26.8 C
Athens
Σάββατο, 27 Ιουλίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Τα κάλαντα της κυρά-Νικολίτσας,της Όλγας Μοσχοχωρίτου

 

Εμενε στο διπλανό σπίτι. Σπίτι, τρόπος του λέγειν, το ισόγειο ενός διώροφου νοίκιαζε με τη μάνα της, που κανονικά ήταν μαγαζί, με τα ρολά του και με τα όλα του, για έτσι δηλαδή το προόριζε ο ιδιοκτήτης με τη γυναίκα του. Ο έμπορος κυρ- Παναγιωτάκης με  την κυρά Μαρία τη δασκάλα.

Αλλά επειδή η γειτονιά, εκεί στα μέσα του ’60 δε σήκωνε ούτε ψιλικατζίδικο, ούτε κρασοπουλιό, ούτε φούρνο, μιας κι όλα τούτα υπήρχαν στον παρακάτω φαρδύ δρόμο με τα δέντρα και την κατεύθυνση στη θάλασσα, το νοίκιαζαν κατά καιρούς σε διάφορες φτωχές οικογένειες που δεν τους πέρσευε ούτε για το νοίκι μιας κάμαρης με κουζίνα και αποχωρητήριο , στις αυλές των γύρω μονοκατοικιών.

Οταν κάπως η οικογένεια τα βόλευε κι έβγαζε λίγα μεροκάματα παρα πάνω, μετακόμιζε από το μαγαζί για κάπου καλύτερα, κάπου που θα φάνταζε περισσότερο σπίτι.

Όμως αυτή η κυρά Νικολίτσα με τη μάνα της (έτσι τους προσφωνούσαν στη γειτονιά, μαζί, σαν ένα όνομα με επώνυμο), έμειναν καιρό εκεί, τόσο που να τις θυμάμαι καλά καθώς μεγάλωνα, όπως θυμάμαι και τα πιτσιλίσματα από την πίσσα που άφηναν στα πεζοδρόμια τα μηχανήματα της ασφαλτόστρωσης του δρόμου μας μαζί με μια  βαριά μυρωδιά πετρελαίου.

Η κυρά -Νικολίτσα έστηνε το θεωρείο της από πολύ νωρίς, έπαιρνε  θέση σε ένα είδος παράθυρου που δημιουργούσε το ανασήκωμα του ρολού και ήταν ενήμερη για τα τεκταινόμενα αλλά και τα μελλούμενα της γειτονιάς και του κόσμου.

Από το άνοιγμα προσπαθούσα να δω μέσα. Να δω πώς είναι ένα σπίτι – μαγαζί, αλλά η κυρά – Νικολίτσα δεν επέτρεπε τέτοιες αδιακρισίες κι έβαζε τις φωνές, πρόγκαγε άγρια τα μικρά αλητάκια του δρόμου, δηλαδή εμάς, με τις μπάλες μας, τις πέτρες μας, τις ρόδες μας και τα πατίνια μας.

Ηταν το φόβητρο των παιδιών. Ρόλο που εμφανώς απολάμβανε να παίζει.

Η μάνα της ξενόπλενε. Ετσι ακούσαμε κάποτε να συζητούν οι γυναίκες , καθισμένες κάτι καλοκαιρινά απογεύματα έξω στα πεζοδρόμια, σε σκαμνάκια, πλέκοντας και ράβοντας.

Είχε λοιπόν σχεδόν κάθε μέρα έξω από την πόρτα της – ποια πόρτα δηλαδή, πάλι ένα από τα ρολά ανέβαινε και το άνοιγμα αυτό, έφτιαχνε την είσοδο- μια σκάφη και μέσα μούλιαζε ασπρόρουχα.

Ετσι λοιπόν εγώ νόμιζα ότι το «ξενόπλενε» σήμαινε, «πλένω έξω», μιας και το μαγαζί – σπίτι δεν είχε αυλή.

