100 χρόνια(1924-2024) από το θάνατό του
Για την τεράστια προσφορά του Λένιν στο διεθνές επαναστατικό και κομμουνιστικό κίνημα έχουν γραφτεί πολλά και θα συνεχίσουν να γράφονται.
Μέρος του σπουδαίου θεωρητικού, πολιτικού και φιλοσοφικού του έργου αποτελούν: «Τα άμεσα καθήκοντα του κινήματός μας», «Η έναρξη της επανάστασης στη Ρωσία», «Μικροαστικός και προλεταριακός σοσιαλισμός», «Τα διδάγματα της κομμούνας», «Τα τρία Συστατικά Μέρη και οι τρεις Πηγές του Μαρξισμού», «Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», «Ο Αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», «Κράτος κι Επανάσταση», «Οι Θέσεις του Απρίλη», «Για τον μαχόμενο υλισμό», «Προτιμότερο λιγότερα, αλλά καλύτερα» κ.α.
Ο ιδιοφυής ηγέτης των μπολσεβίκων με τη νίκη της Οκτωβριανής προλεταριακής αντιιμπεριαλιστικής επανάστασης αναδείχθηκε σε μεγάλο «θεωρητικό της πράξης». Το όνομά του γράφτηκε και θα παραμείνει στην κορυφή της λίστας των επιφανών επαναστατών όλου του κόσμου.
Δεν είναι λίγες οι φορές που η τιμή που του αποδίδεται ξεπερνά ακόμα και τα όρια της υπερβολής και ο Λένιν «αγιοποιείται». Που καταλήγει σε υποκλίσεις στα «εικονίσματά» του και σε μια μεταφυσική αντιμετώπισή του, που είναι προϊόν της ιδεαλιστικής αντίληψης της εξέλιξης της ανθρώπινης ιστορίας.
- Αντιφάσεις, υπεραπλουστεύσεις και αστοχίες.
Ο Λένιν ήταν γνώστης του διαλεκτικού υλισμού και είχε επίγνωση της πραγματικότητας. Γνώριζε ότι τα πάντα κινούνται μέσα από τις εσωτερικές τους αντιθέσεις.
Παρ’ όλα αυτά, το «ουδείς αλάνθαστος», ίσχυε και γι’ αυτόν.
Στην προσπάθειά του να στεριώσει την επανάσταση και να κατανοήσει τι ακριβώς συνέβαινε τα πρώτα αφάνταστα δύσκολα μετεπαναστατικά χρόνια του νέου καθεστώτος- σε συνθήκες ξένης ένοπλης επέμβασης, λιμού και εμφυλίου πολέμου- υπέπεσε σε αντιφάσεις, προπαγανδιστικές υπεραπλουστεύσεις και αστοχίες.
Η υιοθέτηση του Ταιηλορισμού ως «επιστημονικού τρόπου οργάνωσης της παραγωγής», η «μονοπρόσωπη διεύθυνση» στην παραγωγή και η αρχή της «χρηματοοικονομικής αυτονομίας» αποτέλεσαν, όπως αποδείχθηκε στην πράξη, σοβαρά λάθη. Ο ίδιος θεωρούσε τα μέτρα «προσωρινή υποχώρηση» και είχε την πεποίθηση ότι όποια προβλήματα δημιουργούνταν απ’ αυτές τις επιλογές θα λύνονταν με την πολιτική διεύθυνση της παραγωγής από την εργατική τάξη, κάτι το οποίο δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
Η άποψη ότι «Σοσιαλισμός δεν είναι τίποτε άλλο πάρα το κρατικό κεφαλαιοκρατικό μονοπώλιο που χρησιμοποιείται προς όφελος του λαού και γι’ αυτό το λόγο έπαψε να είναι κεφαλαιοκρατικό μονοπώλιο» («Η Καταστροφή που μας απειλεί»). Κι οι προπαγανδιστικές υπεραπλουστεύσεις όπως: «Σοσιαλισμός=σοβιέτ +εξηλεκτρισμός», «Κοινωνικοποίηση= κρατικοποίηση + εργατικός έλεγχος + καταγραφή» ήταν άστοχες και δημιουργούσαν συγχύσεις και παραμορφωτική αντίληψη για το σοσιαλισμό.
Οι παραπάνω αντιλήψεις του Λένιν άνοιγαν το δρόμο α) για την ταύτιση του Σοσιαλισμού με την κρατικοποίηση της οικονομίας και την ανάπτυξη της παραγωγής και β) για την ταύτιση των παραγωγικών σχέσεων με τη μορφή ιδιοκτησίας. Η σχέση ανάμεσα στην αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξία, ο εμπορευματικός χαρακτήρας της εργατικής δύναμης, η σχέση ανάμεσα στον αναγκαίο και στον πρόσθετο χρόνο εργασίας, ανάμεσα στην εργασία με εξωτερικό καταναγκασμό και με εσωτερική υποκίνηση, ανάμεσα στον ελεύθερο και τον εργάσιμο χρόνο, ανάμεσα στην άμεσα κοινωνική και έμμεσα κοινωνική εργασία, η οργάνωση της εργασίας, ο καταμερισμός εργασίας, οι σχέσεις διεύθυνσης και ιεραρχίας, που είναι τα υπόλοιπα ουσιώδη συστατικά των παραγωγικών σχέσεων, υποτιμούνταν και θεωρούνταν ως «τεχνικά» και «ουδέτερα» χαρακτηριστικά.
Είναι εντυπωσιακό ότι ο Λένιν μέσα σε ένα χρόνο (Μάρτιος 1921- Μάρτιος 1922) αλλάζει συνεχώς εκτιμήσεις για την κατάσταση, πέφτοντας σε αντιφάσεις, και σφάλματα.
