Οι πρόσφατες εξελίξεις στο Βορειοηπειρωτικό προσδίδουν αναπάντεχη επικαιρότητα σε μια τρομοκρατική ενέργεια που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα πριν από σχεδόν δυόμισι δεκαετίες και για «εθνικούς» λόγους πέρασε στα ψιλά τής τότε επικαιρότητας. Ποινικά αδιάφορη πλέον η υπόθεση εκείνη, αξίζει παρ’ όλα αυτά να υπενθυμιστεί· αν μη τι άλλο, επειδή αποδεικνύει περίτρανα πόσο υποκριτική είναι η καταδίκη της πολιτικής βίας από την ελληνική Δεξιά και τα ΜΜΕ της.
Μια έκρηξη στο Περιστέρι
Η ιστορία μας ξεκινά τη νύχτα του Σαββατόβραδου 13-14 Ιανουαρίου 2001. Στην ταβέρνα «Ρωμιοσύνη», στο Περιστέρι, κοβόταν η πίτα της ομώνυμης εφημερίδας της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας παρουσία του βουλευτή Αργυροκάστρου, Βαγγέλη Τάβου, και άλλων στελεχών της μειονότητας που σχετίζονταν με το Σοσιαλιστικό Κόμμα, όπως ο επιχειρηματίας Γρηγόρης Τάβος ή ο πρώην υπουργός Τάσος Αγγελής.
«Η πολιτική βία είναι μη αποδεκτή στις δημοκρατικές κοινωνίες» Κυριάκος Μητσοτάκης (14.7.2024)
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα μια έκρηξη χειροβομβίδας στην είσοδο της ταβέρνας γκρέμισε όλα τα τζάμια και προκάλεσε ζημιές σε τρία παρακείμενα αυτοκίνητα και δύο μοτοσικλέτες, τρέποντας σε φυγή τους περίπου διακόσιους συγκεντρωμένους και βάζοντας απότομα τέρμα στη συνεστίαση. Ακολούθησε τηλεφώνημα στην εφημερίδα «Η Χώρα» του Γιώργου Τράγκα, με ανάληψη της ευθύνης για το χτύπημα από την οργάνωση ΜΑΒΗ («Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου»). Την ίδια δηλαδή εθνικιστική οργάνωση που εφτά χρόνια νωρίτερα είχε πραγματοποιήσει αιματηρή επιδρομή σε αλβανικό στρατόπεδο στο παραμεθόριο χωριό Επισκοπή σκοτώνοντας έναν αξιωματικό κι έναν φαντάρο κι εξαρθρώθηκε τον Μάρτιο του 1995 με τη νυχτερινή σύλληψη στην ελληνική πλευρά των ίδιων συνόρων μιας επταμελούς ομάδας, στα οχήματα της οποίας βρέθηκαν έξι Καλάσνικοφ και άλλα όπλα.
Το πολιτικό και δημοσιογραφικό ενδιαφέρον της τρομοκρατικής ενέργειας του 2001 ήταν αυτονόητο: αν μη τι άλλο, η ρίψη χειροβομβίδων σε πολιτικές εκδηλώσεις, έστω και δίχως θύματα, δεν είναι και τόσο συνηθισμένο συμβάν στην Ελλάδα (και δη στην Αθήνα) του εικοστού πρώτου αιώνα! Πόσο μάλλον όταν η επίθεση φερόταν να έχει «εθνική» διάσταση, η δε διεκδίκησή της συνοδεύτηκε από το διαβεβαίωση των μελών της ΜΑΒΗ πως «από εδώ και πέρα θα είμαστε πιο σκληροί»· μεταφέροντας προφανώς το «εθνικοαπελευθερωτικό» αντάρτικό τους από την ελληνοαλβανική μεθόριο στα αθηναϊκά μετόπισθεν.
