3.4 C
Athens
Σάββατο, 22 Φεβρουαρίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

2015 η χαμένη ευκαιρία και η ήττα, του Γιώργου Σαπουνά

Παρέμβαση Αντικαπιταλιστικής Πολιτικής Ομάδας (ΑΠΟ) στην εκδήλωση της 19/2/2025

 

Ο τίτλος της εκδήλωσής μας είναι η χαμένη ευκαιρία και η ήττα. Η ήττα είναι αναμφισβήτητη. Για το αν ήταν ευκαιρία και τί τάξεως υπάρχουν διάφορες απόψεις. Χρειαζόμαστε μία ορισμένη αφήγηση των γεγονότων που να υποστηρίζει την θετική μας απάντηση και την ποιότητα αυτής της ευκαιρίας.

Τί συνέβη την περίοδο 2010 – 2015; Η οικονομική κρίση του 2008 μετατράπηκε σε ευρωπαϊκή κρίση χρέους, στην Ελλάδα (και αλλού) αντιμετωπίστηκε με τα «μνημόνια» και είχε ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση της οικονομίας με μείωση 25% του ΑΕΠ.

Ταυτόχρονα ωστόσο αποτέλεσε μια μεγάλη ταξική /κοινωνική σύγκρουση που είχε ως αποτέλεσμα την διαλυτική κρίση του πολιτικού συστήματος και την ραγδαία άνοδο της κοινωνικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ που έφτασε από μονοψήφια ποσοστά στην κυβέρνηση το 2015.

Σε αυτή την σύγκρουση αντίπαλοι στάθηκαν από την μιά η άρχουσα τάξη της χώρας μαζί με ένα ορισμένο μεσαίο στρώμα, το κράτος και το πολιτικό σύστημα, και από την άλλη η κοινωνική πλειοψηφία με ηγεμονία της εργατικής τάξης και των αριστερόστροφων ιδεών και πρακτικών. Η τελική καταγραφή αυτού του συσχετισμού δόθηκε, με τρόπο αδιαμφισβήτητο, στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.

Οι «από πάνω», η ντόπια άρχουσα τάξη, σε πλήρη αντίθεση με την εικόνα της υποβαθμισμένης χώρας, βρέθηκε μετά την κρίση και τα μνημόνια, στην ισχυρότερη θέση, στα χρόνια της Μεταπολίτευσης τουλάχιστον, στον εσωτερικό ταξικό συσχετισμό. Αυτό ήταν και είναι το αποτέλεσμα εκατοντάδων μνημονιακών (και μη «μνημονιακών» στην συνέχεια), νόμων που περιορίζουν και ανατρέπουν τα εργατικά δικαιώματα, τους μισθούς, τις συντάξεις, το κοινωνικό κράτος και γενικά όλες τις κατακτήσεις του μαζικού, λαϊκού και εργατικού κινήματος στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Σήμερα απολαμβάνει κερδοφορία και ποσοστό κέρδους άνευ προηγουμένου. Όπως σε όλη την Ευρώπη έτσι κι εδώ οι καπιταλιστές και οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι είδαν στην κρίση μία ευκαιρία. Ήταν η ντόπια άρχουσα τάξη αυτή που εμπνεύστηκε και έγραψε τα μνημόνια και όχι κάποια «εξωτερική» επιβολή.

Οι «από κάτω», η κοινωνική πλειοψηφία και πρώτα απ’ όλους η εργατική τάξη αντιστάθηκε, βγήκε μαζικά στους δρόμους, με δεκάδες Γενικές Απεργίες και στην συνέχεια με το κίνημα των πλατειών, πολιορκώντας κυριολεκτικά το κράτος. Απέρριψε μαζικά το πολιτικό σύστημα και ιδιαίτερα την Σοσιαλδημοκρατία που επί δεκαετίες την αντιλαμβανόταν ως κυβερνητική Αριστερά και το αποσταθεροποίησε. Αγνόησε κάθε πίεση εγχώρια και διεθνή που προανήγγειλε την «εθνική καταστροφή». Δήλωσε κατ’ επανάληψη διαθεσιμότητα για «περιπέτεια», τόσο το 2012 όσο και το 2015 στις εκλογές και στο δημοψήφισμα με στόχο ένα μεγάλο έπαθλο: την ποιότητα της ζωής στον παρόντα χρόνο.

