22 C
Athens
Τρίτη, 11 Νοεμβρίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Μία πρέσβειρα-προσωποποίηση της πολιτικής αποτυχίας του Δυτικού κόσμου, του Νίκου Δαμιανάκη

 

Η δημόσια παρουσία της νέας πρέσβειρας των ΗΠΑ στην Αθήνα και η συμμετοχή της σε κοινωνικές εκδηλώσεις στην Αθήνα προκάλεσαν αρνητικές αντιδράσεις, μιας και η ίδια υποβάθμισε τη διπλωματική της θέση και πρόβαλε μια εικόνα που εστιάζει στην επικοινωνία αντί στην πολιτική ουσία. Οι εσωτερικές πολιτικές συγκρούσεις στην Ελλάδα, όπως η απαγόρευση συμμετοχής υπουργών σε εκδηλώσεις με την πρέσβειρα, κατέδειξαν την πόλωση που προκάλεσε η άφιξή της.

Σε διεθνές επίπεδο, η αμερικανική πολιτική εμφανίζει ασταθή και προβληματική εικόνα, με παρεμβάσεις που συχνά προκαλούν παγκόσμια αναστάτωση. Η Γκιλφόιλ, παρά τη στενή της σχέση με την αμερικανική ηγεσία, χαρακτηρίζεται από έλλειψη εμπειρίας και γνώσεων στη διπλωματία και την πολιτική επιστήμη. Η μακρά εκκρεμότητα στη θέση του πρέσβη στην Αθήνα μετά την αποχώρηση του προκατόχου της τεκμηριώνει αυτήν την αδυναμία, αναδεικνύοντας ένα σύμπτωμα της κρίσης του δυτικού πολιτικού συστήματος που στηρίζεται όλο και περισσότερο στην προσωπολατρεία και την επιφανειακή εικόνα, υπονομεύοντας την πειθώ και την διαπραγμάτευση.

Η επιλογή της προκάλεσε δυσπιστία και κριτική στην αμερικανική πολιτική και το Κογκρέσο, κυρίως λόγω αμφιλεγόμενων δηλώσεων και των σχέσεών της, με επιχειρηματικά συμφέροντα, ιδιαίτερα αυτά που συνδέονται με την οικογένεια του Προέδρου. Αυτές οι ανησυχίες αναδεικνύουν πιθανούς κινδύνους επιρροής στις διπλωματικές και ενεργειακές πολιτικές, δημιουργώντας έντονο δημόσιο διάλογο για τη διαφάνεια και αξιοκρατία στη διπλωματική υπηρεσία, ενώ υπογραμμίζουν την έλλειψη προϋπάρχουσας διπλωματικής εμπειρίας και επιστημονικής κατάρτισης.

Η παρουσία της Γκιλφόιλ, με έμφαση στην εμφάνιση και το στυλ, αντικαθιστά τις παραδοσιακές διπλωματικές πρακτικές, αντανακλώντας την πολιτική μετάβαση σε προσωποπαγείς και επιφανειακές μορφές εξουσίας. Η επιλογή της συμβολίζει επίσης την κρίση της αμερικανικής πολιτικής ηγεσίας, η οποία χαρακτηρίζεται από εσωτερικές αντιπαραθέσεις και αυξανόμενη δυσπιστία προς τους θεσμούς, προκαλώντας συστημική αστάθεια και αποδυνάμωση της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ.

Αποτελεί η επιλογή της «επιβεβαίωση ήττας» ;

Η παρατηρούμενη οπισθοδρόμηση των ΗΠΑ στο πεδίο της διπλωματίας και της εξωτερικής πολιτικής αντικατοπτρίζει βαθιά και αναπόδραστη κρίση που εκτείνεται πέρα από τις επιφανειακές αποτυχίες και αποσπάσματα ανασχεδιασμών. Η αμερικανική ηγεμονία, που κάποτε επιβλήθηκε με υποδούλωση και στρατιωτικές επεμβάσεις, καταρρέει με εκκωφαντικό τρόπο, και η διπλωματία της αποδεικνύεται πλέον εργαλείο μιας εξαντλημένης αυτοκρατορικής λογικής που αποτυγχάνει να κατανοήσει ή να σεβαστεί τις πολιτισμικές και γεωπολιτικές πραγματικότητες των λαών και των περιοχών όπου επεμβαίνει.

