25.1 C
Athens
Παρασκευή, 11 Οκτωβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Η «Μεγάλη Χίμαιρα», η κριτική της και μια κριτική της κριτικής της, Του Αντώνη Γαζάκη

Πηγή:marginalia.gr

Με αφορμή τον Καραγάτση ξεδιπλώνεται για άλλη μια φορά ένας ιδιότυπος ελιτισμός που αντιμετωπίζει το αναγνωστικό κοινό όχι απλώς ως εφήβους, αλλά ως νήπια που, διαβάζοντας ένα βιβλίο της δεκαετίας του ‘50, δεν μπορούν τάχα να το διαβάσουν κριτικά.

Την Παρασκευή 21 Ιουνίου ξέσπασε ένας ακόμη μικρός πολιτισμικός πόλεμος σε μια γωνιά των ελληνικών μέσων κοινωνικής δικτύωσης (στο Facebook κατά βάση), με θέμα (και θύμα) αυτή τη φορά τον Μ. Καραγάτση, έναν συγγραφέα που έχει πεθάνει εδώ και 64 χρόνια, αλλά διαβάζεται περισσότερο από αρκετούς άλλους που είναι ακόμη εν ζωή. Ξαφνικά στον τοίχο μου άρχισα να βλέπω αναρτήσεις για τις χυδαίες σεξιστικές επιθέσεις που δέχτηκε μια συγγραφέας, η Ρένα Λούνα, για ένα άρθρο που δημοσίευσε στη LIFO με το οποίο επιχειρεί να αποδομήσει τον Καραγάτση, ασκώντας στο μυθιστόρημά του «Η Μεγάλη Χίμαιρα» (1953) κριτική από φεμινιστική σκοπιά. Τα πράγματα που διάβαζα ότι έγραφαν εναντίον της κάποιοι άντρες δεν ήταν απλώς ad hominem (ο ίδιος ευτυχώς δεν εκτέθηκα άμεσα σε αυτά), αλλά αποκρουστικές εκφράσεις βγαλμένες από το textbook (για να χρησιμοποιήσω μια λέξη που θα μας φανεί χρήσιμη παρακάτω) της φαλλοκρατίας, και είναι προφανές ότι μάλλον δεν θα γράφονταν ποτέ αν το άρθρο υπογραφόταν από άντρα. Ασυζητητί, απέναντι σε αυτές τις επιθέσεις δεν μπορούμε παρά να είμαστε στο πλευρό της αρθρογράφου.

Πέρα από αυτό, δεν είχα σκοπό να ασχοληθώ περισσότερο με το θέμα, σταδιακά όμως έβλεπα όλο και περισσότερες αναρτήσεις από ανθρώπους (όχι μόνο, ούτε κυρίως, άντρες) των οποίων την κρίση εμπιστεύομαι, οι οποίες -μακριά από οποιαδήποτε χυδαιότητα- επιχειρηματολογούσαν ότι το κείμενο της Ρένας Λούνα ήταν προβληματικό, τόσο μεθοδολογικά όσο και πραγματολογικά. Ταυτόχρονα, ξεπηδούσαν επίσης σαν μανιτάρια αναρτήσεις, αλλά και άρθρα (θα επανέλθω σε αυτά παρακάτω) που υπερασπίζονταν όχι μόνο τη συγγραφέα απέναντι στις χυδαιολογίες, αλλά και την ίδια την ουσία του κειμένου, υποστηρίζοντας ότι είναι μια καθόλα «νόμιμη» κριτική. Επειδή λοιπόν έχω μια επαφή με το έργο του Καραγάτση ως αναγνώστης, αλλά και λόγω φιλολογικών σπουδών, διάβασα προσεκτικά το άρθρο της για να αποκτήσω ιδία άποψη.

