Από πολύ μικρή λάτρευα τα αστυνομικά μυθιστορήματα. Ίσως γιατί απέπνεαν την γοητεία του απαγορευμένου, εφόσον στο σπίτι μας ο πατέρας τα έκρυβε κάτω από το στρώμα της κρεβατοκάμαρας , απ’ όπου τα αλίευα εγώ: «Μάσκα», Τζέιμς Τσέις, κ.λπ.
Μία εφηβεία της δεκαετίας του ’70 που ασφυκτιούσε μέσα στο απίθανο καθηκοντολόγιο της εποχής, τα «πρέπει» και τα «καλά κορίτσια».
Υποχώρησε λίγο η «αμαρτωλή συνήθεια» λόγω της έντονης πολιτικοποίησης της μεταπολίτευσης και της λαχτάρας μας να διαβάσουμε τα άλλα «απαγορευμένα», τα «πολιτικά», εν μέσω της καραμανλικής αυταρχικής «δημοκρατίας» ενός σχολείου με «μπλε ποδιές» και λευκές κορδέλες στα μαλλιά.
Σταδιακά όμως η κρυφή μου αυτή αγάπη εξαγνίσθηκε και επανήλθε, εφόσον ο Μπ. Μπρεχτ νομιμοποίησε μέσα μου τη γλυκιά αμαρτία, όταν τη δεκαετία του ’80 διάβασα το σημαντικό του δοκίμιο «Για το αστυνομικό μυθιστόρημα – Μικρή έρευνα για τη λαϊκότητά του» (1938). Αλλά και η ευφυΐα του Καρλ Μαρξ στο «Εγκώμιο του εγκλήματος», επισφράγισε την ενασχόλησή μου αφενός με τα νομικά επαγγέλματα, αφετέρου με την ανάγνωση αστυνομικών ιστοριών, ακόμα και ως «κλάδο της παραφιλολογίας».
Έτσι τίμησα δεόντως τόσο τον Τζων Λε Καρρέ («Ο Ράφτης του Παναμά» με ξελόγιασε), τον Τζέιμς Ελρόυ («Μαύρη Ντάλια» και το εξπρεσιονιστικό του «Λος Άντζελες – Εμπιστευτικό»), αλλά και τον Τζιμ Τόμσον, τον Ρος Μακντοναλντ, τον Ρέιμοντ Τσάντλερ και κυρίως τον Ντάσιελ Χάμετ, που μάλλον υλοποιούσε την παλιά φιλοδοξία του Μπρεχτ με τον Μπένγιαμιν να γράψουν αστυνομικό μυθιστόρημα με στόχο την ανάδειξη των κοινωνικών παραγόντων της δημιουργίας «εγκληματιών» και «εγκλημάτων».
Δεν υποτίμησα ποτέ την πένα του Γιάννη Μαρή, φιλοδοξώ δε να πιστεύω ότι έχω τα περισσότερα εκδομένα μυθιστορήματά του και φυσικά παρακολουθώ τους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς αστυνομικών.
Στον Μπρεχτ οφείλω να πω ότι βρήκα και την εξήγηση της γοητείας που ασκούν στο κοινό και το λαϊκό, τα αστυνομικά μυθιστορήματα, ακόμα κι αυτά της λεγόμενης «παραφιλολογίας» και κυρίως εξηγήθηκε μέσα μου γιατί καταφεύγω σ’ αυτά όταν η πολιτική πραγματικότητα αλλά και η ένδεια των λογοτεχνών και των συγγραφέων πολιτικής θεωρίας και φιλοσοφίας, βρίσκονται σε τεράστια αναντιστοιχία με τις διανοητικές μου ανάγκες αλλά και τις κοινωνικές.
