Τελειώνοντας ένα καλοκαίρι, κάπου εκεί στο τέλος της δεκαετίας του ‘60, η μάνα μας ανακοίνωσε ότι το επόμενο καλοκαίρι …τέρμα τα μπάνια στο Σκαραμαγκά. Έντρομοι την ρωτήσαμε γιατί, και μας απάντησε ότι βαρέθηκε πια μετά από το μπάνιο να μας βάζει στην σκάφη, να μας ξεπλένει με πετρέλαιο στην αρχή για να φύγουν οι πίσσες, μετά με Τάιντ και τέλος με πράσινο σαπούνι και ξέπλυμα με το λάστιχο. Κάπου εκεί, ίσως και λίγο αργότερα, αρχές της δεκαετίας του ‘70, ο λαϊκός κόσμος των δυτικών συνοικιών έχανε την μοναδική πλαζ του, αφήνοντας το στίγμα του μαζούτ πάνω στα σώματα της φτωχολογιάς και των παιδιών που ήθελαν να πάρουν λίγη δροσιά.
Ο Σκαραμαγκάς ήταν η «Κυανή Ακτή» του ενός εκατομμυρίου κατοίκων της Δυτικής Αθήνας. Οι κάτοικοι του Περιστερίου, του Χαϊδαρίου, του Αιγάλεω, του Κορυδαλλού, της Αγίας Βαρβάρας, της Νίκαιας, της Πετρούπολης, των Λιοσίων με ειδικά δρομολογημένα λεωφορεία «προς Σκαραμαγκά» δροσίζονταν στις ακτές του.
Γι’ αυτή την παραλία ο έγκλειστος στο Δρομοκαΐτειο ποιητής Ρώμος Φιλύρας έγραψε το ποίημα του «Σκαραμαγκάς». Παρομοιάζει ολόκληρη την περιοχή σαν «θρίαμβο των τοπίων»:
Σαν κέντημα γύρω οι βράχοι και οι λόφοι του Κορυδαλλού
στο λιμανάκι, ονειρεμένο, του γραφικού Σκαραμαγκά.
Κι οι βάρκες στην ακρογιαλιά, που βάζουν πλώρη αργά για αλλού
Τα παραγάδια και τ’ αγκίστρια κι οι πετονιές αραδαριά.
Γλυκόχρωμα γαλάζια ως πέρα τα τρεμοσάλευτα νερά
Τα κύματα μ’ αφρόν ολάσπρο, κάπου στο βάθος των κατάρτια.
Κι από το Δαφνί, τη Σαλαμίνα, το Ναύσταθμο κι ακόμα πέρα
Ο θρίαμβος των τοπίων παίρνει και βασιλεύει γραφικά.
Ενώ ο Γιώργος Ζαμπέτας στη βιογραφία του αναφέρει: «Εμείς πηγαίναμε εκεί συχνά, γιατί τότε ο Σκαραμαγκάς (δεκαετία του ’50) ήτανε η καλύτερη πλαζ και παίρναμε και τα όργανα και παίζαμε κιόλας. Τότε ο Σκαραμαγκάς ήτανε το μπάνιο, το καλό μπάνιο. Πεύκα, καθαρή λαμπερή θάλασσα, κοσμάκης, σούστες, αμάξια, ψαράκι» (Βίος και Πολιτεία, Εκδόσεις Κέδρος).
Η περιοχή του κόλπου της Ελευσίνας ήταν από τα πρώτα θύματα της βάρβαρης καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Αττική. Από τον Σκαραμαγκά, την Ελευσίνα, το Μεγάλο Πεύκο, μέχρι την Κινέττα και τον Ισθμό, το φυσικό τοπίο καταστράφηκε. Χωρίς κανένα απολύτως σχεδιασμό άρχισαν να κατακλύζουν όλο το λεκανοπέδιο της Ελευσίνας μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, διυλιστήρια, Ναυπηγεία, καταπατώντας την γη, μπαζώνοντας την θάλασσα, χύνοντας τα απόβλητα τους στις πανέμορφες ακρογιαλιές και προκαλώντας ιστορική καταστροφή του φυσικού τοπίου.
