11 C
Athens
Τετάρτη, 27 Νοεμβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Βενιζέλος, το ξεκίνημα: Πρωθυπουργός ελέω… Γεώργιου Α΄( Μέρος τρίτο), του Σπύρου Αλεξίου


Ένα κλασικό παράδειγμα συμπύκνωσης του ιστορικού χρόνου:

8 Αυγούστου του 1910 ο Ελ. Βενιζέλος εκλέγεται για πρώτη φορά βουλευτής.

22 Αυγούστου ιδρύεται το «Κόμμα των Φιλελευθέρων» με κοινοβουλευτική δύναμη …αδιευκρίνιστη, για να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη – φετίχ της σύγχρονης πολιτικής ζωής. Ο αριθμός κυμαίνεται μεταξύ 15 – 45 βουλευτών (επί συνόλου 362).

5 Σεπτέμβρη εκφωνεί τον ιστορικό λόγο στο Σύνταγμα.

29 Σεπτέμβρη παραιτείται η κυβέρνηση υπό τον Στεφ. Δραγούμη.

1η Οκτώβρη ο Γεώργιος ο Α΄ αναθέτει τον σχηματισμό κυβέρνησης στον Ελ. Βενιζέλο που – αν και δεν είχε πλειοψηφία (λιγότερο από το 25% των βουλευτών τον υποστήριζε) -πήρε πρόσκαιρα ψήφο εμπιστοσύνης, την οποία όμως χαρακτήρισε «ομηρία» αν και την …επιζήτησε!

 12 Οκτώβρη παραιτείται και προκηρύσσονται εκλογές για τις 28 Νοέμβρη, εκλογές στις οποίες δεν πήραν μέρος τα παλαιά κόμματα καταγγέλλοντας συνταγματική εκτροπή. Ο Βενιζέλος θα θριαμβεύσει άνευ αντιπάλου συγκεντρώνοντας 307 έδρες και …86%!

Σίγουρα η ταχύτατη ακολουθία των ημερομηνιών και τα νούμερα μπερδεύουν, δεν αρκούν για να ερμηνευτούν αυτές οι καταιγιστικές εξελίξεις. Μοιάζει σαν να γύριζαν τα καλολαδωμένα γρανάζια ενός σχεδίου που, για την υλοποίησή του, υπήρξαν μυστικές συμφωνίες «άσπονδων εχθρών», όπως του Βενιζέλου και του Γεώργιου Α΄, καταπάτηση ακόμη και αυτής της τυπικής αστικής νομιμότητας, διάλυση και ανασύνθεση του πολιτικού σκηνικού. Η εκτίμηση τοu Ηλία Νικολακόπουλου σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» (17-03-2001):

«Οι τρεις εκλογικές αναμετρήσεις της περιόδου 1910-1912 επέφεραν ριζικές αλλαγές και ανακατατάξεις στη δομή του κομματικού συστήματος, οριοθετώντας τη μετάβαση από την «Ολιγαρχική» στη «Μεταολιγαρχική» πολιτική, σύμφωνα με την ορολογία του Ν. Μουζέλη (δημιουργία συγκροτημένου κομματικού μηχανισμού, ανανέωση πολιτικού προσωπικού κ.ά.). Ταυτόχρονα όμως η μετάβαση αυτή συνοδεύτηκε και από μια έντονη και παρατεταμένη κρίση νομιμοποίησης, απαρχή της οποίας μπορεί να θεωρηθεί η αποχή των «παλαιών κομμάτων» τον Νοέμβριο του 1910, φαινόμενο που δεν είχε, μέχρι τότε, ποτέ παρουσιαστεί στα προηγούμενα 65 χρόνια εκλογικής ιστορίας του ελληνικού Βασιλείου.»

«Συνταγματική» ή «αναθεωρητική» Βουλή;

Η πολιτική αντιπαράθεση της περιόδου τυπικά συμπυκνωνόταν στο ερώτημα αυτό. Από την πρώτη κιόλας συνεδρίασή της η Βουλή που είχε προκύψει από τις εκλογές του Αυγούστου είχε μεταβληθεί σε πεδίο μάχης. Οι οπαδοί της Συντακτικής αρνήθηκαν να δώσουν τον προβλεπόμενο όρκο διότι πίστευαν ότι έτσι αναγνώριζαν ότι η Βουλή θα ήταν Αναθεωρητική. Όταν ο ιερέας απόθεσε το Ευαγγέλιο στο προεδρείο ακολούθησε αληθινή σύρραξη. Με επικεφαλής τον Κ. Μάνο, πολλοί βουλευτές όρμησαν να αρπάξουν το Ευαγγέλιο, φωνάζοντας «ζήτω ο λαός» και από τα θεωρεία οι πολίτες απαντούσαν ρυθμικά: «Συντακτική, Συντακτική». Ακολούθησε άγρια συμπλοκή, μια καρικατούρα των ομηρικών μαχών όπου το λάφυρο δεν ήταν τα όπλα του ήρωα αλλά το…Ευαγγέλιο, το οποίο προηγουμένως είχε εγκαταλείψει έντρομος ο παπάς και τελικά το εξαφάνισε το προεδρείο, διακόπτοντας τη συνεδρίαση.

 Στις 6 Σεπτέμβρη ο Βενιζέλος παρευρέθηκε για πρώτη φορά στη Βουλή. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και ο κίνδυνος να διακοπεί και πάλι βίαια η συνεδρίαση ήταν υπαρκτός. Την προηγούμενη μέρα ο Βενιζέλος είχε αλλεπάλληλες συσκέψεις με τους προσκείμενους σ’ αυτόν βουλευτές. Τυπικά δεν τους είχε θέσει ζήτημα πειθαρχίας. Για μια ακόμα φορά, όμως, επανέλαβε ότι ο ίδιος θα υποστήριζε τη σύγκληση διπλής Αναθεωρητικής Βουλής. Στο κλίμα εκείνων των ημερών δεν υπήρχαν «γενναίοι» που θα πήγαιναν κόντρα στη θέλησή του Βενιζέλου, ουσιαστικά θα υπέγραφαν το πολιτικό τους τέλος.

Ο Βενιζέλος είχε έτοιμη μια πρόταση, σύμφωνα με την οποία η εθνική αντιπροσωπεία θα «επιφυλασσόταν για το χαρακτήρα της» και τα μέλη της θα ορκίζονταν σύμφωνα με τον προβλεπόμενο από το ισχύον Σύνταγμα όρκο.  Άλλος  ένας κρίκος στην αλυσίδα των τακτικών πρωτοτυπιών του Βενιζέλου: Μια Βουλή που ψηφίζει πώς «επιφυλάσσεται» για το …τί Βουλή είναι!