Δεν είναι τελικά μόνο η προσωπική εμπλοκή που προκαλεί στον αναγνώστη η προσπάθεια της λύσης του αστυνομικού μυστηρίου, αλλά κυρίως γιατί στην αλλοτριωμένη σχέση μας με τον κόσμο, η παρακολούθηση του δρόμου προς τη λύση και η εύρεση τελικά του υπαιτίου, του «δολοφόνου», μας χαρίζει την ψευδαίσθηση κάποιου ελέγχου στη ζωή μας την ίδια. Η τάξη θ’ αποκατασταθεί, ο ορθολογισμός θα νικήσει.
Δεν αποτελεί φιλοδοξία αυτού του σημειώματος η θεωρητική ανάλυση γενικά του «αστυνομικού μυθιστορήματος», αναφέρθηκα παρεμπιπτόντως, εν όψει της κυκλοφορίας του τελευταίου αστυνομικού μυθιστορήματος του Πέτρου Μάρκαρη (εκδόσεις Κείμενα), «Ο φόνος είναι χρήμα».
Ο Μάρκαρης από το «Νυχτερινό δελτίο» (1995), την «Άμυνα ζώνης» (1998) «Ο Τσε αυτοκτόνησε» (2003), «Βασικός μέτοχος» (2006), «Παλιά, πολύ παλιά» (2008), «Ληξιπρόθεσμα δάνεια» (2010), «Περαίωση» (2011), «Offshore» (2016) κλπ, έως το τελευταίο του, γεννάει τον Αστυνόμο Χαρίτο, ως μετεξέλιξη του Μπέκα του Μαρή, ασχολούμενος με την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της χώρας και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια της κρίσης με τις παθογένειες γενικά του εθνικού κορμού (λαού και ελίτ).
Ο Χαρίτος του μάλλον προσιδιάζει στον Μαιγκρέ του Ζωρζ Σιμενόν, παρά στους δαιμονισμένους ντεντέκτιβς του Τσάντλερ ή του Χάμετ.
Επίσης ο Μάρκαρης γνωρίζει πολύ καλά τον Μπρεχτ, εφόσον είναι και μεταφραστής του.
Μόνο που στο τελευταίο του έργο φαίνεται να αφήνει στην άκρη βασικές αρχές του αστυνομικού μυθιστορήματος όπως για παράδειγμα την ανειρήνευτη πάλη αφενός μεν του πρωταγωνιστή «έντιμου αστυνομικού» με το διεφθαρμένο σύστημα της αστυνομίας και του κράτους, ή των αυθεντικών λαϊκών κινημάτων και παλιών κομμουνιστών με τα όργανα καταστολής του κράτους, ΜΑΤ, κλπ.
Και για να μην μακρηγορούμε η ιστορία διαδραματίζεται στην Αθήνα του 2019, όπου μέσα σε ένα κοινωνικό κλίμα οικονομικής ανισότητας, ο Αστυνόμος Κώστας Χαρίτος καλείται να εξιχνιάσει τους φόνους επενδυτών που έχουν αναστατώσει την πολιτική ηγεσία, με μοναδικό κοινό στοιχείο ένα τραγούδι.
Την ίδια στιγμή φουντώνει στην Αθήνα και ένα κίνημα, το κίνημα των φτωχών.
Τώρα, πώς σκέφτηκε ο Π. Μάρκαρης ότι θα ήταν πειστικό ότι τα ΜΑΤ θα προστάτευαν το κίνημα από τους Χρυσαυγήτες και ο αρχηγός τους και παλιός Κομμουνιστής θα δεχόταν τη συνεργασία με την Ασφάλεια για να προστατεύσει τις διαδηλώσεις τους, μόνον αυτός ξέρει.
Με στρογγυλά όμως γράμματα αστυνομικό μυθιστόρημα δεν γίνεται. Χρειάζονται γωνίες, ακίδες, πνεύματα και δασείες ακόμα και υπογεγραμμένες. Δεν μπορεί στο τέλος της ιστορίας να είναι όλοι μια χαρούμενη ατμόσφαιρα…
Η στρατευμένη στο σύστημα λογοτεχνία σαμποτάρει τον εαυτόν της, τον ακυρώνει, χάνει ακόμα και σε απόλαυση. Διότι κάθε είδος απαιτεί τους κανόνες του για να υπάρξει, διαφορετικά ακυρώνεται.
