερό, ηλεκτρικό ρεύμα, καθολική και δωρεάν πρόσβαση σε δημόσια υγεία-περίθαλψη και παιδεία) καλύπτοντας τις επιθυμητές ανάγκες στις αναγκαίες ποσότητες.
Η μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική στρατηγική της κυβέρνησης της ΝΔ για το 2026-2027 σφίγγει θηλιά γύρω από το (καταρρακωμένο και υπολειμματικό) κοινωνικό κράτος, με δραστικές μειώσεις δαπανών στο Ε.Σ.Υ από 7,6 δισ. ευρώ το 2025 στα 7,4 δισ. μέχρι το 2029, για αγορά ιατροφαρμακευτικού εξοπλισμού από 160 εκατ. στα 65 εκατ. και τις μισθοδοσίες από 2,7 δισ. στα 2,2 δισ., εν μέσω σωρευτικής φόρο-αφαίμαξης 19,1% στα νοικοκυριά έως το 2029. Παρά τις διακηρύξεις του λαλίστατου Αδώνιδως, του «αμερικανοτραφούς», περί διπλασιασμό δαπανών υγείας στα 8,2 δισ. το 2026, η υπό-χρηματοδότηση, που συνεχίζεται ακάθεκτη, διαλύει το Ε.Σ.Υ, ενώ παρόμοιες περικοπές πλήττουν επίσης την παιδεία (από 6,8 δισ. στα 6,1 δισ.) και την αγροτική ανάπτυξη (από 1,7 δισ. στα 1,3 δισ.), με τις δημόσιες επενδύσεις να κατακρημνίζονται από 6,5% στο 0,8% του ΑΕΠ..
Το Εθνικό Σύστημα Υγείας της Ελλάδας, γνωστό ως ΕΣΥ, ιδρύθηκε το 1983 με σκοπό την καθολική δωρεάν πρόσβαση των πολιτών στις υπηρεσίες υγείας βασισμένες στην ισότητα και στην κοινωνική αλληλεγγύη. Από το 2019 έως το 2025, υπό τη Νέα Δημοκρατία και τη συμμαχία της με το ΠΑΣΟΚ του Σημίτη, το ΕΣΥ δέχθηκε πιέσεις από την πανδημία COVID-19, την οικονομική λιτότητα, τις δημογραφικές αλλαγές και τις γενικότερες δομικές αδυναμίες. Το κείμενο εξετάζει την υγεία του πληθυσμού, την αποδοτικότητα ΕΣΥ, την κατάσταση του υγειονομικού προσωπικού και την χρηματοδότηση του ΕΣΥ, προσπαθώντας να καταγράψει την συστηματική φθορά παρά τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς περί αύξησης των δαπανών, με ανισότητες πρόσβασης και καταρράκωση της ποιότητας του συστήματος..
Αρχικά, η συνολική εικόνα της υγείας του ελληνικού πληθυσμού κατά την εξάχρονη περίοδο της Νέας Δημοκρατίας (και γενικότερα μέσα σε δεκαπέντε χρόνια νεοφιλελεύθερης λιτότητας και προσαρμογής στον υπαρκτό νεοφιλελευθερισμό) δείχνει δυσοίωνες τάσεις. Τα ποσοστά του burnout ξεπέρασαν το 30% στις πόλεις και τα χωριά της χώρας, λόγω της υπερκόπωσης από την εντατικοποίηση και ψηφιοποίηση της εργασίας, της φτώχειας και της πανδημίας (ακόμα και των κατάλοιπων αυτής). Οι ψυχικές διαταραχές όπως το άγχος, η κατάθλιψη και τα μετά-τραυματικά σύνδρομα αυξήθηκαν 25%-40% από το 2019 έως το 2025, με τις παιδικές περιπτώσεις να παρουσιάζονται σε διπλάσιο ποσοστό. Ένας στους τρεις εξαντλείται οικονομικά από τα έξοδα που υπερβαίνουν το 20% του εισοδήματος (πχ Ρεύμα, διατροφή, είδη πρώτης ανάγκης), εντείνοντας ανισότητες.