Με διαμεσολαβητές τους Κ. Ρακτιβάν και Κ. Μάνο προχώρησε σε συνεννόηση με τον Δ. Ράλλη και οδηγήθηκαν σε συμβιβασμό που αποτυπώθηκε στην αντικατάσταση της φράσης «η Βουλή αποφασίζει» με τη φράση «η Βουλή προβαίνει». Έτσι μέσα σε κλίμα «γενικής αγαλλίασης»,  σύμφωνα με τον τύπο της εποχής, η πρόταση υπερψηφίσθηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία των βουλευτών:

«Η Αναθωρητική Βουλή των Ελλήνων, έχουσα υπόψει το άρθρον 107 του Συντάγματος…ψηφίζει: Κηρύττει εαυτήν νομίμως κατηρτισμένην …

Βεβαιοί την εαυτής κυριαρχίαν προς αναθεώρισιν των μη θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος και προσθήκην  νέων τοιούτων. .. και προβαίνει εις εκτέλεσιν του έργου της».[1]

 

Τελικά… ήταν τόσο απλό;

Είναι εύλογο το ερώτημα: Τελικά όλη αυτή η αντιπαράθεση, που έφτασε ακόμη και σε ξυλοδαρμό μέσα στη Βουλή, είχε ως διακύβευμα το «προβαίνει» ή το «αποφασίζει»; Η απάντηση προφανώς είναι όχι. Το πραγματικό ερώτημα ήταν άλλο: Από τους οπαδούς της «Συντακτικής» πόσοι πραγματικά ήταν διατεθειμένοι να υποστηρίξουν την ουσία που έκρυβε ένα τέτοιο αίτημα, τις επαναστατικές τομές; Πόσοι ήταν αποφασισμένοι να θέσουν θέμα κατάργησης του θεσμού της μοναρχίας έχοντας μια ολοκληρωμένη στρατηγική για την κοινωνία;  

Το ερώτημα στην πραγματική του διάσταση το έθεσε στην ομιλία του ο πρωθυπουργός Στεφ. Δραγούμης, απευθυνόμενος στους οπαδούς της «Συντακτικής»:

«Είχετε πρόγραμμα υμείς συντακτικόν και επί του προγράμματος τούτου θέλετε ομιλήσει και εις τούτο θέλωμεν απαντήσει. Αλλά η Βουλή, η ψηφίσασα εκείνο, όπερ εκάλεσεν εις τας κάλπας τους πολίτας κατά μεγίστην πλειοψηφίαν, κατά σχεδόν παμψηφίαν, είχε άλλο πρόγραμμα. Και επί εκείνου του προγράμματος θέσας την υπογραφήν Αυτού ο Βασιλεύς, κατεκύρωσε την συμφωνίαν, ήτις έφερεν ημάς ενταύθα. …Μη λησμονείτε ότι το Σύνταγμα είναι προϊόν του κυρίαρχου λαού αλλά είναι και προϊόν της θελήσεως του μετ’ αυτού συμβληθέντος Βασιλέως, είναι συμβόλαιον, όπερ ουδέν δύναται να ανατρέψει, ειμί μόνο η επανάστασις».[2]

 

Ξεκάθαρος ο Δραγούμης, ο φυσικός εκφραστής της συμφωνίας Βενιζέλου – Γεώργιου Α΄: Οι εκλογές έγιναν με τη συμφωνία του Γεώργιου Α΄ για εκλογή Αναθεωρητικής Βουλής. Το Σύνταγμα είναι του λαού, αλλά ταυτόχρονα είναι και το «συμβόλαιό» του με τον Βασιλιά. Αν σας αρέσει, τους λέει ο Δραγούμης, αλλιώς κάντε Επανάσταση. Αν το δούμε ψυχρά, είχε δίκιο. Άλλωστε οι υποστηρικτές της Συντακτικής φρόντισαν να τον δικαιώσουν άμεσα. Όχι μόνο δεν έκαναν… Επανάσταση αλλά αντίθετα έσπευσαν να δώσουν πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης. Ας δούμε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα, αρχικά την πρόταση ψηφίσματος που κατέθεσε ο πληρεξούσιος Αχαΐας και Ήλιδος Ν. Κοντογούρης, υπέρμαχος της «Συντακτικής»:

 

                                               Πρότασις ψηφίσματος

«Η Εν Αθήναις Γ’ των Ελλήνων Συντακτική Συνέλευσις… αποδέχεται και ψηφίζει ότι αποκλείει, μέχρι πέρατος των εργασιών της και μέχρι ψηφίσεως του νέου Συντάγματος, οιανδήποτε απολύτως συζήτησιν ή πρότασιν, θίγουσαν την μορφήν του συνταγματικού πολιτεύματος, ή τα επί του θρόνου δικαιώματα της υφιστάμενης Δυναστείας.» [3]

 

Ενδεικτική των συμβιβαστικών τάσεων ήταν και η πρόταση ψηφίσματος που κατέθεσαν οι σοσιαλιστές βουλευτές Δρακούλης, Δεστούνης και Μαζαράκης. Αξίζει να σημειώσουμε πως πρόκειται για ιστορικό κείμενο, είναι η πρώτη πρόταση που κατατίθεται στο ελληνικό Κοινοβούλιο από σοσιαλιστές βουλευτές:

                             

                             Πρότασις ψηφίσματος

«Η εν Αθήναις  Γ’ Συνέλευσις των Αντιπροσώπων του Ελληνικού Έθνους ψηφίζει: Ότι διατηρούσα ως έχουσι την επικρατούσαν θρησκείαν, τον τύπον του πολιτεύματος και τον θεσμόν της Συνταγματικής Βασιλείας, προβαίνει εις τα κυριαρχικά έργα αυτής.»[4]

 

Προς τι λοιπόν το μίσος κι ο αλληλοσπαραγμός;

 

Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε πως επρόκειτο απλά για πολιτικά καπρίτσια. Υπήρχε σύγκρουση και είχε κοινωνικά χαρακτηριστικά: Η θέση της «στενής Αναθεωρητικής» εξέφραζε τον παλιό πολιτικό κόσμο και κοινωνικά στρώματα που έβλεπαν με φόβο τις κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που έρχονταν. Η ταύτιση της θέσης αυτής με την υπεράσπιση του θεσμού της Μοναρχίας και με τα συντηρητικά αντανακλαστικά της κοινωνίας θα αποτελέσει τη βασική στρατηγική τους για όλη την επόμενη ιστορική περίοδο.  

