23.8 C
Athens
Κυριακή, 26 Οκτωβρίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ο κοινωνικός αυτοματισμός της αξιολόγησης κατά του ΕΣΥ, του Νίκου Δαμιανάκη

 

Η παρούσα ανάλυση αφορά την κρίσιμη και ανησυχητική κατάσταση που χαρακτηρίζει το ελληνικό δημόσιο σύστημα υγείας (ΕΣΥ) το έτος 2025, με την ταυτόχρονη εστίαση στην κυβερνητική πολιτική που εφαρμόζει μια διαδικασία αξιολόγησης των νοσοκομείων βασιζόμενη σε ψηφιακούς μηχανισμούς και στη βαθμολόγησή τους από τους ίδιους τους ασθενείς.

Ωστόσο, η παρουσίαση της αξιολόγησης αυτής ως καινοτόμου και διαφανούς πρωτοβουλίας κρύβει βαθύτερα προβλήματα του ΕΣΥ, όπως η υποστελέχωση, οι μεγάλες λίστες αναμονής, η χρόνια έλλειψη πόρων και η δυσλειτουργία των υποδομών, που παραμένουν ανεπίλυτα. Η κυβέρνηση προωθεί αυτή τη μέθοδο ως εργαλείο αναβάθμισης, όμως στην πράξη η αξιολόγηση μοιάζει περισσότερο με μηχανισμό αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης και των πολιτών, αποσιωπώντας την ουσιαστική διάσταση της κρίσης. Το ΕΣΥ έχει υποστεί σοβαρό πλήγμα από τη συρρίκνωση δημόσιων δαπανών τα τελευταία χρόνια, καθώς και από την ενίσχυση της ιδιωτικοποίησης που αποδυναμώνει την πλήρη και δωρεάν πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, την οποία δικαιούται κάθε πολίτης.

Η επιλογή της ψηφιακής αξιολόγησης για τα νοσοκομεία σε περιόδους που το σύστημα βιώνει συνεχή αποδιοργάνωση αποτελεί προσπάθεια να παραπλανηθεί η κοινωνία και να αποσιωπηθούν οι πραγματικές αιτίες πίσω από τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι πολίτες. Η βασική διαφορά με προηγούμενες μορφές διοίκησης έγκειται στο ότι αφού οι ασθενείς υποβληθούν σε μεγάλες ταλαιπωρίες, καλούνται να βαθμολογήσουν τις υπηρεσίες νοσοκομείων, πολλές φορές υπό συνθήκες εξάντλησης και απελπισίας, δίνοντας μια ψευδή αίσθηση ελέγχου και διαφάνειας που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Την ίδια ώρα παραμένουν άλυτα τα δομικά προβλήματα, όπως η υποχρηματοδότηση, η έλλειψη μόνιμου προσωπικού, και η μετατροπή των δημόσιων υπηρεσιών υγείας σε επιχειρηματικά σχήματα. Η αξιολόγηση αυτή καθίσταται εργαλείο χειραγώγησης και επιβεβαίωσης μιας πολιτικής που ενισχύει τη διάλυση του δημόσιου χαρακτήρα της υγείας.

Η Κατάσταση του Ε.Σ.Υ και τα πρόβλημα που υπάρχει στη Βάση της Αξιολόγησης.

Το ελληνικό Εθνικό Σύστημα Υγείας το 2025 βρίσκεται στην ουσία σε κατάσταση κατάρρευσης. Σύμφωνα με πρόσφατα και επίσημα στοιχεία της Eurostat, το 22% των πολιτών άνω των 16 ετών δεν μπορεί να λάβει την ιατρική φροντίδα που χρειάζεται, λόγω παραγόντων όπως η οικονομική αδυναμία, οι μεγάλες λίστες αναμονής και η γεωγραφική απόσταση από τα νοσοκομεία και τους παρόχους υγείας. Το ποσοστό αυτό αποτελεί την υψηλότερη τιμή μεταξύ όλων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καταδεικνύοντας τη δραματική ανεπάρκεια του συστήματος.

Αντί να γίνει αντικείμενο επείγουσας πολιτικής αντιμετώπισης, η κυβέρνηση επιλέγει να βασίσει την αξιολόγηση στα σχόλια μόνον εκείνων που κατάφεραν να ξεπεράσουν τα εμπόδια και να λάβουν υπηρεσίες, αφήνοντας σιωπηρό και αόρατο το σημαντικό ποσοστό πολιτών που δεν εξυπηρετήθηκε.