Αναφορικά με τη σωματική υγεία των πολιτών θερίζουν οι χρόνιες παθήσεις όπως τα καρδιαγγειακά νοσήματα, ο διαβήτης τύπου δύο και ο καρκίνος, που αυξήθηκαν όλα αυτά κατά 15% λόγω της παχυσαρκίας και 25% λόγω της κακής διατροφής και της καθιστικής ζωής.
Αναφορικά με τη λειτουργία του Ε.Σ.Υ, εδώ αποτυπώνεται μια χρόνια υπερκόπωση του δημόσιου συστήματος υγείας, με νοσοκομεία να λειτουργούν στο 120-150% της χωρητικότητάς τους, με λίστες αναμονής χειρουργείων από έξι έως δώδεκα μήνες και χρόνιες ελλείψεις σε εξοπλισμό και προσωπικό ειδικά στις απομακρυσμένες περιοχές. Η διαχείριση των αντιβιοτικών παρουσιάζεται επίσης ως προβληματική με την υπερ-συνταγογράφηση να κυμαίνεται σε ποσοστά από 20-30% πάνω από τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, ενώ τα clawbacks πιέζουν τα διαγνωστικά εργαστήρια (όχι όλα..γιατί οι μεγάλες αλυσίδες διαγνωστικών από την πανδημία και μετά αύξησαν τα κέρδη τους πάνω από το 100% ειδικά από την έναρξη της πανδημίας και μετά).
Στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ), σήμερα, σύμφωνα με την εφημερίδα Documento, απασχολούνται περίπου 22.000 εργαζόμενοι με καθεστώς επικουρικού εργαζόμενου ή άλλης μορφής συμβασιούχου βραχύχρονης εργασίας, καθώς και προσωπικό που έχει τοποθετηθεί μέσω βραχύχρονων προγραμμάτων της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης (ΔΥΠΑ, πρώην ΟΑΕΔ), γεγονός που καταδεικνύει ότι ένα κρίσιμο τμήμα της λειτουργίας των δημόσιων δομών υγείας στηρίζεται σε εργασιακές σχέσεις ελαστικές, περιορισμένης χρονικής διάρκειας και μειωμένης εργασιακής ασφάλειας.
Την ίδια στιγμή, ο αριθμός των μονίμων υπαλλήλων των νοσοκομείων ανέρχεται περίπου σε 48.000, ενώ, βάσει των εγκεκριμένων οργανισμών των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, θα έπρεπε να προσεγγίζει τους 90.000, στοιχείο που αναδεικνύει δομική ανεπάρκεια στελέχωσης, με συνέπεια την υπερφόρτωση του υφιστάμενου προσωπικού, την ενίσχυση φαινομένων επαγγελματικής εξουθένωσης και τον περιορισμό της δυνατότητας παροχής ασφαλών και ποιοτικών υπηρεσιών υγείας σε συνθήκες αυξημένης ζήτησης.
Ο συνολικός αριθμός όλων των ειδικοτήτων , μόνιμων και επισφαλώς εργαζομένων, σύμφωνα με την απογραφή της ΕΛΣΤΑΤ, εξαντλείται σε χαμηλούς μισθούς, δωδεκαώρες βάρδιες και ταυτόχρονα παρουσιάζεται το φαινόμενο του «brain drain» πέντε χιλιάδων νοσηλευτών και δύο χιλιάδων ιατρών από το 2020 έως 2024.
Επιπλέον, σύμφωνα με εκτιμήσεις συνδικαλιστικών φορέων, για τη διετία 2025–2027 αναμένεται η αποχώρηση 7.176 εργαζομένων από το ΕΣΥ, κυρίως λόγω συνταξιοδότησης και μη ανανέωσης συμβάσεων, εξέλιξη η οποία, εάν δεν αντισταθμιστεί με ισάριθμες ή και αυξημένες μόνιμες προσλήψεις, προβλέπεται να επιτείνει το υφιστάμενο έλλειμμα στελέχωσης και να αποδυναμώσει περαιτέρω τη λειτουργική ανθεκτικότητα του δημόσιου συστήματος υγείας.