Δυστυχώς ή ευτυχώς, το κείμενο πράγματι δεν αντέχει σε μια δεύτερη ανάγνωση, κι αυτό όχι φυσικά επειδή ο Καραγάτσης είναι τεράστιος συγγραφέας ή «ιερή αγελάδα» της λογοτεχνίας μας (σχεδόν ακατανόητος χαρακτηρισμός όταν μιλάμε για έναν από τους πιο υποτιμημένους Έλληνες συγγραφείς από τη λογοτεχνική κριτική σε σχέση με τη δημοφιλία και τη διαχρονικότητά του) και ως εκ τούτου δεν πρέπει να τον αγγίζουμε. Τα είδωλα κάθε είδους επιβάλλεται να τα γκρεμίζουμε, αλλά με τα κατάλληλα εργαλεία και τις κατάλληλες κινήσεις, γιατί διαφορετικά κινδυνεύουμε να φάμε τα μούτρα μας (και να στερεώσουμε τα εν λόγω είδωλα καλύτερα στο βάθρο τους). Όπως έγραψε πολύ εύστοχα και μια συγγραφέας στον τοίχο της, «Δεν υπάρχουν “ιερά βιβλία”, δεν υπάρχουν “μεγέθη που δεν αγγίζουμε”. Η λογοτεχνία αλλά και η κριτική δεν έχουν όριο. Το όριο είναι μόνο ένα, όταν κάποια ή κάποιος εκφράζει άποψη, να συζητάμε την άποψη κι όχι την προσωπικότητα του σχολιαστή ή της σχολιάστριας» (Κατερίνα Μαλακατέ).

Αφήνοντας στην άκρη τις ανόητες επιθέσεις ενάντια στην προσωπικότητα και το φύλο της συντάκτριας, καθώς και τις βλακώδεις κραυγές ότι κείμενα σαν κι αυτό αποτελούν κάποιου είδους λογοκρισία προς τον κρινόμενο συγγραφέα και το έργο του (απέναντι στις οποίες βέβαια υψώθηκαν άλλες -όχι ιδιαίτερα τιμητικές- φωνές που χαρακτήριζαν την όποια κριτική στο κείμενο ως απόπειρα απαγόρευσης διατύπωσης γνώμης), θα επιχειρήσω να αναλύσω το ίδιο το κείμενο που αποτέλεσε την πέτρα του σκανδάλου, και στη συνέχεια θα σχολιάσω και κάποια κείμενα που γράφτηκαν -ή ανασύρθηκαν από το παρελθόν- προς μερική ή ολική υπεράσπισή του.

Ξεκινώντας λοιπόν από τον τίτλο (“Η πατριαρχία δεν φύτρωσε μόνη της: Η «Μεγάλη Χίμαιρα» και οι έμφυλες ταυτότητες”), διαπιστώνουμε ότι εξαρχής επιχειρείται μια αιτιώδης σύνδεση της (σημερινής) πατριαρχίας με ένα λογοτεχνικό έργο που εκδόθηκε στην τελική του μορφή το 1953 (είχε προηγηθεί το 1936 μια πιο σύντομη εκδοχή του με τον τίτλο «Χίμαιρα», λεπτομέρεια που δεν αναφέρεται πουθενά στο άρθρο). Σε απλά ελληνικά, διαβάζοντας αυτόν τον τίτλο, αυτό που καταλαβαίνουμε μάλλον είναι ότι η πατριαρχία δεν φύτρωσε μόνη της, αλλά την έσπειρε η «Μεγάλη Χίμαιρα» [στο εξής Μ.Χ.]. Σύμφωνα μάλιστα με τον ιντριγκαδόρικο υπότιτλο, με τον συγγραφέα της έχουμε πάθει (ποιοι;) κάποιου τύπου Σύνδρομο της Στοκχόλμης, πράγμα το οποίο θα διερευνήσουμε στη συνέχεια.