Κρίμα.
Όμως επειδή είμαι ανεπίδεκτη μαθήσεως διάβασα και τη «Μονομαχία στην Ιερά Οδό» του Ανδρέα Αποστολίδη (Εκδόσεις Άγρα).
Ο Αποστολίδης έχει ξεσηκώσει από τον τύπο των τελευταίων χρόνων πραγματικά εγκληματικά γεγονότα που απασχόλησαν την κοινή γνώμη και τις δικαστικές αρχές. Αυτό είναι το πρωτογενές υλικό με βάσει το οποίο προσπαθεί να μας αναλύσει τις εξελίξεις στον ελληνικό υπόκοσμο, με φόντο την αλλαγή στη διακυβέρνηση του τόπου από τον Σύριζα και το ανακάτωμα της τράπουλας που αυτό το γεγονός θα φέρει!
Το Συνδικάτο του Εγκλήματος συναντά τους μιζαδόρους των εξοπλιστικών, ενώ παίζουν σε πρώτους ή δεύτερους ρόλους, διπλοί πράκτορες της ΕΥΠ, λαθρέμποροι πετρελαίου, απόστρατοι των ΟΥΚ, σύμβουλοι της Αρχιεπισκοπής, φίλοι των «Πυρήνων», Ρομά, κρατικά λαμόγια και δημοσιογράφοι του κίτρινου τύπου. Όμως όλα αυτά δεν κατορθώνει να τα κάνει πραγματικό μυθιστόρημα αλλά μάλλον «περίληψη περιεχομένων» ενός μυθιστορήματος που κάποτε θα γράψει.
Εμ, δεν γράφεται το «Αθήνα – Εμπιστευτικόν» τόσο εύκολα…
Τέλος, εάν θέλετε να απολαύσετε ένα πραγματικό Αστυνομικό Μυθιστόρημα, υπάρχει πάντα η «Τριλογία του Βερολίνου» του Φίλιπ Κερ, δεν χρειάζεται να ψάχνετε εδώ και κει (Εκδόσεις Κέδρος).
Υ.Γ.
1 «Εγκώμιο του εγκλήματος», Καρλ Μαρξ
Ο φιλόσοφος παράγει ιδέες, ο ποιητής ποιήματα, ο πάστορας κηρύγματα, και ούτω καθεξής. Ο εγκληματίας παράγει εγκλήματα.
Ο εγκληματίας παράγει μια εντύπωση, εν μέρει ηθική, εν μέρει τραγική, αναλόγως, κι έτσι προσφέρει μια «υπηρεσία» στη διακίνηση των ηθικών και αισθητικών συγκινήσεων του κοινού. Δεν παράγει μόνο συγγράμματα ποινικού δικαίου, ούτε απλώς τους ποινικούς κώδικες και τους νομοθέτες, παράγει και τέχνη, ωραία λογοτεχνία, μυθιστορήματα, ακόμη και τραγωδίες, όπως αποδεικνύουν όχι μόνο η Ενοχή του Müllner [2] και οι Ληστές του Schiller, αλλά επίσης ο Οιδίπους (του Σοφοκλή) και ο Ριχάρδος ο Τρίτος (του Shakespeare). Ο εγκληματίας σπάζει την μονοτονία και την καθημερινή ασφάλεια της αστικής ζωής. Έτσι την προστατεύει από την τελμάτωση και προκαλεί την ανήσυχη ένταση και την κινητικότητα, χωρίς τις οποίες θα αμβλυνόταν ακόμη και η ορμή του ανταγωνισμού. Δίνει, λοιπόν, ένα κίνητρο στις παραγωγικές δυνάμεις. Το έγκλημα αποσύρει από την αγορά εργασίας ένα τμήμα του περιττού πληθυσμού, οπότε μειώνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργατών, εμποδίζοντας, ως ένα βαθμό, την πτώση του μισθού κάτω από ένα ελάχιστο όριο, ενώ παράλληλα ο αγώνας εναντίον του εγκλήματος απορροφά ένα άλλο τμήμα του ίδιου πληθυσμού. Άρα, ο εγκληματίας αναδεικνύεται σε μιαν από εκείνες τις φυσικές «εξισορροπήσεις» που αποκαθιστούν το σωστό επίπεδο και ανοίγουν μια ολόκληρη προοπτική «ωφέλιμων κλάδων απασχόλησης».