Η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας (ΠΦΥ), δηλαδή ένας θεμελιώδης πυλώνας ενός βιώσιμου συστήματος υγείας, παρέμεινε σε ελλειμματική κατάσταση, με μόλις 1,2 ιατρείο ανά 2.000 κατοίκους σε αγροτικές περιοχές, έναντι 1 ανά 1.200 κατοίκους στα αστικά κέντρα. Αυτό το έλλειμμα οδηγεί σε υπερφόρτωση νοσοκομείων με μη επείγοντα περιστατικά, αυξάνοντας τις εισαγωγές κατά 25% και μειώνοντας τη διαθεσιμότητα κλινών για κρίσιμες περιπτώσεις. Οι προληπτικοί έλεγχοι, όπως οι εμβολιασμοί και ο προληπτικός έλεγχος υγείας π.χ. για την υπέρταση, παρουσίασαν πτώση συμμετοχής κατά 15-20% λόγω του φόβου και της περιορισμένης ενημέρωσης (η ενημέρωση και η προαγωγή υγείας είναι καθήκοντα των δομών ΠΦΥ), με αποτέλεσμα την αύξηση ασθενειών ειδικά στις νεότερες ηλικίες. Η ψηφιοποίηση, αν και προωθήθηκε με τον ηλεκτρονικό φάκελο των ασθενών, αυτή ( η ψηφιοποίηση) κάλυψε μόλις το 65% των μονάδων, περιορίζοντας την αποδοτική διαχείριση δεδομένων και την τηλεϊατρική, ιδίως σε νησιωτικές περιοχές.
Όσον αφορά το προσωπικό του Εθνικού Συστήματος Υγείας αντιμετωπίζει ποσοτικές ελλείψεις και ποιοτική φθορά, που εμφανίζεται μέσα από ιατρικά λάθη που αυξάνονται κατά 18% σε περιόδους αιχμής λόγω κόπωσης. Οι νοσηλευτές αναλαμβάνουν πολλαπλούς ρόλους από την φροντίδα έως τη διοίκηση και παρουσιάζουν σωματικές παθήσεις όπως οσφυαλγίες κατά 40% υψηλότερα από τον γενικό πληθυσμό, λόγω των επαναλαμβανόμενων κινήσεων που εκτελούν και της έλλειψης του κατάλληλου εξοπλισμού. Στις μονάδες εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ) ο λόγος των ασθενών προς τον νοσηλευτή κυμαίνεται από ένα προς δύο έως ένα προς τέσσερα έναντι του διεθνούς προτύπου ένα προς ένα, προκαλώντας την ηθική εξάντληση και το burnout στο 45%. Οι ιατρικές ειδικότητες όπως οι αναισθησιολόγοι και καρδιολόγοι εγκαταλείπουν μαζικά με ετήσια μείωση οκτώ τοις εκατό, αντικαθιστάμενοι από νέο-ειδικευμένους χωρίς εμπειρία.
Οι γυναίκες, που αποτελούν το 70% του νοσηλευτικού, αντιμετωπίζουν ακόμα διακρίσεις σε ωράρια και σε μισθούς, εντείνοντας την ανισότητα φύλου. Η χρηματοδότηση δείχνει αύξηση αλλά χαμηλή αποδοτικότητα: το 2020 πέντε κόμμα οκτώ δισεκατομμύρια «δαπανήθηκαν» λόγω COVID με το 1,2 δις σε εντατικές και εμβόλια, ενώ την περίοδο 2023-2025 «παρουσιάστηκε» ανάπτυξη 4-6% που δεν καλύπτει τον πληθωρισμό που βρίσκεται σε επίπεδο 15%. Η Δημόσια δαπάνη κινήθηκε σε επίπεδο 8,7% του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος το 2024 για την Υγεία, αλλά το 35% δαπανήθηκε σε επιστροφές σε (ιδιωτικά κυρίως) διαγνωστικά κέντρα και στη διοίκηση των δημόσιων φορέων υγείας, αφήνοντας το 45% για μισθούς και για τον εξοπλισμό. Τα Περιφερειακά νοσοκομεία δαπανούν 2.500 ευρώ ανά κλίνη έναντι 5.000 ευρώ στην Αθήνα, δημιουργώντας υποστελέχωση. Οι Ιδιωτικές δωρεές που ανέρχονται στα τριακόσια εκατομμύρια ετησίως υπονομεύουν την αυτονομία του ΕΣΥ, ενώ οι φαρμακευτικές δαπάνες ανέρχονται 25% και ελέγχονται με rebate σαράντα τοις εκατό, με υπερκατανάλωση γενόσημων να αυξάνει εισαγωγές δώδεκα τοις εκατό.
