Πηγή: Το κόκκινο και το μαύρο
Στις 9 Ιανουαρίου, ο συνταγματολόγος Νίκος Αλιβιζάτος θύμισε στην κυβέρνηση μια «εκκρεμότητα» ενόψει εκλογών – εκκρεμότητα τουλάχιστον από τον Οκτώβριο του 2020: ένας δικός της νόμος (ν. 4804/2021, Άρθρο 93, «Δικαίωμα κατάρτισης συνδυασμών») έδινε το ελεύθερο στους έγκλειστους ηγέτες της Χρυσής Αυγής «να είναι υποψήφιοι στους συνδυασμούς κόμματος –υφιστάμενου ή νέου–, αρκεί να μην κατέχουν ηγετική θέση σε αυτό». Η ακριβής διατύπωση του νόμου ζητούσε απλά «ο πρόεδρος, ο γενικός γραμματέας, τα μέλη της διοικούσας επιτροπής και ο νόμιμος εκπρόσωπος [να μην] έχουν καταδικασθεί» μεταξύ άλλων και για αδικήματα του 187 ΠΚ. Λεπτομέρεια: αυτή η διατύπωση τροποποιούσε (καταφανώς υπέρ των εγκλείστων ναζιστών) το προεδρικό διάταγμα 26/2012 που ρύθμιζε την κατάρτιση ψηφοδελτίων. Κατά το νόμο του 2021, λοιπόν, οι καταδικασμένοι ως «διευθυντές» εγκληματικής οργάνωσης με βάση τον 187 ΠΚ Μιχαλολιάκος, Κασιδιάρης και Λαγός, θα μπορούσαν να πολιτεύονται άνετα με νέα ρούχα, βάζοντας απλά «μπροστινούς» στις θέσεις των νόμιμων εκπροσώπων τους.
Η συνέχεια είναι γνωστή: Στις 18 Ιανουαρίου –με το ένα μάτι στις δημοσκοπήσεις και με το άλλο στους κεντρώους που εξοργίζονται με το αίσχος των υποκλοπών–, η κυβέρνηση διέρρευσε τροπολογία των Βορίδη-Γεραπετρίτη που θα τακτοποιούσε την «εκκρεμότητα», αποτρέποντας τους «μπροστινούς» – αναθέτοντας όμως τη σχετική απόφαση όχι στη Βουλή, αλλά στον Άρειο Πάγο. Την ίδια μέρα, ο ΣΥΡΙΖΑ ανήγγειλε δική του πρόταση νόμου, χωρίς τις ασάφειες που θα ήγειραν θέμα «δύο άκρων»: σύμφωνα με την πρόταση αυτή, «αρμόδιο για την ανακήρυξη των συνδυασμών [θα είναι το] Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου».
Μέρες τώρα, πλήθος νομικών στ’ αριστερά της ΝΔ παρεμβαίνουν προτείνοντας διατυπώσεις – ανάμεσά τους και ο Βαγγέλης Βενιζέλος, ως συνταγματολόγος. Λίγο πριν από τη δημοσίευση της πρότασης νόμου του ΣΥΡΙΖΑ, στο άρθρο «Από τη φοβική, στη μαχόμενη δημοκρατία», ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ προτείνει κόμματα όπως του Κασιδιάρη να αντιμετωπίζονται με «δικαστική κρίση, ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη […] με ταχείες και δικονομικά απλές διαδικασίες, με τη χρήση κάθε πρόσφορου αποδεικτικού μέσου και γενικότερα στοιχείου που προσκομίζεται από όποιον έχει έννομο συμφέρον, άρα ακόμη και κάθε εκλογέα». Κοινός παρονομαστής, και στις τρεις προτάσεις, η ανάθεση της αρμοδιότητας στη δικαστική εξουσία (στον Άρειο Πάγο) – δηλαδή η αφαίρεσή της από τη Βουλή.
