33.5 C
Athens
Τρίτη, 12 Αυγούστου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

70 χρόνια Φεστιβάλ Αθηνών «Μπουμπουλίνας 18» της Κίττυς Αρσένη. Της Όλγας Μοσχοχωρίτου

Σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη και ερμηνεία Αμαλίας Αρσένη στην Πειραιώς 260

Η Σοφία Καραγιάννη είναι σκηνοθέτης, δραματουργός, σκηνογράφος και ενδυματολόγος που δείχνει να προτιμά τη δραματοποιημένη λογοτεχνία αλλά και το πολιτικό θέατρο. Δείγμα της δουλειάς της στο θέατρο είναι οι παραστάσεις Ο Παίκτης (2019- στηριγμένο στο σενάριο της ταινίας του Ρόμπερτ Άλμαν «Ο Παίκτης»), …Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς (2023- του Χρόνη Μίσσιου), Το μικρό μου πόνι (2018-  του Πάκο Μπεθέρα), Η Πανούκλα ( του Καμύ -2021).

Η ενασχόλησή της με το πολιτικό θέατρο  αλλά και την δραματοποίηση λογοτεχνικών έργων φαίνεται πως δεν είναι συγκυριακή . Μετά τη δραματουργική επεξεργασία του έργου του Χρόνη Μίσσιου … «Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς» που  παιζόταν επί τρεις θεατρικές σαιζόν με μια συγκινητική προσέλευση κυρίως νέων ανθρώπων που παρακολουθούσαν την μεταπολεμική σύγχρονη ματωμένη ιστορία της χώρας , επέστρεψε στο Φεστιβάλ Αθηνών  με τη δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία και πάλι  ενός βιωματικού πολιτικού έργου.

Η «Μπουμπουλίνας 18» είναι ακριβώς αυτό που γράφει: Η διεύθυνση της Ασφάλειας επί χούντας, εκεί που βασανίζονταν οι αντιδικτατορικοί αγωνιστές, εκεί που βρισκόταν και η περίφημη «Ταράτσα» η οποία έγινε τραγούδι από το Μίκη και πέρασε πια στο χώρο του μύθου:  «Χτυπάνε στην Ταράτσα τον Ανδρέα»…

H KίττυAρσένηήταν τότε νεαρή ηθοποιός, αδερφή του Γεράσιμου Αρσένη και συνελήφθη  από τη χούντα τον Aύγουστο του 1967 γιατί την έπιασαν με μια κασσέτα του Μίκη Θεοδωράκη.Βασανίστηκε άγρια και δικάστηκε από το Έκτακτο Στρατοδικείο το Nοέμβρη του ίδιου χρόνου ως μέλος του Πατριωτικού Mετώπου σε τρία χρόνια φυλάκιση. Tην άνοιξη του 1968 απελευθερώθηκε και έφυγε  παράνομα από την Eλλάδα για να καταθέσει ως μάρτυρας στο Συμβούλιο της Eυρώπης στην Eπιτροπή Δικαιωμάτων του Aνθρώπου, κατά της χούντας.

Το βιβλίο φυσικά το έχω διαβάσει τα πρώτα φοιτητικά μου χρόνια και συγκλονίστηκα κι εγώ από το ανθρώπινο βάθος και την ηθική υπεροχή των αγωνιστών.

Γνώρισα και την ίδια την ηθοποιό – συγγραφέα μέσα από την προσωπική της φιλία με την άλλη έξοχη ηθοποιό μας, αυστηρή αριστερή κι αυτή, την Εύα Κοταμανίδου. Λέω αυστηρή γιατί παρότι ήταν κι αυτή ενταγμένη τότε στο ΚΚΕ εσ., κρατούσε την πειθαρχία της αγωνίστριας που λειτουργούσε πάντα με κριτήριο το λαϊκό συμφέρον, την υπεράσπιση της δημοκρατίας, την ανάπτυξη του πολιτιστικού κινήματος. ΄Αλλωστε σ’ αυτούς τους δρόμους τη γνώρισα κι εγώ.

Εκεί λοιπόν στηριζόταν το «ηθικό πλεονέκτημα» της αριστεράς , στη στάση ζωής των αγωνιστών της (καμία σημασία δεν έχει το αν  εντάχτηκαν στο ΚΚΕ εσ, ή το ΚΚΕ μετά τη διάσπαση του 1968).

Αυτό μάλλον καταναλώθηκε άτσαλα τα τελευταία 40 τουλάχιστον χρόνια αστικής νομιμότητας από μέρους τμήματος κυρίως κάποιων στελεχών της, όταν μπήκε (σσ. το ηθικό πλεονέκτημα) στο χρηματιστήριο αξιών της νεοφιλελεύθερης «ισχυρής Ελλάδας», που μια δεκαετία μετά πτώχευσε.

Αλλά η Ιστορία δεν αλλάζει, ούτε αναθεωρείται κατά το δοκούν της άρχουσας τάξης. Το ηθικό πλεονέκτημα της κομμουνιστικής αριστεράς υπήρξε και στηρίχτηκε ατομικά από τους αγωνιστές της με κόστος ζωής.

