Στις 7 Δεκέμβρη έλαβε χώρα στο Κοτουνού, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη και διοικητικό, πολιτικό και οικονομικό κέντρο του Μπενίν χώρας της Δυτικής Αφρικής, απόπειρα πραξικοπήματος.
Το Μπενίν, τέως Δαχομέη, είναι χώρα της Δυτικής Αφρικής με έκταση 112.622 τ.χλμ. και πληθυσμό 13.224.860 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2025. Η χώρα έχει πολλά ποτάμια, που στις εκβολές τους σχηματίζουν λιμνοθάλασσες και έλη. Κυριότερα είναι ο Νίγηρας (που αποτελεί τα σύνορα με το κράτος του Νίγηρα), τα Ουεμέ, Κουφό, Μονό και οι παραπόταμοι του Νίγηρα Σότα, Μεκρού και Αλιμπόρι. Το όνομα της πρωτεύουσας είναι Πόρτο-Νόβο. Νόμισμά της είναι το Φράγκο CFA Δυτικής Αφρικής. Το καθεστώς φίλα προσκείμενο στη Γαλλία είναι το μοναδικό κράτος που έχει απομείνει προσδεδεμένο σε αυτή από όλα τα κράτη-κτήσεις της στή Δυτική Αφρική.
Οι περισσότεροι κάτοικοι ζουν στα νότια.
Με βαθύ αποικιοκρατικό παρελθόν -κατά κύριο λόγο από τους Γάλλους- οι διάφορες εθνοτικές ομάδες κυρίως Σουδανικής προέλευσης έχουν την εμπειρία πολλών μετακινήσεων λόγω του δουλεμπορίου που επικρατούσε στην περιοχή από τον 16ο-17ο αι. (Η περιοχή στα νότια γύρω στο Κοτουνού ήταν το κέντρο του δουλεμπορίου)
Τον 15ο και 16ο αιώνα εκδηλώθηκε το ενδιαφέρον από τις δυνάμεις της Ευρώπης. Τα επόμενα χρόνια άρχισε να διαφαίνεται η υπεροχή της Γαλλίας. Έως τα μέσα του 19ου αιώνα, η Δαχομέη άρχισε να χάνει την τοπική δύναμή της. Αυτό βοήθησε τους Γάλλους να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τη χώρα, το 1890, οπότε και η Δαχομέη έγινε γαλλικό προτεκτοράτο. Το 1894, έπειτα από εκστρατείες, οι Γάλλοι κατάφεραν να καταλύσουν το Βασίλειο της Δαχομέης. Η γαλλική επέκταση συνεχίστηκε προς τα βόρεια και έως το 1898 καθορίστηκαν τα σύνορα της Δαχομέης με τις γειτονικές αποικίες του Τόγκο και της Νιγηρίας, οι οποίες τότε ήταν υπό γερμανικό έλεγχο. Το 1899 το κράτος ονομάστηκε Δαχομέη και Εξαρτώμενα Εδάφη και αργότερα συνδέθηκε οργανικά με τις άλλες γαλλικές αποικίες στη Δυτική Αφρική. Το 1919 προσαρτήθηκε στη χώρα ένα μέρος του Τόγκο, αποτέλεσμα των συμφωνιών που ακολούθησαν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Χάρτης των κτήσεων της Γαλλίας στη Δυτική Αφρική το 1935 (σκούρο μωβ)
Η απόπειρα αυτή του πραξικοπήματος της 7ης Δεκέμβρη στόχευε τον πρόεδρο Πατρίς Ταλόν τέσσερις μόνο μήνες πριν το τέλος της τελευταίας του εντολής.
