Στις αρχές της εβδομάδας η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, κάτω από την πίεση του κινήματος των Ευρωπαίων αγροτών που έχει ξεκινήσει από τα μέσα Γενάρη, απέσυρε την πρόταση για τον κανονισμό SUR που, –στα πλαίσια της Πράσινης Ανάπτυξης – αφορούσε την αειφόρο χρήση των φυτοφαρμάκων «με στόχο να μειώσει τους κινδύνους των χημικών φυτοπροστατευτικών προϊόντων» .
Στη συνέχεια ανέστειλε και τη σχεδιαζόμενη συμφωνία ελευθέρου εμπορίου με ξένες χώρες (χώρες MERCOSUR ) η οποία, και αυτή, είχε βρεθεί τις τελευταίες εβδομάδες στο επίκεντρο πολιτικών επικρίσεων, από σύσσωμους τους ευρωπαίους αγρότες. Οι τελευταίοι διαμαρτύρονται ότι πλήττονται από τις φθηνές εισαγωγές από χώρες που δεν τηρούν τα υψηλά περιβαλλοντικά πρότυπα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δύο μέτρα που, αν και αντιφατικά μεταξύ τους, διευκολύνουν τη νεοφιλελεύθερη πολιτική στην αγροτική παραγωγή, την αγροτοβιομηχανία και το αγροδιατροφικό σύμπλεγμα. Μεγάλοι παίκτες αδιαφορώντας κατ’ ουσία για τη διατροφική ασφάλεια και επάρκεια των χωρών της Ευρώπης και εχθρικά διακείμενοι προς όλες τις μικρές και μικρομεσαίες αγροτικές επιχειρήσεις (γεωργούς, κτηνοτρόφους, μελισσοκόμους, αλιείς κ.α.) – μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις με εργαζόμενους ένα ή περισσότερα μέλη της οικογένειας που αποτελούν και τη συντριπτική πλειοψηφία της αγροτιάς, απεργάζονται το «θάνατο» της Ευρωπαϊκής, και των επί μέρους Ευρωπαϊκών χωρών, αγροτικής παραγωγής.
Η απόσυρση αυτών των δύο μέτρων αποτελεί μια πρώτη νίκη στον αγώνα των Ευρωπαίων αγροτών και παράλληλα και των Ελλήνων αγροτών και δη των αγροτών των μικρών -μικρομεσαίων εκμεταλλεύσεων. Ό δρόμος βέβαια είναι μακρύς… Ήδη η Γαλλική κυβέρνηση με την συμπαράσταση των Συνδικάτων των αγροτικών μεγαλοεπιχειρηματιών κατόρθωσε, με ψυχία υποσχέσεων μείωσης του ενεργειακού κόστους, να απομακρύνει τα τρακτέρ από τους γαλλικούς δρόμους.
Η συγκρότηση της Ελληνικής και Ευρωπαϊκής αγροτιάς
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat η Ελλάδα έρχεται πρώτη στην Ευρώπη σε ποσοστό οικογενειακών γεωργικών εκμεταλλεύσεων (απόρροια της ιστορικής της διαδρομής). Πιο συγκεκριμένα, με ποσοστό 99%, η Ελλάδα μαζί με τη Ρουμανία και την Πολωνία είναι οι χώρες με τα υψηλότερα μερίδια οικογενειακών εκμεταλλεύσεων.
Ακόμα η Eurostat, καταγράφει ότι το 2020 υπήρχαν στην ΕΕ 9,1 εκατ. αγροτικές εκμεταλλεύσεις, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων (υπολογίζεται ότι 93%) βρίσκεται υπό οικογενειακή διαχείριση. Οι οικογενειακές εκμεταλλεύσεις κυριαρχούν στη δομή της γεωργίας της ΕΕ, όσον αφορά τον αριθμό των εκμεταλλεύσεων, τη συμβολή τους στη γεωργική απασχόληση και, σε μικρότερο βαθμό, την έκταση της γης που καλλιεργούν και την αξία της παραγωγής που παράγουν. Σχεδόν έξι στις δέκα εκμεταλλεύσεις (περίπου το 57%) λειτουργούσαν μόνο υπό τον επικεφαλής και τα μέλη της οικογένειας. Επιπλέον, στο 36% των αγροτικών εκμεταλλεύσεων η οικογενειακή εργασία αντιπροσώπευε τουλάχιστον το 50% της συνολικής εργασίας.
Οι οικογενειακές εκμεταλλεύσεις αντιπροσώπευαν την πλειοψηφία της χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης το 2020 (περίπου το 61% των 1,5 δισ. στρεμμάτων που χρησιμοποιήθηκαν), το μεγαλύτερο μέρος του συνολικού αγροτικού εργατικού δυναμικού (σχεδόν 78%), την πλειοψηφία των κτηνοτροφικών μονάδων (σχεδόν 55%) και της παραγωγής (περίπου 56%).