Η Ρένα Λούνα γράφει στην αρχή του άρθρου της ότι έχει ακούσει πολλές δικαιολογίες για τον Καραγάτση, την εξής μία, «[π]ως η Μεγάλη Χίμαιρα ήταν μια ειρωνική τοποθέτηση όσον αφορά την εποχή». Ομολογώ πως αυτή την άποψη για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα πρώτη φορά τη διαβάζω, σίγουρα όμως όταν λέμε ότι κάτι στη λογοτεχνία αποτελεί ειρωνική τοποθέτηση, δεν εννοούμε ότι πρόκειται περί κάποιου «αστείου», όπως δείχνει να το αντιλαμβάνεται η ίδια στην επόμενη φράση. Εκεί μάλιστα διατυπώνει και την κρίση ότι στη Μ.Χ. ο Καραγάτσης γράφει «με τόσο μίσος, με ξεκάθαρη τοποθέτηση για τις γυναίκες». Το ερώτημα βέβαια που προκύπτει αβίαστα είναι «πόσο μίσος, αλήθεια;». Πού βασίζεται αυτή η γενική και απόλυτη κρίση; Και πώς γίνεται αυτό το «τόσο μίσος» να μη γίνεται αντιληπτό από τις τόσες γυναίκες που τη διαβάζουν μέχρι σήμερα; Θα μπορούσε ίσως να χρησιμοποιηθεί εδώ το επιχείρημα περί εσωτερίκευσης της πατριαρχίας, αλλά δεν νομίζω να γινόταν δεκτό σήμερα ένα κείμενο με ξέχειλο το μίσος για τις γυναίκες, έστω και με αστερίσκους. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι δεν υπάρχει σεξισμός στη Μ.Χ. ή ότι ο Καραγάτσης δεν γράφει επηρεασμένος από την πολύ πιο διάχυτη τότε πατριαρχία, άλλο όμως είναι να λέμε ότι η Μ.Χ. είναι παιδί της εποχής της και άλλο ότι είναι κάποιου είδους φάρος μισογυνισμού.

Πολύ περισσότερο, είναι τελείως άκυρο να αντιλαμβανόμαστε ένα μυθιστόρημα ως οποιουδήποτε τύπου “textbook” (=εγχειρίδιο), αν με αυτή τη λέξη εννοούμε ότι υιοθετεί ή διδάσκει συγκεκριμένου τύπου συμπεριφορές. Αυτό που όντως συμβαίνει είναι ότι πράγματι η Μ.Χ. αφηγείται μια ιστορία στην οποία αρκετά πράγματα καθορίζονται από την πατριαρχική δομή της ελληνικής (αλλά και της γαλλικής) κοινωνίας την εποχή που διαδραματίζεται. Δεν πρόκειται ως εκ τούτου για ένα βιβλίο «που δεν του λείπει τίποτε από το πατριαρχικό textbook που τότε κυριαρχούσε», αλλά η ίδια η ιστορία του αφηγείται ένα textbook case/example πατριαρχίας (ως προς αυτό είναι αδιάφορο το γεγονός ότι στην οικογένεια των Ρεΐζηδων κυριαρχεί η μορφή της μάνας). Όντως λοιπόν η Μ.Χ. μας θυμίζει πως «η πατριαρχία δεν φυτρώνει αλλά αποτελεί την ιστορία και το παρόν μας», με τον ίδιο όμως  τρόπο που θα έλεγαν στις ΗΠΑ ότι το «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» τους θυμίζει πως «ο ρατσισμός δεν φυτρώνει αλλά αποτελεί την ιστορία και το παρόν μας».

Μέσα σε αυτή την πατριαρχία πράγματι μεγαλώσαμε, αλλά δυσκολεύομαι να κατανοήσω πως αυτό συνδέεται με ένα υποτιθέμενο Σύνδρομο της Στοκχόλμης απέναντι σε συγκεκριμένους λογοτέχνες· κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε ότι έχουμε πέσει -μεταφορικά- θύματα λογοτεχνών που μας έχουν κακοποιήσει με τα βιβλία τους κι εμείς παρόλα αυτά εξακολουθούμε να τρέφουμε αισθήματα συμπάθειας για το έργο τους. Μάλλον η περίπτωση να το διαβάζουμε κριτικά και να το τοποθετούμε στην εποχή του, φιλτράροντάς το με βάση τις σημερινές μας αντιλήψεις, δεν παίζει. Τέτοιου είδους κρίσεις πάντως, ιδίως όταν δεν γίνεται προσπάθεια να στοιχειοθετηθούν, είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα κυκλικού  συλλογισμού: αν σου αρέσει ο Καραγάτσης σήμερα, διακατέχεσαι από Σύνδρομο της Στοκχόλμης, πράγμα το οποίο αν το αρνηθείς θα οφείλεται στο ότι δεν έχεις αποτινάξει το Σύνδρομο της Στοκχόλμης απέναντί του.