Το Μάρτιο του 1921 στο 10ο συνέδριο των μπολσεβίκων έλεγε: «Σήμερα όμως εμείς έχουμε τάξεις; Έχουμε. Σήμερα έχουμε πάλη των τάξεων; Την πιο λυσσαλέα»(Άπαντα Λένιν τόμος 43 σελ.55)
Δυο μήνες μετά το Μάιο του 1921 στην 10η Πανρωσική συνδιάσκεψη του μπολσεβίκικου κόμματος υποστήριζε: «Για πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία έχουμε να κάνουμε με ένα κοινωνικό καθεστώς, όπου η τάξη των εκμεταλλευτών έχει καταργηθεί, αλλά έχουμε όμως δυο διαφορετικές τάξεις – την εργατική τάξη και την αγροτιά»(!) (Απάντα Λένιν τόμος 43 σελ.301 εκδ. Σ.Ε)
Η διατύπωση αυτή «άνοιγε» το δρόμο για την μετέπειτα κυριαρχία στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα της αντιδιαλεκτικής άποψης ότι στο σοσιαλισμό μπορεί να υπάρξει μόνη της χωρίς να ναι εκμεταλλευομένη η εργατική τάξη, δηλαδή χωρίς την ύπαρξη αστικής τάξης.
Εδώ η σκέψη του Λένιν αποκλίνει από τη θέση του Μαρξ που υποστήριζε ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να καταργήσει την αστική τάξη χωρίς να καταργήσει ταυτόχρονα τον εαυτό της. Δεν μπορεί να υπάρξει εργατική τάξη χωρίς αστική τάξη και το αντίθετο.
Πέντε μήνες μετά, τον Οκτώβριο του 1921 διαπίστωνε: « Η πολιτική κατάσταση την άνοιξη του ‘21 μας απέδειξε ότι είναι αναπόφευκτη η υποχώρησή μας, σε μια σειρά θέσεις και να υιοθετήσουμε τον κρατικό καπιταλισμό. Περάσαμε από την «έφοδο» στην «προσγείωση». Χρειάζεται μια υποχώρηση για να οικοδομηθούν στο μέλλον οι βάσεις του σοσιαλισμού».
Δυο μήνες αργότερα, το Δεκέμβρη του 1921, στο σχέδιο εισήγησης για την εσωτερική και εξωτερική πολιτική στο 9ο πανρωσικό συνέδριο των σοβιέτ τόνιζε: «Το απίθανο έγινε γεγονός: η σοσιαλιστική δημοκρατία σε καπιταλιστική περικύκλωση. Ο δρόμος της παγκόσμιας επανάστασης πιο μακρύς, με ζιγκ-ζαγκ, όμως δρόμος σίγουρος, αλλιώς δεν θα υπήρχε αυτό που υπάρχει(σοσιαλιστική δημοκρατία σε καπιταλιστική περικύκλωση)» (τόμος 44 σελ. 484 εκδ. Σ.Ε).(Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1933 στη Λενινιστική συλλογή τόμος ΧΧΙΙΙ).
Στην παραπάνω διατύπωση βρίσκεται εν σπέρματι η βάση της θέσης που διατύπωσε στη συνέχεια ο Στάλιν για την «οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μια χώρα». (Την αντίληψη αυτή «απογείωσαν» κάποια χρόνια αργότερα ο Χρουστσόφ και οι μετέπειτα, ισχυριζόμενοι το 1961 ότι η ΕΣΣΔ είχε φτάσει στη «φάση οικοδόμησης του κομμουνισμού» ενώ αργότερα διακήρυτταν ότι «η κομμουνιστική κοινωνία θα έχει οικοδομηθεί τη δεκαετία του 1980»).
Συνοψίζοντας:
Το Μάρτη, λοιπόν, του 1921 υπάρχουν «τάξεις και λυσσαλέα ταξική πάλη».
Το Μάη, του 1921 «η τάξη των εκμεταλλευτών(σ.σ αστική) έχει καταργηθεί».
Τον Οκτώβρη του 1921 υπάρχει «κρατικός καπιταλισμός».
Το Δεκέμβρη του 1921 υπάρχει «σοσιαλιστική δημοκρατία σε καπιταλιστική περικύκλωση».
Και τρεις μήνες αργότερα στο 11ο συνέδριο του κόμματος, το Μάρτη του 1922 : «Τα παλιά βιβλία μιλούσαν για τον κρατικό καπιταλισμό στις συνθήκες του καπιταλισμού. Κανένα δε μιλάει για το τι είναι ο κρατικός καπιταλισμός στις συνθήκες του κομμουνισμού» (σ.σ Ταύτιση κομμουνισμού με την πολιτική εξουσία των μπολσεβίκων!!)
Αλλά ας αναστοχαστούμε: Mε βάση το διαλεκτικό υλισμό είναι δυνατόν;
Είναι δυνατόν ο κομμουνισμός να προέρχεται από την ενότητα δυο εντελώς διαφορετικών, αντίθετων και ανταγωνιστικών μεταξύ τους κοινωνικοπολιτικών καθεστώτων; Tου κρατικού καπιταλισμού και της δικτατορίας του προλεταριάτου (η οποία ταυτίζονταν σύμφωνα με την αντίληψη των επιφανών επαναστατών της εποχής με την πολιτική εξουσία του κόμματος);
Εδώ πρέπει να σταθούμε στο νόμο της ενότητας και της πάλης των αντίθετων. Το ζεύγος των αντιθέτων εμπεριέχει τόσο την αλληλοσυμπληρούμενη όσο και την αλληλοαποκλειόμενη πλευρά. Στον καπιταλισμό, το κεφάλαιο και η μισθωτή εργασία(και αντίστοιχα οι φορείς τους αστική και εργατική τάξη) τόσο αλληλοσυμπληρώνονται όσο και αλληλοαποκλείονται.
