«Ο σημερινός πόλεμος γίνεται προκειμένου να κριθεί το ποιος θα εκμεταλλεύεται τα Βαλκάνια, την Τουρκία, την Περσία, την Αίγυπτο, την Ινδία, την Κίνα, την Αφρική. Και εμείς ακονίζουμε τα σπαθιά μας προκειμένου να εκφοβίσουμε τους νικητές ώστε να μοιραστούν τα λάφυρα με εμάς. Οι εργάτες τώρα δεν ενδιαφέρονται για τα λάφυρα- δεν θα πάρουν τίποτε από αυτά έτσι και αλλιώς.
Οι προπαγανδιστές της πολεμικής ετοιμότητας έχουν και μια ακόμη αντικειμενική επιδίωξη και πολύ σημαντική μάλιστα. Θέλουν να δώσουν στο λαό κάτι να σκέπτεται πέρα από τη δυστυχή κατάσταση στην οποία έχει φθάσει. Γνωρίζουν ότι το κόστος ζωής είναι υψηλό, ότι οι αποδοχές είναι χαμηλές, ότι η απασχόληση είναι αβέβαιη και θα είναι ακόμη περισσότερο όταν η ευρωπαϊκή έκκληση για πυρομαχικά σταματήσει.
Κάθε λίγες ημέρες μας δημιουργούν και έναν νέο φόβο προκειμένου να προσδώσουν ρεαλισμό στην προπαγάνδα τους. Μας έχουν φέρει στο χείλος του πολέμου, …και τώρα θέλουν οι εργάτες να ξεσηκωθούν. Ο εργάτης ποσώς ενδιαφέρεται για όλα αυτά, ο εργάτης δεν θα έχει κανέναν λόγο να μπει σε πόλεμο.
Σύμπας ο μηχανισμός του συστήματος έχει κινητοποιηθεί. Η φωνή της εξουσίας ακούγεται περισσότερο από τις εκφράσεις δυσαρέσκειας και τον ορυμαγδό από τις διαμαρτυρίες των εργατών.
‘’Φίλοι’’ λέγει ‘’σύντροφοι εργάτες, πατριώτες. Η πατρίδα σας βρίσκεται σε κίνδυνο. Υπάρχουν εχθροί σε όλες μας τις πλευρές…… Θα γκρινιάζετε για τους χαμηλούς μισθούς όταν διατρέχει κίνδυνο η χώρα σας, οι ίδιες σας οι ελευθερίες; …Σταματήστε το κλαψούρισμα , πιάστε δουλειά και ετοιμαστείτε να υπερασπίσετε τις εστίες και τη σημαία σας. Δημιουργήστε στρατό, δημιουργήστε ναυτικό, ετοιμαστείτε να έρθετε αντιμέτωποι με τους εισβολείς ως αφοσιωμένοι ελεύθεροι άνθρωποι που είστε.’’
Θα πέσουν οι εργάτες σ’ αυτή την παγίδα; Θα εξαπατηθούν ξανά; Πολύ φοβάμαι πως ναι. Οι άνθρωποι ήταν πάντα επιδεκτικοί σε αυτού του είδους τη ρητορική. Οι εργάτες γνωρίζουν ότι δεν έχουν εχθρούς πέραν των εξουσιαστών τους. Γνωρίζουν ότι τα έγγραφα της ιθαγενείας τους δεν αποτελούν εγγύηση για την ασφάλεια των ιδίων, των συζύγων τους και των παιδιών τους. Γνωρίζουν ότι ο τίμιος ιδρώτας, ο επίμονος μόχθος και τα χρόνια αγώνα δεν τους αποφέρουν τίποτε από το οποίο να αξίζει να κρατηθούν, τίποτε για το οποίο να αξίζει να πολεμήσουν. Και όμως, βαθιά μέσα στις καρδιές τους πιστεύουν ότι έχουν πατρίδα. Ω, τυφλή ματαιοδοξία των σκλάβων.
Οι έξυπνοι, στα υψηλά αξιώματα, γνωρίζουν πόσο παιδαριώδεις είναι συχνά οι εργάτες. Γνωρίζουν ότι αν η κυβέρνηση τους ντύσει στα χακί και τους δώσει ένα τουφέκι και τους στήσει με μια στρατιωτική μπάντα και με λάβαρα να κυματίζουν, θα ριχτούν να πολεμήσουν γενναία κατά των εχθρών τους. Έχουν διδαχθεί ότι οι γενναίοι άνδρες πεθαίνουν για την τιμή της πατρίδας τους. Πόσο μεγάλο τίμημα για μια αφηρημένη ιδέα –οι ζωές εκατομμυρίων νέων ανθρώπων- εκατομμύρια άλλοι σακατεμένοι και τυφλωμένοι διά βίου. Βίος εξαθλιωμένος για πολλά ακόμη εκατομμύρια ανθρώπινες υπάρξεις- το επίτευγμα και το κληροδότημα γενεών που σαρώθηκαν σε μια στιγμή- και κανένας δεν θα επωφεληθεί μέσα σε όλη αυτή τη δυστυχία.
