Του Βίτολντ Γκομπρόβιτς, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Γιγιντή, στο Μπαάγκειον
Ο Βίτολντ Μάριαν Γκομπρόβιτς (Witold Marian Gombrowicz, 4 Αυγούστου 1904 – 24 Ιουλίου 1969) ήταν Πολωνός συγγραφέας, εκπρόσωπος του ρεύματος του «παραλόγου», παρότι ο ίδιος δεν δέχτηκε ποτέ αυτόν τον τίτλο μιας και απεχθανόταν την ταύτιση ή την ένταξη σε οποιοδήποτε σχήμα. Το έργο του χαρακτηρίστηκε ως υβριστικό, ασταθές και εκρηκτικό και ο ίδιος «ευγενής» όπως αυτοαποκαλούνταν από καταγωγής (γόνος Πολωνών ευγενών), φυσικά αντικομμουνιστής που δεν επέστρεψε ποτέ στην πατρίδα του έστω και μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στην Αργεντινή και στο τέλος στο Βερολίνο.
«Αν δεν βλέπει κάποιος τη Μορφή, όπως τη βλέπω εγώ, αυτόνομη και αενάως εύπλαστη, αν δεν βλέπει τη δημιουργική της μανία, τις ιδιοτροπίες της και τις διαστροφές της, τα ιζήματα και τα διαλύματά της, τα ζεύγματα και τα διαζεύγματά της, τι θα μπορούσε άραγε να του πει ο Κόσμος; Ίσως, αν στο μέλλον διαδοθεί ευρύτερα μια παρόμοια αντίληψη για τη Μορφή, ο Κόσμος να κατορθώσει να του προκαλέσει ρίγη», δήλωνε ο ίδιος, αποφασίζοντας να εξηγήσει κατά κάποιον τρόπο τον εαυτόν του και το έργο του, δίνοντας συνέντευξη πριν το θάνατό του, στον εκδότη με τον Ντε Ρου, που απέκτησε τη μορφή της Διαθήκης.
Για τον Γκομπρόβιτς, (όπως και για άλλους συγγραφείς του ιδίου ρεύματος) το ζήτημα της Ύπαρξης αποτελούσε την σύγχρονη τραγωδία του ανθρώπου, εφόσον είναι το μόνο ον στη φύση με την επίγνωση του θανάτου του.
«Στην πραγματική ζωή ήμουν διαταραγμένος, ευμετάβλητος, οκνηρός, βορά της αναρχίας, χαμένος. Στο χαρτί ήθελα να είμαι ιδιοφυής, αστείος, θριαμβικός… πάνω απ’ όλα αγνός. Εξαγνισμένος».
Έγραφε, και πράγματι ο συγγραφέας δεν άφησε τίποτα που να μην το διαταράξει, κομματιάσει. Ούτε την πλοκή ούτε τη φόρμα των έργων του. Δεν άφησε περιθώρια ταύτισης στο θεατή, παρ’ όλα αυτά υπάρχει μια συγκινητική, παιδική αθωότητα στον τρόπο που μας παρουσιάζει την κατακερματισμένη του πραγματικότητα.
«Η Ομορφιά ήταν για μένα ένα πολύτιμο πετράδι κρυμμένο στους υπονόμους» δήλωνε και ο ίδιος προτιμούσε να συναναστρέφεται τον κόσμο του κοινωνικού περιθωρίου για να αντλήσει έμπνευση.
Την «Υβόννη, πριγκίπισσα της Βουργουνδίας», έγραψε ο συγγραφέας το 1937-1938 και οι περισσότεροι αναλυτές, το ενέτασσαν στα υπερρεαλιστικά έργα της περιόδου, δίνοντας βάση στην «αναρχική» του μορφή, στο σπάσιμο των χαρακτήρων, στη σκληρότητα που κατανοούσε την πραγματικότητα και την εξουσία κάθε είδους. Άφηναν απέξω μία οπτική που παρουσιάστηκε στο προσκήνιο αργότερα. Είναι αυτό που αποκαλούμε σήμερα «ετερότητα», αποδοχή ή απόρριψη κάθε τι που είναι διαφορετικό από μας, ή τις κοινωνικές νόρμες.