Παραλίγο να καταλήξει να ανατραπεί από τους στρατιωτικούς, όπως πολλοί από τους πρώην ομολόγους του στη Δυτική Αφρική τα τελευταία χρόνια. Γύρω στις 5 το πρωί, ο πρόεδρος Πατρίς Ταλόν δέχτηκε επίθεση στο σπίτι του, στο κέντρο της πόλης Κοτονού, από στασιαστές που κατάγγειλαν τη διακυβέρνησή του και τη «συνεχή επιδείνωση της κατάστασης ασφάλειας στο βόρειο Μπενίν».Η επίθεση ήταν βίαιη. Οι ένοπλοι άνδρες προσπάθησαν να εισβάλουν στην προεδρική βίλα, που προστατεύονταν από μέλη της Δημοκρατικής Φρουράς. Οι πυροβολισμοί τους χτυπούν τα παραθυρόφυλλα, ένα παράθυρο εκρήγνυται. Σχεδόν μία ώρα μετά την άφιξή τους, οι επίδοξοι πραξικοπηματίες υποχωρούν. Για πολλούς, εκείνο το πρωί, ο αρχηγός του κράτους οφείλει τη σωτηρία του σε μεγάλο βαθμό στον πιστό στρατιωτικό διευθυντή του γραφείου του, τον στρατηγό Bertin Bada. Ο ίδιος δέχτηκε επίθεση στο σπίτι του τρεις ώρες νωρίτερα, αλλά ο αξιωματικός που είχε τον έλεγχο του συστήματος ασφαλείας κατάφερε να διαφύγει και να ειδοποιήσει. «Χάρη σε αυτόν προειδοποιήθηκε η Δημοκρατική Φρουρά. Αν είχε συλληφθεί, θα ήταν το τέλος για τον πρόεδρο», εκτίμησε ένας αξιωματικός.
Κατά τη διάρκεια αυτών των ωρών υψηλού κινδύνου, ο Πατρίς Ταλόν μπόρεσε να καλέσει τους συμμάχους του από την Οικονομική Κοινότητα των Κρατών της Δυτικής Αφρικής (Cedeao) (Νιγηρία, Σιέρα Λεόνε, την Ακτή του ελεφαντοστού, τη Γκάνα) και τη Γαλλία, οι οποίοι πραγματοποίησαν αεροπορικές επιδρομές και έστειλαν ειδικές δυνάμεις στο έδαφος για να τον βοηθήσουν να ανακτήσει τον έλεγχο της κατάστασης. «Δεν ήταν πραξικόπημα, αλλά επίθεση. Χρειάζεται πολύ περισσότερα για ένα πραξικόπημα. Δεν υπήρξε καμία υποστήριξη από τον πληθυσμό, κανένα σημαντικό τμήμα του στρατού δεν συμμετείχε», υποβάθμισε ο Πατρίς Ταλόν στις 18 Δεκεμβρίου την επιχείρηση της «στρατιωτικής επιτροπής για την ανασυγκρότηση» με επικεφαλής τον Πασκάλ Τιγκρί ως ηγέτη τους, σε συνέντευξη στον Τύπο του Μπενίν.
Αμφιλεγόμενη συνταγματική αναθεώρηση
Κατόπιν αιτήματος των αρχών, η προεδρία και οι πιστές σε αυτή δυνάμεις υποστηρίχθηκαν από την πολεμική αεροπορία της Νιγηρίας, σύμφωνα με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε το βράδυ της Κυριακής από την Αμπούτζα. Μια ενέργεια, διευκρινίζει η προεδρία της Νιγηρίας, που εντάσσεται στο πλαίσιο του πρωτοκόλλου της Cedeao του 1999, σχετικά με τον μηχανισμό πρόληψης, διαχείρισης, επίλυσης, διατήρησης της ειρήνης και της ασφάλειας, ο οποίος απαγορεύει «οποιαδήποτε αντισυνταγματική αλλαγή, καθώς και οποιονδήποτε μη δημοκρατικό τρόπο πρόσβασης ή διατήρησης της εξουσίας».
Το ίδιο βράδυ, η υποπεριφερειακή οργάνωση ανακοίνωσε την «άμεση ανάπτυξη στοιχείων της εφεδρικής δύναμης της». Κληρονόμος της ταξιαρχίας επιτήρησης της εκεχειρίας της Cedeao, που δημιουργήθηκε το 1990 για να παρέμβει στη Λιβερία, μια χώρα που τότε βρισκόταν σε εμφύλιο πόλεμο, αυτή η δύναμη αποτελείται από στρατιώτες, αστυνομικούς και πολίτες από τις χώρες της οργάνωσης.
