H κύρια επιτυχία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, η φαινομενική οικονομική σταθερότητα, είναι ταυτόχρονα και η μεγαλύτερη αποτυχία της ελληνικής Αριστεράς, καθώς η στασιμότητα εξαπλώνεται σε όλο το φάσμα του δημόσιου βίου.
Το να διαβάζει κανείς όσα έχει γράψει στο παρελθόν είναι πολύ συχνά αμήχανο. Είναι όμως ένας καλός τρόπος για να αναλογιστεί τη μετασχηματιστική δύναμη του χρόνου. Παρατήρησα ότι πολλοί στις πυκνές μας συζητήσεις για τα όσα συνέβησαν το 2015 ξεκινούμε από αυτή τη διαπίστωση: το πόσο μακρινά φαντάζουν όσα σκεφτόμασταν τέτοιες μέρες πριν μόλις δώδεκα μήνες. Στο πνεύμα αυτό, έψαξα ένα κείμενο που είχα γράψει, στον «Χρόνο», τις παραμονές των εκλογών του Ιανουαρίου για να μετρήσω την απόσταση. Ο τίτλος του ήταν «το 1%» και ξεκινούσε με την περίφημη παραβολή του μεσοπολεμικού κομμουνιστή συνδικαλιστή για την οικονομική κρίση που «είναι ένα μεγάλο παλούκι» και το ερώτημα σε τίνος – των καπνεμπόρων ή των καπνεργατών – τον πισινό θα κατέληγε. Κάπως έτσι προσπαθούσα τότε να περιγράψω το ζήτημα που θα καθόριζε «την επιτυχία ή την αποτυχία του πειράματος της κυβέρνησης της Αριστεράς»: ποιος θα επωμιστεί τα βάρη της ύφεσης;
Εξακολουθώ να πιστεύω ότι αυτό είναι το κύριο που θα πρέπει να μας απασχολεί. Το αίτημα της ισότητας, όμως, δεν αναφέρεται μόνο στην αντίθεση των σύγχρονων καπνεμπόρων και καπνεργατών. Διαπλέκεται ταυτόχρονα με τις ειδικότερες πραγματικότητας της ελληνικής κοινωνίας: την αντίθεση μεταξύ τμημάτων της μισθωτής αριστοκρατίας και της νέας εργατικής βάρδιας, την εκμετάλλευση της μεταναστευτικής εργασίας, τον έλεγχο των κρατικών μηχανισμών από διεφθαρμένες και αντιπαραγωγικές γραφειοκρατίες.
Στη μεγάλη εικόνα, η οικονομική και πολιτική αποσταθεροποίηση μετά το 2008 έθεσε ένα απλό ερώτημα: είναι δυνατός ο μετασχηματισμός της κοινωνικής διαμαρτυρίας σε ένα ριζικά διαφορετικό υπόδειγμα κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης; Η ιστορική Αριστερά του 20ού αιώνα θεωρούσε την απάντηση δεδομένη. Η ηττημένη Αριστερά στις αρχές του 21ου αιώνα βάδιζε μεν στα χνάρια της καταφατικής απάντησης δίχως όμως να πιστεύει στο περιεχόμενό της. H προοπτική του κοινωνικού μετασχηματισμού είχε εξοβελιστεί από τη σκέψη της προς όφελος της αναπαραγωγής της στο αριστερό άκρο του πολιτικού φάσματος. Στα χρόνια της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης ο λόγος της ευρωπαϊκής Αριστεράς εξαντλούνταν στην υπεράσπιση της γνώριμης μεταπολεμικής ισορροπίας: το περίφημο ευρωπαϊκό κοινωνικό συμβόλαιο. Η υπόσχεση της ανεδαφικής επανόδου στον απολεσθέντα (σοσιαλδημοκρατικό) παράδεισο τονίζει το αδιέξοδο της ριζοσπαστικής κριτικής που όταν καλείται να περιγράψει το μέλλον ανασύρει το ιδέες από το λεξιλόγιο του παρελθόντος. Η αποτυχία της ελληνικής κυβέρνησης να γυρίσει το ρολόι του χρόνου προς τα πίσω έχει αναδείξει τα όρια της αντίληψης αυτής – όρια βέβαια που από μόνα τους δεν επιβεβαιώνουν την ορθότητα άλλων, φαινομενικά μόνο, πιο ριζοσπαστικών προτάσεων.