Στους καιρούς μας λοιπόν που η ακροδεξιά αλλά και οι φασίστες  παίρνουν κεφάλι πανευρωπαϊκά, τέτοια έργα κρατούν μια ιδιότυπη επικαιρότητα μέσα τους, σαν τις τραγωδίες του Ευριπίδη . Γιατί στηρίζουν ήθος και στηλιτεύουν την ύβρι.

Και ήταν η βραδιά στην Πειραιώς γεμάτη συγκίνηση από το κοινό που αποτελούνταν -ήταν φανερό- τόσο από τη γενιά του Πολυτεχνείου και ίσως και κάποιους μεγαλύτερους αλλά και από νέους, κυρίως καλλιτέχνες.

Γράφει η συγγραφέας στον πρόλογο του ομώνυμου βιβλίου που δημοσιεύεται το 1975, ήτοι  κατά τον πρώτο χρόνο της μεταπολίτευσης:

«Η μαρτυρία τούτη γράφτηκε το 1968 στις διαδρομές του τραίνου Παρίσι – Στρασβούργο. Γράφτηκε ανάμεσα στις καταθέσεις – ανακρίσεις των νομομαθών της Επιτροπής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης. Γράφτηκε ανάμεσα σε συνεντεύξεις των ξένων εφημερίδων και τηλεοράσεων, που κείνο τον καιρό τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ελλάδα κάλυπταν τις στήλες τους και τα προγράμματά τους… Γράφτηκε για ν’ απαντήσει στον Αμερικάνο ανταποκριτή του NewYorkTimes γιατί, περνώντας μια τέτοια διαδικασία, το μόνο γιατρό που δεν χρειάζεται κανείς είναι ψυχίατρος! Γράφτηκε γιατί το πλαστό μου διαβατήριο, οι πεδιάδες της Αλσατίας δε μ’ έπειθαν ότι είχα φύγει από την Ελλάδα, από τη φυλακή, από την Ασφάλεια. Γιατί όντως οι νομομαθείς της Ευρώπης είχαν δίκιο να δυσπιστούν. Όταν δεν μπορείς να μεταφράσεις τη λέξη «ταράτσα και απομόνως»η σε άλλη γλώσσα, δεν υπάρχει primafacie απόδειξη».

 […] Eίναι φορτισμένο με όλο το συναισθηματισμό και την έκπληξη της εποχής. Πολλά γεγονότα έχουν αποκρυβεί και πολλά πρόσωπα δεν αναφέρονται. Oνόματα αλλάζουν και πράξεις τους υψηλές αποσιωπούνται. Όμως ’κείνο τον καιρό δεν επέτρεπα στον εαυτό μου ούτε να σκεφτεί γεγονότα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν την Aσφάλεια σε συμπεράσματα.
Tώρα δεν μπορώ ούτε ν’ αλλάξω ούτε να προστέσω τίποτα.
Eίναι μισοτελειωμένο ακόμα, γιατί βασικά η μαρτυρία σταματάει στην απομόνωση…».

Αυτή η  συγκλονιστική μαρτυρία  συνετέλεσε, μαζί με πολυάριθμες ακόμα καταθέσεις Ελλήνων μαρτύρων, στη δημόσια καταγγελία της συστηματικής άσκησης βασανιστηρίων την περίοδο της Χούντας. Ήταν τέτοιος ο αντίκτυπος στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη που  ανάγκασε  την ελληνική κυβέρνηση να αποχωρήσει από το Συμβούλιο της Ευρώπης και αποτέλεσε ισχυρό πλήγμα κατά της Δικτατορίας.

Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο του έργου της , είναι πως δεν αναλώνεται τόσο στην περιγραφή των βασανιστηρίων που υπέστη η ίδια, ούτε στα πρόσωπα των βασανιστών της, αλλά σε όσα υπέστησαν οι συγκρατούμενοί της. Παρ’ όλα αυτά τα ονόματα του Μάλλιου, του Σπανού,του Γεωργαντά,του Λάμπρου, του Μπάμπαλη και κείνου του άθλιου επίορκου  γιατρούτου ΝικολάουΚιούπη, που βεβαίωνε ότι «αντέχει ακόμα, δεν είναι ετοιμοθάνατη και δώστε της μια ασπιρίνη», αναγκαστικά περνοδιαβαίνουν τις σελίδες του βιβλίου και του έργου.

Το όνομα αυτού του αχρείου που αρνούμαστε να ξεχάσουμε, το συναντάμε σε αναφορές και άλλων αγωνιστών και αγωνιστριών.