Στην περίπτωση της αλληλοσυμπλήρωσης έχουμε εδραίωση και διασφάλιση της ταξικής ηγεμονίας της αστικής τάξης έστω και κάτω από τροποποιημένη μορφή.
Στην περίπτωση του αλληλοαποκλεισμού έχουμε την κατάλυση της ταξικής ηγεμονίας της αστικής τάξης, δηλαδή την επαναστατική αλλαγή. Κάθε φαινόμενο καταλύεται μονάχα με την επικράτηση της αλληλοαποκλειόμενης πλευράς της αντίθεσής του.
Σ’ αυτή την περίπτωση ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι αποδέχονταν ως κυρίαρχη την αλληλοσυμπληρούμενη πλευρά της καπιταλιστικής αντίθεσης, και μάλιστα με την «πρωτοτυπία» ότι αυτό μπορεί να γίνει επειδή η εργατική τάξη(το κόμμα των μπολσεβίκων) αναλαμβάνει να διαχειριστεί την εκμετάλλευσή της από το κεφάλαιο.(Έβλεπαν ως μια, δυο αλληλοαποκλειόμενες αντιθέσεις, δηλαδή δυο διαφορετικά κοινωνικά καθεστώτα).
Και όχι μόνο αυτό, αλλά θεωρούσαν ότι το κόμμα ήταν η «πρωτοπόρα επαναστατική συνείδηση της τάξης». Επομένως αφού το κόμμα είχε την πολιτική εξουσία τότε και η εργατική τάξη είχε και την ταξική ηγεμονία.
Αλλά μπορεί στην πράξη να συνέβαινε ή να συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο;
Μπορεί η ταξική ηγεμονία της εργατικής τάξης να ασκηθεί από το ή τα πρωτοπόρα κόμματά της;
Το κόμμα στην εξουσία για λογαριασμό της τάξης αποτελεί παραδοξολογία. Δεν έχει καμία σχέση με την επιστημονική θεωρία των Μαρξ και Ένγκελς.
Αλλά αν είναι παραδοξολογία το κόμμα στην εξουσία για λογαριασμό της τάξης, τότε μπαίνει το ερώτημα: Έπρεπε ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι να καταλάβουν την εξουσία για λογαριασμό της εργατικής τάξης και των συμμάχων της;
Όμως στην ιστορία δεν έχουν νόημα τα εκ των υστέρων ερωτήματα. Αυτό που ήταν να γίνει, έγινε.
Το πρόβλημα δεν είναι ότι οι μπολσεβίκοι πήραν την εξουσία για λογαριασμό της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπόρεσαν να την δώσουν στην εργατική τάξη και στους συμμάχους της.
- Σοβιετική Ρωσία: Επαναστατική[i] δικτατορία του προλεταριάτου ή επαναστατικό αντιιμπεριαλιστικό μεταβατικό καθεστώς ;
Στην κριτική του προγράμματος της Γκότα ο Μαρξ αναφέρει: « Ανάμεσα στην καπιταλιστική και στην κομμουνιστική κοινωνία μεσολαβεί η περίοδος της επαναστατικής αλλαγής από τη μια στην άλλη κοινωνία. Σε αυτή την περίοδο ανταποκρίνεται επίσης και εκείνη η πολιτική μεταβατική περίοδος όπου το κράτος δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά η επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου».
Από την πρώτη πρόταση της παραπάνω παραγράφου είναι προφανές ότι η περίοδος που μεσολαβεί ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον κομμουνισμό είναι ένα μεταβατικό κοινωνικό-οικονομικό καθεστώς. Από τη δεύτερη αναδεικνύεται ότι η πολιτική μορφή που αντιστοιχεί σ αυτό το κοινωνικό-οικονομικό καθεστώς είναι η επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου.
Επομένως, η μεταβατική, και γι’ αυτό αντιφατική, περίοδος ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον κομμουνισμό είναι ένα κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό καθεστώς το οποίο στοχεύει στη δημιουργία των προϋποθέσεων για το πέρασμα στην κατώτερη φάση της αταξικής- ακρατικής σοσιαλιστικής- κομμουνιστικής κοινωνία, το σοσιαλισμό.
Με βάση την εμπειρία της κομμούνας του Παρισιού ο Μάρξ έδωσε τα βασικά χαρακτηριστικά της επαναστατικής δικτατορίας του προλεταριάτου.
O τακτικός στρατός καταργείται και αντικαθίσταται από τον ένοπλο λαό που είναι απαλλαγμένος από την ιεραρχική στρατιωτική γραφειοκρατία.
Καταργούνται τα σώματα ασφάλειας και αντικαθίσταται από εκλεγμένους και ανακλητούς, κάθε στιγμή, πολιτοφύλακες.
Καταργείται η μόνιμη δημοσιουπαλληλία και η ιεραρχική διοικητική γραφειοκρατία. Οι δημόσιοι λειτουργοί είναι εκλεγμένοι και ανακλητοί ανά πάσα στιγμή από τους εργαζομένους που τους εξέλεξαν και αμειβόμενοι με το μέσο εργατικό μισθό.
Η επανάσταση γίνεται νόμιμο δικαίωμα των καταπιεσμένων.
Η επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου με τους θεσμούς που επιβάλλει ενώνει την πολιτική εξουσία με την κοινωνία, συνενώνει το εργατικό κράτος με τον εργαζόμενο λαό και γι’ αυτό, σύμφωνα με τον Ένγκελς, δεν είναι κράτος στην κυριολεξία, είναι μισοκράτος. Είναι κράτος που απονεκρώνεται και στοχεύει στην εξάλειψη των τάξεων.