 

Από την άλλη πλευρά οι υποστηρικτές της «Συντακτικής» εμφανίστηκαν ως εκφραστές ριζοσπαστικών απόψεων. Οι περισσότεροι είχαν ταπεινή (με τα κριτήρια της εποχής) καταγωγή, στοιχείο που ούτως ή άλλως αποτελούσε τομή.  Όπως αναφέρθηκε ήδη δεν αποτελούσαν ένα ενιαίο ρεύμα ούτε υπήρχε ολοκληρωμένο ριζοσπαστικό πρόγραμμα, πολύ περισσότερο στρατηγική. Φυσικά δεν είχαν ενιαία πολιτική έκφραση. Το αίτημα λοιπόν για «Συντακτική» ήταν περισσότερο η αόριστη συμπύκνωση διάσπαρτων αιτημάτων για κοινωνική δικαιοσύνη. Έφταναν εξ αντανακλάσεως στο κοινοβούλιο όμως δεν έπαυαν να είναι «επικίνδυνα».

 

Αποσιωπάται σκόπιμα η ύπαρξη  αιτημάτων για βελτίωση της θέσης των εργαζομένων ή το μεγάλο θέμα των τσιφλικιών της Θεσσαλίας. Ας μην ξεχνάμε πως στις εκλογές του Αυγούστου 1910 στη Θεσσαλία, τις 46 από τις 48 έδρες κέρδισαν υποψήφιοι που υποστήριζαν, άμεσα ή έμμεσα, την αναγκαστική απαλλοτρίωση των τσιφλικιών. Μια «Συντακτική» Bουλή θα άνοιγε όλα αυτά τα θέματα. Αυτό δεν το ήθελε ούτε η πλευρά Βενιζέλου που έριξε το βάρος της υπέρ της «Αναθεωρητικής» και την επέβαλε. Δεν πρέπει να υποτιμήσουμε κι ένα ολόκληρο πλέγμα μικρών συμφερόντων, κοινωνικών ή τοπικών, που σε μεγάλο βαθμό διεύρυναν τις κοινωνικές αντιθέσεις λειτουργώντας όμως ταυτόχρονα και ως παραμορφωτικός φακός.

 

Και το κυριότερο: από τα επίσημα αφηγήματα που αναφέρονται με ενθουσιασμό στο «παλλαϊκό» ρεύμα υπέρ του Βενιζέλου απουσιάζει μια «λεπτομέρεια» που επισημαίνει ο Γρ. Δαφνής: Με βάση την απογραφή του 1907 ο πληθυσμός της Αθήνας ήταν 167.479, του Πειραιά 73.579 και συνολικά της Αττικοβοιωτίας 357.000. Στις εκλογές της 8ης Αυγούστου 1910 ψήφισαν 15.000 στην Αθήνα, 8.500 στον Πειραιά και συνολικά στην Αττικοβοιωτία 38.800. Αφαιρώντας, κατά προσέγγιση, τις γυναίκες και τους ανήλικους που δεν είχαν δικαίωμα ψήφου προκύπτει το συμπέρασμα πως μόνο ο 1 στους 3 εγγεγραμμένους ψήφισε, με το μεγαλύτερο μέρος της αποχής να προέρχεται από τα κατώτερα, πληβειακά στρώματα. Αυτό ήταν δείγμα πολιτικής και κοινωνικής καθυστέρησης και αυτά τα στρώματα θα τα δούμε ξαφνικά(;) να πλημμυρίζουν τους δρόμους της Αθήνας τον Νοέμβρη του 1920 αλαλάζοντας «Ψωμί, ελιά και Κώτσο Βασιλιά…»

 

Είναι εύστοχο το σχόλιο του Δαφνή: «Αι εκλογαί της 8ης Αυγούστου επιβεβαίωσαν τον κοινωνικόν νόμον κατά τον οποίον η απόκτησις πολιτικής δυνάμεως υπό των ασθενέστερων οικονομικών τάξεων επιτυγχάνεται βραδύτατα μέσω της καθολικής ψηφοφορίας και εφόσον αυτή καθίσταται πράγματι καθολική. Και η καθολικότητα της ψηφοφορίας δεν κρίνεται από τας συνταγματικάς διατάξεις αλλά από τον αριθμόν των προσερχομένων εις τα κάλπας ψηφοφόρων».[5]  

 

Ένας είχε στρατηγική, αυτός κέρδισε…

 

Πολλοί εξέφρασαν την έκπληξή τους που ο Βενιζέλος τάχθηκε αποφασιστικά κατά της «Συντακτικής», η επιλογή αυτή ερχόταν σε αντίθεση με τον μύθο του «ριζοσπάστη», του «αντιμοναρχικού». Το επίσημο αφήγημα υποστηρίζει πως έκανε αυτήν την επιλογή καθώς  πίστευε ότι ο λαός θα διχαζόταν και φοβόταν ότι η χώρα θα έμπαινε σε περιπέτειες. Επεδίωκε να μην έρθει σε σύγκρουση με τον βασιλιά Γεώργιο Α΄ και τις ξένες δυνάμεις. Ήθελε το βασιλιά συμμέτοχο και συμπαραστάτη, όχι αντίπαλό του, στο μεταρρυθμιστικό έργο που σχεδίαζε.

 

Ας προσπαθήσουμε να αποκρυπτογραφήσουμε αυτά τα ωραία λόγια: Ο στόχος του Βενιζέλου ήταν η δημιουργία ενός πολιτικού μπλοκ που θα προωθούσε με ταχύτατους ρυθμούς τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις ώστε να ολοκληρώσει τον αστικό εκσυγχρονισμό και τη συγκρότηση κοινωνικής συμμαχίας με ηγετικό ρόλο των δυναμικών τμημάτων της αστικής τάξης (του εσωτερικού ή της διασποράς). Η διαδικασία αυτή ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για τη μετατροπή της Ελλάδας σε σημαντική, περιφερειακή δύναμη που θα μπορούσε να παίξει ρόλο στις κατακλυσμιαίες εξελίξεις που έρχονταν στα Βαλκάνια αρχικά και σε όλο τον κόσμο στη συνέχεια. Ο Βενιζέλος τις έβλεπε και τις θεωρούσε ευκαιρία για επέκταση οικονομική και εδαφική τις Ελλάδας, αρχικά προς τον βορρά και στη συνέχεια προς την ανατολή. Η «Μεγάλη Ιδέα» εκσυγχρονισμένη, χωρίς τον πρωτόγονο εθνικισμό και τον επαρχιωτισμό του Κωλέττη!

