Οι τρεις ανταγωνιστικές πολιτικές στο ευρωπαϊκό προσκήνιο
Στην τελευταία δεκαετία, και στη σύγχρονη συγκυρία ακόμη περισσότερο, αναδεικνύεται σε όλο το φάσμα του πολιτικού κόσμου (συντηρητικού, σοσιαλδημοκρατικού, αριστερού), το μείζον ζήτημα της προώθησης ή αποδόμησης των θεσμών και μηχανισμών της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Ιδιαίτερα μάλιστα μέσα σε ένα περιβάλλον που συνεχίζει να αδυνατεί να ξεπεράσει την κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, με όλες τις δυσμενέστατες επιπτώσεις της στον λαϊκό εργαζόμενο κόσμο, το ζήτημα της παραμονής ή αποχώρησης από τη λειτουργία της ζώνης του ευρώ, της σύμπλευσης ή αντιπαλότητας προς τα σχέδια ανασυγκρότησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη: Οι περιπτώσεις της Βρετανίας που αδυνατεί να απεμπλακεί από τους οικονομικούς μηχανισμούς της, καθώς και της Ιταλίας όπου γίνεται καταφανής ο επικαθορισμός της δημοσιονομικής της πολιτικής από τα ευρωπαϊκά οικονομικά όργανα, δεν αποτελούν εξαιρέσεις στον κανόνα της συνεχούς και με διάφορους τρόπους αμφισβήτησής της.
Από μια γενική άποψη στο πολιτικό προσκήνιο προβάλλουν τρεις πολιτικές στάσεις αντιμετώπισης του ζητήματος: Η μεγάλη πλειονότητα των αστικών δυνάμεων της συντηρητικής παράταξης και της σοσιαλδημοκρατίας υποστηρίζει τη λειτουργία των ευρωπαϊκών θεσμών, και δεν αντιμετωπίζει ζητήματα αμφισβήτησής τους. Το ρεύμα της ακροδεξιάς, του αναδυόμενου νεοφασισμού αντιτίθεται στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση προβάλλοντας ως διέξοδο την επιστροφή σε μια ορισμένη εθνική περιχαράκωση, στα επιμέρους έθνη – κράτη. Τέλος, η πλειονότητα των δυνάμεων της Αριστεράς στην Ευρώπη, αποδέχεται το αντικειμενικά διαμορφωμένο πλαίσιο της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, επιδιώκοντας ωστόσο την ανάπτυξη της αντιπαλότητας προς το νεοφιλελεύθερο πυρήνα του. Λίγες και περιορισμένες είναι οι αριστερές δυνάμεις που προτάσσουν ως προτεραιότητα την αντιπαράθεση και διαχωρισμό από την κοινή ευρωπαϊκή οικονομική και νομισματική πολιτική, ως προϋπόθεση για μια αυτοδύναμη εθνική και πατριωτική πορεία οικονομικής ανάπτυξης.
Η σύγχρονη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στα πεδία της οικονομίας, της πολιτικής, της διπλωματίας, του ενιαίου νομισματικού συστήματος, αντιπροσωπεύει μια αντικειμενική διαδικασία της καπιταλιστικής διεθνοποίησης στην ευρωπαϊκή ήπειρο, προκειμένου να διασφαλίζεται το σύνολο των ενοποιημένων αγορών, ως πεδίο απρόσκοπτης κυκλοφορίας των επιμέρους εθνικών κεφαλαίων, υπηρεσιών και εργατικού δυναμικού. Παράλληλα, η επικράτηση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών του συνόλου των αστικών δυνάμεων (συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατικών) στα εθνικά επίπεδα, κατέστησε τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης στρατηγικά επιτελεία για τη επιβολή των νεοφιλελεύθερων ρυθμίσεων (εργασιακές μεταλλάξεις, ιδιωτικοποιήσεις, μέτρα δημοσιονομικής λιτότητας κλπ.) κατά τρόπο ενιαίο στις εργατικές τάξεις των ευρωπαϊκών χωρών. Οι προσανατολισμοί αυτοί οξύνθηκαν με την παρατεταμένη κρίση υπερσυσσώρευσης που πλήττει ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο, που επιβάλλει ακόμη παραπέρα επιδείνωση του θεσμικού και οικονομικού πεδίου της παραγωγικής δραστηριότητας των εργαζομένων τάξεων. Τέλος, η κρίση των εθνικών χρεών, ιδιαίτερα στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, καθιστά το δημόσιο χρέος εργαλείο για την πλέον ακραία επιβολή της λιτότητας και των περιοριστικών δημοσιονομικών πολιτικών.