Ο Λένιν είχε την πεποίθηση ότι τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια είχε εγκαθιδρυθεί το καθεστώς της επαναστατικής δικτατορίας του προλεταριάτου.
Ίσχυε κάτι τέτοιο;
α)Ο νέος στρατός της Σοβιετικής Ρωσίας, ο «Κόκκινος Στρατός», δημιουργήθηκε με διάταγμα στις 28/1/1918 και ήταν αναμφίβολα ένας τακτικός στρατός.
Όπως διαβεβαίωνε ο Λένιν «ο παλιός στρατός, ο στρατός με τα ξεθεωτικά γυμνάσια του στρατώνα, με τα βασανιστήρια των στρατιωτών, ανήκει στο παρελθόν. Ο στρατός αυτός έγινε άχρηστος και δεν απέμεινε τίποτε από δαύτον. Έγινε πλήρης εκδημοκρατισμός του στρατού.»(Άπαντα Λένιν σελ.269 τόμος 35 εκδ. Σ.Ε)
Ο Κόκκινος στρατός διατήρησε ένα μέρος των κανόνων πειθαρχίας και των σχέσεων ιεραρχίας, με αλλαγμένη μορφή, που υπήρχαν στον τσαρικό στρατό. Η στρατιωτική του διοίκηση αποτελούνταν τόσο από επαναστάτες μόνιμους αξιωματικούς όσο κι από πολλούς αξιωματικούς του πρώην τσαρικού στρατού που προσχώρησαν στο νέο καθεστώς. Όλοι ήταν διορισμένοι. Ενώ υπήρχαν και αισθητά διαφορετικές συνθήκες ζωής (τροφή, κατοικία κ.λπ.)[ii] μεταξύ αξιωματικών και στρατιωτών.
Η κυβέρνηση των μπολσεβίκων δεν γενίκευσε τον επαναστατικό θεσμό των ενόπλων ερυθροφρουρών, που ήταν αποσπάσματα επαναστατημένων ενόπλων εργατών, αγροτών, φαντάρων που είχαν δημιουργηθεί στην Οκτωβριανή επανάσταση και αποτελούσαν τον πρώτο πυρήνα του ένοπλου λαού. Μάλιστα, από τον Οκτώβρη του 1917 μέχρι το Μάρτη του 1918 έπαιξαν σημαντικό ρόλο ενάντια στις αντεπαναστατικές απόπειρες διαφόρων αξιωματικών.
Μέσω της γενίκευσης του θεσμού των ενόπλων ερυθροφρουρών η κυβέρνηση των μπολσεβίκων μπορούσε να κάνει πράξη το γενικό εξοπλισμό του λαού. Όμως αντιμετώπισε το ζήτημα των ενόπλων δυνάμεων της επανάστασης ως «τεχνοκρατικό» και όχι ως ζήτημα της επαναστατικής πολιτικής. Κατά συνέπεια, δεν πραγματοποιήθηκε ο γενικός εξοπλισμός του λαού.
β)Τα τσαρικά σώματα ασφαλείας δεν αντικαταστάθηκαν από αιρετούς και ανακλητούς πολιτοφύλακες ανά πάσα στιγμή, αλλά από τη δημιουργία της «Τσεκά» που αποτελούσε «μηχανισμό ασφαλείας της επανάστασης» και «καταστολής της αντεπανάστασης» και που αργότερα αντικαταστάθηκε από την «Γκε-πε-ου».
Για να καταλήξουν και οι δυο μετά το 10ο συνέδριο των μπολσεβίκων, μέσω της διεύρυνσης των δραστηριοτήτων τους, να έχουν επίσημη ανάμειξη στη ζωή του κόμματος ως μηχανισμοί αναζήτησης και καταδίωξης των μελών που διαφωνούσαν με το κόμμα. Στο 11ο συνέδριο ο Λένιν κατήγγειλε την «καταχρηστική» επέκταση των δραστηριοτήτων της «Γκε-πε-ου», αλλά φωνή βοώντος εν τη ερήμω….
γ) Δεν καταργήθηκε η μόνιμη δημόσια υπαλληλία. Η ιεραρχική διοικητική γραφειοκρατία άλλαξε όνομα και μορφή και υπάκουε αποκλειστικά στο κόμμα, ανοίγοντας το δρόμο για την ανάπτυξη της ανερχομένης συλλογικής κρατικής αστικής τάξης.
Επομένως δεν υλοποιήθηκε η αιρετότητα και η ανακλητότητα ανά πάσα στιγμή των δημόσιων λειτουργών, καθώς και η αμοιβή τους με το μέσο εργατικό μισθό.
Ήδη από το 1918 ο Λένιν είχε εντοπίσει τον κίνδυνο και παρατηρούσε ότι «υπάρχει η μικροαστική τάση να μετατραπούν τα μέλη των σοβιέτ σε «κοινοβουλευτικούς άνδρες» ή από το άλλο μέρος σε γραφειοκράτες».
Εβλεπε τόσο τον κίνδυνο της επιστροφής στην παλιά αστική εξουσία(σ.σ κοινοβουλευτικοί άνδρες), όσο και τον κίνδυνο της επιβολής της εξουσίας της συλλογικής κρατικής αστικής τάξης(σ.σ γραφειοκράτες)
δ) Τελευταίο σε σειρά, αλλά πρώτο σε σημασία: Η επανάσταση δεν έγινε νόμιμο και κατοχυρωμένο δικαίωμα των καταπιεσμένων. Οι εργαζόμενοι δεν είχαν το δικαίωμα της εκλογής και της άμεσης ανάκλησης των κρατικών οργάνων εξουσίας-ακόμα και της κυβέρνησης- οποτεδήποτε αυτά έρχονταν σε αντίθεση με την προώθηση της επαναστατικής πάλης.