 

Ο Βενιζέλος είχε το πλεονέκτημα να έχει στρατηγική, ήταν ο μόνος άλλωστε που είχε. Το πλεονέκτημα ήταν διπλό: η στρατηγική του προϋπέθετε μεταρρυθμίσεις που ανταποκρίνονταν όντως σε κοινωνικές  ανάγκες και αποτελούσαν στέρεη βάση ευρύτατης κοινωνικής συμμαχίας, τόσο με τα λαϊκά στρώματα όσο και με κατεστημένα συμφέροντα, εξασφαλίζοντας σε αυτά την κοινωνική ειρήνη. Αφού λοιπόν όλοι θα ήταν ευχαριστημένοι δεν είχε κανέναν λόγο να οδηγηθεί σε σύγκρουση με τη Μοναρχία που είχε βαθιές ρίζες στη συνείδηση του λαού. Ο Βενιζέλος δεν ήταν μόνο διορατικός, σε ότι αφορά τις διεθνείς εξελίξεις, ήξερε να διαβάζει καλά και τα εκλογικά αποτελέσματα. Και, φυσικά, δεν είχε καμία «ιδεολογική» δέσμευση ή ταλάντευση: Όποια τακτική συμμαχία εξυπηρετούσε τη στρατηγική του την προωθούσε χωρίς δισταγμό. Ή και την διερρήγνυε, χωρίς δισταγμό, επίσης. Εύκολα λοιπόν ενσωμάτωσε πλευρές του ασαφούς ριζοσπαστισμού, εξουδετερώνοντας αρχικά και ενσωματώνοντας στη συνέχεια τους επίδοξους πολιτικούς εκφραστές τους.

Μόνο σε μια παράμετρο δεν είχε δώσει την πρέπουσα σημασία: σε κάθε εποχή η ταξική πάλη δεν σταματά και ειδικά σε εποχές όπως η τρομερή δεκαετία 1910 – 1920 παροξύνεται. Κοινωνικές συμμαχίες που χωρούν όλους είναι αδύνατον να μακροημερεύσουν, οι κοινωνικές αντιθέσεις θα τις διαλύσουν. Αυτήν την αλήθεια ο Βενιζέλος θα τη βρει σύντομα μπροστά του και τότε δεν θα αρκεστεί σε τακτικούς χειρισμούς, είχε πλούσιο οπλοστάσιο (μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά)

Βουλή αποκτήσαμε! Κυβέρνηση όμως;

Στις 12 Σεπτέμβρη ο Πρωθυπουργός Στέφ. Δραγούμης εξέφρασε την επιθυμία του να παραιτηθεί, λίγες μόνο μέρες μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας. Όλοι καταλάβαιναν πως έμμεσα υποδείκνυε τον Βενιζέλο ως διάδοχό του. Ο Βενιζέλος, με δηλώσεις του στις 14 Σεπτεμβρίου, τασσόταν υπέρ της παραμονής του Δραγούμη στον πρωθυπουργικό θώκο.  Η στάση του ήταν λογική. Από τη στιγμή που οι ισχυρότεροι πολιτικοί αντίπαλοί του, ο Γ.  Θεοτόκης και ο Δ. Ράλλης, διέθεταν την πλειοψηφία στη Βουλή και αρνούνταν να σχηματίσουν Κυβέρνηση, δεν υπήρχε λόγος ο ίδιος ο Βενιζέλος να γίνει Πρωθυπουργός, έχοντας απέναντί του ένα εχθρικό κοινοβούλιο. Στην πραγματικότητα, ο Βενιζέλος μπορούσε να ελπίζει στην υποστήριξη των 153 ανεξάρτητων Βουλευτών, από τους οποίους μόνο 15 ήταν δηλωμένα «δικοί του». Καλά είναι τα φληναφήματα της επίσημης ιστορίας για τον «παλλαϊκό» ξεσηκωμό υπέρ του Βενιζέλου, οι αριθμοί όμως τα λένε κάπως διαφορετικά.

Ο Βενιζέλος αντιπρότεινε στον Δραγούμη να προβεί σε ευρύ ανασχηματισμό. με προφανή επιδίωξη να κερδίσει χρόνο. Η απάντηση του Δραγούμη ήταν αρνητική. Την ίδια στιγμή ο Θεοτόκης με τον Ράλλη αρνούνταν να σχηματίσουν Κυβέρνηση. Είπαμε, παλαιοκομματικοί ήταν, όχι ηλίθιοι. Κατανοούσαν πως από τις αρχές του 1910 εξελισσόταν μια διαδικασία που δεν μπορούσε να αντιστραφεί. Το πολιτικό απόστημα, που είχε σπάσει με το κίνημα στο Γουδί, έπρεπε να «καθαριστεί» και σε αυτό συμφωνούσαν οι βασικοί συστημικοί πυλώνες, ο Γεώργιος Α΄ και τα δυναμικά κομμάτια της αστικής τάξης. Οποιαδήποτε προσπάθειά των παλαιών πολιτικών να ασκήσουν εξουσία θα οδηγούσε σε κοινωνικό ξεσηκωμό καθώς οι ίδιοι ήταν ταυτισμένοι με την παρακμή. Η τακτική τους ήταν να αφήσουν στον Βενιζέλο την «καυτή πατάτα» τηρώντας στάση αναμονής και επενδύοντας στη φθορά του.

Η συντηρητική εφημερίδα «Εμπρός» αναρωτιόταν γιατί τόση επιμονή για μια Κυβέρνηση Δραγούμη και όχι Κυβέρνηση Βενιζέλου; Ο Θεοτόκης με τον Ράλλη, έγραφε η εφημερίδα, είναι συνυπεύθυνοι για την ελαφρότητα με την οποία αποδέχθηκαν την Εθνοσυνέλευση (σ.σ. Αναθεωρητική Βουλή) ως σοβαρή λύση:
«Αλλ’ ο πρωτεργάτης αυτής είναι ο κ. Βενιζέλος. Αυτός επινόησε τον τρόπον του εξαναγκασμού του Βασιλέως εις υποχώρησιν. Αυτός διεπραγματεύθη τους όρους της αποδοχής αυτής μετά των αρχηγών των κομμάτων. […]Αυτός ανεκάλυψε τον κ. Δραγούμην. Αρχιτέκτων, εργολάβος και κτίστης, χαράξας τα σχέδια, εξευρών τα υλικά και ανεγείρας την οικοδομήν αρνείται τώρα[…] να κατοικήση;».[6]  

Μην ξεχνάμε και τους «προστάτες»…

Στις 29 Σεπτεμβρίου, ο Δραγούμης πήγε στα Ανάκτορα και υπέβαλε την παραίτησή του. Δημόσια άφησε να εννοηθεί ότι είχε προτείνει τον Βενιζέλο, για τον οποίο όμως ο Βασιλιάς διατύπωνε επιφυλάξεις. δεν δίστασε μάλιστα να τις διατυπώσει δημόσια, σε συνέντευξή του σε εφημερίδα της Βιέννης. Θορυβημένος από την αυξανόμενη δημοτικότητα του Βενιζέλου, επιδίωκε να εμφανίσει, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, ότι το Στέμμα συγκέντρωνε την καθολική αγάπη του λαού.