Στα αυτιά και στα μάτια των μη νομικών, οι διαφορετικές απόψεις για το σκεπτικό και τη διαδικασία με την οποία θα περιοριστεί το «κόμμα Κασιδιάρη» μοιάζουν στριφνές και δυσνόητες – αν όχι δευτερεύουσας σημασίας. Το αποτέλεσμα δεν είναι, άραγε, που μετράει; Γιατί τόση φασαρία για τη διαδικασία, όταν η κυβέρνηση λέει απλά και κατανοητά για τον πολύ κόσμο «κόβουμε το κόμμα Κασιδιάρη»; Αυτό δεν θά πρεπε να θέλουμε όλοι μας;
Τις τελευταίες μέρες, οι παρεμβάσεις των Κώστα Παπαδάκη, Μπάμπη Κουρουνδή και Θανάση Καμπαγιάννη, έχουν ισορροπήσει μια συζήτηση που στην Αριστερά κινούνταν ανάμεσα στο «να κοπεί ο Κασιδιάρης, κι ας είναι κι από δικαστήριο» και στο «αν κοπεί ο Κασιδιάρης, μετά είναι η σειρά μας – άρα να μη γίνει τίποτα». Ο κοινός παρονομαστής σε αυτές τις τρεις συμβολές είναι ότι αξιοποιούν το μάθημα της «μαχόμενης δημοκρατίας» του εικοστού αιώνα, θεωρώντας βάσιμα ότι το μάθημα αυτό καθοδηγεί ακόμα σήμερα τη νομικο-πολιτική σκέψη του Κέντρου και της Δεξιάς. Οι καταδικασμένοι ως διευθυντές εγκληματικής οργάνωσης, υποστηρίζουν οι τρεις παρεμβάσεις, δεν μπορούν να ψηφίζονται σαν κανονικοί πολιτευτές – αλλά αυτό απαιτεί διαδικασίες που δεν θα θεωρούν όρο επιβίωσης της δημοκρατίας το να λειτουργεί η ίδια με αντιδημοκρατικά μέσα για να περιορίσει αποτελεσματικά τους αντιπάλους της. Οι νομοθετικές πρωτοβουλίες δεν λαμβάνονται σε ιστορικό κενό.
Τι είναι και ποιους μάχεται η «μαχόμενη δημοκρατία»;
To 1937, ενώ η Ευρώπη έχει γεμίσει φασισμούς και δικτατορίες, ένας Γερμανοεβραίος νομικός, εξόριστος στις ΗΠΑ, ο Καρλ Λέβενστάιν (Karl Loewenstein), γράφει ότι, απέναντι στους δύο εξτρεμισμούς, τον φασιστικό και τον κομμουνιστικό, είναι επείγον να εγκαταλειφθεί ο «δημοκρατικός φονταμενταλισμός»: οι «δημοκρατίες σε αυτοάμυνα» έχουν δικαίωμα και υποχρέωση να απαντήσουν «στη φωτιά με φωτιά» – να γίνουν «μαχόμενες δημοκρατίες»[1]. Τα παραδείγματα που προτείνει ο Λέβενστάιν –Φινλανδία, Εσθονία, Τσεχοσλοβακία, Αυστρία–, αφορούν όλα χώρες που εφάρμοσαν «αντιφασιστική» νομοθεσία για την αποτροπή πραξικοπημάτων – αλλά και εξεγέρσεων, στάσεων, ανταρσιών, εκτεταμένων ταραχών. Στις χώρες αυτές, η νομοθεσία για την καταστολή του ενός «άκρου» γινόταν σε ελάχιστο χρόνο εργαλείο για την αντιμετώπιση του άλλου.
Τόσο στα κείμενα του Λέβενστάιν, όσο νωρίτερα και στην πραγματική πολιτική ζωή, το πού τελείωνε ο «εξτρεμισμός» και πού άρχιζε ο «ριζοσπαστισμός», ήταν απόλυτα ασαφές. Στις περισσότερες χώρες, όπως παραδεχόταν στα άρθρα του ο ίδιος, όποτε η «μαχητικότητα» δεν αποδεικνυόταν απλά προοίμιο μιας δικτατορίας (π.χ. στην Αυστρία), το πολίτευμα γλιστρούσε στον αυταρχισμό (αποδίδοντας π.χ. υπερεξουσίες στον Πρόεδρο της Εσθονίας) και στην εκκαθάριση του πολιτικού τοπίου από την επαναστατική Αριστερά, με βάση δικαστικές, «όχι υπερβολικά λεγκαλιστικές» αποφάσεις – ώστε την ίδια στιγμή ένα φασιστικό κόμμα εντός κοινοβουλευτικών ορίων να λειτουργεί χωρίς υπολογίσιμο αντίπαλο στ’ αριστερά του (π.χ. Φινλανδία, Τσεχοσλοβακία).
Η «μαχόμενη δημοκρατία» δεν είναι παλιά ιστορία
Θα πει κανείς «αυτά γίνονταν στον Μεσοπόλεμο». Αλλά η εμπόλεμη δημοκρατία που περιέγραφε ο Λέβενστάιν –αυτή που όφειλε να μην «αυτοκτονήσει» αφήνοντας τους εσωτερικούς εχθρούς της να την ανατρέψουν με δημοκρατικά μέσα–, ενέπνευσε για δεκαετίες την κυρίαρχη πολιτική και συνταγματική σκέψη τόσο τις ΗΠΑ του Ψυχρού Πολέμου, όσο και στη Γερμανία. Το γερμανικό Σύνταγμα αποδίδει μέχρι και σήμερα στο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο την αρμοδιότητα να αποφασίζει αν ένα κόμμα κινείται ή όχι εντός ορίων του Συντάγματος: με δικές του αποφάσεις, λοιπόν, το 1952 απαγορεύτηκε το ναζιστικό «Σοσιαλιστικό Κόμμα του Ράιχ (SRP), το 1956 κρίθηκε αντισυνταγματικό το ΚΚ Γερμανίας, αλλά από τα μέσα του ’60 το βίαιο νεοναζιστικό ΝPD παρέμεινε για δεκαετίες ανενόχλητο[2].