H τηλεφωνική ανάληψη ευθύνης από τη ΜΑΒΗ μέσω «Χώρας», 15/1/2001
Οπως είχε συμβεί και το 1994 μετά την αιματηρή παρθενική εμφάνιση της οργάνωσης, έτσι και τούτη τη φορά τα περισσότερα αθηναϊκά ΜΜΕ προτίμησαν ωστόσο την εθνικά ορθή προβοκατορολογία αντί για τον στοιχειώδη προβληματισμό που υπαγόρευαν τα γεγονότα. Στο μεσοδιάστημα η ελληνική Δικαιοσύνη είχε άλλωστε ρίξει στα μαλακά τους συλληφθέντες του 1995, καταδικάζοντάς τους για απλή κατοχή και μεταφορά όπλων τα οποία (υποτίθεται πως) είχαν αγοράσει από άγνωστους Αλβανούς για απροσδιόριστο λόγο, αποφεύγοντας την παραμικρή σύνδεσή τους με τη ΜΑΒΗ –σε αντίθεση με τον συνήγορό τους, Φιλοκλή Ασημάκη, που λίγες μέρες νωρίτερα έδινε στην «Ελεύθερη Ωρα» (4/1/2001) τη δική του εκδοχή για τη δράση «των παιδιών του ΜΑΒΗ», αλλά και τον μέχρι πρότινος αρχηγό της Αντιτρομοκρατικής, Ιωάννη Παπαδάκη, που διεκδίκησε από τηλεοράσεως δάφνες για τη «διάλυση της οργάνωσης» με τρόπο που «προφύλασσε κατά κάποιο τρόπο τα εθνικά συμφέροντα» (βλ. Ο Ιός, «Ετεροχρονισμένα αποκαλυπτήρια για τη ΜΑΒΗ», «Ελευθεροτυπία», 11/12/1999, https://shorturl.at/evARk). Αντί για την προσφιλή τους τρομολαγνεία, τα ρεπορτάζ της Δευτέρας 15/1/2001, στις δεξιές ιδίως εφημερίδες, προσαρμόστηκαν έτσι στην εθνική γραμμή, σύμφωνα με την οποία η δράση της ΜΑΒΗ έπρεπε στην καλύτερη περίπτωση να αμφισβητείται.
«Το ενδεχόμενο της προβοκάτσιας εξετάζουν οι αστυνομικοί», μας πληροφορούσε λ.χ. η «Απογευματινή». «Κι αυτό γιατί την ώρα της επίθεσης, στην ταβέρνα γινόταν η κοπή πίτας της ομογένειας των Βορειοηπειρωτών. Οι άγνωστοι, που σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις ήταν Αλβανοί, έριξαν χειροβομβίδα αμυντικού τύπου στην είσοδο του καταστήματος», το δε τηλεφώνημα της ΜΑΒΗ «εξετάζεται από τους αστυνομικούς με επιφυλάξεις για τη γνησιότητά του». Το ίδιο επιχείρημα, πως οι δράστες μιας επίθεσης σε Βορειοηπειρώτες δεν μπορούσε να είναι παρά Αλβανοί, πρόβαλε και η «Βραδυνή», με την ομογάλακτη «Χώρα» (που είχε την τιμή να δεχτεί το επίμαχο τηλεφώνημα) ν’ αναρωτιέται στον τίτλο της: «Τρομοκρατική επίθεση της ΜΑΒΗ ή προβοκάτσια;» Αναλυτικότερο ήταν το ρεπορτάζ του Γιώργου Καραϊβάζ στον «Ελεύθερο Τύπο», σύμφωνα με το οποίο «οι αστυνομικοί της Αντιτρομοκρατικής που ανέλαβαν τη διεξαγωγή ερευνών για τη διαλεύκανση της βομβιστικής επίθεσης εκτιμούν πως σκοπός των δραστών ήταν να προκαλέσουν θόρυβο και τίποτε περισσότερο. Σε ό,τι αφορά στη ΜΑΒΗ, άφησαν ανοιχτό το ενδεχόμενο η ανάληψη της ευθύνης να έγινε για προβοκατόρικους σκοπούς, χωρίς ωστόσο να αποκλείουν κατηγορηματικά και αυτή την εκδοχή. Οι έρευνες αναμένεται να κινηθούν προς πάσα κατεύθυνση, φτάνοντας ακόμη και σε πιθανές παράνομες οργανώσεις της αλβανικής μαφίας».
