11.7 C
Athens
Τετάρτη, 4 Δεκεμβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ο Big Brother, ο τηλεοπτικός Λόγος και η δημοκρατία, Άλεξ Κάντζιας – Ρόντε

Στη δημοκρατία, θα πει κάποιος, ο καθένας έχει την άποψη του και θα πρέπει να μπορεί να την εκφράζει. Είτε κανείς διαφημίζει τυρόπιτες, είτε διεκδικεί κοινωνικά δικαιώματα, είτε πάλι απαξιώνει κοινωνικές ομάδες, τα πάντα επιτρέπονται, όλα μπορούν να λέγονται. Ένα άρθρο πολιτικής άποψης τοποθετείται έτσι δίπλα στο σεξιστικό αστειάκι και το «κουτσομπολιό» στην παρέα, η πολιτική προκήρυξη δίπλα στο διαφημιστικό φυλλάδιο και η αφίσα που καλεί στην απεργία, δίπλα σε εκείνη που ανακοινώνει το νέο καλλιτεχνικό πρόγραμμα μεγάλου χώρου διασκέδασης. Ο Λόγος έτσι ισοπεδώνεται, οι έννοιες χάνουν κάθε σημασία και οι λέξεις μοιάζουν ξεκομμένες από τις κοινωνικές πρακτικές με τις οποίες συνδέονται.

Για να υπάρξει όμως Λόγος θα πρέπει να υπάρχει και σκέψη. Οι λέξεις που επιλέγονται και σχηματίζουν τις προτάσεις θα πρέπει να έχουν περάσει πρώτα από επεξεργασία για την καταλληλότητα και την ορθότητα τους. Καμία κοινωνία δεν επέτρεπε να λέγονται όλα, όλες έθεταν περιορισμούς, είχαν έναν επιτρεπτό και έναν απαγορευμένο Λόγο. Το «τι να κάνουμε, αυτή είναι η άποψη του» που τόσο συχνά ακούμε γύρω μας και που τόσο πολύ συνδέεται με την Δημοκρατία και το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης δεν είναι ούτε δημοκρατικό, ούτε ελεύθερον. Αποτελεί έκφραση μιας βαθιάς ατομιστικής λογικής, πρεσβεύει μια κοινωνία χωρίς κοινωνική συνοχή που αποτελείται από άτομα και δεν γνωρίζει κοινωνικούς περιορισμούς και συμβάσεις.  Σήμερα μοιάζει να επικρατεί το δόγμα «στο επίπεδο του Λόγου όλα επιτρέπονται, για όλα τα υπόλοιπα είναι υπεύθυνα τα δικαστήρια και η αστυνομία». Η συγκεκριμένη άποψη μοιάζει να αγνοεί ότι για να υπάρξει Λόγος θα πρέπει να έχει προηγηθεί η πράξη, κοινώς πρώτα υπήρξε ο βιασμός και μετά η λέξη που τον περιέγραφε.

Κανένας Λόγος κατά συνέπεια δεν είναι αθώος και τελευταίος εκείνος της τηλεόρασης. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι σήμερα τα κανάλια νομιμοποιούν όσο ποτέ άλλοτε την έμφυλη βία, το σεξισμό, το βιασμό και δαιμονολογούν κοινωνικές κατηγορίες όπως τους ομοφυλόφιλους και τους μετανάστες ή ότι δίνουν βήμα σε ακροδεξιές και φασιστικές απόψεις. Το πρόβλημα είναι βαθύτερο και βρίσκεται στην ίδια την φύση του μέσου. Γιατί η τηλεόραση ως κοινωνικό προϊόν φέρει πάνω της τα στίγματα του κοινωνικού συστήματος που την δημηγόρησε. Και μπορεί να ζούμε σε καθεστώς δημοκρατίας, η τηλεόραση όμως καθόλου δημοκρατική δεν είναι. Και αυτό όχι μόνο επειδή το τηλεοπτικό μας τοπίο κυριαρχείται από την μονοτονία της κυβερνητικής γραμμής.

Το βασικό ζήτημα είναι πως στην τηλεόραση οι ρόλοι είναι σαφώς κατανεμημένοι. Η συσκευή μιλά, ο τηλεθεατής παρακολουθεί. Η παθητικοποίηση του δέκτη απέναντι στον Λόγο της τηλεόρασης χωρίς την δυνατότητα διάδρασης  επιβάλει στον τηλεθεατή τη σιωπή. Η αναγκαστική σιωπή του τηλεθεατή είναι η ύστατη υποτέλεια του απέναντι στον Λόγο και την εικόνα της οθόνης. Ακόμα και αν απορρίπτει αυτόν τον Λόγο αυτό δεν έχει την δυνατότητα (άμεσης) αμφισβήτησης του, με αποτέλεσμα αυτός να ανάγεται σε κάτι το καθολικό και το απόλυτο. Έτσι η τηλεοπτική γλώσσα – μονόλογος της τηλεόρασης όπως και η γλώσσα – μονόλογος των θρησκειών κάνουν βασικά ένα. Καταστρέφουν την επικοινωνία.