Σήμερα βρισκόμαστε σε μια κατάσταση σταθερό-στασιμότητας. Τα σενάρια καταστροφής που διακινούσε η ευρωπαϊκή Δεξιά φαντάζουν μακρινά, εξίσου μακρινά με τις προσδοκίες που είχε δημιουργήσει η άνοδος της Αριστεράς στην εξουσία. Αν το σκεφτεί κανείς μακροσκοπικά, το 2015 ήταν το έτος θριάμβου της γνώριμης, επίπονης σταθερότητας έναντι των δυνατοτήτων και των κινδύνων του απρόβλεπτου. Στο έδαφος αυτό, η κύρια επιτυχία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, η φαινομενική οικονομική σταθερότητα (με όρους όμως παρόμοιους με αυτούς των προηγούμενων κυβερνήσεων) είναι ταυτόχρονα και η μεγαλύτερη αποτυχία της ελληνικής Αριστεράς, καθώς η στασιμότητα εξαπλώνεται σε όλο το φάσμα του δημόσιου βίου. Ακόμα και οι λιγοστές θετικές κυβερνητικές πρωτοβουλίες –αν και όχι πάντοτε ιδιαίτερα ριζοσπαστικές– φαντάζουν αστέρια σε έναν σκοτεινό ουρανό, ανίκανες να συνδιαλλαγούν με την κοινωνική δυναμική που είχε αναδυθεί στα χρόνια της ύφεσης. Τα τολμηρά αιτήματα αντικαθίστανται από τον παραδοσιακό τρόπο άσκησης πολιτικής, και κυρίως από συντηρητικές επιλογές που διαιωνίζουν χρόνιες αδράνειες. Ο πλέον ορατός δείκτης της νέας πραγματικότητας είναι η ισχυροποίηση μίας αναπαλαιωμένης γραφειοκρατικής τάξης που με θαυμαστή ικανότητα ανατροφοδοτεί τη συνέχεια των κρατικών μηχανισμών. Πρόκειται για μία συνειδητή κατεύθυνση που στοχεύει στην ισχυροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Η σταθερο-στασιμότητα δημιουργεί συμμαχίες και εξασφαλίζει μια ιδιότυπη ισορροπία ανάμεσα στην κυβέρνηση και στο ελληνικό 1% –τους διεφθαρμένους ολιγάρχες– που έχουν ανακτήσει την αυτοπεποίθησή τους ύστερα από το προσωρινό σοκ του Ιουλίου του 2015. Απολύτως εύλογα από την πλευρά του ο Στάθης Καλύβας ανακουφισμένος διαπίστωνε πρόσφατα στην Καθημερινή ότι η πρακτική της κυβερνητικής Αριστεράς αφαιρεί οριστικά από το σύνολο της Αριστεράς την επίφαση ότι πρεσβεύει κάτι το ριζικά διαφορετικό. Οι συνδηλώσεις της διαπίστωσης αυτής δεν αφορούν αποκλειστικά το ΣΥΡΙΖΑ· αφορούν την ίδια τη δυνατότητα για ένα πρόγραμμα που θα απειλεί τα προνόμια του ελληνικού 1%.
Η πιο σκληρή διαπίστωση για την ισχύ της σταθερο-στασιμότητας αφορά την ατροφία των εναλλακτικών παραδειγμάτων που θα μπορούσαν να σηματοδοτούν την ορμητική είσοδο ανακαινιστικών πρακτικών και ριζοσπαστικών αιτημάτων στην ελληνική καθημερινότητα. Το πρόβλημα είναι διττό. Από τη μια απουσιάζει από την πολιτική μας κουλτούρα η λογική της καθημερινής πράξης προς όφελος γενικών αναλύσεων (στις οποίες είμαστε εξαιρετικοί). Πρόσφατα συζητούσα με μια μικρή ομάδα νέων γονιών που προσπαθούν να δημιουργήσουν έναν αυτοσχέδιο παιδικό σταθμό για να λύσουν το κύριο πρόβλημα που τους απασχολεί. Στα χρόνια της κρίσης τέτοιες πρωτοβουλίες είχαν πληθύνει και θα ανέμενε κανείς ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς θα τις ενίσχυε χρησιμοποιώντας την εμπειρία τους για την προβολή ενός διαφορετικού τρόπου οργάνωσης της καθημερινότητας. Τίποτα τέτοιο δεν έχει συμβεί.
Σήμερα νομίζω αξίζει να πρωταγωνιστήσουμε σε πρωτοβουλίες και δράσεις, που όσο μικρές ή αποσπασματικές και αν φαντάζουν, τροποποιούν τον περιρρέοντα κυνισμό που εξαπλώνεται και κυρίως εξυπηρετούν τη ζωή μας. Φυσικά αυτό μας οδηγεί στο δεύτερο και μεγαλύτερο πρόβλημα: το κατά πόσο θα μπορέσουμε να μετατρέψουμε τα όποια υποδείγματα σε πρόταση διεξόδου από τη σταθερο-στασιμότητα. Ασφαλώς δεν έχω απάντηση, αλλά είμαι βέβαιος ότι αν υπάρχει αυτή δεν περνάει μέσα από τη δημιουργία μίας ακόμα συλλογικότητας που θα προστεθεί στις πολυάριθμες ήδη υπάρχουσες. Ο τρόπος με τον οποίο φαντάζομαι την υπέρβαση του υπαρξιακού αυτού αδιεξόδου σχετίζεται με την επαναδραστηριοποίηση του δυναμικού εκείνου που δεν αντιλαμβάνονταν το τέλος της ύφεσης ως την επιστροφή στο βολικό παρελθόν της μεταπολιτευτικής συναίνεσης. Προφανώς, τα όσα συνέβησαν το 2015 έχουν αφήσει τουλάχιστον μια στυφή γεύση, αν όχι αίσθηση ριζικής ήττας. Το αν όμως θα μπορέσουμε να μετασχηματίσουμε αυτό που ακούγεται όλο και πιο συχνά μεταξύ μας ως «κάτι πρέπει να γίνει» σε «κάτι πρέπει να κάνουμε» εξαρτάται από την επιθυμία μας να επιμείνουμε στη δυνατότητα της ριζοσπαστικής τομής και κυρίως στην ικανότητά μας να τη διεκδικήσουμε: από την καθημερινότητα που μας περιβάλλει έως το πεδίο άσκησης της πολιτικής εξουσίας.
Δημοσιεύτηκε στα Ενθέματα
Alice Neel, David Bourdon and Gregory Battcock, 1970. Oil on canvas