Η χρήση αυτού του περιορισμένου δείγματος ως βάση για στατιστικές επιδόσεις δημιουργεί μια τεχνητή εικόνα ικανοποίησης, όπου το μέσο σκορ αξιολόγησης φτάνει το 4,04 σε κλίμακα έως το 5, παρουσιάζοντας τα νοσοκομεία ως καλύτερα από ό,τι πραγματικά είναι. Η αλήθεια είναι ότι η αξιολόγηση δεν αποτυπώνει την ευρεία κοινωνική πραγματικότητα της δυσκολίας πρόσβασης, της καθυστέρησης στη διάγνωση, και της ανεπάρκειας της περίθαλψης.

Εκτός αυτού, η σοβαρή εξάντληση του υπάρχοντος προσωπικού μειώνει περαιτέρω την ποιότητα της φροντίδας που παρέχεται. Η αποσιώπηση των αρνητικών εμπειριών συνιστά σοβαρή στρέβλωση και καθιστά τη διαδικασία αμφίβολης εγκυρότητας και χρησιμότητας.

Οι πολίτες που απουσιάζουν από τη διαδικασία δεν έχουν φωνή σε έναν διάλογο που αφορά τη δημόσια υγεία, γεγονός που υπονομεύει την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων. Η εικόνα που προκύπτει δεν μπορεί να θεωρείται ούτε κατατοπιστική ούτε ρεαλιστική, ενώ η άρνηση αποδοχής αυτών των αδυναμιών φοβίζει και εμποδίζει την υπεύθυνη πολιτική δράση.

Η πολιτική της ψηφιακής αξιολόγησης που εφαρμόζεται, όπου οι ασθενείς καλούνται μέσω SMS να βαθμολογήσουν την εμπειρία τους, παρουσιάζεται ως σύγχρονο εργαλείο συμμετοχής και βελτίωσης. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για μια επιφανειακή κίνηση που συγκαλύπτει τα βαθύτερα και δομικά προβλήματα του ΕΣΥ. Η έμφαση σε ποσοτικά δεδομένα ικανοποίησης ασθενών, τα οποία σε μεγάλο βαθμό αφορούν στοιχεία όπως η καθαριότητα ή το φαγητό, αποπροσανατολίζει από την ουσία: τη συνολική υποβάθμιση της περίθαλψης και της πρόσβασης.

Το σύστημα αξιολόγησης κινδυνεύει να μετατραπεί σε μέσο που χρησιμοποιείται για να αποποιηθεί η κυβέρνηση τις πραγματικές ευθύνες της. Αντί να αντιμετωπίσει την υποχρηματοδότηση, τις ελλείψεις σε προσωπικό και υποδομές, και τα προβλήματα διοίκησης, παρότρυνε τους ασθενείς να «βαθμολογήσουν» μια πραγματικότητα που τους έχει ήδη απογοητεύσει. Με αυτόν τον τρόπο, επιδιώκεται να μεταφερθεί το βάρος της ευθύνης στους ίδιους τους ασθενείς και τους υγειονομικούς, υποστηρίζοντας λανθασμένα ότι οι ανεπάρκειες αφορούν κυρίως το επίπεδο εξυπηρέτησης και όχι την ουσία της επιλογής και διαχείρισης της δημόσιας υγείας.

Η προώθηση τέτοιων διαδικασιών από την κυβέρνηση εντάσσεται σε μια ευρύτερη νεοφιλελεύθερη ατζέντα που προωθεί την ιδιωτικοποίηση και τον επιχειρηματικό χαρακτήρα της υγείας, μειώνοντας τον δημόσιο έλεγχο και επιβαρύνοντας οικονομικά τα νοικοκυριά. Εντέλει, το σύστημα αξιολόγησης δεν μπορεί να γίνει εργαλείο εμπέδωσης της εμπιστοσύνης ή βελτίωσης χωρίς ταυτόχρονη ουσιαστική επένδυση και αναδιοργάνωση.

Η αξιολόγηση των νοσοκομείων, όπως έχει διαμορφωθεί, ενδέχεται να λειτουργήσει ως εργαλείο κοινωνικού αυτοματισμού ενάντια στα δημόσια νοσοκομεία. Εφόσον η αξιολόγηση πραγματοποιείται αποκλειστικά από τους ασθενείς που κατάφεραν να εξυπηρετηθούν, αποσιωπώντας τη μαζική ομάδα πολιτών που αντιμετωπίζει αδυναμία πρόσβασης λόγω ελλείψεων προσωπικού, υποδομών και χρόνιων προβλημάτων, δημιουργεί μια στρεβλή εικόνα που μπορεί να καλλιεργήσει εσφαλμένες αντιλήψεις. Αυτές οι αντιλήψεις μπορεί να οδηγήσουν σε αμφισβήτηση της δημόσιας υγειονομικής περίθαλψης και σε πλειοδοσία για ιδιωτικές υπηρεσίες.