Στη συνέχεια διαβάζουμε ότι ο ίδιος μηχανισμός που επιτρέπει στον Καραγάτση να μισεί τόσο τη Μαρίνα, την ηρωίδα της Μ.Χ., «ενώ ταυτόχρονα φαίνεται να την καμαρώνει και να την ποθεί», είναι πάνω-κάτω αυτός που οδηγεί στα σημερινά εγκλήματα πάθους. Κι όντως, ο μηχανισμός αυτός, η αντίληψη αυτή, υπάρχει σε αρκετούς άντρες που φτάνουν ακόμη και σε εγκλήματα πάθους, και στη Μ.Χ. τη βλέπουμε στο πρόσωπο του Μηνά, του αδερφού του συζύγου της Μαρίνας. Από πού προκύπτει όμως ότι ο Καραγάτσης ταυτίζεται με αυτόν; Τι είδους ποιητική λαθροχειρία μας οδηγεί να λέμε ότι ένας συγγραφέας μισεί και ταυτόχρονα ποθεί την κεντρική ηρωίδα ενός μυθιστορήματος που δούλευε σχεδόν είκοσι χρόνια;

Σύμφωνα με τη Ρένα Λούνα, η Μ.Χ. «είναι μια σεξιστική παραφωνία, κατασκευασμένη από τσιτάτα μίσους και χριστιανική τιμωρία, δοσμένα στον υπερθετικό βαθμό». Έχοντάς τη διαβάσει δύο φορές, θα μπορούσα να πω απλώς ότι μου φαίνεται πως εδώ μιλά για άλλο βιβλίο, αλλά είναι αυτονόητο ότι η καθεμιά και ο καθένας προσλαμβάνει κάθε έργο τέχνης όπως νιώθει. Θα σταθώ μόνο στη φράση «σεξιστική παραφωνία» για να αναρωτηθώ αν τελικά η Μ.Χ. είναι ή δεν είναι έργο της εποχής της, επειδή απλώς, όπως γράφει η συντάκτρια, ο Ζολά προσέγγισε πολύ νωρίτερα και πολύ διαφορετικά (στη Νανά) το θέμα της σεξεργασίας (που στη Μ.Χ. θίγεται μονάχα στις πρώτες σελίδες του βιβλίου). Για να είναι «σεξιστική παραφωνία» το βιβλίο αυτό θα έπρεπε το 1953 (μόλις ένα έτος μετά την κατάκτηση του δικαιώματος ψήφου από τις γυναίκες) στην Ελλάδα να κυριαρχούν φεμινιστικά μυθιστορήματα που θα αναδείκνυαν τη γυναίκα σε έναν άλλον ρόλο, πράγμα που στην πραγματικότητα άργησε πολύ να συμβεί.