Οι αμερικανικές παρεμβάσεις, τις περισσότερες φορές βίαιες και χωρίς μακροπρόθεσμο σχέδιο, έχουν οδηγήσει σε διαρκή αστάθεια και χάος, αποκαλύπτοντας την πραγματική φύση της αυτοκρατορίας ως παράγοντα καταστροφής και αποσύνθεσης και όχι ειρήνης και προόδου.

Η ποιοτική, όμως, υποβάθμιση των προσώπων που επιλέγονται από την Ουάσιγκτον για να εκπροσωπούν την εξωτερική της πολιτική (χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι η νέα πρέσβειρα στην Αθήνα χρειάστηκε 10μηνη εντατικοποιημένη εκπαίδευση για να καλύψει τη θέση) αποτελεί ένα αποκαλυπτικό σύμπτωμα της αποσύνθεσης. Αντί να επιλέγονται έμπειροι και ικανοί διπλωμάτες, προωθούνται συχνά πρόσωπα που αντανακλούν μόνο τα κομματικά και οικονομικά συμφέροντα της αμερικανικής ελίτ, χωρίς καμία ουσιαστική γνώση ή σεβασμό στην πολυπλοκότητα των διεθνών σχέσεων. Πρόσωπα που είναι περισσότερο πολιτικοί εκπρόσωποι ενός συστήματος διαπλοκής, παρά λειτουργοί της διπλωματίας, οδηγούν στην αποδυνάμωση της αξιοπιστίας και της αποτελεσματικότητας της αμερικανικής παρουσίας.

Επιπλέον, η στρατηγική διάκριση στην επιλογή διπλωματών, όπου οι ΗΠΑ στέλνουν ικανότερους σε χώρες όπως η Τουρκία αλλά υποβαθμίζουν την Ελλάδα, αποκαλύπτει την φύση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Η Τουρκία, ως κρίσιμος παίκτης λόγω των γεωστρατηγικών της θέσεων και των ισορροπιών στο ΝΑΤΟ, είναι πιο απρόβλεπτος σύμμαχος και δεν στοιχίζεται τυφλά πίσω από τα αμερικανικά συμφέροντα και έτσι λαμβάνει υψηλής ποιότητας διπλωματικούς αντιπροσώπους. Η Ελλάδα αντίθετα δηλώνοντας δεδομένη και προβλέψιμη σύμμαχος καταδικάζεται να παραλαμβάνει «διπλωματικό» προσωπικό τελευταίας διαλογής.

Η συνολική αποδυνάμωση της αμερικανικής διπλωματίας, σε μια εποχή που «μιλούν» τα όπλα, αποτελεί συνέχεια των δομικών αδυναμιών της ίδιας της αμερικανικής πολιτικής ηγεμονίας. Ο φαύλος κύκλος στρατιωτικών παρεμβάσεων χωρίς διπλωματική σοφία, τα λάθη στην εκτίμηση γεωπολιτικών εξελίξεων όπως στην Ουκρανία, και η επίμονη αποτυχία να προσαρμοστούν στις αλλαγές της παγκόσμιας σκηνής καταδεικνύουν την αυτοκαταστροφική φύση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Η αποτυχία αυτή δεν είναι απλά πολιτική αλλά και ηθική: μια δύναμη που διαφημίζει την ελευθερία και τη δημοκρατία, ενώ στην πράξη κατασκευάζει κρίσεις, υποθάλπει εμφύλιους, και επιβάλλει οικονομικές κυρώσεις που πλήττουν κυρίως τους λαούς.