Οι παραπάνω επιλογές(α έως και δ) μαζί με την υιοθέτηση του «Ταιηλορισμού», τη «μονοπρόσωπη διεύθυνση» στην παραγωγή, τη «χρηματοοικονομική αυτονομία», τον υπερσυγκεντρωτισμό από τα πάνω που στερούσε την αυτοτέλεια και την πηγαία πρωτοβουλία των σοβιέτ και τα μετέτρεπε σε όργανα της πολιτικής του κόμματος και την κρατικοποίηση των συνδικάτων που τα μετάτρεπε σε όργανα της κεντρικής εξουσίας(από το 1919), έδειχναν ότι η συλλογική κρατική αστική τάξη ενίσχυε την ηγεμονία της μέσα στο κόμμα, στο κράτος και στην σοβιετική κοινωνία, από πολύ νωρίς.
Μ’ αυτές τις επιλογές ο Λένιν ενεργούσε, παρά το αντίθετο των προθέσεών του, δηλαδή, άθελά του, προς όφελός της.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στη μετεπαναστατική μεταβατική σοβιετική κοινωνία δεν εγκαθιδρύθηκε η επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου.
Δεν εγκαθιδρύθηκε ένα κράτος τύπου Κομμούνας με αποτέλεσμα να μην ξεκινήσει η διαδικασία της κατάργησης των τάξεων και της απονέκρωσης του κράτους.
Ο Λένιν κάτω από την εξαιρετικά γρήγορη, τη δραματική και περίπλοκη εξέλιξη των γεγονότων δεν μπόρεσε να εκτιμήσει σωστά την κατάσταση.
Δεν μπόρεσε να αντιληφθεί ότι το νέο σοβιετικό καθεστώς δεν ήταν η επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου, όπως είχε την πεποίθηση, αλλά ένα επαναστατικό αντιιμπεριαλιστικό μεταβατικό καθεστώς με ανοιχτά δυο ενδεχόμενα.
Είτε προχώρημα της επανάστασης και εγκαθίδρυση της επαναστατικής δικτατορίας του προλεταριάτου, είτε νίκη της αντεπανάστασης και πισωγύρισμα, με πάρσιμο της εξουσίας από τη συλλογική κρατική αστική τάξη.
Το λάθος του Λένιν ήταν «ότι στα 1917 θεωρούσε τη δικτατορία του προλεταριάτου όχι τόσο κοινωνικό μεταβατικό καθεστώς, όσο πολιτικό».[iii]
Η υποτίμηση του καθοριστικού ρόλου των κοινωνικο-οικονομικών αλλαγών συντέλεσε στον μετέπειτα εκφυλισμό της επαναστατικής κατεύθυνσης του νέου καθεστώτος.
Πάντως, παρά τις αντιφάσεις, τις παραλείψεις και τα λάθη δεν αναιρείται η επαναστατική σκέψη και πράξη του Λένιν που παραμένουν ανεξίτηλες παρακαταθήκες για τις μελλούμενες κομμουνιστικές επαναστάσεις.
Αλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε αυτά που επιβεβαιώθηκαν και στην περίπτωση της Οκτωβριανής επανάστασης του 1917: α) Είναι απείρως δυσκολότερο να «οικοδομείς», να «χτίζεις», από το να «γκρεμίζεις» και β) Είναι αδύνατον να αποφευχθούν τα λάθη.
Η για να το πούμε αλλιώς: «Ου αι και αλίμονό του» για τον επαναστάτη που δεν έκανε ή δεν θα κάνει λάθη. Ειδικά όταν πρόκειται για την πρώτη παγκοσμίως απόπειρα κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο σε επίπεδο επικράτειας μιας χώρας.(Προηγήθηκε η Κομμούνα του Παρισιού, αλλά ήταν σε τοπικό επίπεδο πόλης).
Το πιο σημαντικό είναι να διδασκόμαστε απ’ αυτά και να μην τα επαναλαμβάνουμε.
- Συμπεράσματα για την πορεία των μετεπαναστατικών κοινωνιών.
Καθετί που εμφανίζεται στον κόσμο μας έχει παρελθόν, παρόν και μέλλον και όπως έλεγε ο Λένιν «αν εξετάσουμε οποιοδήποτε κοινωνικό φαινόμενο στην πορεία της εξέλιξής του θα βρούμε πάντα μέσα του υπολείμματα του παρελθόντος, βάσεις του παρόντος και σπέρματα του μέλλοντος».
Κάτω απ’ αυτή την οπτική οφείλουμε να εξετάσουμε και την διπλή εμπειρία της νίκης και της ήττας της Οκτωβριανής επανάστασης του 1917. Οφείλουμε να οδηγηθούμε στη διεξαγωγή συγκεκριμένων θεμελιωδών συμπερασμάτων για τη διαδικασία της μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό που αποτελεί την κατώτερη βαθμίδα της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Μετά το πρώτο ποιοτικό άλμα δηλαδή την αρχική νίκη της αντιιμπεριαλιστικής-αντικαπιταλιστικής επανάστασης ανοίγει ένα νέο στάδιο στην ιστορία της ταξικής πάλης. Δηλαδή ένα νέο στάδιο στην ιστορία της ανθρώπινης κοινωνίας.
Ένα μεταβατικό στάδιο από το αστικό κράτος προς την επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου, έτσι όπως την προσδιόρισαν οι Μαρξ-Ένγκελς με βάση την εμπειρία της Κομμούνας του Παρισιού.
Και κάθε μεταβατικό ιστορικό στάδιο είναι αντιφατικό, παρατεταμένο, αλλά και χρονικά απροσδιόριστο. Σ’ αυτό το νέο στάδιο τροποποιούνται οι τάξεις και η ταξική πάλη.