Η εθνοπρεπής αυτή ερμηνεία αγνόησε έτσι κατά κανόνα μια σειρά από κραυγαλέα στοιχεία της υπόθεσης. Το γεγονός λ.χ. πως η εφημερίδα «Ρωμιοσύνη», έκφραση της μερίδας εκείνης της ελληνικής μειονότητας που επιθυμούσε την ομαλή συμβίωσή της με την υπόλοιπη αλβανική κοινωνία μέσω της συνεργασίας με το εκεί Σοσιαλιστικό Κόμμα, βρισκόταν σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τα εθνικιστικά βορειοηπειρωτικά σωματεία, την εθνοκεντρική μειονοτική οργάνωση «Ομόνοια» και το συνδεόμενο με αυτή «Κόμμα Ενωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων» (στο οποίο μετέχουν επίσης οργανώσεις Σλαβομακεδόνων, Βλάχων, Σέρβων, Μαυροβουνίων και Τσιγγάνων). Ή το γεγονός πως ο σοσιαλιστής βουλευτής Βαγγέλης Τάβος συγκέντρωνε το μίσος των Ελλήνων εθνικιστών μετά την εκλογική του νίκη το 1997 σε βάρος του προκατόχου του (και ηγετικού στελέχους της «Ομόνοιας») Βαγγέλη Ντούλε με 56,8% έναντι 29,8%· νίκη που θα επαναλαμβανόταν και στις επόμενες εκλογές του καλοκαιριού του 2001 με ποσοστό 54,4% έναντι 26,7% (Λάμπρος Μπαλτσιώτης, «Ελληνες και εν δυνάμει Ελληνες. Η μειονότητα της Αλβανίας μετά τον Ψυχρό Πόλεμο», Ιωάννινα 2020, σ.289-290 & 326).
Στη μοναδική σχετική αναφορά που εντοπίσαμε στα δημοσιεύματα των ημερών («Ελ. Τύπος», 15/1), βασισμένη στις πληροφορίες «στελεχών της Ομόνοιας», οι «παρόντες στη χθεσινή εκδήλωση» αδελφοί Βαγγέλης και Γρηγόρης Τάβος σκιαγραφούνται λ.χ. ως όργανα «ανθελληνικών κύκλων» που «προβάλλουν ως συμφέρουσα λύση για την ελληνική μειονότητα την πολιτική της έκφραση μέσω των κομμάτων που ήδη υπάρχουν» (σε αντίθεση με την «Ομόνοια» που «εκφράζει τη θέληση των Βορειοηπειρωτών για αυτόβουλη και αυτόνομη πολιτική έκφραση»). Για τη ΜΑΒΗ πάντως τα ερωτώμενα στελέχη φρόντισαν να δηλώσουν πως «αγνοούν κάθε ύπαρξη της οργάνωσης».
Στόχος «μερικοί προδότες»
Αυτά όσον αφορά όσα έγιναν γνωστά την εποχή της επίμαχης βομβιστικής ενέργειας. Πολύ περισσότερα, και καταφανώς διαφωτιστικότερα, θ’ αποκαλύψει ωστόσο μια δεκαετία αργότερα ένα μέλος της ΜΑΒΗ μιλώντας στο δημοσιογράφο της «Καθημερινής» και του ΑΠΕ Σταύρο Τζίμα –τον καλύτερα ενημερωμένο χωρίς αμφιβολία συνάδελφο για το Βορειοηπειρωτικό εδώ και δεκαετίες. Οι σχετικές πληροφορίες δημοσιεύτηκαν στο βιβλίο του «Στον αστερισμό του εθνικισμού. Αλβανία και Ελλάδα στη μετα-Χότζα εποχή» (εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2010, με πρόλογο του Αλέξη Παπαχελά). Κάθε άλλο παρά έχουν καταστεί ωστόσο κτήμα της ευρύτερης κοινής γνώμης, καθώς τα ρεπορτάζ τα σχετικά με τις ελληνοαλβανικές σχέσεις αποφεύγουν συνήθως πεισματικά να τις λάβουν υπόψη.