Το δημοψήφισμα συμπύκνωσε όλα τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής ριζοσπαστικοπίησης, την ταξική ματιά της που έβλεπε καθαρά τους ντόπιους αστούς και τα κρατικά, πολιτικά και επικοινωνιακά τους στηρίγματα πίσω από την μάσκα των δανειστών και τους διέλυσε με μιας με την ετυμηγορία του. Μιά μεγάλη, ιστορική στιγμή που κράτησε λίγο καθώς ο «δικός τους» ηγέτης «ανέστησε τους πεθαμένους» καλώντας την σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών.

Ακόμη όμως και μετά την ήττα, με την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, σε μεγάλο βαθμό αυτός ο κόσμος δεν την αποδέχτηκε και ξαναψήφισε το κόμμα που θεωρούσε δικό του διεκδικώντας μία αριστερή διαχείριση της αρνητικής εξέλιξης. Κάτι τέτοιο ήταν ασφαλώς αδύνατο. Παρόλαυτά η κοινωνική αριστερόστροφη ριζοσπαστικοποίηση είχε πολύ περισσότερο βάθος από την πολιτική Αριστερά που παρήκμασε ταχύτατα.

Αυτή την εικόνα των αντιπαρατιθέμενων δυνάμεων, των «από πάνω» και των «από κάτω» δεν μπόρεσε να την διαβάσει με ευκρίνεια η Αριστερά.

Δεν την διάβασε το ΚΚΕ που πήρε σαφέστατες αποστάσεις από τις διακυβεύσεις δηλώνοντας πως μια μελλοντική επανάσταση «δεν θα σπάσει ούτε ένα τζάμι». Όπως και σήμερα που, αν και σε διαφορτικές συνθήκες, αρνείται την πολιτικοποίηση του «κινήματος των Τεμπών» απορρίπτοντας την αιχμή για «εθνικοποίηση των σιδηροδρόμων χωρίς αποζημείωση και με εργατικό έλεγχο».

Δεν την διάβασε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ που δεν κατανόησε την ανάγκη μαζικής πολιτικής έκφρασης της ριζοσπαστικοποίησης και δεν συγκρότησε κανένα σχετικό σχέδιο. Σήμερα αποτελεί τίτλο ψηφοδελτίου παρά ουσιαστική πολιτική συγκρότηση παρά την πρακτικά εκφρασμένη βούληση των βασικών της δυνάμεων να στηρίζουν το κίνημα και την αντικαπιταλιστική προπαγάνδα.

Δεν την διάβασε ασφαλώς ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ παρότι ανέβηκε πάνω στο κοινωνικό κύμα χωρίς ωστόσο να αντιληφθεί καθόλου ούτε τους ιστορικούς όρους που το επέτρεψαν αυτό ούτε το μέγεθος και την ποιότητα της δύναμής του. Τόσο η ηγεσία Τσίπρα που ήδη από το 2012 στράφηκε στους ταξικούς και πολιτικούς εχθρούς για να βρει στηρίγματα όσο και οι εσωκομματικές, αντιμνημονιακές αντιπολιτεύσεις που παρά τις προθέσεις τους αποδείχτηκαν (αποδειχτήκαμε) ανεπαρκείς.

Η κυρίαρχη ιδεολογία που θέτει το πλαίσιο του «εθνικού συμφέροντος» και των «εξωτερικών απειλών», το δήθεν αντικειμενικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, το όριο των λαϊκών επιλογών ως ψηφοφόροι, θριάμβευσε, εγκλωβίζοντας την πολιτική συζήτηση στο νομισματικό δίλλημα «ευρώ ή δραχμή».

Δεν εγκλώβισε την λαϊκή ετυμηγορία του δημοψηφίσματος.

Η ήττα της Αριστεράς ανέδειξε προβλήματα στρατηγικής και τακτικής. Δεν αντιλήφθηκε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το βάθος και την ποιότητα της ιστορικής ευκαιρίας. Μιας ευκαιρίας που έθεσε στην επικαιρότητα την εξυπηρέτηση ενός δρόμου με ανοιχτό τον αντικαπιταλιστικό ορίζοντα. Αυτό δεν σημαίνει οπωσδήποτε και άμεσα την ίδια την επαναστατική ανατροπή. Σημαίνει ωστόσο το άνοιγμα του εναλλακτικού δρόμου, από χρόνια χαμένου, που χαρακτηρίζεται από την ενεργή εισβολή των μαζών στο προσκήνιο προκαλώντας κρίση στο πολιτικό σύστημα και στην λειτουργία του κράτους. Αναδείχθηκαν δυνατότητες αναγέννησης μαζικής, ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής Αριστεράς που θα μπορούσε να δώσει συνέχεια στην διαδικασία της ριζοσπαστικής πολιτικοποίησης και πολιτική εκπροσώπηση μαζικά στους «από κάτω». Θα ήταν μία εξέλιξη ιστορικής σημασίας όχι μόνο για το ελληνικό πεδίο της πάλης αλλά πανευρωπαϊκά και διεθνώς.