Στην τελευταία παράγραφο του κειμένου της, πριν τη σταχυολόγηση αποσπασμάτων από το βιβλίο, η συγγραφέας συνεχίζει να παρουσιάζει πράγματα που συμβαίνουν στο μυθιστόρημα, και τα οποία βέβαια συνέβαιναν στ’ αλήθεια την εποχή που υποτίθεται ότι αυτό διαδραματίζεται, ως κάποιου είδους καταδικαστική κρίση για τις ιδέες του ίδιου του Καραγάτση. Το αν ο νατουραλιστής Καραγάτσης τα δίνει όλα αυτά με «ρομαντικό» (!) τρόπο ή με «απλοϊκά δίπολα» είναι και πάλι ζήτημα ερμηνείας και γούστου, αλλά το μόνο σίγουρο είναι ότι επιχειρεί να απεικονίσει μια ωμή οπτική της πραγματικότητας όπως ήταν τότε: μια κοινωνία στην οποία για τις γυναίκες επιφυλάσσονταν «[ε]νοχές, ξυλοδαρμός, οικονομικός έλεγχος και όλες οι διδαχές που δέχτηκαν οι γυναίκες από την Εκκλησία για τον ρόλο τους», και στην οποία η σεξουαλικότητα των γυναικών ήταν «το πιο δαιμονοποιημένο στοιχείο, κάτι βαθύτατα άρρωστο και σκοτεινό, που όταν εκφράζεται, γίνεται με ντροπή και αποστροφή».

Για τη δε κατάληξη του βιβλίου, τις ερινύες και το “guilt trip” μπορούμε να συζητάμε ώρες, ανάλογα με το αν το θεωρούμε απόπειρα του Καραγάτση να γράψει έναν μισογύνικο λίβελο που καλεί τις γυναίκες να είναι φρόνιμες, ή μια σύγχρονη τραγωδία για την αδυναμία ανθρώπων που προέρχονται από τελείως άλλες κουλτούρες να προσαρμοστούν στην ιδιότυπη ελληνική κοινωνία της εποχής (δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η Μ.Χ. είναι το τρίτο μέρος της τριλογίας «Εγκλιματισμός κάτω απ’ τον Φοίβο», στην οποία ανήκουν επίσης ο «Συνταγματάρχης Λιάπκιν» και ο «Γιούγκερμαν», πράγμα που βάζει υπό άλλη προοπτική την ερμηνεία της). Σε κάθε περίπτωση όμως, το κρίσιμο είναι ότι όλα αυτά εξακολουθούν να είναι ανοιχτά και υπό συζήτηση.

Φτάνοντας λοιπόν στα «σταχυολογημένα αποσπάσματα», αντικρίζουμε το μεγαλύτερο ίσως φάουλ ολόκληρου του κειμένου, το οποίο εντοπίστηκε έγκαιρα από πολλές και πολλούς, παρότι εξίσου πολυάριθμος είναι ο κόσμος που αδυνατεί να αντιληφθεί ποιο είναι το πρόβλημα με αυτά τα έξι παραθέματα. Πρόκειται για αποσπάσματα που δίνονται όχι μόνο χωρίς παραπομπή στην αντίστοιχη σελίδα του βιβλίου (μικρό το κακό), αλλά τελείως εκτός συμφραζομένων, χωρίς να αναγράφεται ούτε καν το πρόσωπο στο οποίο αποδίδονται στο μυθιστόρημα (παραλείπεται ακόμη και στα σημεία όπου αναφέρεται ρητά ότι είναι σκέψεις συγκεκριμένου χαρακτήρα μέσα σε εισαγωγικά, όπως συμβαίνει με το προτελευταίο απόσπασμα)! Μάλιστα, ακόμη κι αν ξεφυλλίσουμε απλώς το βιβλίο θα διαπιστώσουμε ότι σε μεγάλο μέρος του ο αφηγητής μεταφέρει σε ελεύθερο πλάγιο λόγο τις σκέψεις των χαρακτήρων, όπως συμβαίνει σε κάποια άλλα από τα συγκεκριμένα αποσπάσματα. Είναι απορίας άξιο πώς όλα αυτά τσουβαλιάζονται ως αποδεικτικά στοιχεία της ιδεολογίας που διέπει όχι τους ίδιους τους χαρακτήρες, αλλά το ίδιο το μυθιστόρημα και, κατά συνέπεια, τον Καραγάτση.