Η Γαλλία ακόμα παρείχε «υποστήριξη σε θέματα επιτήρησης, παρατήρησης και logistics» στις ένοπλες δυνάμεις του Μπενίν «κατόπιν αντιστοίχου αιτήματος» των αρχών του Κοτονού. Ο Εμανουέλ Μακρόν συνομίλησε την Κυριακή με τον ομόλογό του Πατρίς Ταλόν, καθώς και με τους προέδρους της Νιγηρίας, Μπόλα Τινούμπου, και της Σιέρα Λεόνε, Τζούλιους Μαάντα Μπίο –πρόεδρο της CEDEAO.
Η τελευταία ένοπλη επέμβαση της Cedeao σε μια χώρα με σκοπό την αποκατάσταση της δημοκρατίας χρονολογείται από τον Ιανουάριο του 2017, στην Γκάμπια, όπου ο τότε πρόεδρος Yahya Jammeh αρνήθηκε να αποχωρήσει από την εξουσία μετά την ήττα του στις προεδρικές εκλογές της 1ης Δεκεμβρίου 2016 από τον σημερινό πρόεδρο Adama Barrow, τότε αντιπολιτευόμενο. Πριν από αυτό, ο οργανισμός είχε ήδη παρέμβει στρατιωτικά στη Λιβερία, τη Σιέρα Λεόνε και τη Γουινέα-Μπισάου.
Παρ’ όλα αυτά, παρά την αποτυχία της, αυτή η απόπειρα πραξικοπήματος αμαυρώνει το τέλος μιας θητείας που ο πρόεδρος Πατρίς Ταλόν, «αναπόφευκτα σημαδεμένος» από αυτά τα «τραυματικά γεγονότα», είχε προσπαθήσει να οργανώσει.
Εκλεγμένος το 2016 και επανεκλεγμένος το 2021, αυτός ο επιτυχημένος επιχειρηματίας (έχει πλουτίσει από το εξαγωγικό εμπόριο φοινικελαίου και βαμβακιού σε μια χώρα που ο λαός της παίνεται) αφού στράφηκε στην πολιτική, ολοκλήρωσε τις δύο προεδρικές θητείες που επιτρέπει το Σύνταγμα και δεν θα μπορεί να υποβάλει υποψηφιότητα στις 12 Απριλίου 2026. Για να διεκδικήσει τη διαδοχή του, επέλεξε ως διάδοχό του για τις επερχόμενες προεδρικές εκλογές τον υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, Romuald Wadagni, 49 ετών.
Οι αντίπαλοί του τον κατηγορούν, ότι θέλει να συνεχίσει να κινεί τα νήματα μετά την αποχώρησή του από την προεδρία. Στο επίκεντρο των επιχειρημάτων τους βρίσκεται μια αμφιλεγόμενη συνταγματική αναθεώρηση που υιοθετήθηκε από την Εθνοσυνέλευση στις 15 Νοεμβρίου, η οποία προβλέπει την παράταση των διαφόρων θητειών, συμπεριλαμβανομένης της προεδρικής, από πέντε σε επτά χρόνια, αλλά κυρίως τη δημιουργία μιας Γερουσίας με εκτεταμένα πολιτικά και νομοθετικά προνόμια, μία από τις αποστολές της οποίας θα είναι η «ρύθμιση της πολιτικής ζωής» του Μπενίν.Ως πρώην αρχηγός του κράτους, ο Patrice Talon θα είναι μέλος εξ ορισμού και θα μπορούσε να γίνει πρόεδρος. «Κάποιοι φοβούνται ότι θα συνεχίσει να ασκεί έλεγχο στη διακυβέρνηση της χώρας μέσω της Γερουσίας», δηλώνει ο Azizou Chabi Imorou, καθηγητής-ερευνητής και διευθυντής του Ινστιτούτου για τη Δημοκρατική Διακυβέρνηση. Η συνταγματική αυτή τροποποίηση θεσπίζει επίσης μια «πολιτική εκεχειρία», που θα διαρκέσει από την ημερομηνία της οριστικής ανακήρυξης της εκλογής του προέδρου της Δημοκρατίας έως και δώδεκα μήνες πριν από τη λήξη της θητείας του, δηλαδή σχεδόν έξι χρόνια κατά τα οποία «απαγορεύεται η πολιτική δραστηριότητα με ανταγωνιστικό και εκλογικό σκοπό». Ένας ορισμός με ποικίλες ερμηνείες, που κάνει ορισμένους να φοβούνται ότι θα περιοριστεί η δημοκρατική συζήτηση στο Μπενίν.
Οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις
Κατά την ώρα της αποτίμησης, πολλοί, συμπεριλαμβανομένων και μελών της αντιπολίτευσης, αναγνωρίζουν τα καλά οικονομικά αποτελέσματα του απερχόμενου προέδρου. Από το 2018, η αύξηση του ΑΕΠ υπερβαίνει το 6% ετησίως – εκτός από το 2020, έτος της πανδημίας Covid, όπου ήταν 3,8%. Παρά την αυξανόμενη απειλή των τζιχαντιστικών ομάδων του Σαχέλ, που πραγματοποιούν αιματηρές επιδρομές στο βόρειο τμήμα της χώρας από τις γειτονικές Μπουρκίνα Φάσο και Νίγηρα, η χώρα προσπαθεί να συνεχίσει να προσελκύει ξένες επενδύσεις και να αναπτύξει τον τουριστικό της τομέα, έναν από τους πυλώνες της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης. Σε δέκα χρόνια, έχουν πραγματοποιηθεί σημαντικά έργα υποδομής και πολεοδομίας, ιδίως για την αναβάθμιση του κέντρου και της παραλιακής οδού του Κοτονού. Μετά το άνοιγμα ενός πολυτελούς ξενοδοχείου Sofitel στην οικονομική πρωτεύουσα, ένα Club Med και ένα γήπεδο γκολφ βρίσκονται υπό κατασκευή στην ακτή, κοντά στο Ουιντά. Αυτό αποτελεί μια ελκυστική βιτρίνα, ενώ το υπόλοιπο της χώρας καταρρέει κάτω από το βάρος των οικονομικών και κοινωνικών προκλήσεων. «Είναι αναμφισβήτητο ότι το Μπενίν είναι πιο ελκυστικό. Ωστόσο, οι τιμές έχουν αυξηθεί και η πλειονότητα των ανθρώπων υποφέρει καθημερινά. Υπάρχουν απογοητεύσεις σε όλα τα επίπεδα», αναλύει ένας επιχειρηματίας από το Μπενίν.
Πολιτική ένταση
Οι αντίπαλοι κατηγορούν τον Πατρίς Ταλόν για αυταρχικές τάσεις. Τον κατηγορούν ότι έχει εγκαθιδρύσει μια ψεύτικη δημοκρατία, στην οποία οι αντίπαλοί του αποκλείονται από το πολιτικό προσκήνιο ή ακόμη και κινδυνεύουν με φυλάκιση. Με δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα από αντιπολιτευόμενους που καταδικάστηκαν από το Δικαστήριο για την Καταστολή των Οικονομικών Αδικημάτων και της Τρομοκρατίας, ένα ειδικό δικαστήριο που δημιουργήθηκε το 2018 και το οποίο η αντιπολίτευση θεωρεί ως νομικό όργανο στην υπηρεσία της εξουσίας. Σε αντίθεση με τις προσδοκίες ορισμένων ξένων εταίρων, τα γεγονότα της 7ης Δεκεμβρίου δεν οδήγησαν σε μια αρχή πολιτικής χαλάρωσης. Ο Candide Azannaï, πρώην υπουργός Άμυνας και ηγετική φυσιογνωμία της αντιπολίτευσης, συνελήφθη, ενώ ο Chabi Yayi, γιος του κ. Yayi, ανακρίθηκε για αρκετές ώρες πριν αφεθεί ελεύθερος. «Το τελευταίο πραξικόπημα στη χώρα μας χρονολογείται από το 1972 και, από την εθνική διάσκεψη του 1990, ο στρατός δεν έχει αναμειχθεί στις πολιτικές υποθέσεις.