Στην Ελλάδα, όπως θύμιζε αυτές τις μέρες ο Μπάμπης Κουρουνδής, η «μαχητικότητα» της μετεμφυλιακής «καχεκτικής δημοκρατίας» είχε ως βασικό στόχο την ΕΔΑ. Ακόμα δε και στην πρώτη Μεταπολίτευση, όσο κι αν η εμπειρία της δικτατορίας ήταν νωπή, η νομοθεσία κατά του «εξτρεμισμού» και η «αμφίπλευρή μαχητικότητα» του κράτους κατά του «αριστεροχουντισμού», έδειχνε ότι στην πράξη το κράτος παρέμενε «στρατηγικά επιλεκτικό», στρέφοντας τη δράση των κατασταλτικών μηχανισμών κατά προτεραιότητα απέναντι στον τότε ανερχόμενο μεταπολιτευτικό αριστερό ριζοσπαστισμό[3]. Για χρόνια, και τελικά ως και το 2020, παρότι η θεωρία των άκρων υπήρξε θεμέλιο της κυρίαρχης ιδεολογίας, οι μαχαιροβγάλτες του δεξιού άκρου αντιμετωπίστηκαν ως «νόμιμο κόμμα», πράγμα φυσικά αδιανόητο για την άκρα Αριστερά. Οι νομοθετικές πρωτοβουλίες εναντίον τους σήμερα είναι αναγκαίες. Δεν μπορούν, ωστόσο, να αγνοούν το ιδεολογικό κλίμα, στην Ελλάδα και διεθνώς – τις σύγχρονες εκδοχές «μαχόμενης δημοκρατίας» κατά των «λαϊκισμών», στο φόντο της εξουδετέρωσης ακόμα και μιας Βουλής όλο και λιγότερο αντιπροσωπευτικής.
Η ασυνεννοησία στις τάξεις του αντιφασιστικού χώρου είναι πολυτέλεια
Να γυρίσουμε όμως στα τωρινά. Είναι θετικό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κινητοποιήθηκε έγκαιρα για να καταθέσει δική του πρόταση νόμου – αντί να καταγγείλει απλά την κυβερνητική πρωτοβουλία για το «κόμμα Κασιδιάρη» και τις (προφανείς) σκοπιμότητές της. Μου φαίνεται όμως ακατανόητο γιατί οι συντάκτες της πρότασης βιάστηκαν να ευθυγραμμιστούν με το πνεύμα (και εν μέρει και το γράμμα) των προτάσεων Γεραπετρίτη-Βορίδη και Βενιζέλου – αναγνωρίζοντας, και αυτοί, τον Άρειο Πάγο ως κατεξοχήν αρμόδιο να αποφασίσει για κάτι τόσο σοβαρό. Οι μαχαιροβγάλτες δεν μπορεί να κατεβαίνουν στις εκλογές. Αυτό, όμως, στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, είναι ζήτημα της νομοθετικής εξουσίας, ως ζήτημα πολιτικό – όχι δικαστικό. Η αναβάθμιση της δικαστικής εξουσίας, στο όνομα της δήθεν πολιτικής ουδετερότητάς της, υποβαθμίζει τη Βουλή σε κατοικίδιο. Αν ισχύει, όπως γράφτηκε, ότι η Αριστερά ήταν ενήμερη για την πρωτοβουλία Γεραπετρίτη ήδη πριν από τις γιορτές, γιατί να μην υπάρξει συνεννόηση, έστω τώρα, σε κάτι τόσο βασικό;
Με ευχαριστίες στον Κώστα Παπαδάκη.
Σημειώσεις
[1] Karl Loewenstein, “Militant Democracy and Fundamental Rights I”, The American Political Science Review Vol. 31, No.3 (Jun., 1937), pp. 417-432· “Militant Democracy and Fundamental Rights II”, The American Political Science Review, Vol. 31, No. 4 (Aug., 1937), pp. 638-658
[2] Cristóbal Rovira Kaltwasser, “Militant Democracy Versus Populism”, στο: Anthoula Malkopoulou, Alexander S. Kirschner (επιμ.), Militant Democracy and Its Critics Populism, Parties, Extremism Edinburgh University Press 2019, σσ.: 72-91.
[3] Δημήτρης Μπελαντής, «Η ‘μαχόμενη δημοκρατία’ της ελληνικής Μεταπολίτευσης: όψεις του κρατικού λόγου για τον ‘εσωτερικό εχθρό’ (1975-2001)», στο: Αναζητώντας τον εσωτερικό εχθρό, Προσκήνιο-Άγγελος Σιδεράτος 2004, σσ.: 127-196.