Όταν η Ιστορία έθεσε τους όρους της ασυνέχειας στο «εδώ και τώρα» οι ιδεολογικές ασυνέχειες των αφηγήσεων της σύγχρονης Αριστεράς, ως απροσδιόριστο άλμα – είτε σε έναν κάποιο θολό Σοσιαλισμό, τύπου ΚΚΕ είτε ακόμη και με αναφορά στα σοβιέτ και την εργατική εξουσία, τύπου ΑΝΤΑΡΣΥΑ και γενικότερα της επαναστατικής Αριστεράς, αδυνάτισαν ακαριαία. Όπως ακριβώς συνέβει με την εκλογική τους επιρροή όταν ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδίκησε το πολιτικό κενό και την «κυβέρνηση της Αριστεράς» που εμφανίστηκε, ως ασυνέχεια, πριν καν εμφανιστούν έστω εμβρυακά λαϊκές και εργατικές αντιεξουσίες.

Σήμερα 10 χρόνια μετά η κατάσταση είναι διαφορετική. Ο κόσμος ξαναβγαίνει μαζικά στον δρόμο με αφορμή το έγκλημα των Τεμπών, δηλώνοντας την περιφρόνησή του για το αναξιόπιστο πολιτικό σύστημα, ακόμη και για το ίδιο το κράτος. Όμως η πολιτική Αριστερά δεν μπορεί, για την ώρα να δώσει απαντήσεις με προοπτική. Εμφανίζεται αμήχανη και πολυδιασπασμένη ως συνέπεια της ήττας, με αποτέλεσμα την περιορισμένη πολιτικοποίηση της ίδιας της κοινωνικής δραστηριότητας και μαζικής κινητοποίησης σε σχέση με εκείνη της περιόδου 2010 – 2015.

Ζούμε έτσι, στην παράδοξη συνθήκη να τρίζει η καρέκλα της κυβερνητικής εξουσίας χωρίς να υπάρχει πραγματικός πολιτικός αντίπαλος.

Εντούτοις όλα όσα συνέβησαν την περίοδο 2010 – 2015 παράγουν συμπεράσματα που είναι επίκαιρα και απολύτως χρήσιμα για την Αριστερά που έχουμε άμεσα ανάγκη.

Η κρίση της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής που έδωσε τα επεισόδια της περιόδου εκείνης έχει βαθύνει σήμερα πολύ περισσότερο. Οι κυρίαρχες ιδέες της και γενικότερα το διεθνές αστικό πλαίσιο που οικοδομήθηκε μεταπολεμικά και ιδιαίτερα μετά το τέλος του παγκόσμιου Μάη, σήμερα μοιάζει με σωρό από συντρίμια. Η συστημική δυνατότητα συγκρότησης πλατιών κοινωνικών συναινέσεων αδυνατίζει και υποχωρεί συνεχώς.

Η κρίση του παραδοσιακού δικομματισμού με την ιστορική κατάρρευση της Σοσιαλδημοκρατίας που εγκατέλειψε την ταυτότητά της – δηλαδή μάξιμουμ πρόγραμμα τον Σοσιαλισμό και μίνιμουμ τις μεταρρυθμίσεις – υποτασσόμενη στη νεοφιλελεύθερη στρατηγική, έχει πολύ σημαντικές συνέπεις. Από την μια, στα μάτια της κοινωνίας, δεν υπάρχει επιλογή μαζικής κυβερνητικής Αριστεράς. Από την άλλη το σύγχρονο πολιτικό δίπολο αποτελείται από το «ακραίο κέντρο», τη σύγκλιση δηλαδή έως συγχώνευση της κεντροαριστεράς με την κεντροδεξιά και απέναντί του την φασίζουσα Ακροδεξιά.