Οι πολιτικές των αστικών κυβερνήσεων της εποχής και του μεγάλου κεφαλαίου σε γενικές γραμμές ήταν ο ταξικός διαχωρισμός του λεκανοπέδιου σε δυο μέρη. Της Δυτικής Αθήνας που θα σήκωνε όλο το βάρος της λεγόμενης βιομηχανικής ανάπτυξης χωροταξικά. Θα γινόταν η χαβούζα των σκουπιδιών και των λυμάτων. Ο άλλος, πόλος μιας αστικής ανάπτυξης που θα προέβλεπε άλλες χρήσης γης διαφόρων διαβαθμίσεων, όπου τόσο το βόρειο αλλά και το ανατολικό μέρος με το παραλιακό του μέτωπο θα προέβλεπε μια άλλου είδους ανάπτυξη όπου κεφάλαιο και αστικές κυβερνήσεις θα επένδυαν στις μεγάλες υπεραξίες που έπαιρναν οι ιδιοκτησίες καθώς εκεί άρχιζε να συγκεντρώνεται η ανερχόμενη τότε τάξη των μικρομεσαίων.
Η καταστροφή του Σκαραμαγκά ξεκίνησε το 1956 και συνεχίστηκε μέχρι το 1977 όταν ο χώρος «αγοράστηκε» (κατά άλλες πηγές παραχωρήθηκε – που είναι και το πιο πιθανό) από τον εφοπλιστή Σταύρο Νιάρχο, ο οποίος έκανε αναγκαστικές απαλλοτριώσεις και μπαζώματα και επέκτεινε το ναυπηγείο σε βάρος των μικρών ιδιοκτητών και του δημοσίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ τα οικόπεδα των μικροϊδιοκτητών αποζημιώθηκαν το 1957 από 25-65 δραχμές τον πήχη, το δημόσιο παραχώρησε την ιδιοκτησία του έναντι του ευτελούς ποσού των 6 δραχμών τον πήχη. Φυσικά τα μπαζώματα και οι προσχώσεις προς τη θάλασσα που δημιούργησαν νέα οικόπεδα δεν πληρώθηκαν ποτέ από τον Νιάρχο, στο όνομα της ανάπτυξης της ναυπηγοεπισκευαστικής βιομηχανίας και της εξασφάλισης νέων θέσεων εργασίας. Τα «νέα οικόπεδα» που δημιουργήθηκαν με μπαζώματα της θάλασσας, χωρίς να καταβληθούν χρήματα στο ελληνικό δημόσιο ή αντισταθμιστικά οφέλη, ήταν η όμορφη ακτή του Σκαραμαγκά η οποία συγκέντρωνε το καλοκαίρι ημερησίως 15.000 λουόμενους, κατοίκους κυρίως της Δυτικής Αθήνας.
Όπως αναφέρει ο Κώστας Φωτεινάκης στο βιβλίο του ΧΑΪΔΑΡΙ – ΤΟΠΟΣ ΚΑΙ ΑΝΡΘΩΠΟΙ. «Η προσπάθεια του Νιάρχου να απαξιωθεί η πλαζ, καταγγέλθηκε από τον τότε Πρόεδρο του Εξωραϊστικού Συλλόγου Σκαραμαγκά, Παναγιώτη Κουκουμά, ο οποίος στην σύσκεψη των οκτώ εξωραϊστικών συλλόγων του Χαϊδαρίου, την 20η Ιουλίου του 1960 «αναφέρει ενεργείας του Νιάρχου ιδιοκτήτου των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά όστις μετέρχεται κάθε θεμιτού και αθέμιτου μέσου ως η έκχυσις πετρελαίου εις την θάλασσαν και καμμένων λιπαντικών με σκοπόν να καταστήση την θάλασσαν ακατάλληλον προς χρήσιν των λουομένων με σκοπόν να σφετερισθή ολόκληρον την Περιοχήν Σκαραμαγκά επιτυχών μάλλιστα το πρώτον προς τούτο βήμα δια υπολογισμού του χειμερίου κύματος από 15 εις 150 μέτρα. Εξεδηλώθει κατόπιν τούτου η αγανάκτησις των εκπροσώπων των Συλλόγων κατά του σφετεριστού και διαπιστώθει πλήρως ότι οι Σύλλογοι θα αγωνιστούν δια την διάσωσιν του Σκαραμαγκά από τους όνυχας του Νιάρχου»..
Οι εγκαταστάσεις και οι επεκτάσεις των ναυπηγείων, είχαν ως αποτέλεσμα να κλείσει βίαια η μόνη διέξοδος προς τη θάλασσα που είχε ο λαϊκός κόσμος της Δυτικής Αθήνας. Τα σπίτια που υπήρχαν εκεί, πολλά από τα οποία χρησιμοποιούνταν ως πρώτη κατοικία αλλά και εξοχικά, τα όμορφα παραλιακά ταβερνάκια εγκαταλείφτηκαν και ρήμαξαν, ενώ έκλεισε ακόμα και ένα σχολείο που λειτουργούσε στην περιοχή. Το περιβάλλον αλλοιώθηκε εντελώς, έγινε επικίνδυνο για τον κόσμο.