Έτσι ιδωμένο το έργο, παίρνει πράγματι άλλες διαστάσεις, πέρα από τα σκηνικά παιγνίδια της μορφής.
Η μορφή της Υβόννης δεν είναι παρά ένα «προϊόν της Βιολογίας, και όχι της Κοινωνιολογίας, που γεννιέται από την περιοχή της απεριόριστης αναρχίας της μορφής, της ανθρώπινης μορφής, της εξόδου της ανθρώπινης μορφής από το ανθρώπινο περίβλημά της», την παρουσίασε ο ίδιος ο συγγραφέας. Στην αναθεώρηση που έκανε αργότερα ο Γκομπρόβιτς περιόρισε δραστικά τις είκοσι πέντε ατάκες της Υβόννης σε πέντε. Η Υβόννη βαθμηδόν εξελισσόταν σε όλο και πιο σιωπηρή παρουσία. Στο εξής, ο κάθε σκηνοθέτης έπρεπε να επανεφεύρει το «χαρακτήρα της Υβόννης», τα γνωρίσματα σαρκασμού και συνειδησιακής ενόχλησης που έχει από δημιουργίας του.
Το έργο αφηγείται την παράδοξη ιστορία μιας κοπέλας, άσχημης και αντικοινωνικής, που παρόλα αυτά παντρεύεται από καπρίτσιο ο πρίγκιπας Φίλιππος. Η αινιγματική προσωπικότητα του κοριτσιού ωστόσο προκαλεί σταδιακά ακραίες αντιδράσεις σε όλο το παλάτι, εκθέτοντας στα μέλη της βασιλικής οικογένειας σημάδια παράλογης συμπεριφοράς μέχρι που όλοι τελικά συμφωνούν να την εξολοθρεύσουν.
Ο Γκομπρόβιτς, όντας γόνος όπως είπαμε αριστοκρατικής οικογένειας, επιχειρεί να σαρκάσει τον κόσμο της υψηλής κοινωνίας που παρουσιάζει συμπτώματα κανιβαλισμού, απλώς επειδή αρνείται να κατανοήσει ό,τι διαφοροποιείται από τις τάξεις και τους κανόνες της. Στοιχεία που χαρακτήρισαν σχεδόν το σύνολο του έργου του και τον κατέταξαν στους μακρινούς συγγενείς του Ιονέσκο.
Το έργο αυτό, ελάχιστα γνωστό στο ελληνικό κοινό (το 1985 το ανεβάζει ο Μίμης Κουγιουμτζής στο Θέατρο Τέχνης και το 1996 ο Κοραής Δαμάτης στο θέατρο Ριάλτο) και το 2015 στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών σε σκηνοθεσία Κριστόφ Γκαρμπατσέφσκι, είναι από τη φύση του παράδοξο και κρυπτικό.
Ο Μιχάλης Γιγιντής κατάφερε όμως να το σκηνοθετήσει και σκηνογραφήσει με ενάργεια και καθαρότητα, αλλά κυρίως με αξιοθαύμαστη οικονομία.
Το άλλοτε μεγαλοπρεπές «Μπάγκειον», κλειστό από το 1999 λόγω σεισμών, παραμένει στο χώρο της Ομόνοιας, πληγωμένο αλλά ταυτόχρονα απόλυτα γοητευτικό, σαν τις παλιές αριστοκρατικές τάξεις και μαζί τις αξίες τους που ενώ έχουν καταρρεύσει, επιζητούν να επιβιώσουν μέσα από ρετάλια τοιχογραφιών και προτομές παλιών αστών ευεργετών.