Φυσικά υπήρχε κι ο «διεθνής παράγοντας». Οι Τούρκοι αντιδρούσαν σφοδρά στο ενδεχόμενο πρωθυπουργίας ενός Κρητικού, διότι μια τέτοια εξέλιξη έφερνε ακόμα πιο κοντά την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Η «Τανίν» (Tanin), επίσημο όργανο του νεοτουρκικού κομιτάτου, απειλούσε ότι η Τουρκία θα θεωρούσε αφορμή πολέμου την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Βενιζέλο.

Στις 30 Σεπτέμβρη κλήθηκε και πάλι στα Ανάκτορα ο Στ. Δραγούμης. Ανήσυχος ο Γεώργιος  τον ρώτησε αν εκτιμούσε ότι υπήρχε κίνδυνος διεθνών περιπλοκών στην περίπτωση που ανέθετε τον σχηματισμό Κυβέρνησης στον Βενιζέλο. Ο Δραγούμης εξήγησε στον Γεώργιο ότι η αποδοχή παρόμοιων αξιώσεων της Τουρκίας δεν σήμαινε τίποτε άλλο παρά απροκάλυπτη επέμβαση στα εσωτερικά της Ελλάδος.

Φυσικά, τις επιφυλάξεις διέλυσε ο «καθ ύλην αρμόδιος», ο πιο έμπιστος σύμβουλος του Βασιλιά, ο Άγγλος Πρέσβης στην Αθήνα Φράνσις Έλλιοτ (Sir Francis Elliot). Αν και αρχικά φοβόταν τις αντιδράσεις των Τούρκων, τελικά άναψε το πράσινο φως για την ανάληψη της Πρωθυπουργίας από τον Βενιζέλο, οπότε τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους.

Πρωθυπουργός express

Ο Βενιζέλος τυπικά δεν ζήτησε ακρόαση από τον Βασιλιά, απαιτούσε να τον καλέσει με τους δικούς του όρους, τους οποίους μάλιστα έθετε εκ των προτέρων δημοσίως. Ήταν ο κυρίαρχος της στιγμής και αυτό έπρεπε να φανεί. Στις 12 το μεσημέρι της 1ης Οκτωβρίου, έπειτα από πρόσκληση του Γεωργίου, ο Βενιζέλος πέρασε την πύλη των Ανακτόρων. Ο Γεώργιος είχε προβεί σε μια ενέργεια, που κανείς Βασιλιάς της εποχής δεν ήταν εύκολο να μιμηθεί. Ο Θ. Βαΐδης γράφει:  
«Η συνάντησις των δυό εκείνων ανδρών έμεινεν ιστορική. Ο Βασιλεύς Γεώργιος είχεν τότε 45 ετών πείραν βασιλείας, διέκρινεν τους ανθρώπους από μακρυά και δια τον Βενιζέλο ήτο προκατειλημμένος. Διότι είχεν εκδιώξει κατά χείριστον τρόπον τον υιόν του από την Κρήτην, (σ.σ. εννοεί τον Ύπατο Αρμοστή Κρήτης Πρίγκιπα Γεώργιο) είχεν σχεδόν προπηλακίσει την δυναστείαν, και εις το τέλος πετούσε υπό τύπον ελεημοσύνης την συγκατάβασιν του».[7]  

Η συμφωνία για εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ήταν δεδομένη, το θέμα ήταν η υπέρβαση των  κοινοβουλευτικών συσχετισμών. Ο Βενιζέλος δεν ήθελε να εμφανισθεί ενώπιον της Βουλής και να υποστεί την ταπείνωση μιας ενδεχόμενης καταψήφισής του. Για να επιβληθεί σε αυτή τη Βουλή μόνο ένας τρόπος υπήρχε: να έχει στα χέρια του το χαρτί της απειλής της διάλυσής της. «Ως ελέγετο χθες», γράφει το «Εμπρός», «ο κ. Βενιζέλος, δια να δεχθή τον σχηματισμόν κυβερνήσεως, ζητεί να λάβη παρά της Α. Μεγαλειότητος την διάλυσιν της Διπλής Βουλής».[8] 

Ο Βενιζέλος έπαιζε το χαρτί της δύναμης, ο Γεώργιος όμως; Γιατί συναίνεσε; Μια απάντηση δίνει ο πρίγκηπας Νικόλαος:

«Πρόθεσή του ήταν να επιτύχη κυβέρνησιν ισχυράν, η οποία να έχει την εμπιστοσύνην της Βουλής. Τούτο όμως δεν είναι δυνατόν να γίνη, εφ όσον τα κόμματα είναι τόσον πολλά και διηρημένα. Περί αναθέσεως της εξουσίας εις Γ. Θεοτόκην ή Δ. Ράλλην δεν δύναται να γίνει ούτε σκέψις σήμερον, ένεκα του επικρατούντος εις τον τόπον ερεθισμού κατά των παλαιών κομμάτων. Το πράγμα είναι εντελώς ασύμφορον… Μένει όθεν η τρίτη λύσις: Ο Βενιζέλος! Δικαίως ή αδίκως, δεν το εξετάζω, εκπροσωπεί σήμερον την ιδέα της ανορθώσεως…».[9]

Η «κομψά» διατυπωμένη απάντηση του πρίγκηπα Νικόλαου, με πιο απλά λόγια, από τον Β. Ράλλη:

«η επιλογή του Βενιζέλου αποδείκνυε για μια ακόμη φορά το πολιτικό αισθητήριο του Βασιλιά. Διείδε ότι ο Βενιζέλος ενσάρκωνε μια νέα δυναμική που θα μπορούσε να απορροφήσει τις ριζοσπαστικές τάσεις της ελληνικής κοινωνίας, οι οποίες αν έμεναν ανεξέλεγκτες θα μπορούσαν να αποβούν μοιραίες για τα ανάκτορα. Από τη στιγμή που ο Βενιζέλος δήλωνε πίστη στο στέμμα και ήταν υπέρ του Αναθεωρητικού χαρακτήρα της Βουλής τίποτα δε θα εμπόδιζε τον Γεώργιο να ξεπεράσει τους όποιους δισταγμούς… Από το σημείο αυτό και ύστερα ο Βενιζέλος θα καταστεί παντοδύναμος πρωθυπουργός ενσωματώνοντας ριζοσπαστικές δυνάμεις και καθησυχάζοντας τους παραδοσιακούς αντιπάλους και τον Βασιλιά.»[10]

Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο Βενιζέλος πήγαινε και πάλι στα Ανάκτορα και αποχώρησε έχοντας μαζί του την εντολή σχηματισμού Κυβερνήσεως. Αργά το βράδυ, ο ίδιος συνέταξε και έδωσε στις εφημερίδες μια ανακοίνωση με την οποία ο Βασιλιάς δήλωνε απροκάλυπτα ότι στήριζε το πρόγραμμα του Βενιζέλου. Προφανώς το πρωτόκολλο είχε παραβιασθεί εντελώς. Αντί το ανακοινωθέν να εκδοθεί από τα Ανάκτορα, είχε γραφτεί και εκδοθεί από τον ίδιο τον Βενιζέλο, ο οποίος μάλιστα δεν παρέλειψε να τοποθετήσει το όνομά του πριν από αυτό του Βασιλιά:
«Τοιαύτην διακήρυξιν», γράφει ο Γεώργιος Βεντήρης, «ο Γεώργιος δεν είχε δημοσιεύσει άλλοτε επί πενήντα έτη. Οι βασιλείς δεν επαναστατούν εύκολα. Αυτός το έκαμε».[11]  
Το συντηρητικό «Εμπρός» σχολίασε:
«Άνευ πλειοψηφίας, άνευ προγράμματος, σχεδόν άνευ προσπαθείας τινός, εγένετο πρωθυπουργός κατά παράβασιν πάντων των παραδεδεγμένων μέχρι τούδε τύπων και εθίμων[…] Είναι Μεσσίας τον οποίον ουδείς προφήτης προανήγγειλε[…][12]

«Νέα κυβέρνηση» ή…  φαρσοκωμωδία;

Στις 7 Οκτωβρίου η νέα Κυβέρνηση εμφανίσθηκε ενώπιον της Βουλής. Όταν ήλθε η ώρα της ψήφου εμπιστοσύνης τα 3/4 των Βουλευτών είχαν αποχωρήσει και τα κενά έδρανα των αρχηγών Θεοτόκη, Μαυρομιχάλη και Ράλλη υποδήλωναν την έντονη δυσφορία τους για την πρωθυπουργοποίηση Βενιζέλου. Η Εθνοσυνέλευση δεν είχε την απαρτία την οποία προέβλεπε το Σύνταγμα και επομένως είχε εκ των πραγμάτων τεθεί σοβαρό συνταγματικό ζήτημα συγκρότησης και λειτουργίας της.
Αναμφισβήτητα ήταν μια σαφής αποδοκιμασία ενός εχθρικού Κοινοβουλίου προσωπικά προς τον Πρωθυπουργό. Υπέβαλε αμέσως την παραίτησή του.

 Άραγε ήταν αφελής ο Βενιζέλος, δεν ήξερε τί τον περίμενε; Φυσικά και ήξερε, προκαθορισμένα βήματα ήταν ώστε να εξουδετερωθούν πλήρως οι πολιτικοί του αντίπαλοι.

 Ο Γεώργιος, πριν δώσει το δικαίωμα διαλύσεως της Βουλής, το οποίο ζητούσε επίμονα ο Βενιζέλος, του συνέστησε να εμφανισθεί και πάλι ενώπιον της Βουλής και να ζητήσει για ακόμη μία φορά ψήφο εμπιστοσύνης. Και η φαρσοκωμωδία κορυφώθηκε: Μπροστά στον κίνδυνο διάλυσης της Βουλής, αυτή τη φορά οι βουλευτές έδωσαν, με επιφυλάξεις όμως, την ψήφο τους. Κι ο Βενιζέλος, μόλις πήρε την ψήφο εμπιστοσύνης που ο ίδιος ζήτησε από τη συγκεκριμένη Βουλή …παραιτήθηκε ξανά κι απαίτησε από τον Βασιλιά τη διάλυση της Βουλής και προκήρυξη νέων εκλογών!

Στις 12 Οκτωβρίου, ο Βασιλιάς, σαν έτοιμος από καιρό, αποδέχθηκε την παραίτηση της Κυβέρνησης, ανέθεσε πάλι την εντολή στον Βενιζέλο και υπέγραψε το βασιλικό διάταγμα διάλυσης της Βουλής και προκήρυξης νέων εκλογών για τις 28 Νοεμβρίου 1910. Το διάταγμα, όπως έγραψαν οι εφημερίδες, το συνέταξε προσωπικώς ο Βενιζέλος στο ξενοδοχείο του και το προσκόμισε στον Βασιλιά μέσα σε ένα φάκελο!

Μετά την κάθοδό του από τα Ανάκτορα, με αφοπλιστική, ομολογουμένως, ειλικρίνεια δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι δεν μπορούσε να συνεργαστεί με τη Βουλή από τη στιγμή που τα μέλη της δεν έδωσαν ψήφο «ειλικρινούς και ανεπιφυλάκτου εμπιστοσύνης» ώστε «να είναι σεβαστή κάθε απόφαση της Κυβέρνησης».

Προσέξτε τις διατυπώσεις: «Ανεπιφυλάκτου εμπιστοσύνης», «σεβαστή ΚΑΘΕ απόφαση της κυβέρνησης»! Σίγουρα δεν αποτελούν μνημεία σεβασμού της «κοινοβουλευτικής δημοκρατίας» ή μνημεία «εκσυγχρονισμού»! Η ερώτηση «γιατί ζήτησε υπό αυτές τις συνθήκες ψήφο εμπιστοσύνης»… έμεινε αναπάντητη!