Εκτιμάται ότι η απόπειρα πραξικοπήματος δείχνει πόσο βαθιά είναι η κρίση.
Για τον πρόεδρο, θα είναι δύσκολο να παραμείνει απόλυτα ψύχραιμος όσο οι ηγέτες των πραξικοπηματιών – με πρώτον τον αρχηγό τους, τον υπολοχαγό Pascal Tigri – δεν έχουν συλληφθεί και δεν έχει αποκαλυφθεί η ταυτότητα των εσωτερικών και εξωτερικών συνεργών τους. Από αυτή την άποψη, οι όλο και πιο έντονες υποψίες των ανακριτών για πιθανή υποστήριξη του Τόγκο και των χουντικών που βρίσκονται στην εξουσία στο Μπουρκίνα Φάσο και στο Νίγηρα προς τους στασιαστές υπενθυμίζουν στον πρόεδρο του Μπενίν την εχθρότητα των περισσότερων γειτόνων του.
Η Cedeao έχει πληγεί από την άνοδο στην εξουσία, από το 2020, στρατιωτικών χουντών σε αρκετές χώρες της Δυτικής Αφρικής (το Μάλι, τη Γουινέα, το Μπουρκίνα Φάσο και τον Νίγηρα).
Τον Ιανουάριο, το Μπαμάκο, το Ουαγκαντούγκου και το Νιαμέι αποχώρησαν από το όργανο, αφού είχαν σχηματίσει, τον Σεπτέμβριο του 2023, τη Συμμαχία των Κρατών του Σαχέλ.
Για τον Gilles Yabi, ιδρυτή και διευθυντή της ομάδας προβληματισμού Wathi, η επέμβαση στο Μπενίν της ECOWAS αποσκοπούσε πρώτα απ’ όλα στο να «αποτρέψει την απόπειρα πραξικοπήματος που, αν είχε επιτύχει, θα είχε οδηγήσει τη χώρα στο στρατόπεδο των στρατιωτικών καθεστώτων της περιοχής, λίγους μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές του Απριλίου».
Η αξιοπιστία του θεσμού της ECOWAS έχει διακυβευθεί. Τον Ιούλιο του 2023, η Cedeao, με έδρα την Αμπούτζα, απέτυχε να παρέμβει στρατιωτικά στο Νίγηρα μετά το πραξικόπημα κατά του προέδρου Mohamed Bazoum. Οι ηγέτες της οργάνωσης διέταξαν, μετά από μια συνάντηση κρίσης, την ενεργοποίηση και την άμεση ανάπτυξη μιας δύναμης παρέμβασης.
Ωστόσο, διάφοροι παράγοντες (η κράτηση του ανατραπέντος προέδρου από τη χούντα, οι κινητοποιήσεις στους δρόμους υπέρ του πραξικοπήματος, η υποστήριξη του στρατού του Νίγηρα προς τον στρατηγό Αμπντουραχμάν Τιανί και οι επιφυλάξεις που εξέφρασε μέρος της πολιτικής τάξης του Νίγηρα σχετικά με μια ενδεχόμενη επέμβαση), έκοψαν τις φιλοδοξίες της ECOWAS.
Σαφή διαφοροποίηση της στάσης της Γαλλίας
Για πρώτη φορά μετά τη σειρά πραξικοπημάτων που ανέτρεψαν τους συμμάχους της μεταξύ 2020 και 2023 στο Μάλι, το Μπουρκίνα Φάσο και τον Νίγηρα, η Γαλλία ανέπτυξε στρατιωτικά μέσα για να υπερασπιστεί έναν από τους εταίρους της στην περιοχή. Ο Πατρίς Ταλόν, ο οποίος συνεργάζεται με το Παρίσι σε πολλούς τομείς, ιδίως στον τομέα της άμυνας, είναι πράγματι ένας από τους αφρικανούς ηγέτες που βρίσκονται πιο κοντά στον Emmanuel Macron.