2) Η αριστερή πρόταση για την ανάταξη του κοινωνικού κράτους και του ΕΣΥ
Στο επίκεντρο της αριστερής στρατηγικής αναδεικνύεται η ενδυνάμωση της πρωτοβάθμιας φροντίδας ως πύλης εισόδου για προληπτική ιατρική και αποσυμφόρηση νοσοκομείων, με δημιουργία και πλήρη στελέχωση 240 επιπλέον Τοπικών Μονάδων Υγείας (ΤοΜΥ) και Κέντρων Υγείας, εφαρμόζοντας μοντέλο πληθυσμιακής κάλυψης με 1 ιατρείο ανά 1.200 κατοίκους ιδίως σε αγροτικές, νησιωτικές και ορεινές περιοχές, ψηφιοποίηση μέσω ενιαίου ηλεκτρονικού φακέλου ασθενών και τηλεϊατρικής πλατφόρμας που μειώνει τις λίστες αναμονής χειρουργείων από 6-12 μήνες σε 3 μήνες και αυξάνει τα ποσοστά ανίχνευσης/ιχνηλάτηση για τον καρκίνο, την υπέρταση και τον διαβήτη κατά 50%, αντιμετωπίζοντας την αύξηση χρόνιων παθήσεων κατά 15% και των ψυχικών διαταραχών κατά 25-40% που προκλήθηκαν από την πανδημία και την οικονομική πίεση. Αυτή η από-εμπορευματοποίηση θα εξασφαλίσει τους δωρεάν προληπτικούς ελέγχους, τους εμβολιασμούς και την ψυχοκοινωνική υποστήριξη, ενσωματώνοντας την κοινωνική πρόνοια σε ένα ενιαίο σύστημα υγείας-πρόνοιας για την ολιστική αντιμετώπιση της φτώχειας και των εξαρτήσεων.
Η πρόταση της Αριστεράς, θα πρέπει να είναι βασισμένη στην καθολικότητα, την ισότητα και την αλληλεγγύη, και για αυτό απαιτεί την ριζική ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού και το «βαθέως κράτους» στην ιδιωτική και δημόσια υγεία, κάνοντας το ΕΣΥ αποκλειστικά δημόσιο, δωρεάν και επαρκώς χρηματοδοτούμενο με τουλάχιστον 7,5% (ο ευρωπαϊκός μέσος όρος) (στόχος πρέπει να είναι το 10%) του ακαθάρστου εθνικού προϊόντος, δηλαδή 14-20 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, μέσω κοινού κουμπαρά κράτους και ταμείων που καταργεί τα rebate και clawback των 1,15 δισεκατομμυρίων, κατευθύνοντας τους πόρους σε δημόσιες δομές χωρίς την εξωτερική ανάθεση ή σε ιδιωτικές κλινικές που κράτησαν σημαντικές κλίνες κλειστές κατά την πανδημία, ενώ το ΕΣΥ υπερφορτωνόταν κατά 150%. Θα πρέπει, λοιπόν, να εισαχθεί η καθολική κάλυψη για ανασφάλιστους και ευάλωτους πολίτες, μειώνοντας τις ιδιωτικές δαπάνες κατά 35% και τις ανικανοποίητες ανάγκες 48%, με δωρεάν φάρμακα, εξετάσεις και θεραπείες.
Θα πρέπει να ενδυναμώνεται η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας (ΠΦΥ) με τουλάχιστον 240 Τοπικές Μονάδες Υγείας και Κέντρα Υγείας (επιπλέον στις 126 που υπάρχουν σήμερα…υπολογίζοντας και πόσες υπόλειτουργούν), 1 ιατρείο ανά 1.200 κατοίκους σε αγροτικές και νησιωτικές περιοχές, την ψηφιοποίηση και την τηλεϊατρική που θα μειώσει τις αναμονές χειρουργείων σε τρεις μήνες (σε πρώτη φάση) και αυξήσει τους προληπτικούς ελέγχους περί τα 50%, αντιμετωπίζοντας χρόνιες παθήσεις κατά 15% και ψυχικές διαταραχές 25%, ενσωματώνοντας την πρόνοια και την παρέμβαση για την φτώχεια και τις εξαρτήσεις.