Η πολιτική αυτή αποδυναμώνεται περαιτέρω από τη βαθιά εσωτερική κρίση της αμερικανικής κοινωνίας και πολιτικής ζωής, όπου η πόλωση, η παρακμή των θεσμών και η αυξανόμενη ανισότητα υπονομεύουν κάθε δυνατότητα σταθερής εξωτερικής δράσης. Η Ελλάδα, όπως και άλλες «δεδομένες» χώρες, υφίσταται αυτές τις αμερικανικές αντιφάσεις στον πιο ακραίο βαθμό, καθώς η χώρα υφίσταται την περιθωριοποίηση στην αμερικανική γεωστρατηγική σκηνή, παρά τους στενούς συμμαχικούς δεσμούς, αποδεικνύοντας εμφατικά ότι το αμερικανικό σύστημα δεν υπηρετεί την ειρήνη, τη σταθερότητα ή την δικαιοσύνη, αλλά τα συμφέροντα μιας πολιτικο-οικονομικής ελίτ που στηρίζεται σε μηχανισμούς εξουσίας και καταπίεσης. Η σταδιακή ήττα των ΗΠΑ στο πεδίο της διπλωματίας και της εξωτερικής πολιτικής είναι πλέον μια γεωπολιτική πραγματικότητα.

Οι διεθνείς διαστάσεις της αποδυνάμωσης μιας ηγεμονίας

Η αμερικανική στρατηγική δοκιμάζεται άμεσα, καθώς εναλλακτικές παγκόσμιες δυνάμεις διεκδικούν δυναμικά το χώρο που η Ουάσιγκτον έχασε, ανατρέποντας μια παγκόσμια ισορροπία που για δεκαετίες οικοδομήθηκε από την αμερικανική ηγεμονία.

Αυτή η παρακμή συνοδεύεται από μια οξύτατη εσωτερική κρίση που διαπερνά την αμερικανική εξωτερική πολιτική: η αβεβαιότητα και η ασυνέπεια χαρακτηρίζουν πλέον την στάση της υπερδύναμης, η οποία παραπαίει ανάμεσα σε παραδοσιακές δομές εξουσίας και νέες στρατηγικές που δεν καταφέρνουν να πείσουν ή να αποδώσουν. Αυτό προκαλεί διάλυση παραδοσιακών συμμαχιών και επαναπροσδιορισμό της παγκόσμιας τάξης, προς όφελος ανταγωνιστών που αξιοποιούν κάθε αδυναμία της Ουάσιγκτον.

Η αποτυχία της αμερικανικής πολιτικής αποκαλύπτεται επίσης από την εσωτερική πόλωση – με πολιτικά ρεύματα τύπου Τραμπ να διαμορφώνουν κλίμα έντονης σύγκρουσης, που υπονομεύει ακόμη και τις βασικές δημοκρατικές δομές. Το αμερικανικό πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε παρατεταμένη κρίση, εντείνοντας τη διάλυση της εσωτερικής συνοχής και την αδυναμία πολιτικής αποτελεσματικότητας.

Παράλληλα, τα οικονομικά μεγέθη μαρτυρούν όχι δύναμη, αλλά αδυναμία. Η ανεξέλεγκτη αύξηση του δημόσιου χρέους, η συρρίκνωση της παραγωγικότητας και η απώλεια πραγματικού εισοδήματος στο πλειονάζον τμήμα του πληθυσμού φανερώνονται ως υπαρξιακά αδιέξοδα. Η αμερικανική οικονομία μοιάζει όλο και πιο ευάλωτη, εγκλωβισμένη σε δομικές παθογένειες που κλονίζουν τον ανταγωνιστικό της ρόλο στον παγκόσμιο χάρτη, ενώ η ηγεμονία του δολαρίου κλονίζεται από τις εντεινόμενες προσπάθειες των αντιπάλων της χώρας να τηρηθούν πολυμερείς συσχετισμοί δύναμης.