Οι παρουσιαστές των καναλιών βέβαια δεν είναι πια ερμηνευτές του Λόγου του Θεού όπως οι ιερείς, κατέχουν όμως αντίστοιχη εξουσία ως απόλυτοι ερμηνευτές της κοινωνικής πραγματικότητας. Όπως στις περισσότερες θρησκείες οι πιστοί δεν επιλέγουν τον κήρυκα τους, έτσι και οι τηλεθεατές δεν επιλέγουν τον παρουσιαστή τους. Σε αντίθεση όμως με τον πρώτο ο δεύτερος διατηρεί μια πολύ μεγαλύτερη εξουσία να εισβάλει στα «ενδότερα» του οίκου. Ο Λόγος του παρουσιαστή δομεί μια καθημερινή σχέση με το ακροατήριο του, το οποίο υποτάσσει σε αυτόν, ένας Λόγος άνισος και ιεραρχικός, άρα και ιδεολογικός.  Ο οποίος στη συνέχεια διαχέεται σε ολόκληρη την κοινωνία και επηρεάζει και τον δικό της Λόγο, και αυτό όχι μόνο σε επίπεδο ατάκας. Και η ώρα της προσευχής αντικαταστάθηκε από την ώρα της εκπομπής, βάσει μιας παρόμοιας ιεροτελεστίας. Πράγμα που όπως η προσευχή διαμορφώνει έναν τρόπο ζωής και καταλαμβάνει ένα χρόνο που θα μπορούσε να αφιερώνεται σε άλλες δραστηριότητες.

Η τηλεόραση κατά συνέπεια είναι εξουσία. Και ως εξουσία ασκεί και μια μορφωτική δραστηριότητα, με την έννοια του ότι συγκροτεί, ελέγχει και μετασχηματίζει το ακροατήριο της, συμβάλλοντας στην δημιουργία ενός νέου «τύπου ανθρώπου». Ενός ανθρώπου – καταναλωτή στον οποίο θα παρουσιάζονται προϊόντα, είτε αυτά είναι σαμπουάν, είτε πολιτικά προγράμματα, τα οποία θα επιλέγει ανάλογα με το πόσο καλά παρουσιάζονται και την ελκυστικότητα τους. Κοινώς ενός ανθρώπου για τον οποίο η πολιτική θα φαντάζει ως κάτι έξω από την καθημερινότητα του, υπόθεση κάποιων «άλλων», στον οποίο και θα μετακυλύετε και η ευθύνη αν τα πράγματα δεν λειτουργούν ομαλά. 

Σίγουρα βέβαια δεν θα πρέπει να υποστηρίζουμε ότι ο τηλεθεατής απλά «εξαπατάται» και «χειραγωγείται». Η κοινωνική πραγματικότητα και οι κοινωνικές σχέσεις είναι πάντα πολύ πιο περίπλοκες από τέτοια απλοϊκά σχήματα που το μόνο που τελικά κάνουν είναι να υποβαθμίζουν και να απαξιώνουν την μια πλευρά, αμφισβητώντας τελικά την δυνατότητα της να είναι καθοριστικός παράγοντας του κοινωνικού μετασχηματισμού.

Ούτε βέβαια είναι ζήτημα να αποκτήσουμε απλά μια «άλλη» τηλεόραση, στην οποία θα δίνεται και τηλεοπτικός χρόνος στην αντιπολίτευση, τα κανάλια θα «παίζουν» την αριστερά, θα αναφέρονται με θετικό τρόπο στις απεργίες ή θα έχουν εργάτες για παρουσιαστές.  Σίγουρα η τηλεόραση μπορεί να αξιοποιηθεί για να αποκτήσει όλος ο πληθυσμός, ιδίως εκείνος των απομακρυσμένων περιοχών, πρόσβαση στα επιτεύγματα της επιστήμης και τις ιδέες της τέχνης. Από την άλλη όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι μπορεί να αποτελέσει και βασικό μηχανισμό κοινωνικού μετασχηματισμού.

Θα πει κάποιος ότι σε όποιον δεν αρέσει το πρόγραμμα μπορεί να αλλάξει συχνότητα ή να κλείσει την συσκευή. Όμως το ζήτημα δεν είναι ατομικό. Πέρα από το γεγονός ότι τα κανάλια καταλαμβάνουν δημόσιες συχνότητες ορισμένα ζητήματα ήταν και παραμένουν κοινωνικά, επιλύονται άρα σε κοινωνικό επίπεδο. Όταν για παράδειγμα τα κανάλια στρέφονται επαλειμμένα ενάντια στην δημοκρατία υπονομεύοντας τους θεσμούς και τις αρχές της είναι η κοινωνία και όχι το άτομο που πρέπει να αντιδράσει. Ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των δημοκρατικών αρχών, η αμφισβήτηση και η εκφορά αντίλογου δεν είναι υπόθεση ατομικής επιλογής και δεν είναι διαπραγματεύσιμα. Και η απαξίωση τους δεν μπορεί να είναι χαρακτηριστικά ενός κυρίαρχου και ανεξάρτητου λαού. 

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