Το προσωπικό θα πρέπει ενισχύεται με μαζικές προσλήψεις 20.000 νέων μόνιμων επαγγελματιών υγείας όλων των ειδικοτήτων, με μισθούς υψηλότερους από 20-30% σε σχέση με σήμερα, την κατάργηση ελαστικών συμβάσεων, και έξστρα 22.000 μονιμοποιήσεις ήδη ενεργών (ελαστικά όμως) εργαζόμενων, δημιουργία μία ακόμα πανεπιστημιακής σχολής στη νοσηλευτική, βάρδιες δώδεκα ωρών το μέγιστο, με λόγο 1 προς 1 νοσηλευτή στις εντατικές, κατάρτιση μέσω προσομοιωτών με σκοπό τη μείωση λαθών κατά 20% και του burnout 30 έως 45%, ύπαρξη μπόνους (όχι μόνο οικονομικού) για εργασία στην περιφέρεια και προστασία συνδικαλιστών.
Η αριστερή πολιτική πρόταση για την αντιμετώπιση της υποστελέχωσης και της επισφαλούς εργασίας στο ΕΣΥ οφείλει να εδράζεται στην κατοχύρωση της υγείας ως καθολικού κοινωνικού δικαιώματος και όχι ως εμπορεύσιμου αγαθού, με κεντρικό άξονα την πλήρη και αποκλειστικά δημόσια χρηματοδότηση και λειτουργία του συστήματος. Στον πυρήνα της πρέπει να προβλέπει τη σταδιακή αλλά ταχεία μετατροπή όλων των θέσεων, επικουρικού και με διάφορες βραχύχρονες συμβάσεις, προσωπικού σε μόνιμες οργανικές θέσεις, την κατάργηση των «ευέλικτων» μορφών απασχόλησης στη δημόσια υγεία και την υιοθέτηση ενός δεσμευτικού, πολυετούς σχεδίου στελέχωσης ανά υγειονομική περιφέρεια και ειδικότητα, εναρμονισμένου με τα οργανογράμματα και τους επιδημιολογικούς δείκτες.
Παράλληλα, η πρόταση πρέπει να ενσωματώνει ουσιαστικές βελτιώσεις στους μισθούς, στις εργασιακές συνθήκες και στους θεσμούς συμμετοχής των εργαζομένων στη διοίκηση των μονάδων υγείας, συνδέοντας την ενίσχυση του ΕΣΥ με μια ευρύτερη στρατηγική αναδιανομής πόρων, φορολογικής δικαιοσύνης και δημοκρατικού κοινωνικού ελέγχου.
3) Που θα βρούμε, όμως, τα λεφτά για αυτήν την πρόταση;
Εδώ βασικές είναι δύο έννοιες. Η Δίκαιη Ανακατανομή και η Κατάργηση Παρασιτικών Μηχανισμών. Η αύξηση της δημόσιας δαπάνης υγείας στο 7,5% του ΑΕΠ (18-20 δισ. ευρώ ετησίως) θα καλυφθεί με κατάργηση clawback και rebate φαρμακευτικών (1,5-2 δισ. εξοικονόμηση), προοδευτική φορολογία σε υπερκέρδη εταιρειών (από 22% σε 28% για τζίρο >10 εκατ., +5-7 δισ.), φόρο μερισμάτων/καταθέσεων >50.000€ (+10 π.μ., +1 δισ.) και μεγάλης ακίνητης περιουσίας (>1 εκατ., +1,5 δισ.), χωρίς επιβάρυνση μισθωτών ή μικρομεσαίων. H επ-αναπροσαρμογή προτεραιοτήτων μεταφέρει 3-4 δισ. από εξοπλισμούς και φοροαπαλλαγές (ναυτιλία, ενέργεια) σε υγεία, ενώ καταπολέμηση της φοροδιαφυγής (10 δισ. ετησίως) αποφέρει 2-3 δισ. μέσω ψηφιακού ελέγχου offshore.