Ευρωπαϊκές αντιθέσεις με τον καπιταλισμό στο απυρόβλητο;
Μ’ αυτά τα δεδομένα, η αντιπαλότητα προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση η οποία τίθεται ως αφετηριακή προϋπόθεση για οποιαδήποτε εναλλακτική διέξοδο, δεν μπορεί να τίθεται μονοδιάστατα, ως αντίθεση σε ένα υπερεθνικό οικοδόμημα, θέτοντας στο απυρόβλητο τον καπιταλισμό σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Μια τέτοια στάση αντιστοιχεί στις βρετανικές πολιτικές δυνάμεις του Brexit ή στην πολιτική του γαλλικού Εθνικού Μετώπου, ή σε ακροδεξιές δυνάμεις της ιταλικής πολιτικής ζωής. Σ΄ αυτή την περίπτωση δεν αναζητείται οποιαδήποτε λύση θέτει τέρμα στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που συγκροτούν τον συνεκτικό ιστό της πολιτικής των ευρωπαϊκών μηχανισμών, αλλά απεναντίας μια εθνικιστικού χαρακτήρα περιχαράκωση, προφανώς σε αντιπαλότητα με τους καπιταλισμούς των επιμέρους ευρωπαϊκών κρατών. Που οξύνει ακόμη περισσότερο τον κυρίαρχο συντηρητισμό, τους εθνικούς ανταγωνισμούς, την ξενοφοβία και την προστασία της φυλετικής καθαρότητας κλπ. Ενώ έχει παρέλθει ένα διάστημα διόμισυ ετών από την πραγματοποίηση του Brexit (στο οποίο είχε πρωτοστατήσει η βρετανική ακροδεξιά), δεν έχει προκύψει κανενός είδους προοδευτική, ή φιλολαϊκή μεταστροφή προς όφελος των εργατικών στρωμάτων. Η πολιτική εξουσία συνεχίζει να ασκείται από τις συντηρητικές δυνάμεις και να επικαθορίζεται από τους προσανατολισμούς (φίλο- και αντί – ευρωπαϊκούς του βρετανικού κεφαλαίου.
Άρα ευρύτερα μια τέτοια πολιτική αντιπαράθεσης με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση που γίνεται με όρους εθνικοπατριωτικής «ανεξαρτησίας», εφόσον δεν θέτει το ζήτημα των αντικαπιταλιστικών και ριζοσπαστικών αλλαγών στην επιμέρους χώρα, εκ των πραγμάτων οδηγεί στην αναπαραγωγή των παραμέτρων της «εθνικής – αυτοδύναμης» οικονομικής καπιταλιστικής ανάπτυξης, πέρα από τους δρόμους της χειραφέτησης των εργαζομένων τάξεων και των πρακτικών του ευρωπαϊκού εργατικού διεθνισμού. Γιατί ακριβώς η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση με όλα της τα όργανα και τις δυνατότητες άσκησης εξουσιών δεν αντιπροσωπεύει μια υπερεθνική ένωση που «υπερίπταται» πάνω από τους επιμέρους εθνικούς καπιταλισμούς, αλλά την ίδια την ενοποίηση και το συντονισμό μεταξύ τους, με την υποστήριξη των μεγαλυτέρων τμημάτων των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων.