Κάτω από τις σιδεριές των υποστυλώσεων, στην επιβλητική είσοδο εισέρχονται οι παρακείμενοι άστεγοι και το τοπίο της Ομόνοιας εισβάλλει στο θεατρικό χώρο, λαμβάνοντας θέση ζωντανής σκηνογραφίας.
Ήδη λοιπόν ο χώρος υποβάλλει την αισθητική του στην ανάπτυξη του έργου, καθιστώντας την παρακολούθησή του, μία άκρως γοητευτική υπόθεση που «πιάνει» κατ’ ευθείαν από το λαιμό τον θεατή.
Η Υβόννη μοιάζει με τους ακάλεστους εισβολείς (τους άστεγους της Ομόνοιας). Γίνεται στοιχείο αποσταθεροποίησης της «κανονικότητας». Και μόνο με την παρουσία της, «δείχνει» στους γύρω της, το μαύρο κουτί του εαυτού , το Κακό μέσα τους, τον θάνατο στον οποίο βασίζεται η ζωή τους. Αυτό το απόλυτα «Άλλο» είναι η Υβόννη. Ένα ξένο σώμα. «Η Αυλή δεν αργεί να γίνει εκκολαπτήριο τεράτων. Και το κάθε τέρας ονειρεύεται να σκοτώσει την αφόρητη Υβόννη. Τελικά η Αυλή κινεί όλη της τη μεγαλοπρέπεια, την ανωτερότητα και τη λάμψη της και με υψηλοφροσύνη τη δολοφονεί», έχει πει ο Γκομπρόβιτς («Διαθήκη / Συνομιλίες με τον Ντομινίκ ντε Ρου», εκδ. Πατάκη 2014).
Τα πρόσωπα του Γιγιντή αποπνέουν gothic ατμόσφαιρα και μαύρο χιούμορ που φτάνει ως απόηχος του Μάρτι Φέλντμαν – στο ρόλο του Άιγκορ στο Φραγκενστάιν τζούνιορ του Μελ Μπρουκς.
Ταυτόχρονα η Ναλίσα Γκριν, στον ρόλο της σιωπηλής Υβόννης, η εντυπωσιακή μουσικός και συνθέτης της ελληνικής dream pop σκηνής, σιωπηλή, με ελάχιστες φράσεις, παρουσίασε εξαιρετικά το ρόλο, προσδίνοντάς του μια επί πλέον μαγική πινελιά, με το να παίξει «θέρεμιν», αυτό το παράξενο ηλεκτρομαγνητικό όργανο που βγάζει ήχους με συγκεκριμένες κινήσεις των χεριών «στον αέρα» (ανάμεσα στις κεραίες και στο κουτί του)!!!
Όμως άξιοι συντελεστές αυτής της ιδιαίτερης παράστασης, αποτέλεσαν όλοι οι ηθοποιοί, (Νίκος Χαλδεάκης, Γιάννης Καπελέρης, Ιουλία Γεωργίου, Ελένη Δαφνή, Αντέλα Μέρμηγκα, Μάνθος Καλαντζής, Γιάννης Μπισμπικόπουλος).
Μία επί πλέον μνεία στο «φαινόμενο» που ονομάζεται Νίκος Αναστασόπουλος. Δεν είναι ότι στο ρόλο του Βασιλιά προσέδωσε όλη την σκοτεινή τρέλα του, δεν είναι που έφερε προς εκείνες τις διεστραμμένες αναγεννησιακές μορφές, είναι εκείνο το ερεβώδες βλέμμα του, που ουσιαστικά εξέπεμπε όλη την ουσία της άποψης του Γκομπρόβιτς για την «μορφή» ως κάτι ρευστό, ως δοχείο ανατροπής της.
Μεγάλη η πορεία του Αναστασόπουλου στη θεατρική ερμηνεία και θεωρώ ότι με αυτόν τον ρόλο έφτασε σε έναν σημαντικό σταθμό της καριέρας του.