Μέσα από τα πολιτικά πτώματα της Σοσιαλδημοκρατίας και του Σταλινισμού ξεπροβάλει με την μορφή του πολιτικού κενού μια πρωτοφανής ιστορικά, πρόκληση για την αντικαπιταλιστική Αριστερά. Υπό όρους και προϋποθέσεις. Στην εποχή όπου οι επαναστατικές,σοσιαλιστικές, κομμουνιστικές αφηγήσεις έχουν αδυνατίσει στην κοινωνική μνήμη, έχει εξαπλωθεί ο όρος «αντικαπιταλισμός» και το σύνθημα «οι ζωές μας πάνω από τα κέρδη τους». Είναι σαφώς πιο αφηρημένες διατυπώσεις από την Σοσιαλιστική Επανάσταση αλλά επίσης σαφώς πιο εκτεταμένου ακροατηρίου από τις συγκεκριμένες παραδοσιακές αφηγήσεις των διάφορων ρευμάτων που εμφανίστηκαν στην δεκαετία του 1970.

Η κρίση των μαζικών ρεφορμιστικών κομμάτων συνεπάγεται επίσης και την κρίση των μικρών οργανώσεων της επαναστατικής Αριστεράς. Η πάλη για την ανασυγκρότηση του αντικαπιταλιστικού οράματος και της επαναστατικής στρατηγικής οφείλει να συμβαδίσει με την άμεση συγκέντρωση της δύναμης και την διεκδίκηση του μαζικού κοινωνικού/ ταξικού ακροατηρίου.

Στην περίοδο που εξετάζουμε ανέκυψε το ζήτημα της «κυβέρνησης της Αριστεράς» ως αποκορύφωμα της εκλογικής τακτικής. Σήμερα δεν τίθεται άμεσα τέτοιο ζήτημα πλην αυτό το γεγονός αποτελεί στοιχείο της αδυναμίας και της ήττας και όχι ασφαλώς θετική εξέλιξη.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υπήρξε ποτέ «κυβέρνηση της Αριστεράς» (ήταν ούτως ή άλλως συγκυβέρνηση με ακροδεξιό κόμμα).

Η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν αποσκοπεί και δεν μπορεί να διαχειριστεί σε βάθος χρόνου το αστικό κράτος. Αποσκοπεί στο να το αποσταθεροποιήσει υπέρ των εργατικών/ λαϊκών αντιεξουσιών και των αναδυόμενων οργάνων τους. Ως εκ τούτου έχει αυστηρές προϋποθέσεις που την καθιστούν πολύ σπάνια πιθανότητα και κυρίως προσωρινή.

Αποτελεί ωστόσο μεταβατικό αίτημα και στόχο στα πλαίσια της ενιομετωπικής αντίληψης που αποσκοπεί στην εμβάθυνση της αριστερής πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης των μαζών και κυρίως στη συγκέντρωση της δύναμής τους όσο δεν έχουν ακόμη ωριμάσει επαναστατικά οι συνθήκες.

Αυτά είναι γνωστά από την δεκαετία του 1920 και τις συζητήσεις στα συνέδρια της Τρίτης Διεθνούς, επί Λένιν και πριν την σταλινική αντεπανάσταση.

Αυτό που δεν ήταν γνωστό είναι το γεγονός ότι έχουμε εισέλθει σε μία εποχή όπου αυτή η δυνατότητα εμφανίζεται στο προσκήνιο, ενίοτε ακόμη και ως υποχρέωση. Ως κορύφωση της μαζικής πολιτικής, ως μεταβατικό, κυβερνητικό πρόγραμμα, μέσα από τις αντιφάσεις και τις συνέπειες τις ταξικής και πολιτικής πάλης σήμερα.

Η εμπειρία του 2010 – 2015 και η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν μία «γενική δοκιμή», μία «πρόβα» που εμπεριέχει όλα τα μαθήματα.

Στις μέρες μας η επιδίωξη της συγκέντρωσης της δύναμης τόσο του μαζικού, λαϊκού, εργατικού κινήματος όσο και της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι υποχρεωτική επιλογή.

Απαιτεί την χρήση όλων των διαθέσιμων μέσων και την δυνατότητα εκτέλεσης ενιομετωπικών τακτικών σε όλα τα πεδία, στο κίνημα, στις πολιτικές επιλογές, στις εκλογές.

Εντούτοις η ύπαρξη ισχυρού αντικαπιταλιστικού υποκειμένου/ πόλου αποτελεί το μέτρο της αποτελεσματικότητας στην αναπόφευκτη πάλη με τις ρεφορμιστικές αυταπάτες, πολιτικές και αυθόρμητες, εντός του μετώπου.

Απέναντι στις προκλήσεις της εποχής αλλά και τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε θα ήθελα να κλείσω με τα λόγια της Ρόζας: «δεν χάσαμε και θα κερδίσουμε γιατί διαθέτουμε τον τρόπο να μαθαίνουμε»!

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