Το πρώτο ποιοτικό άλμα πραγματώνεται αιφνίδια, ορμητικά και βίαια με τη μορφή της επαναστατικής ρήξης προκαλώντας τη ριζική καταστροφή των ποιοτικών θεμελίων της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Η επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας δεν είναι κατ’ ανάγκη αιματηρή. Η εργατική τάξη δεν επιθυμεί, ούτε επιδιώκει τον εμφύλιο πόλεμο. Η εργατική επαναστατική βία προκαλείται και προκύπτει ως αποτέλεσμα της αστικής αντεπαναστατικής βίας.
Όπως η ιστορία και η ταξική πάλη διδάσκουν η αντεπαναστατική βία αποτελεί ενδογενές στοιχείο των αστικών κρατών -ιδιαίτερα στη βαθμίδα του ολοκληρωτικού καπιταλισμού- όπου ο στρατός, οι κρατικοί μηχανισμοί καταστολής και η γραφειοκρατία εκσυγχρονίζονται και αναπτύσσονται ποιοτικά.
3α) Κοινωνίες με διαταραγμένα τα βασικά καπιταλιστικά χαρακτηριστικά τους, μεταβατικές προς την επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου.
Μετά την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από την επαναστατική εργατική τάξη και τους συμμάχους της, ξεκινά η διάλυση, το τσάκισμα της αστικής κρατικής μηχανής η οποία αντικαθίσταται από τα όργανα της εργατικής πολιτικής που μετατρέπονται σε κρατική εξουσία.
Στο νέο κρατικό μηχανισμό τα εργατικά συμφέροντα αποκτούν την πολιτική ηγεμονία, αλλά ταυτόχρονα, την ίδια στιγμή, στο οικονομικοκοινωνικό επίπεδο επικρατούν, παρά τον κλονισμό τους, οι αστικές σχέσεις παραγωγής.
Επομένως οι κοινωνίες που προκύπτουν αμέσως μετά την επανάσταση είναι κοινωνίες με διαταραγμένα τα βασικά καπιταλιστικά χαρακτηριστικά τους. Το προλεταριάτο μοιράζεται υποχρεωτικά την εξουσία με τους συμμάχους του. Γι’ αυτό το νέο κράτος είναι κράτος καθαυτό. Είναι κράτος συγκεντρωτικό, αλλά κράτος εργατικής πολιτικής ηγεμονίας.
Υπάρχουν κόμματα που μπορούν να διεκδικούν την πολιτική εξουσία στο όνομα της εργατικής τάξης και του λαού, στο πλαίσιο του νέου συντάγματος. Επομένως το νέο κράτος δεν είναι, ακόμα, κράτος της επαναστατικής δικτατορίας του προλεταριάτου όπου η εργατική τάξη ασκεί την πολιτική εξουσία μόνη της.
Πολύ περισσότερο, οι κοινωνίες αυτές δεν είναι σοσιαλιστικές.
Κύρια εσωτερική αντίθεση των μετεπαναστατικών κοινωνιών, σε αυτή την πρώτη περίοδο, γίνεται η αντίθεση από τη μια, ανάμεσα στην εργατική τάση χειραφέτησης, και από την άλλη, στην κοινωνική συμμαχία και ηγεμονία των κατώτερων παλιών και νέων μεσαίων στρωμάτων (που δημιουργούνται μετά την επανάσταση και κυρίως αυτών που στελεχώνουν το νέο κρατικό και κομματικό μηχανισμό) μαζί με την τάση ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης.
Η πρώτη πλευρά επιδιώκει την συνέχιση της επανάστασης ως την επικράτηση του κομμουνισμού.
Η δεύτερη επιδιώκει να πάρει την εξουσία για την εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων.
Στο βαθμό που η εσωτερική αντίθεση της νέας κοινωνίας λύνεται με την ηγεμονία των συμφερόντων της συμμαχίας των παλιών και νέων μεσαίων στρωμάτων και της τάσης εξάρτησης της εργατικής τάξης, τότε το επαναστατικό κίνημα βιώνει κοσμοϊστορικής σημασίας ήττα.
Όπως δείχνει η ιστορία των χωρών του λεγόμενου υπαρκτού, αλλά στην πράξη ανύπαρκτου επιστημονικού σοσιαλισμού, οι κοινωνίες όχι μόνο δεν οδηγούνται προς τη δικτατορία του προλεταριάτου, αλλά αντιθέτως, η επανάσταση εκφυλίζεται, επικρατεί η αντεπανάσταση.
Η κοινωνική συμμαχία των παλιών και νέων μεσαίων στρωμάτων και της τάσης εξάρτησης της εργατικής τάξης, οργανώνεται σε νέα ιδιότυπη κυρίαρχη συλλογική κρατική αστική τάξη η οποία ιδιοποιείται την ιδεολογία και τα σύμβολα της εργατικής τάξης για την εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων.
Στο βαθμό που η εσωτερική αντίθεση της νέας κοινωνίας λύνεται με την ηγεμονία των συμφερόντων της επαναστατικής εργατικής τάξης και προωθούνται στο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο οι αντίστοιχες αλλαγές τότε οι κοινωνίες οδηγούνται στο δεύτερο ποιοτικό άλμα: Στην επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου.
3β) Η επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου οδηγεί στο σοσιαλισμό, αλλά δεν ταυτίζεται με αυτόν
Το άλμα αυτό, σε αντίθεση με το πρώτο, έχει εξελικτική μορφή και πραγματώνεται με τη μορφή βαθμιαίας συσσώρευσης των στοιχείων της καινούργιας ποιότητας που έχει εν μέρει ήδη εμφανιστεί -επιβληθεί με το πρώτο άλμα της επανάστασης. Πρόκειται δηλαδή για ποιοτικό άλμα εντός της επανάστασης.