Αυτή η φρικτή θυσία θα ήταν κατανοητή αν το πράγμα για το οποίο πεθαίνεις και αποκαλείς πατρίδα τάιζε, έντυνε, στέγαζε, θέρμαινε, σπούδαζε και περιέβαλλε με στοργή τα παιδιά σου. Θεωρώ ότι οι εργάτες είναι τα πιο ανιδιοτελή από τα τέκνα του ανθρώπινου είδους. Μοχθούν και ζουν και πεθαίνουν για άλλων ανθρώπων την πατρίδα, για άλλων ανθρώπων τα συναισθήματα, για άλλων ανθρώπων τις ελευθερίες και για άλλων ανθρώπων την ευτυχία. Οι εργάτες δεν έχουν δικές τους ελευθερίες. Δεν είναι ελεύθεροι όταν είναι αναγκασμένοι να δουλεύουν δώδεκα ή δέκα ή οκτώ ώρες την ημέρα- δεν είναι ελεύθεροι όταν πληρώνονται ελλιπώς για τον εξουθενωτικό τους μόχθο. Δεν είναι ελεύθεροι όταν τα παιδιά τους πρέπει να εργασθούν σε ορυχεία, σε μύλους και εργοστάσια ή όταν λιμοκτονούν και όταν οι γυναίκες τους μπορεί να οδηγηθούν από τη φτώχεια σε ζωές ντροπιαστικές. Δεν είναι ελεύθεροι όταν χτυπιούνται και φυλακίζονται επειδή απεργούν για μια αύξηση μισθών και για τη στοιχειώδη δικαιοσύνη που δικαιούνται ως ανθρώπινες υπάρξεις…
Απεργήστε ενάντια σε όλες τις διατάξεις και τους νόμους και τους θεσμούς που συνεχίζουν το μακελειό της ειρήνης και τις σφαγές του πολέμου. Απεργήστε ενάντια στον πόλεμο επειδή χωρίς εσάς καμία μάχη δεν μπορεί να γίνει. Απεργήστε ενάντια στην κατασκευή βολιδοφόρων οβίδων και βομβών αερίων και όλων των άλλων οργάνων του φόνου.
Απεργήστε ενάντια στην πολεμική ετοιμότητα που σημαίνει θάνατο και δυστυχία για εκατομμύρια ανθρώπινες υπάρξεις. Μην είστε βουβοί, πειθήνιοι σκλάβοι σε έναν στρατό καταστροφής. Γίνετε ήρωες σε έναν στρατό δημιουργίας».
Όχι, δεν είναι σημερινό κείμενο- αν και τρελά του μοιάζει- μα απόσπασμα από ένα κείμενο ηλικίας εκατόν δύο ετών. Ένα κείμενο της Έλεν Κέλερ που εκφωνήθηκε το Γενάρη του 1916 στο Carnegie Hall της Νέας Υόρκης, ανάμεσα στους ορυμαγδούς των κυμβάλων του πρώτου παγκοσμίου ιμπεριαλιστικού πολέμου.
Η Έλεν Κέλερ αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση. Όταν ήταν μωρό προσβλήθηκε από μια ασθένεια που την άφησε τυφλή και κωφάλαλη. Στα έξη της χρόνια την παρέλαβε μια σπάνια δασκάλα-ονόματι Ανν Σάλιβαν Μέισι στη Βοστώνη, και μέσα σε λίγους μήνες η μικρή Έλεν έμαθε να ψηλαφεί αντικείμενα και να τα συνδέει με λέξεις, τις οποίες σχημάτιζε γράφοντας πάνω στην παλάμη της. Αυτή η δασκάλα πέτυχε να αποκαταστήσει την επαφή του κοριτσιού με τον κόσμο. Σε λίγα χρόνια η Έλεν άρχισε να μιλάει και το 1904 αποφοίτησε από το κολέγιο με έπαινο. Ανέπτυξε τέτοιες ικανότητες που κανένα άτομο με τέτοια προβλήματα δεν είχε αναπτύξει μέχρι τότε. Καταξιώθηκε ως συγγραφέας και λέκτορας αλλά προπαντός ως αγωνίστρια. Από τότε άρχισε να γράφει και να υποστηρίζει έμπρακτα τα άτομα με αναπηρία και να αγωνίζεται για την κοινωνική τους βελτίωση.
Όμως ο αγώνας της δεν σταματά εδώ, την ελκύουν τα κοινωνικά προβλήματα της εποχής της, τα πάθη των «καταραμένων», η χειραφέτηση των καταπιεσμένων και εκμεταλλευομένων. Η ίδια το συνομολογεί σε αυτή της την ομιλία. «Έχω μπει στον αγώνα κατά της πολεμικής ετοιμότητας και κατά του οικονομικού συστήματος στο οποίο ζούμε. Πρόκειται να είναι ένας αγώνας μέχρι τέλους, και δεν ζητώ κανένα έλεος».
Αυτή η φτερωτή «ανάπηρη», αυτή η εκπληκτική Έλεν πριν από 100 χρόνια, μέσα στην καρδιά του «κτήνους» αποκάλυψε με δωρική απλότητα τον ένοχο. Σήμερα αξίζει να τη μιμηθούμε, να βάλουμε πλάτη, σήμερα που η ιστορία γλιστράει προς την προϊστορία.