Όμως μούκανε εντύπωση που έπλενε κάθε μέρα, μα τόσο καθαρές ήταν αυτές οι γυναίκες, η κυρα Νικολίτσα και  η μάνα της;

Αλλά τα ρούχα εξαφανίζονταν δια μαγείας, κανείς δεν τα’ βλεπε απλωμένα σε σχοινιά στις αυλές των σπιτιών. Και την άλλη μέρα νάτη  πάλι η τσίγκινη σκάφη με μια ξύλινη τάβλα για το τρίψιμο και η μάνα της κυρά – Νικολίτσας, έτριβε έτριβε…

«Νεροκονίδες θα βγάλουν τα χέρια της, την καψερή», σιγομουρμούριζαν οι γειτόνισσες.. «Νεροκονίδες, άκου νεροκονίδες»…

Υπάρχουν μερικές μαγικές λέξεις της δεκαετίας του ’60 που εξαφανίσθηκαν με τα χρόνια…

Εν πάση περιπτώσει  έμαθα τελικά από μια φιλενάδα μου ότι αυτό σήμαινε πως έπλενε για ξένα σπίτια.

« Να όπως της νεόπλουτης , μου είπε, στο δίπατο πιο πέρα, που λέγανε στη γειτονιά πως ο άντρας της τα λεφτά τα έκανε από το χασίσι. Φούσκωνε το μωρό με στρώσεις από ζιπουνάκια, πουλοβεράκια και παλτουδάκια, γιατί ήταν αδενικό, δήθεν τώρα, έλεγε και κινδύνευε από το κρύο, ενώ το φόρτωνε εμπόρευμα για τους πρεζάκηδες κάτω στο λιμάνι». Μου τα είπε  μια κι έξω η Σμαρώ, χωρίς ανάσα, τ’ άκουσε από την κυρά Μηλίτσα που της τα’ λεγε η κυρά- Πόπη, παλιά, προπολεμικιά στη γειτονιά, που τους ήξερε όλους..

Ανδρα δεν είχαμε δει να μπαίνει ή να βγαίνει από κει μέσα. Τα σκούρα ρούχα της μάνας της κυρά-Νικολίτσας δεν βεβαίωναν πένθος χηρείας…Ισως ένα πένθος γενικό…

Πολλά σπίτια δεν είχαν άνδρες τότε.

Χαμένοι «από τα πολιτικά» ακούγαμε, χαμένοι από τον πόλεμο λέγανε…

Για «χαμένα κορμιά» επίσης, ελεεινολογούσαν οι γυναίκες…Τζογαδόρους , μπεκρούλιακες, τεμπέληδες και γυρολόγους.

Ακούγαμε και  για ναυτικούς που τους έπνιξε η Φαλκονέρα στα 1966, μήνα Δεκέμβρη μες τα Νικολοβάρβαρα, για ένα μεροκάματο στο πλοίο «Ηράκλειον» ή για  μαγείρους που πήρε μαζί του το «Ελεάννα» του Ευθυμιάδη (αυτό όμως ήταν στα 1971), ή άλλους που πλέανε ακόμα  σε κίτρινες θάλασσες και μαύρους Ωκεανούς.

Δείγματά τους άφηναν στα σπίτια της γειτονιάς, που άνοιγαν στις γιορτές και βλέπαμε κινέζικα βάζα και μπιμπελό, κάδρα με παγόδες και άλλα τέτοια εξωτικά. Αφήναν και τις γυναίκες με φουσκωμένες τις κοιλιές. Αλλά αυτά τα σπίτια ήταν καλοσυγυρισμένα, είχαν αυλές με κήπους και πολλά απ’ αυτά και πανωσήκωμα για την προίκα της «μεγάλης».

Όμως αυτά δεν έμοιαζαν σαν εκείνο που εμένα κυρίως  απασχολούσε :

το σπίτι – μαγαζί. Ηθελα να μπω μέσα, ήθελα να ελέγξω το νοικοκυριό τους και κυρίως ήθελα να δω την κυρά- Νικολίτσα από μέσα.

 Κανείς δεν είχε δει ολόκληρη την κυρά– Νικολίτσα. Μόνο απ’ τα στήθη της και πάνω. Βαριά , φουσκωτά στήθια που στήριζαν έναν κοντό λαιμό μ’ ένα σταυρουδάκι, βαφτιστικό, που θύμιζε περίεργα πως κι αυτή ήταν κάποτε παιδί.