Η ρίψη της χειροβομβίδας στο Περιστέρι, ξεκαθαρίζει ο συγγραφέας, «ήταν χτύπημα της ΜΑΒΗ, που αποσκοπούσε στην εξόντωση του “προδότη” βουλευτή Τάβου. Μου το ομολόγησε στέλεχος της οργάνωσης που ισχυρίζεται ότι είχε πάρει μέρος και στα δύο επεισόδια της Επισκοπής και του Λόγγου [το φονικό του 1994 και την ομαδική σύλληψη του 1995]. Τον συνάντησα σε καφέ της Πανεπιστημίου, την επομένη της Πρωτοχρονιάς του 2009. Ηρθε στο ραντεβού αποφασισμένος να μιλήσει. Επέμενε να μη γράψω το όνομά του, γιατί δραστηριοποιείται σήμερα έντονα στην Αθήνα σε θέματα της μειονότητας και στην Αλβανία είναι persona non grata. Ας τον αποκαλέσουμε ενδεικτικά Φάνη» (σ.130-1).
Ας δούμε τώρα πώς ακριβώς περιγράφει το γεγονός αυτός ο «Φάνης». Σύμφωνα με την αφήγησή του, η αρχική πρόθεση της οργάνωσης ήταν καθαρά δολοφονική με στόχο τον ενδομειονοτικό «εσωτερικό εχθρό»· το ενδεχόμενο όμως μαζί με τους υπό εξόντωση «προδότες» να χτυπηθούν και μικρά παιδιά, με προφανείς επικοινωνιακές και άλλες συνέπειες, περιόρισε τελικά τη βομβιστική ενέργειά τους σε μια αναίμακτη -πλην καθαρά τρομοκρατική- επίδειξη δύναμης:
«Δικές μας, της ΜΑΒΗ, ήταν οι ενέργειες στην Επισκοπή και στον Λόγγο. Κάναμε και ένα άλλο χτύπημα με χειροβομβίδα στην Αθήνα, στο Περιστέρι, σε μια ταβέρνα που μιλούσε ο προδότης Ελληνας βουλευτής του Σοσιαλιστικού Κόμματος Αλβανίας, Βαγγέλης Τάβος. Ηταν δική μας ενέργεια για την οποία πρώτη φορά αναλαμβάνουμε την ευθύνη μ’ αυτά που σας λέω» (σ.131).
«Ηταν μαζεμένα εκεί γύρω στα διακόσια άτομα. Πετάξαμε στην είσοδο μία χειροβομβίδα που έσκασε. Στο σχέδιό μας ήταν να την εκσφενδονίσουμε στο εσωτερικό, για να καθαρίσουμε μερικούς προδότες, αλλά κάναμε πίσω, όταν είδαμε ότι υπήρχαν πολλά παιδάκια στην ταβέρνα με τους γονείς τους.
− Αν κατάλαβα καλά, στους στόχους σας ήταν και Ελληνες της μειονότητας;
− Ετσι ακριβώς. Είχαμε αποφασίσει να εκτελέσουμε πρώτα τους προδότες του ελληνισμού, αυτούς, δηλαδή, που συνεργάστηκαν με το αλβανικό καθεστώς, και κατόπιν να χτυπήσουμε τα [αλβανικά] στρατόπεδα. Προβληματιζόμασταν, όμως, ποιους να χτυπήσουμε πρώτους, καθώς δεν ήμασταν σίγουροι για το εύρος της ζημιάς που έκαναν στο βορειοηπειρωτικό.
− Ο βουλευτής Τάβος ήταν στόχος;
− Ναι, από τους πρώτους μάλιστα.
− Γιατί δεν αναλάβατε την ευθύνη γι’ αυτή την ενέργεια;
− Είχαμε ετοιμάσει προκήρυξη, αλλά υπήρξαν εσωτερικές διαφωνίες στην οργάνωση, που δεν μπορώ να σας αποκαλύψω, και έτσι δεν είδε το φως της δημοσιότητας.