Το σύνολο των ευρωπαϊκών θεσμών, κάτω από την ισχυρή παρουσία του νεοφιλελευθερισμού, έχει μετατραπεί σε ένα πολύμορφο κέντρο εφαρμογής συνεχών αναδιαρθρώσεων σε βάρος της μισθωτής εργασίας, του κοινωνικού κράτους, των πολιτικών δικαιωμάτων, κλπ. Σ’ αυτή την πολιτική συνεργούν από κοινού οι σοσιαλδημοκρατικές και συντηρητικές δυνάμεις που συγκλίνουν στα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης υπερσυσσώρευσης με όρους υποτίμησης των λαϊκών εργατικών δυνάμεων. Προφανώς είναι αυτή η συνεχής καθήλωση της αναπτυξιακής διαδικασίας και η μεταφορά εισοδήματος από τις εργατικές τάξεις προς το επιχειρηματικό κεφάλαιο που καθορίζει την άσκηση των ευρωπαϊκών πολιτικών σ’ αυτές τις κατευθύνσεις, και όχι η ίδια η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση καθεαυτή, η οποία δεν λειτουργεί παρά ως όργανο επιβολής των νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων. Δεν είναι το κοινό νόμισμα που έχει προκαλέσει την κρίση των περισσοτέρων ευρωπαϊκών χωρών, αλλά οι αναδιαρθρώσεις του κεφαλαίου για την αντιμετώπιση της κρίσης υπερσυσσώρευσης. Είναι όμως η ζώνη του ευρώ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κλπ. που έχουν μετατραπεί σε όργανα αποκλειστικής υπηρέτησης αυτής της πολιτικής, σε τέτοιο βαθμό που η διαμόρφωση εναλλακτικών λαϊκών λύσεων να απαιτεί πλέον την αποδόμηση και εξουδετέρωση της λειτουργίας αυτών των ευρωπαϊκών θεσμών.
Συνεπώς οι εκκλήσεις των σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων για την ανάσχεση του νεοναζιστικού ρεύματος που με όρους εθνικιστικούς επιδιώκει την αποδέσμευση από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, είναι ανυπόστατες εφόσον αυτές οι αστικές πολιτικές προκαλούν συστηματικά την υποβάθμιση των εργαζομένων τάξεων και την συνεπακόλουθη απονομιμοποίησή τους, έδαφος στο οποίο βρίσκουν πεδίο ανάπτυξης οι ακροδεξιοί σχηματισμοί. Έτσι η αντίθεση προς την κοινωνική καταστροφή που προκαλείται δεν μπορεί να γίνεται με όρους εθνικιστικών διαχωρισμών, που και αν ακόμη επιτύχουν την χρεοκοπία και διάλυση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, θα δώσουν γέννηση σε ακόμη μεγαλύτερους και οξυμένους ανταγωνισμούς μεταξύ των εθνικών καπιταλισμών των ευρωπαϊκών χωρών.
Η σοσιαλιστική πυξίδα προσανατολισμού σ’ όλα τα επίπεδα
Σε κάθε περίπτωση δηλαδή η αντιπαράθεση δεν μπορεί να γίνεται απέναντι στο ευρωπαϊκό πλαίσιο καθεαυτό, αλλά σε αντιπαλότητα προς τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που αυτό υπηρετεί, δηλαδή με όρους αντικαπιταλιστικής διαπάλης στο εθνικό επίπεδο, πράγμα που αντανακλάται ευθέως στο ευρωπαϊκό πεδίο. Επομένως η οποιαδήποτε αντίθεση των αριστερών δυνάμεων στην πολιτική των ευρωπαϊκών θεσμών, δεν μπορεί να γίνεται στο όνομα της «εθνικής πατριωτικής» αποδέσμευσης και ανάπτυξης, αλλά στην οπτική της διαπάλης, στο βαθειά καπιταλιστικό περιεχόμενό της.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα τότε η οποιαδήποτε αντιπαλότητα προς τις ρυθμίσεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που αναδεικνύεται από τα «αριστερά», δεν μπορεί παρά να έχει πρωτίστως λαϊκά ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά απέναντι στην κυριαρχία του καπιταλισμού σε εθνικό επίπεδο. Π.