2.- Από το σημαντικό δοκίμιο «Για το αστυνομικό μυθιστόρημα – Μικρή έρευνα για τη λαϊκότητά του» (1938) που έγραψε ο Μπρεχτ στο Σβέντμποργκ.
Ωστόσο, η ψυχαγωγική απόλαυση που προσφέρουν οι ιστορίες με ντετέκτιβ προκαλείται από την παρακίνηση του αναγνώστη να εμπλακεί σε μια αγωνιώδη διαδικασία παρατήρησης, όπου καθοριστικό ρόλο παίζουν: «το απροσδόκητο», τα «πράγματα που δεν κολλάνε», η «κριτική διερεύνηση» του τι είναι αλήθεια, τι ψέμα και τι πλάνη, η υποψία ότι πίσω από τα γεγονότα κρύβονται άλλα γεγονότα, η παραπειστική περιγραφή των χαρακτήρων και, τέλος, η «συναγωγή συμπερασμάτων και η λήψη αποφάσεων» όπου ο αναγνώστης θα καταλήξει όταν θα έχει πια σκορπίσει το σκοτάδι.
Ο αναγνώστης γοητεύεται από τις υπεράνθρωπες ικανότητες του ντετέκτιβ ο οποίος, χωρίς να πολυσκοτίζεται για τον «προσδιορισμό της αιτιότητας των ανθρώπινων ενεργειών», καταφέρνει πάντα να συλλαμβάνει την αιτιώδη αλυσίδα των πραγματικών περιστατικών και των ενδείξεων, να τις καθαρίζει από παραπλανητικές προσμίξεις (σκόπιμες ή τυχαίες) και, στο τέλος, με έναν μαγικό τρόπο να βάζει τους κρίκους της αλυσίδας στη σειρά: από τη μία άκρη της (το έγκλημα) μέχρι την άλλη (την ανακάλυψη του εγκληματία).
Ζώντας σε συνθήκες αλλοτρίωσης, ανασφάλειας και κοινωνικής απομόνωσης, η ψυχαγωγική ευχαρίστηση που αντλούν οι αναγνώστες οφείλεται στο ότι «η καθημερινότητα σπάνια μάς επιτρέπει μια τόσο αποτελεσματική διαδικασία συλλογισμών», αλλά και στο ότι «ο άνθρωπος στην πραγματική ζωή σπάνια αντιλαμβάνεται πως αφήνει ίχνη, όσο τουλάχιστον δεν φτάνει στο έγκλημα για να ανακαλύψει (τελικά) η αστυνομία αυτά τα ίχνη».
Τι μένει στο τέλος; Υποκύπτοντας στη γοητεία του επινοημένου ορθολογισμού, ο οποίος δεν υπάρχει σε καθαρή μορφή στην πραγματική ζωή, ο αναγνώστης εγκλωβίζεται στον ίδιο του τον θαυμασμό για το «άπιαστο» και στην ικανοποίηση της εκδικητικής ανάγκης του, ταυτίζοντας τον εγκληματία που συλλαμβάνεται με όποιον και ό,τι νομίζει ότι φταίει για την κατάστασή του.