− Τι απέγινε η ΜΑΒΗ;
− Αδρανοποιήθηκε, δεν έγιναν άλλα χτυπήματα. Δεν μπορώ να πω περισσότερα» (σ.135-6).
Η ΜΑΒΗ και οι υπηρεσίες
Να υποθέσουμε πως αυτή η οριστική «αδρανοποίηση» οφειλόταν, εν μέρει τουλάχιστον, στους πάτρονες της εθνικιστικής οργάνωσης, που δεν είχαν καμιά διάθεση να δουν τον θνησιγενή ένοπλο αγώνα της να μετατρέπεται σε ενδομειονοτικό εμφύλιο στα στέκια των Αθηνών με μεθόδους που θα θύμιζαν τον αλληλοσκοτωμό των κομιτατζήδων στους δρόμους της Σόφιας κατά τον Μεσοπόλεμο; Ως υπόθεση εργασίας δεν μας φαίνεται καθόλου απίθανη, αν λάβουμε υπόψη όσα ο ίδιος «Φάνης» αλλά κι ακόμη ένας από τους συλληφθέντες συντρόφους του του 1995 περιέγραψαν στον δημοσιογράφο της «Καθημερινής» την προϊστορία και τις υπηρεσιακές πλάτες του όλου εγχειρήματος.
Σύμφωνα με τον «Φάνη», η ΜΑΒΗ άρχισε να δραστηριοποιείται το 1993 κι αποτελούνταν από είκοσι «αγωνιστές» (σ.136), εκπαιδευμένους στρατιωτικά από ελληνικές υπηρεσίες: «Εγώ και κάποιοι από τους άλλους, που πήραμε μέρος στις επιχειρήσεις της Επισκοπής και του Λόγγου, είχαμε εκπαιδευτεί επί έξι μήνες στην Κύπρο. Η εκπαίδευση γινόταν στο Σταυροβούνι, όπου έδρευε η 33η μοίρα καταδρομών, και την ευθύνη είχε Ελληνας ταγματάρχης. Ηταν πολύ σκληρή. Εκπαιδευόμασταν στον ανορθόδοξο πόλεμο, στα όπλα, τα εκρηκτικά, ώς και πτώσεις από ελικόπτερο κάναμε». Στην Κύπρο τούς έστειλε δε το «Εθνικό Ιδρυμα Υποδοχής και Αποκατάστασης Παλιννοστούντων Ομογενών Ελλήνων» (ΕΙΥΑΠΟΕ), δημόσια υπηρεσία που είχε ιδρυθεί το 1990 από τους Μητσοτάκη και Σαμαρά (κι έκλεισε το 2002 επί Σημίτη) με πρόεδρο τον πρώην (1983-1993) και κατοπινό (2003-2006) υπουργό Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας, Γιώργο Ιακώβου:
«Το ΕΙΥΑΠΟΕ λειτουργούσε ως προκάλυμμα: με πρόσχημα την εκπαίδευση ομογενών από τη Βόρειο Ηπειρο σε διάφορα επαγγέλματα, όπως ηλεκτρολόγος, υδραυλικός, ψυκτικός κ.ά., μετέφερε περισσότερους από διακόσιους νέους στην Κύπρο, μεταξύ των οποίων ήμουν και εγώ, με σκοπό, όταν μάθουμε την τέχνη, να επιστρέψουμε για να ζήσουμε στην Αλβανία. Στην πορεία, επέλεξαν πενήντα από εμάς, τους πιο συνειδητοποιημένους πατριώτες, και μας καθοδηγούσε ένας Ελληνας ταγματάρχης. Στόχος ήταν να εκπαιδευτούμε καλά στα όπλα, ούτως ώστε, όταν φτάσει η ώρα, να είμαστε έτοιμοι να πολεμήσουμε για την απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου. Μας έλεγαν ακόμη πως, αν χρειαστεί, θα αποτελέσουμε ειδικό τμήμα που θα πολεμήσει για την εκδίωξη των Τούρκων από την Κύπρο» (σ.136).