O Νιάρχος αξιοποιώντας το μετεμφυλιακό κράτος και την χούντα αναπτύχτηκε ραγδαία γιατί ιδιαίτερα την περίοδο 1960 – 1980 η Ελλάδα αποτελούσε τον μαγνήτη για τις επισκευές της παγκόσμιας ναυτιλίας λόγω των χαμηλών ημερομισθίων. Δεν υπήρχαν σωματεία και διεκδικήσεις, δεν υπήρχαν μέτρα για το περιβάλλον. Αυτό κράτησε μέχρι τις αρχές τις δεκαετίας του ‘80 όταν στην ναυπηγοεπισκευαστική βιομηχανία άρχισαν να εμφανίζονται σοβαροί ανταγωνιστές σε Κορέα και Κίνα ακόμα και στην γειτονική μας Τουρκία. Ο Νιάρχος αφού όλα αυτά τα χρόνια δεν είχε κάνει καμιά επένδυση εκσυγχρονισμού των Ναυπηγείων έκανε ότι συνήθιζαν να κάνουν εκείνη την εποχή οι χρεοκοπημένοι βιομήχανοι: Πούλησε το 1985 τα ναυπηγεία στο Ελληνικό Δημόσιο.
Σήμερα τα Ναυπηγεία του Σκαραμαγκά πνέουν τα λοίσθια αφού όλες οι παρεμβάσεις που έγιναν από κράτος και «επενδυτές» απέτυχαν. Η αποβιομηχανοποίηση που επήλθε από την δεκαετία του ‘80 ακόμα, μετέτρεψε μια τεράστια έκταση από τον Σκαραμαγκά μέχρι την Ελευσίνα σε χώρο όπου τα ερημωμένα κτήρια των εργοστασίων στέκουν σαν πινακίδες που καταγγέλλουν το περιβαλλοντολογικό έγκλημα που πραγματοποιήθηκε σε βάρος του λαού της δυτικής Αττικής. Υπάρχει άραγε ελπίδα για να αποκατασταθούν έστω μερικώς όλα αυτά που καταστράφηκαν από την ασυδοσία του μεγάλου κεφαλαίου και των αστικών κυβερνήσεων;
«Ναι!», απαντούν οι κάτοικοι του Χαϊδαρίου και των γύρω περιοχών, μέσα από δεκάδες αγώνες και κινητοποιήσεις που έχουν πραγματοποιήσει όλα αυτά τα χρόνια μαζικοί φορείς, δημοτικές παρατάξεις και ο Δήμος Χαϊδαρίου. Ζητούν πρόσβαση στη θάλασσα και αξιοποίηση της έκτασης για δημόσια χρήση. Συγκεκριμένα διεκδικούν την μεγάλη προβλήτα Νο 4, η οποία είναι αυτή που μπάζωσε ο Νιάρχος και έχει έκταση 120 στρέμματα και άλλα 100 στρέμματα από την καταπατημένη παραλία πίσω της. Αυτή η έκταση, που έγινε παράνομα τσιμέντο, να παραχωρηθεί στο Δήμο.
Ο Σκαραμαγκάς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η πύλη της Δυτικής Αθήνας. Εκεί όπου η θάλασσα συναντιέται με την Μονή Δαφνίου, τον αρχαιολογικό χώρος της Ιεράς Οδού, το Όρος Αιγάλεω και Ποικίλο Όρος, το Ιερό Αφροδίτης, την Λίμνη Κουμουνδούρου, όλα αυτά μαζί με τις πρόσφατες ιστορικές μνήμες αυτές του τόπου εκτέλεσης του Νίκου Πλουμπίδη, του στρατοπέδου Χαϊδαρίου και του μπλοκ 15 αποτελούν ένα σύνολο που πρέπει οι κάτοικοι της δυτικής Αθήνας, το μαζικό κίνημα και η αριστερά να προστατέψουν από διαφόρους «επενδυτές» που αρχίζουν και πάλι να εμφανίζονται. Είτε ως κατασκευαστές λιμανιού για ιδιόκτητα σκάφη, είτε ως ενοικιαστές των μπαζωμένων προβλητών για να χρησιμοποιηθούν ως αποθήκες. Οι κάτοικοι του Χαϊδαρίου και της δυτικής Αθήνας δεν θα ανεχτούν μια νέα υποβάθμιση, αγωνίζονται για να δοθεί ο χώρος των 220 στρεμμάτων με πολιτική απόφαση στον λαό της περιοχής.