Όμως, αν και οι μη οικογενειακές εκμεταλλεύσεις καταλάμβαναν μόνο περίπου το 7% όλων των εκμεταλλεύσεων στην ΕΕ το 2020, αντιπροσώπευαν πολύ υψηλότερα μερίδια γης που χρησιμοποιήθηκε για τη γεωργική παραγωγή (περίπου 39%), του συνολικού εργατικού δυναμικού (περίπου 22%), των κτηνοτροφικών μονάδων (περίπου 45%) και της παραγωγής (περίπου 44%). Οι οικογενειακές εκμεταλλεύσεις αντιστοιχούσαν τουλάχιστον στο 80% όλων των εκμεταλλεύσεων σε όλες τις χώρες της ΕΕ, εκτός από την Εσθονία (65%) και τη Γαλλία (58%).
Πρέπει -τουλάχιστον για την Ελλάδα- να λάβουμε υπ’ όψη μας ότι η πολιτική του «μεγίστου κέρδους» έχει προκαλέσει απώλεια μεγάλων εκτάσεων γεωργικής γης που έχουν αντικατασταθεί με φωτοβολταϊκά σε εξυπηρέτηση μεγάλων ομίλων του ενεργειακού λόμπι.
Η αγροτική παραγωγή, βάση της υγείας των λαών και όχι των κερδών
Με αυτό κατά νου θα πρέπει να εξετάζουμε τις πολιτικές των κυβερνήσεων αλλά και τις διεκδικήσεις του αγροτικού κόσμου. Το ζήτημα της καλύτερης διαβίωσης συνολικά περιλαμβάνει το συνδυασμό της ανταπόκρισης στις κοινωνικές ανάγκες (όπως η διατροφή) με περιβαλλοντικά πρότυπα, ώστε να μην θέτουμε σε κίνδυνο την υγεία μας (οι εργαζόμενοι στους χώρους αγροτικής παραγωγής και στην κατανάλωση τροφίμων με υψηλές περιεκτικότητες επικίνδυνων χημικών) και την αειφορία του περιβάλλοντος.
Ας σημειώσουμε ότι πριν από λίγες μέρες, μια κοινοπραξία έξι ευρωπαϊκών ΜΚΟ ανακοίνωσε ότι κατέθεσε δύο ξεχωριστά αιτήματα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως πρώτο βήμα μιας νομικής προσφυγής σχετικά με την πρόσφατη επανέγκριση της γλυφοσάτης. Οι οργανώσεις ζητούν την ακύρωση της απόφασης για την επανέγκριση της αμφιλεγόμενης, αλλά ευρέως χρησιμοποιούμενης δραστικής ουσίας διότι όπως υποστηρίζουν «η Κομισιόν ενήργησε κατά παράβαση της νομοθεσίας της ΕΕ για την έγκριση των φυτοφαρμάκων και της αρχής της προφύλαξης, επανεγκρίνοντας τη γλυφοσάτη παρά τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η ουσία μπορεί να προκαλέσει βλάβη στον άνθρωπο, τα ζώα και το περιβάλλον».
Είναι σαφές ότι το λόμπι των χημικών βιομηχανιών τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ επέβαλε την επανέγκριση της, αδιαφορώντας για το μέλλον και το παρόν της υγείας εκατομμυρίων ανθρώπων και συνολικά για την καταστροφή του οικοσυστήματος.
Βέβαια δεν μπορείς ως Κοινοτική ή κρατική πολιτική να επιβάλλεται από τη μια μέρα στην άλλη όπως π.χ. στην Πράσινη Ανάπτυξη- αλλαγή εκ βάθρων του μοντέλου αδιαφορώντας για τις επί του πεδίου πραγματικότητες. Επί του πεδίου, υπάρχουν πολλά που πρέπει να συνδυαστούν. Για τους αγρότες, τους χρήστες και τους εργαζόμενους. Τόσο γενικά στην Ευρώπη όσο και ειδικά στην Ελλάδα.
Αυτό το μοντέλο που βασίζεται στην αγροτοβιομηχανία και την αγροδιατροφική βιομηχανία, και επιδοτείται από την ΕΕ και το κράτος, έχει φτάσει στα όριά του. Η κατανομή της παραγωγής πανευρωπαϊκά, το άνοιγμα στον ανταγωνισμό, το οποίο ενίσχυσε τις εισαγωγές – εξαγωγές προς το εξωτερικό, οδήγησαν στη μέγιστη συγκέντρωση στον πρωτογενή τομέα, καθώς και σε υψηλό επίπεδο ολοκλήρωσης της αγροδιατροφικής αλυσίδας. Αυτοί οι παράγοντες εξηγούν εν μέρει τη σταδιακή εξαφάνιση της αγροτικής κοινότητας καταδικασμένης σε έναν βάναυσο καπιταλιστικό “νόμο της ζούγκλας».