Σκοπός της επιχείρησης του 1995 που κατέληξε στη σύλληψη των εφτά «αγωνιστών» στην ελληνοαλβανική μεθόριο, εξηγεί ο «Φάνης», ήταν η επανάληψη του ένοπλου εγχειρήματος της προηγούμενης χρονιάς· άλλωστε, σύμφωνα με τον ίδιο, «τα περισσότερα από τα μέλη που συμμετείχαμε στον Λόγγο, ήμασταν και στην Επισκοπή». Είχε ετοιμαστεί και σχετική προκήρυξη που φυσικά δεν πρόλαβε να σταλεί, αφού η δεύτερη αυτή εξόρμησή τους είχε τη γνωστή -καταστροφική για την οργάνωση- κατάληξη (σ.133-4).
Τη στρατιωτική εκπαίδευση της ΜΑΒΗ στην Κύπρο από την 33η Μοίρα Καταδρομών επιβεβαίωσε στον συγγραφέα και ο δεύτερος από τους συλληφθέντες του 1995 που του μίλησε (σ.142)· άτομο του οποίου «το όνομα έπαιξε ψηλά τις μέρες της εξάρθρωσης της ΜΑΒΗ» και κατοικούσε πλέον σε κάποια επαρχιακή πόλη (σ.140). Ο ίδιος αποκάλυψε στον Σταύρο Τζίμα ότι μαζί με ένα άλλο μέλος της οργάνωσης είχαν σταλεί, σαν δήθεν δημοσιογράφοι, για να σκοτώσουν τον Βαγγέλη Τάβο μέσα στο σπίτι του κατά τη διάρκεια συνέντευξης που τους παραχωρούσε· σηκώθηκαν όμως κι έφυγαν όταν ο ίδιος «δέχτηκε στο κινητό του εντολή από κάποιο πρόσωπο, πολιτικό, στρατιωτικό, δεν έχει σημασία, να μη γίνει» ο φόνος (σ.140-1). Σύμφωνα με τη δεύτερη αυτή πηγή, δύο από τους εφτά που συνελήφθησαν το 1995 στα ελληνοαλβανικά σύνορα «ήταν μέλη της ΕΥΠ» (σ.141). Αλλά και ο «Φάνης» θα υποστηρίξει στη δική του εξομολόγηση, ότι «δυο γυναίκες της ΜΑΒΗ έμεναν σ’ ένα διαμέρισμα-γιάφκα στο Κολωνάκι, που ανήκε στην πραγματικότητα στην ΕΥΠ» (σ.137).
Η ταυτοποίηση του «Φάνη»
Ποιος είναι όμως αυτός ο «Φάνης», που εξομολογήθηκε εν έτει 2009 όλα τα παραπάνω στον διακεκριμένο δημοσιογράφο; Μας το αποκαλύπτει άθελά του ο ίδιος, όταν εξιστορεί τη σύλληψη του ίδιου και των συντρόφων του το 1995:
«Είχαμε δυο αυτοκίνητα, ένα ΙΧ και μια κλούβα, στην οποία είχαμε κρυμμένα τα όπλα. Μας έκαναν σινιάλο να σταματήσουμε, αλλά εμείς τους αγνοήσαμε. Λίγο προτού φτάσουμε στο Δελβινάκι, πέσαμε σε μπλόκο. […] Μας πλησίασαν δύο αστυνομικοί με προτεταμένα όπλα και άλλοι τέσσερις ήταν πιο πίσω για κάλυψη. […] Ενας από εμάς, ο συνοδηγός του ΙΧ, με μια αστραπιαία κίνηση άρπαξε το πιστόλι του ενός από τους αστυνομικούς και εγώ στο πίσω κάθισμα όπλισα αμέσως το καλάσνικοφ» (σ.132).