Συμπερασματικά, έχουμε να κάνουμε με μια μάλλον αδύναμη (παρά τα σκληρά λόγια) πολεμική εναντίον της Μ.Χ. και του Καραγάτση, με δύο βασικά προβλήματα: από τη μια συγχέεται διαρκώς ο αφηγηματικός κόσμος του βιβλίου με το υποτιθέμενο «μήνυμα» και την ιδεολογία του (έχουμε δηλαδή μπροστά μας μια «κυριολεκτική» ανάγνωση), και από την άλλη ακόμη κι αυτός ο αφηγηματικός κόσμος μπαίνει σε μια προκρούστεια κλίνη προκειμένου να πει κάτι συγκεκριμένο με το ζόρι. Σε όλα αυτά θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και τον άρρητο υπαινιγμό ότι έχουμε σκαλώσει με τέτοιους λογοτέχνες και καταπίνουμε αμάσητο, ακόμη και σήμερα, τον σεξισμό και την πατριαρχική θεώρηση της κοινωνίας που φέρουν, χωρίς να τους διαβάζουμε κριτικά.

Το παραπάνω γίνεται ακόμη πιο εμφανές σε αναρτήσεις και άρθρα που ακολούθησαν προς υπεράσπιση του κειμένου της Ρένας Λούνα, τα οποία καταλογίζουν στους αναγνώστες του Καραγάτση από κακό γούστο μέχρι καθήλωση στην εφηβική ηλικία. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του άρθρου του συγγραφέα Νίκου Α. Μάντη (Το πρόβλημα με εμάς και τον Μ. Καραγάτση), ο οποίος διαφοροποιείται μεν ελαφρώς από την κ. Λούνα, αλλά μόνο και μόνο για να πει ότι «τα βιβλία του Καραγάτση δεν διαβάζονται πλέον, όχι μονάχα υπό το φως του φεμινισμού, αλλά κυρίως του στοιχειωδώς καλού γούστου σε σχέση με το τι αποτελεί επαρκή λογοτεχνία». Βέβαια, τα βιβλία του Καραγάτση εξακολουθούν να διαβάζονται, δυσανάλογα πολύ σε σχέση με συγκαιρινούς του συγγραφείς, αλλά τόσο το χειρότερο για τους αναγνώστες τους, αφού ο «Καραγάτσης παραμένει ένας συγγραφέας κατά βάση για εφήβους, ή για όσους διαβάζουν (ανεξαρτήτως ηλικίας) σαν έφηβοι». Κι αυτό γιατί η εφηβεία, σύμφωνα με τον Μάντη, είναι η ηλικία όπου «το μυστήριο της ανακάλυψης του σεξ και της υποτιθέμενα πρωτεύουσας θέσης του πίσω από κάθε ανθρώπινη δοσοληψία συμβαδίζει με την υπόσχεση μιας ζωής σε κάθε γωνιά της οποίας καραδοκούν ίντριγκες, προδοσίες, κακοφορμισμένα μυστικά και κυρίως παθιασμένοι έρωτες, στον αγώνα της δαρβινικής ανάδειξης του ισχυρότερου, έως την τελική, την μεγαλειώδη πτώση του κεντρικού ήρωα. (Η ζωή δηλαδή ως μια μορφή κοινωνικοσεξουαλικής εφόρμησης, όπου περίπου οι πάντες είναι θηρία σε οίστρο και όπου το ηθικό μήνυμα του τέλους δεν αρκεί για να ακυρώσει την ηδονή της παρακολούθησης των μαχών από την αφηγηματική κλειδαρότρυπα που γενναιόδωρα μας παρέχει ο συγγραφέας.)»! Είκοσι χρόνια τώρα διδάσκω σε έφηβους και έφηβες, ποτέ δεν αντιλήφθηκα ότι βλέπουν έτσι τη ζωή…