Σε ιδεολογικό επίπεδο, η επιθετικότητα με την οποία οι ΗΠΑ διαχειρίζονται διεθνείς σχέσεις και η σταθερή αθέτηση διεθνών δεσμεύσεων, μαρτυρούν μία βαθιά κρίση στην κατανόηση της ίδιας της έννοιας ισχύος, μετατρέποντας την επιθετικότητα σε αυτοκαταστροφική συμπεριφορά που οδηγεί σε διεθνή απομόνωση και αποσταθεροποίηση. Η αμερικανική ηγεμονία, που κάποτε παρείχε σταθερότητα, έχει εξελιχθεί σε παράγοντα διατάραξης και αβεβαιότητας.

Συνολικά, η αποτυχία της αμερικανικής πολιτικής δεν αποτελεί μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά συμμετέχει σε μια συνολική κρίση που θέτει υπό αμφισβήτηση το προβάδισμα των ΗΠΑ. Η πόλωση, το οικονομικό αδιέξοδο και οι γεωπολιτικές ανατροπές διαρρηγνύουν την ισχύ της, ενώ αναδύονται νέα κέντρα επιρροής που διαμορφώνουν ένα πολυκεντρικό παγκόσμιο σύστημα, στο οποίο οι ΗΠΑ δεν κατέχουν πλέον προνομιακή θέση. Αυτή η οπισθοδρόμηση συνιστά όχι μόνο την ήττα μιας πολιτικής ισχύος, αλλά και το τέλος μιας εποχής, καλώντας την Ουάσιγκτον να αναθεωρήσει ολιστικά τη στρατηγική και την ταυτότητά της. Η μετεξέλιξη της αμερικανικής παρουσίας στην Ευρώπη αντικατοπτρίζει ευρύτερες γεωπολιτικές αλλαγές.

Η νεκρανάσταση της «διπλωματίας» μέσω του LPG και του LNG

Η «διπλωματία του LPG και του LNG» που προωθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελεί σύγχρονη ενεργειακή στρατηγική με στόχο την ενεργειακή ανεξαρτητοποίηση και την επέκταση της αμερικανικής επιρροής, ειδικά στην Ανατολική Μεσόγειο, αντιπαρατιθέμενη κυρίως με τη Ρωσία και ορισμένες χώρες του ΟΠΕΚ+ (πχ. Βενεζουέλα). Βασικό χαρακτηριστικό είναι η ευελιξία του LNG και LPG που απαλλάσσει την ενεργειακή διακίνηση από μόνιμους αγωγούς, ενισχύοντας τη διαπραγματευτική ισχύ ΗΠΑ και συμμάχων.

Η στρατηγική περιλαμβάνει ανάπτυξη υποδομών όπως τερματικοί σταθμοί στη Ρεβυθούσα και Αλεξανδρούπολη, και δημιουργία περιφερειακών συμμαχιών με Ελλάδα, Ισραήλ, Κύπρο και Αίγυπτο, «τελειώνοντας» ολοκληρωτικά την ευρωπαϊκή εξάρτηση από τη Ρωσία. Ωστόσο, η διπλωματία αυτή αντιμετωπίζει υλικούς κινδύνους λόγω γεωπολιτικών εντάσεων που απειλούν υποδομές, και πολιτικούς κινδύνους από την όξυνση περιφερειακών συγκρούσεων και τη χρήση του αερίου ως όπλου σε εξωτερική πολιτική.

Η ελληνική αστική τάξη, με κυρίαρχη δύναμη το εφοπλιστικό κεφάλαιο, παίζει κεντρικό ρόλο στην υλοποίηση αυτής της στρατηγικής, επενδύοντας σε LNG υποδομές και συμμετέχοντας ενεργά σε αμερικανοευρωπαϊκά δίκτυα. Η Ελλάδα εμφανίζεται πλέον ως βασικός ενεργειακός κόμβος διακίνησης αμερικανικού LNG προς την Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη μέσω συμφωνιών όπως η Atlantic-See LNG Trade (ΔΕΠΑ-ΑΚΤΩΡ με την Venture Global), αναβαθμίζοντας γεωπολιτικά την αστική τάξη της χώρας, αλλά και δεχόμενη πιέσεις που εξυπηρετούν κυρίως αμερικανικά συμφέροντα.