Οι αρχηγοί των κομμάτων αντέδρασαν έντονα. Ο Θεοτόκης μίλησε για συμπαιγνία Βασιλιά και Βενιζέλου και κατήγγειλε τη διάλυση της Βουλής ως συνταγματικό πραξικόπημα. Ο Ράλλης και ο Μαυρομιχάλης τον μιμήθηκαν, κάνοντας λόγο για «σκαιά και κατάφωρο παραβίαση του Συντάγματος». Και οι τρεις αποφάσισαν να απόσχουν από τις εκλογές. Ουσιαστικά είχαν δίκιο, η πολιτική συμπαιγνία Γεώργιου – Βενιζέλου ήταν προφανής. Ταυτόχρονα όμως είχαν απωλέσει το δίκιο τους αρνούμενοι – αν και είχαν συντριπτική πλειοψηφία – να σχηματίσουν κυβέρνηση ενώ οι ίδιοι δεν είχαν και το καλύτερο πολιτικό παρελθόν. Αντίθετα οι “Κοινωνιολόγοι” υπό την προεδρία του Αλέξανδρου Παπαναστασίου φάνηκαν να είναι θετικοί ως προς την διάλυση της Βουλής υποστηρίζοντας τις κινήσεις Βενιζέλου.

«Καρδίτσα, Καρδίτσα…»

Η προεκλογική εκστρατεία δεν είχε στην πραγματικότητα αντικείμενο, ο Βενιζέλος έπαιζε μόνος του. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον είχε το ποσοστό συμμετοχής, με δεδομένο το κάλεσμα των παλαιών κομμάτων για αποχή. Αν αξίζει να αναφερθεί ένα στιγμιότυπο, με συμβολική σημασία για το μέλλον, είναι η ομιλία του Βενιζέλου στην Καρδίτσα.

Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη, πριν από λίγους μήνες, τον Μάρτη του 1910, η Θεσσαλία είχε μεταβληθεί σε πεδίο αιματηρής καταστολής των ακτημόνων αγροτών στο Κιλελέρ, που ζητούσαν να σπάσουν τα μεσαιωνικά δεσμά της ολιγαρχίας των τσιφλικάδων. Ο Βενιζέλος υποσχέθηκε ότι θα προβεί χωρίς αναβολή στο διακανονισμό των σχέσεων ιδιοκτητών και καλλιεργητών, καθώς και στη σταδιακή αποκατάσταση των ακτημόνων ώστε «[…] να παύση το οικτρόν θέαμα της διαιρέσεως του Ελληνικού λαού εις δυνάστας και δυναστευομένους».[13]

Ωραία λόγια, ενθουσιασμός! Η χαρά όμως των κολλήγων κράτησε λίγο! Ένα Κράτος Δικαίου, διακήρυξε ο Βενιζέλος, δεν ήταν δυνατόν να επιτρέψει να κυριαρχήσει το ένστικτο της διαρπαγής. Οι απαλλοτριώσεις των μεγάλων τσιφλικιών έπρεπε να γίνουν χωρίς να ζημιωθεί κανένας. Ούτε ο ιδιοκτήτης, ούτε ο καλλιεργητής, ούτε το Δημόσιο, το οποίο όφειλε να αποζημιώσει τον ιδιοκτήτη. Στο εξής, κάθε πράξη έπρεπε να έχει ως γνώμονα τη νομιμότητα και το κοινό συμφέρον!

 Με απλά λόγια, οι τσιφλικάδες, που είχαν αρπάξει για ένα κομμάτι ψωμί τη γη, συσσώρευσαν τεράστια πλούτη ληστεύοντας τον ιδρώτα των κολλήγων…  θα «αποζημιώνονταν», αλλιώς θα επρόκειτο «για διαρπαγή»!

Οι θέσεις του προκάλεσαν αντιδράσεις και υποχρεώθηκε να έλθει σε αντιπαράθεση με μέρος του ακροατηρίου, που απαιτούσε την άμεση διανομή των τσιφλικιών με συνοπτικές διαδικασίες. Κτύπησε το χέρι του στο μπαλκόνι, από όπου μιλούσε, επέβαλε σιωπή και επανέλαβε τα λόγια που είχαν ενοχλήσει τους συγκεντρωμένους. Δεν είχε κανένα λόγο να ανησυχεί, στην προεκλογική κούρσα έτρεχε μόνος! Είχε λοιπόν την άνεση να κόψει τον βήχα σε τέτοιες «εξτρεμιστικές» ιδέες που στις αρχές του 20ου αιώνα εξαπλώνονταν σαν τη φωτιά στην πυριτιδαποθήκη της Βαλκανικής κι ανησυχούσαν όλες τις πτέρυγες του ελληνικού αστικού κόσμου. Την επαύριον της αποτυχημένης εξέγερσης του Ίλιντεν (1903), ο Ίων Δραγούμης έγραφε:

«Σε πολλά τσιφλίκια οι Βούλγαροι (σ.σ. οι επαναστάτες) εμοίρασαν στους χωριάτες τα χωράφια των μπέηδων και τους έπεισαν πως, όταν σηκωθούν και πάρουν τα τουφέκια και σκοτώσουν τους μπέηδες, τα χωράφια θα είναι δικά τους· έδωσαν μάλιστα σε κάθε χωριάτη ξεχωριστό και ορισμένο μέρος των χωραφιών. Και αυτοί οι βλάκες το πίστεψαν και θα σηκωθούν, κ’ έπειτα θα τους σφάξουν ή θα τους φυλακώσουν οι Τούρκοι…».[14]

Τί «βλάκες», να πιστέψουν πως το χώμα που ζύμωναν κάθε μέρα με το αίμα και τον ιδρώτα τους μπορεί να γινόταν δικό τους!

Φεύγοντας από την Καρδίτσα, η αμαξοστοιχία που μετέφερε τον Βενιζέλο προσέκρουσε σε ένα εμπόδιο που είχε τοποθετηθεί από αγνώστους στις ράγες. «Όλοι εταράχθησαν», ανέφεραν οι εφημερίδες, «εκτός του γενναιόψυχου κρητικού που συνέχισε να συζητά για θέματα στρατιωτικής ιστορίας με τον υπασπιστή του». Ο υπασπιστής του ήταν ο λοχαγός Ιωάννης Μεταξάς!

Οι εκλογές (;) του Νοέμβρη του 1928

Στις εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910 το κόμμα των Φιλελευθέρων αναδείχθηκε νικητής συγκεντρώνοντας 307(!) από τις 362 έδρες. 28 έδρες έλαβαν οι Αγροτικοί της Θεσσαλίας, 7 οι Κοινωνιολόγοι του Αλ. Παπαναστασίου ενώ εκλέχθηκαν και 20 ανεξάρτητοι. Με μια πρώτη ματιά «ο αγώνας δεν αντέχει σε κριτική», που θα έλεγαν και οι αθλητικοί συντάκτες, υπάρχουν όμως κάποια στοιχεία άξια σχολιασμού.