Γράφει στην επιστολή της προς τον Γιάννη Κάτρη μια αντιδικτατορική αγωνίστρια, ανάμεσα σε άλλα τρομερά και φοβερά:

««Φωνάξτε το γιατρό της υπηρεσίας». Σε λίγα λεπτά ο γιατρός ανέβηκε. Ένα ήρεμο πρόσωπο εξοικειωμένο με την ταράτσα. «Για κύτταξε, κύριε Κιούπη, αντέχει ακόμη; Μας κάνει πολύ τη δύσκολη». Ο γιατρός κύριος Νικόλαος Κιούπης έβγαλε το στηθοσκόπιο και με εξέτασε. Ευσυνείδητα γνωμάτευσε: «Αντέχει ακόμη. Αλλά όχι για πολύ». Ο Καραπαναγιώτης είπε: «Καλά, γιατρέ. Αλλά μη φεύγεις, σε παρακαλώ».

Η Σοφία Καραγιάννη έχει μπροστά της ένα βιωματικό κείμενο που στάζει αίμα αλλά και ομορφιά και  αλληλεγγύη και ανθρωπιά.

Χρησιμοποιώντας την αίσθηση αποπροσανατολισμού που διακατέχει την ηρωίδα λόγω της απομόνωσης και των βασανιστηρίων αλλά και την θεατρική της ιδιότητα, τοποθετεί τη δράση και  στο καμαρίνι της ηθοποιού που θα την υποδυθεί και η οποία κάνει πρόβα το κείμενό της.

Πότε λοιπόν οι τοίχοι κλείνουν και μεταμορφώνονται στην ερημιά του κελιού και πότε φωτίζεται η σκηνή από το καμαρίνι .

΄Ετσι αλλάζουν πρόσωπα και προσωπεία, μέθοδος αγαπητή στη σκηνή και η ηρωίδα μας μεταμορφώνεται στην συγγραφέα την Κίττυ και ταυτόχρονα στην ηθοποιό που θα την υποδυθεί που δεν είναι άλλη από την  Αμαλία Αρσένη, την ανιψιά της, την κόρη του Γεράσιμου Αρσένη και της Λούκας Κατσέλη.

Ένα νέο κορίτσι που γνωρίζει από πρώτο χέρι την ιστορία της συγγραφέως και θείας της.

Η σκηνοθεσία αξιοποιεί ως αρμό της θεατρικής αφήγησης την κασσέτα του Μίκη που ήταν και η αιτία της σύλληψης. Ο Μίκης βρίσκεται σε γειτονικό κελί και το σφύριγμά του μετατρέπεται σε μουσική ελευθερίας για τους κρατούμενους. Όπως και οι χτύποι στους τοίχους. «Τακ, τακ, εσύ, τακ, τακ εγώ».

Θεωρώ πως η Αμαλία Αρσένη πέτυχε έναν ερμηνευτικό άθλο. Φωνητικά και κινησιολογικά καίρια αλλά και απέριττη , λιτή και θαυμαστά συγκινητική, με μέτρο όμως που δεν συνομιλούσε καθόλου με το μελό,  κατάφερε να μεταμορφώνεται διαρκώς επί σκηνής (ο μονόλογος απαιτεί μεγάλη τέχνη και θάρρος) από την ηρωίδα – συγγραφέα Κίττυ στους βασανιστές της και από κει, όταν κορυφωνόταν η ένταση, γινόταν η Αμαλία η ηθοποιός που ερμήνευε την ηθοποιό Κίττυ.

Εξαιρετική και έντιμη δουλειά που ελπίζουμε να επαναληφθεί το χειμώνα ώστε να την παρακολουθήσουν περισσότεροι θεατές.

Παρακολουθώντας αυτήν την πολύ ζεστή, ανθρώπινη, βαθιά πολιτική παράσταση  και ανατρέχοντας στα γεγονότα του τότε, θυμήθηκα ένα τραγούδι του Λουκιανού Κηλαηδόνη, όχι ιδιαίτερα γνωστό, με τίτλο « Το εμβατήριο της σιωπής» .

Λέει λοιπόν μεταξύ άλλων ο Λουκιανός:

Μιλάω για κάποιες που ζήσανε αλλιώς

Και που έτυχε στις μέρες τους να ‘ρθουν τα πίσω μπρος

Που κάνανε πράματα αντρίκια και ζεστά

Που εκείνες τα πιστέψαν για σωστά

Που δώσαν τη ζωή τους, που ήταν πάντα εκεί

Και τώρα σκοτάδι κι απέραντη σιωπή

Και δώσαν τη ζωή τους, που ήταν πάντα εκεί

Και κάποιος πρέπει κάτι να τους πει

Υ.Γ. Στις 14 Δεκέμβρη 1976 το βράδυ, στην οδό Άτλαντος του Παλαιού Φαλήρου, δέχεται τρεις πυροβολισμούς από άγνωστους ο Ε. Μάλλιος και μετά από λίγες ώρες πεθαίνει.

Στις 31 Γενάρη 1979 το βράδυ στις 9.30 δολοφονείται κοντά στο σπίτι του, Ωκεανίδων 13-15 Άγιος Σώστης – Ν. Σμύρνη, ο βασανιστής Πέτρος Μπάμπαλης.

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