Ας έρθουμε τώρα στα επίσημα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης των «παιδιών της ΜΑΒΗ» (όπως τους αποκαλούσε κατόπιν εορτής ο συνήγορός τους) τον Φεβρουάριο του 1997. Σύμφωνα με τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και τις απολογίες των ίδιων των κατηγορουμένων, οι τελευταίοι έπεσαν σε μπλόκο της ΕΛ.ΑΣ. ενώ κυκλοφορούσαν μέσα στη νύχτα στα ελληνοαλβανικά σύνορα με δυο οχήματα –ένα Ι.Χ. κι ένα εταιρικό βαν. Σύμφωνα με τις καταθέσεις των αστυνομικών που τους συνέλαβαν, τα όπλα της ομάδας βρέθηκαν στο Ι.Χ. (σ.22, 24, 26 & 27) το οποίο οδηγούσε ο έφεδρος αξιωματικός Γιώργος Αναστασούλης. «Είπα εγώ στο Ι.Χ. Αλτ και ο Αναστασούλης όταν βγήκε είπε είμαι συνάδελφος» κατέθεσε χαρακτηριστικά ο αστυνομικός Ι.Π. «Είδα μια ταυτότητα στρατιωτική. Κάναμε έλεγχο και είδαμε ότι είχαν έξι καλάσνικοφ και δύο πιστόλια. Οι σφαίρες ήταν σε γεμιστήρες. […]. Δεν ρωτήσαμε τίποτα. Είμαστε δυο και αυτοί τρεις, είδαμε και τα όπλα. […] Στο άλλο αυτοκίνητο φορτηγάκι είχαν φόρμες στρατιωτικές, άρβυλα» (σ.24). Τις λεπτομέρειες αυτές επιβεβαίωσε ο συνάδελφός του Χ.Τ.: «Στις 2 τη νύχτα κάναμε μπλόκο και σταμάτησε πρώτα το φορτηγάκι και μετά από λίγο το Ι.Χ. αυτοκίνητο. Ο 1ος κατηγορούμενος Αναστασούλης μας είπε ότι ήταν στρατιωτικός, μας έδειξε μια ταυτότητα και είπε ότι έχει όπλα τα οποία είναι δικά του. Αυτοί ήταν τρεις και εμείς δύο» (σ.27).
Η ταυτότητα των τριών επιβατών του Ι.Χ. αποκαλύπτεται από την απολογία του οδηγού του, που προσπάθησε ν’ απαλλάξει τους συνεπιβάτες του από κάθε ευθύνη για τα όπλα (που, όπως ισχυρίστηκε, είχε βρει ο ίδιος λίγο νωρίτερα περπατώντας στο δάσος): «Στην επιστροφή πήρα μαζί μου τον Κούτουλα και τον Μπελέρη αλλά δεν τους είπα τίποτα [για τα όπλα]. Ξέροντας ότι είναι Βορειοηπειρώτες και έχουν ευαισθησία σε τέτοια θέματα δεν τους είπα τίποτα για να μην τρομοκρατηθούν. Θεώρησα καλό να μην το πω. Δεν ήξερα πώς θα αντιδράσουν» (σ.48). Για τη διάταξη των τριών επιβατών μέσα στο Ι.Χ. εξίσου αποκαλυπτικός ήταν πάλι στη δική του απολογία ο Μπελέρης: «Ξεκινήσαμε να επιστρέψουμε. Μπήκα στο αυτοκίνητο του Αναστασούλη, διότι κρύωνα. Καθόμουν πίσω και ξαφνικά ένα αυτοκίνητο μας ακολουθούσε με σβηστά τα φώτα. […]. Σταματήσαμε και ήρθαν κάποιοι με όπλα και μας σημάδευαν. […] Το Ι.Χ. του Αναστασούλη ήταν ένα SEAT άσπρο τετραθέσιο» (σ.62-63).
Αρκεί μια απλή αντιπαραβολή αυτών των απολογιών και καταθέσεων με την αφήγηση του «Φάνη», για την ταυτοποίηση αυτού του τελευταίου δίχως την παραμικρή αμφιβολία: ο «Φάνης», ο μόνος από τους τρεις επιβάτες του επίμαχου Ι.Χ. που καθόταν στο πίσω κάθισμα, δεν είναι άλλος από τον σημερινό ευρωβουλευτή της Ν.Δ., Φρέντη Μπελέρη.