Πρώτα από όλα το ποσοστό της αποχής: Το επίσημο αφήγημα πανηγυρίζει γιατί παρά την αποχή των παλαιών κομμάτων, το ποσοστό της αποχής αυξήθηκε μόνο κατά 8%, σε σχέση με τις εκλογές του Αυγούστου. Ως έναν βαθμό σωστό, ήταν εμφανής η ύπαρξη τάσης στην κοινωνία που ζητούσε ανανέωση και εκσυγχρονισμό. Ύπαρξη τάσης, όχι «παλλαϊκό ρεύμα». Ας υπενθυμίσουμε πως το 8% ήρθε να προστεθεί στο υψηλότατο ποσοστό αποχής που είχε παρατηρηθεί στις εκλογές του Αυγούστου.

Μια δεύτερη παρατήρηση αφορά τα άλλα κόμματα: Οι 7 μόνο έδρες που κατέκτησαν οι, σοσιαλδημοκρατικής κατεύθυνσης, Κοινωνιολόγοι επιβεβαιώνουν απλώς πως η πολιτική προσκόλλησης και «εποικοδομητικής» κριτικής σε ένα αστικό κόμμα εξουσίας είναι ο σίγουρος δρόμος για τη δορυφοριοποίηση ή την εξαφάνιση. Αντίθετα ενδιαφέρον παρουσιάζει το νούμερο των 28 εδρών που κατέκτησαν οι Αγροτικοί της Θεσσαλίας. Εδώ έχουμε να κάνουμε με αληθινό (αντιφατικό φυσικά) κοινωνικό ρεύμα με συγκεκριμένη αιχμή, που άντεξε σε μεγάλο βαθμό στον οδοστρωτήρα του Βενιζέλου.

Επίλογος

Ο Βενιζέλος είναι πια ο πανίσχυρος πρωθυπουργός. Σε λιγότερο από έναν χρόνο ουσιαστικά, σε λιγότερο από 4 μήνες τυπικά διέλυσε το παλιό πολιτικό σκηνικό, υποχρέωσε σε πρωτοφανείς συμβιβασμούς τον Βασιλιά Γεώργιο και διαμόρφωσε ένα νέο, δυναμικό και κοινωνικό μπλοκ εξουσίας. Στα δύο χρόνια που θα ακολουθήσουν θα προχωρήσει σε σοβαρές μεταρρυθμίσεις, μια εκσυγχρονιστική καταιγίδα ειδικά στον τομέα της δημόσιας διοίκησης. Η αίσθηση πως κάτι άλλαζε ήταν διάχυτη, οι προϋπολογισμοί του 1911 και 1912 ήταν πλεονασματικοί, γεγονός πρωτοφανές (και ανεπανάληπτο…) για το Ελληνικό κράτος. Η αίσθηση αυτή θα αποτυπωθεί πολιτικά στη συντριπτική εκλογική νίκη του Βενιζέλου τον Μάρτη του 1912.

Την ίδια στιγμή βέβαια, η Ελλάδα εξοπλιζόταν με ταχύτατους ρυθμούς και με τη συνδρομή δυναμικών κομματιών της εγχώριας και, κυρίως, της αστικής τάξης της διασποράς. Στις 16 Μαρτίου 1911 παραλήφθηκε το σύμβολο, το θωρηκτό «Αβέρωφ», ένα μεγάλο ποσοστό της αγοράς καλύφθηκε από το κληροδότημα του «ευεργέτη» Γ. Αβέρωφ. Η ισχυρή και εκσυγχρονισμένη Ελλάδα έμπαινε δυναμικά στο ξαναμοίρασμα των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου με τον Βενιζέλο στο τιμόνι. Η δεκαετία θα ξεκινήσει με τους «εθνικούς θριάμβους» του 1912 -13, θα κυλήσει σε κλίμα διχασμού και συνεχών πολεμικών περιπετειών, θα θριαμβεύσει «στα χαρτιά» το 1920 με τη συνθήκη των Σεβρών και, τελικά, θα καεί στις φωτιές της Σμύρνης το 1922.

Για όσους/ες θέλουν να βλέπουν την ιστορία πίσω από τα φληναφήματα των «εθνικών αφηγημάτων», η ιλιγγιώδης διαδρομή του Βενιζέλου από τα Χανιά μέχρι την πρωθυπουργία της Ελλάδας, το 1910, είναι γεμάτη οιωνούς. Για όλα όσα ακολούθησαν…

 

[1] «Αι αγορεύσεις του Ελληνικού κοινοβουλίου», εκδ. Εθνικού Κήρυκος, τ. Α΄, σ. 204.

 

[2] «Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής», 3/9/1910, σ.5.

 

[3] «Αι αγορεύσεις του Ελληνικού κοινοβουλίου», εκδ. Εθνικού Κήρυκος, τ. Α΄, σ. 208.

 

[4] Ό.π. σ. 221.

 

[5] Γρ. Δαφνή, Ελληνικά πολιτικά κόμματα, εκδ. Γαλαξίας, 1961, σ. 104.

 

[6] https://www.haniotika-nea.gr/95584-1910-i-emfanisi-tou-eleutheriou-benizelou-stin-athina-anatrepei-to-politiko-skiniko/   (2012)

 

[7] https://www.haniotika-nea.gr/95584-1910-i-emfanisi-tou-eleutheriou-benizelou-stin-athina-anatrepei-to-politiko-skiniko/   (2012) 

[8] Βλ. παραπάνω.

[9] Β. Ράλλης, Οι δύο αναθεωρητικές βουλές (1910-1911), 1995, σ. 96-97. Βλ.  https://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/5024?lang=el#page/6/mode/2up (Ημ. πρόσβασης 20-2-22).

[10] Βλ. παραπάνω σ. 97.

[11] https://anemi.lib.uoc.gr/metadata/1/d/9/metadata-01-0000325.tkl

[12] https://www.haniotika-nea.gr/95584-1910-i-emfanisi-tou-eleutheriou-benizelou-stin-athina-anatrepei-to-politiko-skiniko/   (2012)

 

[13] Βλ. παραπάνω.

[14] Ίων Δραγούμης, Μαρτύρων και ηρώων αίμα, Αθήνα 2005, σ. 22.

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