Το κείμενο είναι η ομιλία στην εκδήλωση μνήμης για τον Ευτύχη Μπιτσάκη που έγινε στις 21 Οκτωβρίου 2025 στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Ο Ευτύχης Μπιτσάκης ήταν ένας από εμάς, αλλά και δεν ήταν σαν εμάς. Όλη του τη ζωή έθετε ερωτήματα όταν οι άλλοι έλεγαν πως είχαν δώσει οριστικές απαντήσεις. Δεν βόλευε.
Γι’ αυτό ήταν πάντα εντός και με ένα πόδι εκτός.
Γι’ αυτό περισσότερο τον ανέχονταν παρά τον αγαπούσαν στη γήινη θητεία του.
Εκείνοι που τον αγαπούσαν ωστόσο αγαπούσαν την ουσία του. Και κέρδισαν πολλά από αυτό και από αυτόν. Προκαλώντας το θαυμασμό διήγειρε την αμφισβήτηση, καθώς τάραζε τα λιμνάζοντα νερά, στον βολικό χώρο της νηφαλιότητας και της βεβαιότητας έφερνε αμφιβολία και αναστατώσεις.
Με τους νεκρούς υπάρχει πάντα η πρόκληση της ευκολίας. Να τους φέρεις στα μέτρα σου. Να λειάνεις τις γωνίες τους. Να ξεχάσεις όσα σε απομάκρυναν ή σε ενοχλούσαν πάνω τους και μέσα τους, και έξω τους.
Όμως αυτό είναι και η μέγιστη δυσκολία, όταν θέλεις να μιλήσεις με ακρίβεια γι’ αυτούς.
Η διαχείριση της μνήμης και του έργου των νεκρών είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Πιο δύσκολη από τη διαχείριση των ζώντων. Οι δεύτεροι έχουν παρόν και λόγο. Μπορεί να σε επιβεβαιώσουν ή να σε διαψεύσουν. Οι νεκροί, ως γνωστόν, δε μιλούν. Και πρέπει εσύ να επιβεβαιώσεις τις αλήθειες του. Συνήθως στις μέρες μας με τους νεκρούς συμβαίνουν δυο τινά: ή η σιωπή ή η οικειοποίηση. Καθώς είμαστε βέβαιοι πως ο νεκρός δε μιλάει, νομίζουμε επίσης πως μπορεί να τον αξιολογήσουμε επιλεκτικά, σύμφωνα με όσα νομίζουμε πως μας εξυπηρετούν.

Το θέμα όμως είναι πως τους ζωντανούς εύκολα τους κρίνεις, αλλά τους νεκρούς πολύ δύσκολα τους προσπερνάς. Η σιωπή τους γίνεται εκκωφαντική. Γιατί σε στέλνει να δεις τι έγραψαν, τι είπαν και τι σκέφτηκαν, όχι με την τρέχουσα και πιθανόν επιπόλαιη ματιά της καθημερινότητας αλλά με υπευθυνότητα και δέος απέναντι στο αιώνιο.
Αν δεν θέλω να κάνω το ίδιο, αναγνωρίζοντας τη δυσκολία να είμαι ακριβής και δίκαιος, θα πρέπει να πω πως η επίκληση της κατά Μαρξ αμφιβολίας ήταν ίσως το βασικό του χαρακτηριστικό. Της αμφιβολίας και της έρευνας.
Έχοντας επεξεργαστεί τη διαλεκτική, όχι μόνο από τις σπουδαίες καινοτομίες και τα κείμενα του Χέγκελ και του Μαρξ, αλλά και από τον Αριστοτέλη και τους αρχαίους Έλληνες κλασικούς, δεν μπορούσε να σταθεί στις μανιχαϊστικές αντιλήψεις που αναγνωρίζουν δυο χρώματα και δυο έννοιες, το καλό και το κακό, και που βολεύουν συχνά στην πολιτική, ακόμη και στην πολιτική της Αριστεράς.