Αναλυτικά, η πηγή χρηματοδότησης έγκειται στην επ-αναπροσαρμογή εθνικών προτεραιοτήτων, με μεταφορά 3-4 δισεκατομμυρίων από μη παραγωγικούς τομείς όπως οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί, όπου οι δαπάνες για φρεγάτες, μαχητικά και πυραύλους ξεπέρασαν τα 5 δισεκατομμύρια ετησίως χωρίς άμεση απειλή, κατευθύνοντας αυτά τα κονδύλια σε υγεία και παιδεία σύμφωνα με συνταγματική προτεραιότητα του κοινωνικού κράτους, ενώ η κατάργηση φοροαπαλλαγών και επιδομάτων σε μεγάλες εταιρείες (π.χ. ναυτιλία, ενέργεια) που κοστίζουν 2 δισεκατομμύρια ετησίως θα απελευθερώσει πόρους για μαζικές προσλήψεις 15.000-20.000 μονίμων εργαζομένων και αύξηση κλινών από τον προϋπολογισμό και όχι από δωρεές ιδιωτών.
Η αριστερή πρόταση για πλήρη ανάταξη του ΕΣΥ κοστίζει περίπου 14 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, δηλαδή αύξηση στο 7,5% του ΑΕΠ από τα τρέχοντα 7 δισεκατομμύρια του 2025 προϋπολογισμού Υγείας (τακτικά 6, δισ. συν έκτακτα).
Οι στρατιωτικές δαπάνες στην Ελλάδα για το 2025 ανέρχονται σε 9 δισεκατομμύρια ευρώ τακτικά (συμπεριλαμβανομένων μισθών, συντήρησης), συν 3 δισεκατομμύρια για έκτακτους εξοπλισμούς (φρεγάτες, Rafale, πυραύλους), σύνολο 12 δισεκατομμύρια, σύμφωνα με επίσημους προϋπολογισμούς και αναλύσεις.
Οι φοροαπαλλαγές της ναυτιλίας και εφοπλιστών κοστίζουν στο ελληνικό κράτος περίπου 3 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Συγκεκριμένα:
- Εθελοντική συνεισφορά: 75 εκατ. €/έτος (συνυποσχετικά 2013/2019), αντί κανονικών φόρων.
- Απαλλαγές φόρου εισοδήματος: Μερίσματα πλοιοκτητριών εταιρειών 5% (από 10%), απαλλαγές αλλοδαπών ναυτιλιακών (+500-800 εκατ.).
- Άλλες: Λιμενικά τέλη -50%, ΦΠΑ/τέλη, μη φορολόγηση γραφείων ναυτιλίας (+300-500 εκατ.).
Στο σύνολο φοροαπαλλαγών 2025 (18,8 δισ. €), που μαζί με τη φοροασυλία στη ναυτιλία (αν φορολογούνταν) θα κάλυπταν το 10% του ΑΕΠ, σύμφωνα με την έκθεση προϋπολογισμού.
Συνεπώς, η «Καλή Χρονιά» που ακούγεται ειρωνικά, όταν η διακυβέρνηση Μητσοτάκη (2019-2025) νομοθετεί ακόμη μια φορά την καχεξία του ΕΣΥ και του κοινωνικού κράτους, μετατρέποντας θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα σε εμπορεύματα, αίσχιστου είδους και ποιότητας, εν μέσω επιδρομής φόρων από 68,3 δισ. στα 81,8 δις ευρώ.
Ευχές για Υγεία και Καλούς Αγώνες, να έχουμε ενάντια στην κυβέρνηση, το παρακράτος και το βαθύ κράτος της ιδιωτικής και της δημόσιας υγείας.
Ευχαριστώ την ΟΕΝΓΕ, του Ιατρικούς Συλλόγους της χώρας, το Κ.Ε.Π.Υ του ΑΠΘ και τις εφημερίδες ΕΦΣΥΝ και Documento για τα πολύτιμα στοιχεία που μου παρείχαν.
Να συνεχίσουν να «συλλογούνται ελεύθερα και σωστά» διαρκώς μαχόμενοι…