Μια ιστορία που κύκλους κάνει
Τα χρόνια πέρασαν. Η ΜΑΒΗ πέρασε κι αυτή στην ιστορία –με τους δικούς της θαυμαστές στον χώρο της βορειοηπειρωτικής και εγχώριας Ακροδεξιάς και τη συνακόλουθη μυθοποίηση, όπως έδειξε το 2018 η υπόθεση του Κωνσταντίνου Κατσίφα. Ο Μπελέρης φοίτησε τη δεκαετία του 2000 στο Πάντειο ως υπότροφος του ελληνικού ΥΠΕΞ και το 2014, είκοσι χρόνια μετά την Επισκοπή, εγκαταστάθηκε στη Χιμάρα ως επιχειρηματίας στον χώρο του τουρισμού. Το 2015 έθεσε υποψηφιότητα για δήμαρχος με το ΚΕΑΔ, με διακομματική υποστήριξη από την Ελλάδα, αποσπώντας μόλις 27,3% και χάνοντας από τον ήδη δήμαρχο των σοσιαλιστών, συμπατριώτη του Γιάννη Γκόρο. Το 2019 οι αλβανικές αρχές απαγόρευσαν την εκ νέου υποψηφιότητά του επικαλούμενες κάποια παλιότερη δικαστική καταδίκη του (Μπαλτσιώτης, όπ.π., σ.228-30). Τον Δεκέμβριο του 2022 υποδέχτηκε πανηγυρικά, ως τοπικός επικεφαλής της «Ομόνοιας», τον Κυριάκο Μητσοτάκη και το 2023 εξελέγη πανηγυρικά δήμαρχος με την υποστήριξη όχι μόνο του ΚΕΑΔ, αλλά και του δεξιότατου (εθνικιστικότατου κι ανθελληνικότατου) Δημοκρατικού Κόμματος του Σαλί Μπερίσα, πρωθυπουργού της Αλβανίας την εποχή της ένοπλης δράσης τής ΜΑΒΗ. Η εκλογή του όμως ως γνωστόν ακυρώθηκε και ο ίδιος φυλακίστηκε για κάμποσους μήνες με την (άκρως προβληματική) κατηγορία της εξαγοράς ψήφων. Το αλβανικό βαθύ κράτος δεν είχε προφανώς καμιά απολύτως διάθεση να ξεχάσει όσα το ομόλογό του ελληνικό (και τα εδώ ΜΜΕ) κάνουν πως δεν θυμούνται.
Η παραμονή του Μπελέρη στις αλβανικές φυλακές μάς απέτρεψε να δημοσιοποιήσουμε τα παραπάνω στοιχεία κατά τη διάρκεια της πρόσφατης προεκλογικής περιόδου. Θα ήταν άλλωστε μάλλον αφελές να πιστεύει κανείς πως οι ψηφοφόροι της Ν.Δ. που τον έστειλαν τελικά στο Ευρωκοινοβούλιο θα επηρεάζονταν αρνητικά από μια παλιά ρίψη χειροβομβίδας, και δη αναίμακτη, κατά του σοσιαλιστή «εσωτερικού εχθρού».
Από μια διαβολική ειρωνεία της τύχης νικητής των επαναληπτικών δημοτικών εκλογών του περασμένου Αυγούστου στη Χιμάρα, με 58,6% έναντι του νέου κοινού υποψηφίου της μειονοτικής και αλβανικής Δεξιάς («Ομόνοια» – Δημοκρατικό Κόμμα), αναδείχτηκε ο υποψήφιος των σοσιαλιστών, Βαγγέλης Τάβος. Ο «προδότης», μ’ άλλα λόγια, που σύμφωνα με τον «Φάνη» αποτελούσε τον βασικό στόχο της βομβιστικής εκείνης ενέργειας της ΜΑΒΗ είκοσι τρία χρόνια πριν στο Περιστέρι.