Κανείς μας δε γνώριζε πόσο χρονών ήταν, ούτε μας έλεγαν όταν ρωτάγαμε τις μανάδες και τις γιαγιάδες μας. Γενικώς νομίζω ότι εκείνη τη δεκαετία κανείς δεν μας απαντούσε σε τίποτα.

Μόνες μας βάζαμε τις ερωτήσεις, μόνες μας τις απαντήσεις.

Αλλά μαζεύαμε τα σκόρπια λόγια των μεγάλων, σαν τα φύλλα του φθινοπώρου απ’ τα πεζοδρόμια και στήναμε τα ιστορίες μας.

Η γυναίκα με το μπούστο λοιπόν ήταν το σήμα κατατεθέν της γειτονιάς μας.

Ηταν πάντα εκεί. Στο παράθυρο με τ’ ανεβασμένα ρολά. Χτισμένη ανέκαθεν .

Εκεί θα σταμάταγαν οι γειτόνισσες όταν γύριζαν από τα ψώνια ή όταν έκαναν διάλειμμα από το νοικοκυριό.

Ηταν το στοιχειό μας.

Μόνο την παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς δεν άνοιγε τα ρολά η κυρά-Νικολίτσα. Ούτε του παράθυρου, ούτε της πόρτας.

Τί κι αν χτυπούσαν με πετραδάκια τους τσίγκους τα αγόρια, τί κι αν κουδούνιζαν τα τρίγωνα και τα σιδερένια πέταλα φωνάζοντας «να τα πούμε»…

Ακρα του τάφου σιωπή από το μαγαζί – σπίτι…Πουθενά η κυρά-Νικολίτσα κι η μάνα της.

Μόνο όταν έπεφτε το φως της μέρας κι η υγρασία της πόλης έστελνε τα παιδιά στα σπίτια τους, ανέβαιναν λίγο τα ρολά κι ένα κίτρινο φως από το χλωμό λαμπτήρα έστελνε δύο ασουλούπωτες σκιές ορατές στον έξω κόσμο.

Και ποτέ δεν θα μάθαινα το μυστικό αν δεν κρυφάκουγα ένα τέτοιο βράδυ που η μάνα μου μ’ έστειλε απέναντι, στο σπίτι της γιαγιάς να πάρω λίγο αλεύρι μιας κι είχε ξεμείνει και δεν έφτανε για τους λουκουμάδες που μας είχε τάξει.

Κρυφάκουσα και μπερδεμένα λόγια, κλαψιάρικα , σαν παιδιού που του πήραν τις καραμέλες απ’ τα χέρια, έφτασαν σε μένα τα κάλαντα της κυρά- Νικολίτσας «Καλήν εσπέραν Αρχοντες…»

Και η φωνή της μάνας της «σώπα παιδάκι μου»…

Η γιαγιά μου έλυσε τις απορίες έτσι ταραγμένη και μπερδεμένη που με είδε και που  μ’ άκουσε.

«Ναι, όταν η Νικολίτσα ήταν μικρό κοριτσάκι, τότε στα χρόνια του Μεγάλου πολέμου, έπαθε μια φοβερή αρρώστια. «Πολιομυελίτιδα», τη λένε, δύσκολη, άσκημη αρρώστια, «ασκίτη» δηλαδή… Κι έμεινε παράλυτη. Τότε δεν υπήρχε το εμβόλιο κι η μικρή Νικολίτσα έμεινε για πάντα στην αναπηρική καρέκλα. Ηταν και τότε παραμονές Χριστουγέννων.

Μαύρες γιορτές δηλαδή, μες την κατοχή, την πείνα και τους σκοτωμούς αλλά τα παιδιά βγήκαν να πουν τα κάλαντα, μη και μαζέψουν λίγες σταφίδες, λίγα χαρούπια, κανά γλυκάκι…

Μόνο η Νικολίτσα δεν πήγε, γιατί αρρώστησε βαριά… Ούτε τότε, ούτε ποτέ.

Κι έτσι μίσησε τα κάλαντα.

Τα μίσησε από την πολύ αγάπη που τους είχε…»

                                                                             ΑΘΗΝΑ 22-12-20

 

                                                         

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