Η διάρκεια του περάσματος από το πρώτο στο δεύτερο άλμα πραγματώνεται σχετικά αργά μιας και η ποιοτική αλλαγή δεν ολοκληρώνεται «μιας κι έξω» και είναι συνυφασμένη και με τη διεθνή ταξική πάλη και την εξάπλωση της επανάστασης στις υπόλοιπες χώρες.
Στην επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου η εργατική τάξη ασκεί την πολιτική εξουσία άμεσα και όχι έμμεσα μέσω των κομμάτων της. Επίσης την ασκεί μόνη της και χωρίς συμμάχους.
Η κύρια εσωτερική αντίθεση που αυτοκινεί την κοινωνία γίνεται, τότε, η αντίθεση ανάμεσα στον εργατικό χαρακτήρα του κράτους και τις τάσεις απονέκρωσής του.
Η Επαναστατική Δικτατορία του Προλεταριάτου με τους θεσμούς που επιβάλλει ενώνει την πολιτική εξουσία με την κοινωνία, συνενώνει το εργατικό κράτος με τον εργαζόμενο λαό και γι’ αυτό, δεν είναι κράτος στην κυριολεξία, είναι μισοκράτος(Ένγκελς). Είναι κράτος που απονεκρώνεται και στοχεύει στην κατάργηση των τάξεων.
Τότε πραγματοποιείται και σ’ ένα βαθμό σταθεροποιείται και η στρατηγική ηγεμονία της εργατικής επαναστατικής πλευράς μέσα στην τάξη και μέσα στο κράτος καθώς και η κυριαρχία της απέναντι στην αντικαπιταλιστική πλευρά των μεταμορφωμένων, σε κάθε περίπτωση, μεσαίων στρωμάτων.
Αλλά και τότε η αντίθεση μέσα στην εργατική τάξη δεν καταργείται οριστικά καθώς δεν καταργείται ακόμη πλήρως η βασική αντίθεση της κυρίαρχης επαναστατικής πλευράς «σοσιαλιστικού προσανατολισμού» απέναντι στην κυριαρχούμενη πλέον και μετασχηματισμένη καπιταλιστική πλευρά των κοινωνικών σχέσεων, απέναντι στη δυνατότητα της αναγέννησης και εκ νέου ανάπτυξής τους.
Επομένως ο ουσιαστικός, ο καθοριστικός ρόλος της επαναστατικής δικτατορίας του προλεταριάτου βρίσκεται στις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στο οικονομικοκοινωνικό επίπεδο.
Αυτό το δεύτερο ποιοτικό άλμα δεν κατόρθωσε να το επιτύχει καμία από τις επαναστάσεις του 20ου αιώνα. Καμιά επανάσταση δεν έφτασε στην επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου, πολύ περισσότερο στο σοσιαλισμό.
3γ) Πλήρης και οριστική νίκη των κομμουνιστικών σχέσεων
Από ’κει και πέρα, από ένα ανώτερο επίπεδο ανάπτυξης της ταξικής πάλης, πραγματοποιείται το τρίτο ποιοτικό άλμα, το πέρασμα στο Σοσιαλισμό -Κομμουνισμό.
Επικρατεί η πλήρης απονέκρωση της καπιταλιστικής πλευράς στην κοινωνία και στην παραγωγή. Η απονέκρωση των πλευρών και των τάσεων των εργαζομένων και των μη προλεταριακών στρωμάτων που συνδέονται με την αντίσταση και την τάση αναγέννησης των καπιταλιστικών εκμεταλλευτικών σχέσεων.
Τότε και μόνο τότε μπορεί να αρχίσει –εφόσον οι διεθνείς συσχετισμοί με την εξάπλωση της επανάστασης το επιτρέπουν- η ουσιαστική οικοδόμηση του κομμουνισμού, στην κατώτερη βαθμίδα του, τη σοσιαλιστική.
Όταν τα μέσα παραγωγής γίνουν άμεσα κοινή ιδιοκτησία όλης της κοινωνίας. Όταν δεν θα υπάρχουν διευθυντές και διευθυνόμενοι. Όταν θα έχουν απονεκρωθεί οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις και ο νόμος της αξίας.
Όταν θα έχει αυτοκαταργηθεί η εργατική τάξη δια της εξαφάνισης της αστικής τάξης, όταν η πολιτική μετατραπεί σε λειτουργία αυτοδιεύθυνσης και αυτενέργειας των ελεύθερα και ισότιμα συνεταιρισμένων παραγωγών.
Όταν θα έχει απονεκρωθεί το πολιτικό κράτος και θα έχει απομείνει ένα υπόλειμμα διαχειριστικού «κράτους», όταν η διανομή θα γίνεται στον «καθένα ανάλογα με την εργασία του»
Μέχρις ότου οι υλικές συνθήκες επιτρέψουν την εφαρμογή της διανομής στον «καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του», οπότε θα απονεκρωθεί πλήρως, θα εξαφανιστεί και το τελευταίο υπόλειμμα του διαχειριστικού «κράτους» στην ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, τον κομουνισμό.
Τότε ο πλούτος της κοινωνίας θα ορίζεται με βάση τον ελεύθερο χρόνο του εργαζόμενου ανθρώπου, η σχέση του ανθρώπου με το ανόργανο σώμα του, τη φύση, θα μετασχηματίζεται σε αρμονική σχέση, οι διεθνείς σχέσεις θα βασίζονται στην αλληλοβοήθεια και στον επαναστατικό διεθνισμό.