χ. για την ελληνική περίπτωση, μόνον η γενικευμένη διαπάλη για την κατάργηση των τριών μνημονίων, για την μεταφορά εισοδήματος από την καπιταλιστική κερδοφορία που έχει ανακάμψει, προς την εργατική τάξη κλπ. μπορεί να επιφέρει τον κλονισμό και την στρατηγική αποδόμηση των ευρωπαϊκών θεσμών. Απεναντίας η πρόταξη της προτεραιότητας αποχώρησης από την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση (με ποιες ταξικές διαδικασίες θα γίνει αυτό;) , και στη συνέχεια η δρομολόγηση της οποιασδήποτε «εθνικής», «αναπτυξιακής» πορείας, εμφανίζεται ανυπόστατη εφόσον δεν είναι το υλικό προϊόν ενός ταξικού, ριζοσπαστικού, αντιμνημονιακού κινήματος, που στη διαδικασία της πραγμάτωσής του επιφέρει και την αντιπαράθεση προς την ευρωπαϊκή ιερή συμμαχία του κεφαλαίου. Άλλωστε αυτό συνάγεται και από τις εκλογικές αναμετρήσεις του 2015 : Όταν το ζήτημα που τέθηκε στο δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015 ήταν η επιβολή ή μη ενός νέου μνημονίου, το «όχι» απέσπασε την πλειοψηφία του 62% της λαϊκής ετυμηγορίας, ενώ στις βουλευτικές εκλογές Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου του 2015 επικράτησε ο ΣΥΡΙΖΑ με 36% των ψήφων ως σημαιοφόρος της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης και αστικής καθυπόταξης.
Γι’ αυτούς τους λόγους η πολιτική των νεοφασιστικών σχηματισμών έναντι της ευρωπαϊκής ενοποίησης με όρους εθνικιστικής περιχαράκωσης, βρίσκεται στον αντίποδα των πολιτικών αριστερών δυνάμεων που επιζητούν στρατηγικά την υπέρβασή της, με όρους κοινωνικού μετασχηματισμού και ευρωπαϊκού εργατικού διεθνισμού. Διαχωρισμός από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θέτοντας τον καπιταλισμό της κρίσης υπερσυσσώρευσης στο απυρόβλητο, ουσιαστικά γίνεται με όρους εθνικούς και πατριωτικούς, τροφοδότησης της καπιταλιστικής ανάπτυξης, παραγωγικών αναδιαρθρώσεων των εθνικών κεφαλαίων, δηλαδή με όρους συνέχισης της πολιτικής του νεοφιλελευθερισμού στο εθνικό επίπεδο. Απεναντίας, μόνον μια πολιτική που θέτει τέρμα στα μνημόνια, στις μεταλλάξεις σε βάρος της μισθωτής εργασίας, ανοίγει εναλλακτικούς δρόμους σοσιαλιστικού μεταβατικού χαρακτήρα, αντιμάχεται τους πατριωτικούς ανταγωνισμούς, αντιμετωπίζει το σύνολο της ενιαιοποιημένης ευρωπαϊκής παραγωγής με την οπτική της αλλαγής των σχέσεων παραγωγής και όχι από τη σκοπιά της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, μπορεί να θεμελιώσει μια πορεία σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο με αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά, ενεργοποιώντας διαδικασίες εργατικού ευρωπαϊκού διεθνισμού και σύγκλισης των ευρωπαϊκών αριστερών και εργατικών κινημάτων.
Απέναντι στον ευρωπαϊκό κοσμοπολιτισμό των αστικών τάξεων και των πολιτικών παρατάξεων σοσιαλδημοκρατίας και δεξιάς, μπροστά στην προώθηση των εθνικιστικών περιχαρακώσεων (μήτρες νέων ανταγωνισμών διεθνικού χαρακτήρα), μόνον μια αριστερή πολιτική που αντιπαρατίθεται στο άκρως νεοφιλελεύθερο περιεχόμενο του καπιταλισμού, σε εθνικό και ταυτόχρονα διεθνικό επίπεδο, μπορεί να αναζητήσει τους σημερινούς δρόμους σοσιαλιστικής ανασυγκρότησης βασισμένης στην ταξική αλληλεγγύη, τον συνεργατισμό, την ισοτιμία κ.ά. στην ευρωπαϊκή ήπειρο.