Την Τρίτη 9 Δεκεμβρίου, η Γαλλία ανακοίνωσε ότι «παρείχε υποστήριξη σε θέματα επιτήρησης, παρατήρησης και υλικοτεχνικής υποστήριξης» στις δυνάμεις του Μπενίν, στο πλαίσιο της «λογικής της περιφερειακής υποστήριξης» και σε συντονισμό με «τις προσπάθειες της ECOWAS». Μια ελάχιστη ανακοίνωση, που δεν αποκαλύπτει τι έκανε συγκεκριμένα ο γαλλικός στρατός στο Κοτονού.
Ωστόσο, ο ρόλος της δεν ήταν αμελητέος. Την Κυριακή 7 Δεκεμβρίου, από τις 14:00 έως τις 21:00 περίπου, ένα γαλλικό ελαφρύ αεροσκάφος επιτήρησης και αναγνώρισης (ALSR), που βρισκόταν στο Μπενίν για να εκτελέσει αποστολές στο βόρειο τμήμα της χώρας, το οποίο δέχεται τακτικές επιθέσεις από τζιχαντιστικές ομάδες του Σαχέλ, πέταξε πάνω από την περιοχή για να συλλέξει πληροφορίες και να επιβλέψει τις επιχειρήσεις.
Παράλληλα, ο πρόεδρος Μακρόν, έδωσε το πράσινο φως για την αποστολή ενός μικρού αποσπάσματος ειδικών δυνάμεων στο έδαφος, προκειμένου να υποστηρίξουν την αντίδραση της δημοκρατικής φρουράς, η οποία παρέμεινε πιστή.
Σύμφωνα με στρατιωτικούς αξιωματούχους των δύο χωρών, η ομάδα ειδικών δυνάμεων που στάλθηκε στο Κοτονού αποτελείτο από τουλάχιστον δεκαπέντε άνδρες που προέρχονταν από το Αμπιτζάν της Ακτής Ελεφαντοστού, όπου βρισκόταν σε «αποστολή εκπαίδευσης και κατάρτισης» των δυνάμεων της Ακτής Ελεφαντοστού, σύμφωνα με γαλλική πηγή. «Προσγειώθηκαν γύρω στις 6 το απόγευμα και μας συνάντησαν απευθείας γύρω από το στρατόπεδο του Τογκμπίν. Αυτή η ομάδα γαλλικών ειδικών δυνάμεων έφυγε από το Μπενίν την επόμενη μέρα το πρωί. «Αυτό το μικρό απόσπασμα ανταποκρινόταν στις ανάγκες. Δεν ήταν απαραίτητο να χρησιμοποιηθούν περισσότερα μέσα».
«Έχουμε πάρει το μάθημά μας»
Σε μια γαλλόφωνη Αφρική που αντιδρά σε κάθε παρέμβαση της πρώην αποικιακής δύναμης, πόσο μάλλον στρατιωτική, κανείς στο Παρίσι δεν αγνοούσε την ευαισθησία μιας τέτοιας αποστολής.
Όμως μετά τα πραξικοπήματα στο Μάλι το 2020 και στη συνέχεια στο Μπουρκίνα Φάσο το 2022, που πραγματοποιήθηκαν από κυριαρχικές χούντες οι οποίες έδιωξαν τον γαλλικό στρατό και στράφηκαν προς τη Ρωσία, η Γαλλία δίστασε να παρέμβει στρατιωτικά όταν ξέσπασε ένα νέο πραξικόπημα, στις 26 Ιουλίου 2023, στο Νίγηρα, εναντίον του προέδρου Μοχάμεντ Μπαζούμ, του τελευταίου συμμάχου της στην περιοχή του Σαχέλ. Μια ομάδα ειδικών δυνάμεων, που βρισκόταν στο Νιαμέι στο πλαίσιο της τρέχουσας γαλλικής στρατιωτικής αναδιάταξης στην περιοχή, ήταν έτοιμη να διεξάγει επιχείρηση για την απελευθέρωση του κ. Μπαζούμ, ο οποίος κρατούνταν από μέλη της δικής του προεδρικής φρουράς. Ωστόσο, ο πρόεδρος Μακρόν, τελικά δεν έδωσε τη συγκατάθεσή του για μια τέτοια ενέργεια.