Είναι γεγονός:
Υπάρχει ανάγκη αλλαγής του μοντέλου της αγροτικής παραγωγής. Ήδη, διάφοροι ευρωπαίοι οικονομολόγοι και κοινωνιολόγοι -όπως ο Thomas Piketty για παράδειγμα στη Le Monde – τονίζουν σε έγκριτα περιοδικά την ανάγκη γι’ αυτό. Το μοντέλο των αγροτικών επιχειρήσεων, με άντληση δημόσιων και κοινοτικών επιδοτήσεων, που βασίζεται σε μια μόνιμη αλόγιστη βιασύνη για κέρδος (παρά τη ζημιά που προκαλείται) και στην αναζήτηση μεριδίων αγοράς στο εξωτερικό, δεν χρησιμεύει για να θρέψει την Ελλάδα ή την Ευρώπη όπως ισχυρίζονται οι λομπίστες των αγροτικών επιχειρήσεων και των αγροδιατροφικών προϊόντων.
Αυτό το λυκόφως του αγροτικού κόσμου, σε συνδυασμό με την υπερεκμετάλλευση των τελευταίων μικροκαλλιεργητών, συνδυάζεται επίσης με μια αδυσώπητη απώλεια ταχύτητας στη διεθνή αγορά για τους εργοδότες ανά χώρα (και στην Ελλάδα) που, τελευταία, με τα μέτρα κατάργησης του εμπορίου με τη Ρωσία έχουν χάσει μεγάλο μερίδιο της αγοράς ζωϊκού κεφαλαίου, γαλακτοκομικών και οπωροκηπευτικών. Παράλληλα, ξεπερνιούνται από τους Βραζιλιάνους, Γερμανούς, Αργεντινούς, Ολλανδούς, Μεξικανούς, Καναδούς, Τούρκους ανταγωνιστές τους…
Η επιβίωση, η ανθεκτικότητα και η ανάκαμψη του αγροτικού κόσμου απαιτεί επομένως μια αλλαγή παραδείγματος, η οποία προϋποθέτει και επιβάλλει τη διάλυση της ολιγαρχίας των αγροτικών επιχειρήσεων, ενός τομέα που πρέπει να ξαναχτιστεί εξ αρχής σε κοινωνική βάση.
Στην Ελλάδα τα αιτήματα των αγροτικών μπλόκων
Από τον Έβρο, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, τη Στερεά μέχρι την Πελοπόννησο αλλά και σε όλη την χώρα οι κεντρικές οδικές αρτηρίες έχουν αποκτήσει πλέον άλλη σήμανση. Τα τρακτέρ δεξιά κι αριστερά αποτυπώνουν εδώ και χρόνια τα αιτήματα των αγροτών.
Τα άμεσα αιτήματα των αγροτών,
– Μείωση του κόστους παραγωγής με μέτρα όπως: Θεσμοθέτηση αγροτικού αφορολόγητου πετρελαίου, πλαφόν 7 λεπτά/KWh στο αγροτοκτηνοτροφικό ρεύμα, επιδότηση μέσων, εφοδίων και ζωοτροφών και κατάργηση του ΦΠΑ.
– Να μην εφαρμοστεί η Νέα ΚΑΠ (και να γίνει αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης).
– Αναπλήρωση του χαμένου εισοδήματος σε καλλιέργειες που έχουν απώλεια παραγωγής η οποία δεν καλύπτεται από τον ΕΛΓΑ καθώς και σε προϊόντα φυτικής και ζωικής παραγωγής που πουλήθηκαν κάτω από το κόστος παραγωγής. Αποζημιώσεις από τον ΕΛΓΑ για όλες τις ζημιές και νόσους στο 100% της πραγματικής ζημιάς και όχι της ασφαλιζόμενης αξίας.
– Να παρθούν μέτρα και να γίνονται έλεγχοι από την κυβέρνηση για να σταματήσουν οι “ελληνοποιήσεις” προϊόντων φυτικής, ζωικής και μελισσοκομικής παραγωγής.
– Τιμές που να καλύπτουν το κόστος παραγωγής ώστε να έχουμε εισόδημα για τις βιοποριστικές και καλλιεργητικές ανάγκες μας.
– Έργα υποδομής για την αντιπλημμυρική θωράκιση της χώρας.
Είναι μέτρα δίκαια μεν αλλά που σίγουρα δεν επαρκούν.
Το πρόβλημα ως προς τις βασικές του παραμέτρους παραμένει. Εκτός από την αναδιοργάνωση της αγροτικής βιομηχανίας, η ανταπόκριση στις ανάγκες και η επίτευξη της πλήρους ολοκλήρωσης “από το αγρόκτημα στο πιάτο” προς όφελος όλων απαιτεί επίσης – στην Ελλάδα όπως και σε όλη την Ευρώπη σχεδιασμό και εθνικοποίηση των τομέων της αγροδιατροφής και μαζικού λιανικού εμπορίου.