Με αυτό τον τρόπο, η κοινωνική δυσαρέσκεια και απογοήτευση μπορούν να στραφούν όχι προς τις κυβερνητικές πολιτικές υποβάθμισης του ΕΣΥ, αλλά ενάντια στα ίδια τα δημόσια νοσοκομεία, ενισχύοντας το διχασμό και τον ανταγωνισμό μεταξύ πολιτών αντί για κοινό αγώνα για τη βελτίωση του συστήματος. Η προπαγάνδα που συνοδεύει την αξιολόγηση, με έμφαση σε θετικά στατιστικά που βασίζονται σε περιορισμένο δείγμα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη νομιμοποίηση περαιτέρω ιδιωτικοποιήσεων και εμπορευματοποίησης της υγείας, επεκτείνοντας κοινωνικά την απόσταση και την αποξένωση από το δημόσιο σύστημα. Συνολικά, το σύστημα αξιολόγησης όπως περιγράφεται, χωρίς συμμετοχική, δημοκρατική και ολιστική προσέγγιση, κινδυνεύει να τροφοδοτήσει τον κοινωνικό αυτοματισμό και να υπονομεύσει την αλληλεγγύη και την (όποια) προσπάθεια υπέρ ενός ισχυρού και ενιαίου δημόσιου ΕΣΥ.

Οι συνθήκες εργασίας των Υγειονομικών και η Ανθρωπιστική Κρίση

Το υγειονομικό προσωπικό στην Ελλάδα αντιμετωπίζει μια πρωτοφανή ανθρωπιστική κρίση μέσα στο ίδιο το σύστημα που καλείται να υπηρετήσει. Οι γιατροί και νοσηλευτές εργάζονται σε συνθήκες εξαιρετικής καταπόνησης, συχνά αναλαμβάνοντας υπερωρίες και ασταμάτητες εφημερίες λόγω της υποστελέχωσης, της έλλειψης μόνιμου προσωπικού, και των οργανωτικών αδυναμιών. Η αποψίλωση των κλινικών από προσωπικό, σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση των διαθέσιμων πόρων και εξοπλισμού, επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα της φροντίδας και αυξάνει τις πιθανότητες λαθών και επικίνδυνων καταστάσεων για τους ασθενείς.

Αντί να εξασφαλίζονται κατάλληλα κίνητρα, αποκατάσταση αναγκών και βελτίωση των συνθηκών εργασίας, οι εργαζόμενοι υποβάλλονται σε μια συνεχή πίεση που οδηγεί σε επαγγελματική εξουθένωση και φυγή από το δημόσιο σύστημα προς τον ιδιωτικό τομέα ή άλλες χώρες. Η αξιολόγηση των νοσοκομείων χωρίς παράλληλη ενίσχυση της δυναμικής του προσωπικού είναι κενή ουσίας και ενδέχεται να έχει το αντίστροφο αποτέλεσμα, αφού δημιουργεί την ψευδαίσθηση βελτίωσης χωρίς ουσιαστική αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας και την ποιότητα της περίθαλψης.

H Αντιπρόταση στο «γαλαζοπράσινο» Σύστημα Αξιολόγησης στο κατεστραμμένου Ε.Σ.Υ.

Η ιδιότυπη κρίση του ελληνικού Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) το 2025 δεν είναι απλά αποτέλεσμα κακών διοικητικών επιλογών ή ανεπαρκών πόρων, αλλά βαθιάς πολιτικής και κοινωνικής αποστασιοποίησης των Κυβερνήσεων από τις ανάγκες της κοινωνίας και κυρίως των ευπαθών ομάδων. Το υφιστάμενο σύστημα αξιολόγησης των νοσοκομείων, που βασίζεται σε ερωτηματολόγια και ψηφιακή βαθμολόγηση ασθενών που κατάφεραν να εξυπηρετηθούν, αποκρύπτει την ουσιαστική εικόνα διάλυσης του ΕΣΥ, όπου ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού δεν έχει πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες υγείας λόγω ελλείψεων προσωπικού, υποδομών και πολύωρων αναμονών. Η πολιτική αυτή αξιολόγησης, αντί να αποτελεί εργαλείο βελτίωσης, λειτουργεί ως μέσο προπαγάνδας, αποκρύπτοντας τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες και το μέγεθος της κρίσης.