Δύο χρόνια αργότερα, όμως δεν δίστασε, η αλλαγή στάσης του Παρισιού σε μια χώρα της πρώην αφρικανικής σφαίρας επιρροής του παραμένει αξιοσημείωτη. «Αυτή η επέμβαση αποτελεί σημείο καμπής. Οι Γάλλοι φαίνεται ότι τελικά κατάλαβαν ότι έχαναν έδαφος λόγω της αδράνειας τους τα τελευταία χρόνια», εκτιμά ένας ανώτερος αξιωματικός του Μάλι. «Η επιχείρηση στο Μπενίν σηματοδοτεί μια αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο ενεργούμε στην Αφρική. Δείχνει επίσης ότι είμαστε πιστοί στους συμμάχους μας». Εμείς θα λέγαμε ακόμα ότι η οικονομική κοινωνική και πολιτική κατάσταση στη Γαλλία με την πολεμοχαρή στάση της γαλλικής αστικής τάξης τόσο στο Ουκρανικό όσο και στην Παλαιστίνη έχει δημιουργήσει πολλά προβλήματα στο γαλλικό λαό και ο Μακρόν τρέχει και δεν φθάνει…
Για το Παρίσι, η άνοδος στην εξουσία ενός εχθρικού πραξικοπηματία – όπως φαινόταν να είναι ο υπολοχαγός Pascal Tigri, ηγέτης των στασιαστών – στο Μπενίν θα αποτελούσε ένα νέο πλήγμα για την ήπειρο. Μετά τις τρεις χώρες που σχημάτισαν τη Συμμαχία των Κρατών του Σαχέλ (AES) και πέρασαν στην σφαίρα επιρροής της Ρωσίας, μια παρόμοια ανατροπή αυτού του εταίρου θα αποτελούσε μια σημαντική αναταραχή στην περιοχή. Συγκεκριμένα, με το λιμάνι του Κοτονού, θα προσέφερε στις χούντες του Σαχέλ τη στρατηγική θαλάσσια έξοδο που τόσο πολύ αναζητούν.
Από τη στιγμή που του ζητήθηκε να αποχωρήσει από τις χώρες της ΑΣΣ, μεταξύ 2022 και 2023, ο γαλλικός στρατός, που συχνά θεωρείται στην Αφρική ως ένα από τα σύμβολα του νεοαποικισμού του Παρισιού, προχώρησε σε μια εκτεταμένη αναδιοργάνωση της παρουσίας του στην ήπειρο.
Με την αξιοσημείωτη εξαίρεση του Τζιμπουτί, στο οποίο διατηρεί, και του Γκαμπόν, που μετατράπηκε σε «κοινό στρατόπεδο» με τον στρατό του Γκαμπόν, φέτος επέστρεψε τις μόνιμες βάσεις της στο Τσαντ, τη Σενεγάλη και την Ακτή του Ελεφαντοστού. Έχει δε ανανεώσει τη δυνατότητα να μπορεί να συνεχίσει να αποστέλλει στρατιωτικούς για αποστολές εκπαίδευσης και κατάρτισης των τοπικών δυνάμεων. Μπορεί ακόμη και να τις χρησιμοποιήσει, όπως έδειξε πρόσφατα το παράδειγμα του Μπενίν, ως πιθανή βάση προβολής. Πράγματι, από το πρώην στρατόπεδό της στο Port-Bouët, κοντά στο Αμπιτζάν, που μετονομάστηκε σε στρατηγός Ουατάρα Τόμας Ακίν, αναχώρησε το απόσπασμα των ειδικών δυνάμεων που στάλθηκε στο Κοτονού…