Και σε άλλες παρεμβάσεις όμως το ίδιο μοτίβο: ο Καραγάτσης μεταφέρθηκε με επιτυχία «στο κατεξοχήν λαϊκιστικό μέσο, στην τηλεόραση» (στο πολύ καλό άρθρο του Αντώνη Γουλιανού, Ο Καραγάτσης, η Γραμμή του Ορίζοντος και η αναγκαία κριτική), ή η απόφανση ότι πρέπει να γίνει αντιληπτό «το πεζογραφικό έργο του Μ. Καραγάτση ως προάγγελος του σημερινού “λογοτεχνικού λαϊκισμού”» (στο άρθρο της με αυτόν τον τίτλο που ανέσυρε από το 2010 η Ελισάβετ Κοτζιά) και πάει λέγοντας, ώστε να υποστηριχθεί η -ανύπαρκτη στην πραγματικότητα- αυστηρή διχοτόμηση «υψηλής» και «κατώτερης» λογοτεχνίας, καλού και κακού γούστου, λογοτεχνικού λαϊκισμού και- τίνος, αλήθεια; Με αφορμή τον Καραγάτση ξεδιπλώνεται για άλλη μια φορά ένας ιδιότυπος ελιτισμός που αντιμετωπίζει το αναγνωστικό κοινό όχι απλώς ως εφήβους, αλλά ως νήπια που, διαβάζοντας ένα βιβλίο της δεκαετίας του ‘50, δεν μπορούν τάχα να το διαβάσουν κριτικά με βάση όσα γνωρίζουν και πιστεύουν σήμερα, τοποθετώντας το στα χωροχρονικά και κοινωνικοπολιτικά του συμφραζόμενα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά αυτή η λογοτεχνία δήθεν «κλείνει κάθε αναγνωστικό δρόμο όχι μόνο προς τα μεγάλα έργα του μοντερνισμού αλλά και προς τα σύγχρονα λιγότερο ή περισσότερο φιλόδοξα μυθιστορήματα που ενσωματώνουν και αξιοποιούν τις κατακτήσεις αυτές» (στο επίσης πολύ καλό κατά τα άλλα Εγκλιματισμός στον Μ. Καραγάτση, Κώστας Σπαθαράκης, Βλάβη, τ. 1, 2023), όταν ακόμη και εμπειρικά διαπιστώνουμε ότι υπάρχει πλήθος αναγνωστών και αναγνωστριών που μια χαρά διάβασαν και διαβάζουν και Καραγάτση και αυτά τα μεγάλα και φιλόδοξα έργα.

Κλείνοντας, θέλω να τονίσω και πάλι το εξής: ο Αντώνης Γουλιανός (βλ. παραπάνω) έχει απόλυτο δίκιο όταν γράφει ότι «[τ]o πρόβλημα με την αγανακτισμένη πολεμική στην κριτική θεώρηση ενός παλαιότερου βιβλίου είναι πως οι θιασώτες της δεν αντιλαμβάνονται πως πρόκειται για διαρκή και αναγκαία φιλολογική πρακτική και όχι για ένα καινοφανές φαινόμενο που απειλεί τον πολύτιμο δυτικό πολιτισμό μας». Ακριβώς όμως επειδή πρόκειται για αναγκαία φιλολογική πρακτική κάθε τέτοια θεώρηση θα πρέπει να πατά σε ισχυρές βάσεις, ώστε να είναι πράγματι κριτική και όχι καρικατούρα.

Ο Αντώνης Γαζάκης αποφοίτησε από τη Σχολή Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων το 2000 και από το 2004 εργάζεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Διαβάζει πολλή λογοτεχνία, και ενίοτε γράφει γι’ αυτή στο μπλογκ του μαζί με δικά του μικρολογοτεχνικά κείμενα, ενώ άρθρα του επί παντός επιστητού δημοσιεύονται επίσης στο alterthess.gr, στο thegreekcloud.com και αλλού. Ζει στη Θεσσαλονίκη και όταν δεν διαβάζει, παίζει θέατρο, κιθάρα, Civilization και διάφορα RPG ή βλέπει σειρές μυστηρίου. Από τον Σεπτέμβριο του 2019 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2020 διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Θεσσαλονίκης, εκλεγμένος με το ενωτικό ψηφοδέλτιο «Πόλη Ανάποδα – Δύναμη Ανατροπής».

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