Ως αντιπρόταση προτείνεται μια ολιστική και δημοκρατική προσέγγιση της κοινωνικής πολιτικής και της οργάνωσης της δημόσιας υγείας, η οποία θα ενσωματώνει ως πυρήνα την αναβάθμιση των δημόσιων υποδομών, την πλήρη στελέχωση με μόνιμο προσωπικό όλων των βαθμίδων και ειδικοτήτων, και θα επανεντάσσει τον κοινωνικό χαρακτήρα της υγείας ως κοινωνικό δικαίωμα και αγαθό. Η πολιτική αυτή δεν περιορίζεται στη θεραπεία αλλά προκρίνει την πρόληψη, την κοινωνική μέριμνα, και την ενίσχυση των πρωτοβάθμιων δομών υγείας. Με αυτή την οπτική, προτείνεται ένα δίκτυο Κέντρων Υγείας και Τοπικών Μονάδων Υγείας που θα λειτουργούν σε αποκεντρωμένη βάση, συνδεδεμένα ψηφιακά με τα νοσοκομεία, με στόχο τη μείωση της πίεσης στο κεντρικό νοσοκομειακό σύστημα και την προσφορά ποιοτικών υπηρεσιών στην κοινότητα.

Η πλήρης και αποκλειστική απασχόληση των ιατρών στο δημόσιο σύστημα αποτελεί κεντρικό στοιχείο της αντιπρότασης, εξασφαλίζοντας επιστημονική εκπαίδευση, επαρκή αποζημίωση και αποδέσμευση από ιδιωτικές πελατειακές σχέσεις, ώστε να δημιουργηθεί ένας σταθερός και ανεξάρτητος ιατρικός κορμός που θα υπηρετεί αποκλειστικά το δημόσιο συμφέρον. Επιπλέον, η ενίσχυση του προσωπικού με μαζικές προσλήψεις δεν είναι απλώς αναγκαία, αλλά προϋπόθεση για τη λειτουργία ενός δημόσιου συστήματος υγείας υψηλού επιπέδου, όπως επιβεβαιώνεται από τις εκθέσεις που καταγράφουν την απαραίτητη αναπλήρωση των υγειονομικών θέσεων και τη μονιμοποίηση των έκτακτων.

Η κοινωνική πολιτική πρέπει να ανακτήσει το ρόλο που της ανήκει, με αυξημένες δαπάνες στον κοινωνικό τομέα, τη δημιουργία μονάδων Πρωτοβάθμιας Φροντίδας με διεπιστημονική στελέχωση, την ίδρυση παιδικών σταθμών και βρεφονηπιακών κέντρων για την ελάφρυνση των οικογενειών, και την ανάπτυξη θεραπευτηρίων χρονίων παθήσεων ανά περιφέρεια, εξοπλισμένα και στελεχωμένα σύμφωνα με τις προδιαγραφές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Η συγχρονισμένη λειτουργία και ο συντονισμός των κοινωνικών φορέων μέσω ενός ψηφιακού κόμβου και η επαναλειτουργία θεσμικών οργάνων όπως το ΚΕΣΥ (Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας) και τα ΠΕΣΥ (Περιφερειακά Συμβούλια Υγείας) με συμμετοχή εργαζομένων, επιστημονικών φορέων και χρηστών υπηρεσιών διασφαλίζει μια δημοκρατική και συμμετοχική διοίκηση.

Η προσέγγιση επιδιώκει να γεφυρώσει τα ελλείμματα πρόσβασης και ποιότητας με την κοινωνική αλληλεγγύη και εμβάθυνση της δημόσιας πολιτικής, μετατρέποντας την υγεία σε κοινωνικό αγαθό και δικαίωμα. Η αποκέντρωση, η πρόληψη, η εκπαίδευση των επαγγελματιών και η ψυχαγωγία των κοινοτήτων μέσα από δομές όπως  τα Κέντρα Υγείας, σε συνδυασμό με την ενδυνάμωση της ψυχικής υγείας και την αποϊδρυματοποίηση, αποτελούν απαραίτητα βήματα για τη θεμελίωση ενός σύγχρονου δημόσιου συστήματος υγείας που δεν αξιολογείται απλά με άστρο ή βαθμούς ικανοποίησης, αλλά με τη μέτρηση των κοινωνικών επιδόσεων και της ισότητας στην περίθαλψη.