Άλλωστε οι Έλληνες εφοπλιστές διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στη μεταφορά αμερικανικού LNG προς την Ευρώπη, ελέγχοντας έναν σημαντικό στόλο δεξαμενόπλοιων LNG. Ειδικότερα, μέσω συνεργασιών με τις ΗΠΑ, στηρίζουν την ενεργειακή ασφάλεια και τις αμερικανικές πολιτικές για την ενέργεια, ενώ η Ελλάδα λειτουργεί ως φυσική πύλη εισόδου του πανάκριβου αμερικανικού LNG στην Ευρώπη. Η συνεργασία περιλαμβάνει επίσης τεχνική υποστήριξη και αναβαθμίσεις υποδομών στη ναυτιλία.

Παράλληλα, οι κυρώσεις κατά Ρωσίας και Ιράν αλλάζουν την ενεργειακή γεωπολιτική, εντείνοντας τη σημασία της ενεργειακής διπλωματίας και καθιστώντας την Ελλάδα κόμβο ευάλωτο σε γεωπολιτικές αναταράξεις. Η αμερικανική διπλωματία του LPG/LNG, συνδυάζοντας ενεργειακή εκμετάλλευση και γεωπολιτική στρατηγική, αναδεικνύεται σε κρίσιμο παράγοντα στην ανακατανομή παγκόσμιας ισχύος και στη διαμόρφωση του μεσογειακού γεωπολιτικού τοπίου στο εγγύς μέλλον.

Η υπόθεση της πρέσβειρας Γκιλφόιλ στην Αθήνα αποτυπώνει χαρακτηριστικά την ευρύτερη κρίση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, όπου προσωπικά συμφέροντα και επικοινωνιακές τακτικές υπερτερούν της εξειδικευμένης γνώσης και διπλωματικής ικανότητας. Η επιλογή μη ικανοποιητικά καταρτισμένων στελεχών, βασιζόμενη σε προσωπικά και κομματικά κριτήρια και όχι σε επαγγελματικά προσόντα, υπονομεύει την αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα της αμερικανικής διπλωματίας και αντικατοπτρίζει την υποβάθμιση του δυτικού πολιτικού και πολιτισμικού παραδείγματος.

Συνολικά, διαμορφώνεται μια βαθιά μεταβατική φάση για το δυτικό πολιτικό μοντέλο, που καλείται να αντιμετωπίσει εσωτερικές κρίσεις όπως η πόλωση, η κοινωνική ανισότητα και η πολιτική αστάθεια. Η αμερικανική διπλωματία, στερούμενη αποτελεσματικών στρατηγικών, περιορίζεται σε παλινωδίες που επιτείνουν την παγκόσμια αστάθεια. Η σταδιακή αποδυνάμωση της αμερικανικής επιρροής ενισχύεται από την αποστολή ικανού προσωπικού σε γεωστρατηγικά σημαντικότερες χώρες, παραμελώντας την Ελλάδα.

Παρόλα αυτά, η «διπλωματία του LPG και του LNG» αποκαλύπτει σύγχρονα πρότυπα ιμπεριαλισμού, με την ελληνική αστική τάξη να συμμετέχει ενεργά, επενδύοντας σε υποδομές LNG και ενσωματώνοντας την Ελλάδα σε αμερικανοευρωπαϊκά ενεργειακά δίκτυα. Οι κυρώσεις κατά Ρωσίας και Ιράν έχουν μεταβάλει τις γεωπολιτικές ισορροπίες, καθιστώντας την Ελλάδα κρίσιμο κόμβο ενεργειακής διπλωματίας, ευάλωτο σε πιέσεις. Η κατανόηση αυτών των διεργασιών είναι κρίσιμη για την αποτίμηση των προοπτικών της διεθνούς πολιτικής.

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