- Ένα κενό που χρειάζεται να καλυφθεί κι ένα βασικό δίδαγμα
Οι Μαρξ – Ένγκελς, κυρίως μετά την παρισινή κομμούνα επεξεργάστηκαν τις θεμελιακές αρχές – για εκείνη την εποχή – της επαναστατικής δικτατορίας του προλεταριάτου. Κατέφυγαν αναγκαστικά σε γενικές έννοιες και εκφράσεις, μιας και η εποχή τους και το εργατικό κίνημα δεν είχε αναδείξει συγκεκριμένα το βάθος των προβλημάτων. Επομένως ήταν αναπόφευκτο να υπάρχει κενό.
Κενό που κληρονομήθηκε και διογκώθηκε στην εποχή μας. Το κενό αυτό πρέπει να καλυφτεί.
Σήμερα μετά την εμπειρία της νίκης και της ήττας των επαναστάσεων του προηγούμενου αιώνα είναι ώριμο να βγάλουμε ένα βασικό δίδαγμα-συμπέρασμα :
Οι επαναστατικές κοινωνίες που προέκυψαν ή που θα προκύψουν αμέσως μετά την αρχική νίκη της επανάστασης και για μια ιστορική περίοδο, δεν θα είναι κοινωνίες μετάβασης ανάμεσα σε διαφορετικές φάσεις- βαθμίδες του ίδιου τρόπου παραγωγής- δηλαδή του σοσιαλιστικού, αλλά κοινωνίες του μεγάλου άλματος.
Θα ‘ναι κοινωνίες μετάβασης- μετά την πρώτη αποφασιστική ήττα απ’ τον κυρίαρχο ακόμα, πρωτίστως στην οικονομία, καπιταλισμό- προς την πλήρη ανατροπή του, δηλαδή κοινωνίες μετάβασης προς την επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου, όπου η εργατική τάξη αναδεικνύεται όχι μόνο σε ηγεμονική αλλά και σε πολιτικά κυρίαρχη τάξη με την πλήρη έννοια: την καθοριστική κοινωνικοοικονομική.
Εννιά δεκαετίες η κυρίαρχη αντίληψη στο κομμουνιστικό κίνημα ταυτίζει[iv] το μεταβατικό κράτος που προκύπτει μετά την επανάσταση, με την κατώτερη φάση της αταξικής σοσιαλιστικής- κομμουνιστικής κοινωνίας, το σοσιαλισμό.
Έτσι «φορτώνει» στην αταξική σοσιαλιστική κοινωνία κράτος και τάξεις. Προσδίδει στο σοσιαλισμό εκμεταλλευτικά αστικά χαρακτηριστικά που εκδηλώνονται με τις μορφές της αξίας, της τιμής και του χρήματος.
Τα παραπάνω στοιχεία των εκμεταλλευτικών αστικών παραγωγικών σχέσεων δεν υπάρχουν στο σοσιαλισμό. Υπάρχουν όμως τροποποιημένα και διαταραγμένα, λόγω της κρατικοποίησης και του σχεδιασμού, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής μετεπαναστατικής περιόδου.
Η αντίληψη αυτή συσκοτίζει την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, τους κινδύνους και τις δυνατότητες όπως προκύπτουν σ’ αυτήν την περίοδο.
Μήτρα της έχει τη θεωρία που προκύπτει από το ιστορικά ανέκδοτο και ιδιότυπο εκμεταλλευτικό καθεστώς, με παραλλαγμένα καπιταλιστικά χαρακτηριστικά (χωρίς τον κλασσικό καπιταλισμό), που παγιώθηκε στην ΕΣΣΔ στα μέσα της δεκαετίας 1930-1940. Η προσέγγιση αυτή δεν έχει σχέση με τον πυρήνα της θεωρίας του Μάρξ.
Επίλογος
100 χρόνια από το θάνατο του Λένιν, ας προσπαθήσουμε να «γνωρίσουμε» τον κορυφαίο επαναστάτη, όπως ήταν και όπως του αξίζει: Χωρίς ταρίχευση και εκτός μαυσωλείου.
[i] Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μαρξ ποτέ δεν έκανε λόγο για την «δικτατορία του προλεταριάτου». Πάντα την προσδιόριζε, όχι τυχαία, ως «επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου». Ήθελε να τονίσει ότι αποσκοπούσε στην κατάργηση των τάξεων και την απονέκρωση του κράτους.
[ii] Σ. Μπετελέμ: «Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ» 1η περίοδος 1917-1923 σελ. 281 εκδ. Κέδρος 1974
[iii] Ν. Ψυρούκη : Οι ταξικοί αγώνες στην εποχή του καπιταλισμού- τόμος δεύτερος(1989). Σελ.335
[iv]Η ταύτιση αυτή δεν αφορά τη «λανθασμένη ανάγνωση» που γίνεται στα κείμενα του Μαρξ, η οποία μπορεί να διορθωθεί με τη «σωστή ανάγνωση». Αφορά την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων ταξικών αντιλήψεων και συμφερόντων μικροαστικού(γι’ αυτό αστικού) χαρακτήρα.
Βιβλιογραφία
Λένιν Β.Ι. : Άπαντα, Σύγχρονη Εποχή
Μπατίκας Κ: Η Μαρξιστική θεωρία της επαναστατικής μετάβασης στο Σοσιαλισμό-Κομμουνισμό(2012).
Μπετελέμ Σ: Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ 1η περίοδος 1917-1923 (1974).
Νέο Αριστερό Ρεύμα: Θέσεις της Συντονιστικής Επιτροπής για το 1ο Συνέδριο (1998).
Πολιτική Κίνηση για ένα Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο: Για τις Επαναστάσεις και τον Κομμουνισμό του 21ουΑιώνα, Ζητήματα Στρατηγικής, πρόταση διαλόγου (2019).
Ψυρούκης Ν: Οι ταξικοί αγώνες στην εποχή του καπιταλισμού- τόμος δεύτερος(1989).