Μια διαλεκτική σκέψη, που μπήκε σφήνα σε έναν στεγνό μαρξισμό, και η οποία
σκοπεύει το ίδιο το πράγμα και κάνει διάκριση ανάμεσα στην παράσταση και την έννοια του πράγματος. Δεν βλέπει σ’ αυτό μόνο δυο μορφές ή βαθμίδες της γνώσης αλλά ακόμη και κυρίως δυο ιδιότητες της ανθρώπινης πράξης (όπως έγραφε ο Τσέχος φιλόσοφος Κάρελ Κόσικ).

Ονόμασε το περιοδικό που εξέδιδε Ουτοπία εμπνευσμένος από την αντίληψη του Ερνστ Μπλοχ, πως «το περιεχόμενο της ελπίδας ως πράξης καταυγασμένης από τη συνείδηση και διασαφηνισμένης από τη γνώση είναι ακριβώς η θετική ουτοπική λειτουργία».
Φώτισε τη νεανική μας ενέργεια και αναζήτηση με εκείνο το θρυλικό βιβλίο, Φυσική και φιλοσοφία, ως Κώστας Πολίτης, το οποίο κυκλοφόρησε στην σκληρή περίοδο της χούντας. Και φώτισε την πορεία μας με τα βιβλία του στη συνέχεια. Φώτισε και την πολιτική μας αναζήτηση και αμφιβολία με εκείνο το δίπολο σεχταρισμός και οπορτουνισμός.
Ανέδειξε τον επιστημονικό πυρήνα του μαρξισμού, εισάγοντας τη μελέτη της φυσικής και της κοσμολογίας και έφερε νέο, ελκυστικό, πνεύμα στην κομμουνιστική Αριστερά.
Επειδή ήξερε πως οι γνώσεις αλλάζουν με μεγάλες ταχύτητες, πως σχεδόν κάθε πέντε χρόνια ανανεώνονται, επειδή, εξ αιτίας αυτού, πίστευε πως ο Μαρξ της εποχής μας θα είναι συλλογικός, πως μόνο μέσα στη συλλογικότητα αναζητείται και ανακαλύπτεται το αενάως καινούργιο, υποστήριζε την κομμουνιστική συλλογικότητα και την ανάγκη ύπαρξης ενός κομμουνιστικού κόμματος της εποχής μας, με οργανωτική, πολιτική και ιδεολογική αυτοτέλεια.
Σε αντιδιαστολή όμως με τη λογική των μοναχικών αναζητούσε ταυτόχρονα το εύρος της πολιτικής εμβέλειας του εγχειρήματος, αλλά χωρίς ποτέ να προτείνει τη διάχυση σε ένα άλλο άμορφο σχήμα. Θωρακισμένος και με την αυτοπεποίθηση της ιδεολογικής του σκευής πρότεινε πολιτικές επιλογές, που κάποιες φορές προκάλεσαν αντιδράσεις, αλλά ποτέ δεν έχασε από μπρος του το κύριο.
Και όταν ζητούσε να εξετάσουμε τις δυνατότητες που δημιουργούσε η εκτόξευση του ΣΥΡΙΖΑ στις αρχές τις δεκαετίας του 2010, δεν σκέφτηκε και δεν πρότεινε ποτέ, όπως ερμηνεύτηκε κάποιες φορές, ως προσχώρηση και αποδοχή.
Μακάρι να τον είχαμε μελετήσει περισσότερο και καλύτερα. Θα είχαμε γίνει πιο καλοί και πιο αποτελεσματικοί. Ας το κάνουμε τώρα.
Ας υλοποιήσουμε όσο μπορούμε, εκείνο που ο Λένιν δανείστηκε από τον
Φάουστ του Γκέτε: «καλύτερα να μας εκτιμούν λιγότερο και να μας μελετούν με μεγαλύτερη επιμέλεια».
Κι όπως λέει σε ένα στίχο του ο Διονύσης Σαββόπουλος: Γιατί ο χρόνος είναι χύμα κι εμείς του δίνουμε το σχήμα.