Το νέο μοντέλο Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) πρέπει να βασίζεται στην αποκέντρωση, με τη δημιουργία περισσότερων Τοπικών Ολοκληρωμένων Μονάδων Υγείας (ΤΟΜΥ) σε κάθε δήμο, όπου θα στελεχώνονται από διεπιστημονικές ομάδες ιατρών, νοσηλευτών, κοινωνικών λειτουργών και ψυχολόγων, συμπεριλαμβανομένης κινητής ιατρικής για απομακρυσμένες περιοχές. Πρωταρχικό ζήτημα για τη βιωσιμότητα του συστήματος αποτελεί η μόνιμη και αξιοκρατική απασχόληση των εργαζομένων, η συνεχής κατάρτισή τους και η συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων, εξασφαλίζοντας έτσι μια δημοκρατική και κοινωνικά υπεύθυνη λειτουργία.

Η ΠΦΥ πρέπει να εστιάζει στην πρόληψη και την κοινωνική προστασία, με εθνικά προγράμματα ευαισθητοποίησης, δωρεάν ψυχιατρική υποστήριξη, και συνεργασίες με σχολεία, δήμους και πρωτοβουλίες πολιτών για την αντιμετώπιση κοινωνικών αιτίων νοσημάτων. Η χρηματοδότηση πρέπει να είναι αποκλειστικά δημόσια, με έμφαση στην απαγόρευση ιδιωτικοποιήσεων και την εξάλειψη ατομικών δαπανών των πολιτών για βασικές υπηρεσίες.

Τέλος, ο δημοκρατικός έλεγχος μέσω συμβουλίων πολιτών και ανοιχτών δεδομένων είναι απαραίτητος για τη διασφάλιση διαφάνειας και λογοδοσίας. Με αυτή τη δομή, η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας μπορεί να λειτουργήσει ως πυλώνας κοινωνικής δικαιοσύνης και δημόσιας υγείας, σε αντίθεση με την κυβερνητική πολιτική που υπονομεύει το δημόσιο χαρακτήρα της υγείας.

Η εφαρμογή αυτής της αντιπρότασης απαιτεί ριζική αναθεώρηση των μέχρι σήμερα πολιτικών, αύξηση της χρηματοδότησης του δημόσιου τομέα, έμφαση στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη, διαφάνεια στη διαχείριση και συμμετοχή των πολιτών, με στόχο τη δημιουργία ενός αναβαθμισμένου, λειτουργικού και προσβάσιμου ΕΣΥ που θα ανταποκρίνεται πραγματικά στις ανάγκες όλης της κοινωνίας.

Επίλογος

Η υλοποίηση της κυβερνητικής αξιολόγησης των νοσοκομείων στο πλαίσιο ενός ΕΣΥ που βιώνει πολυδιάστατη κρίση αποτελεί μια εικόνα εικονικής πραγματικότητας που παραπλανά τους πολίτες και αποσπά την προσοχή από την ανάγκη επείγουσας και ουσιαστικής αναθεώρησης του συστήματος. Η ενθουσιώδης παρουσίαση των αποτελεσμάτων αξιολόγησης ως ένδειξη βελτίωσης βασίζεται σε επιλογή μη αντιπροσωπευτικού δείγματος και σε μια προπαγανδιστική χρήση στατιστικών δεδομένων.

Η μόνη εφικτή διέξοδος για την ανατροπή αυτής της κατάστασης απαιτεί ριζική αναδιάρθρωση του δημόσιου συστήματος υγείας με αυξημένη χρηματοδότηση και μόνιμη στελέχωση, καθώς και τη θεσμοθετημένη, ενεργή συμμετοχή των εργαζομένων και των πολιτών στις αποφάσεις.

Η δημόσια υγεία πρέπει να κατοχυρωθεί ξανά ως αδιαπραγμάτευτο κοινωνικό δικαίωμα που παρέχεται ισότιμα και δωρεάν σε όλους, ανεξαρτήτως οικονομικής ή γεωγραφικής ιδιαιτερότητας. Η αμετάκλητη διάλυση ή αποδιοργάνωση της δημόσιας περίθαλψης σηματοδοτεί παρακμή κοινωνική και θεσμική, την οποία οφείλουν να αποτρέψουν τόσο οι φορείς της πολιτείας όσο και η κοινωνία των πολιτών συνολικά. Η πραγματική αλλαγή προϋποθέτει ευθύνη, προοπτική και οραματική πολιτική υγείας.

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